Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησία και Πολιτεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησία και Πολιτεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Εκκένωσις ή Επιτέλεση: Για μια ανατομία της ψευδομυστικιστικής ρητορείας Μητσοτάκη

Του ΜΑΝΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Στο στόμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, το Άγιον Όρος και η μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά γίνονται σχήματα μιας νέας μετα-πολιτικής λατρείας, μιας παγκοσμιοποιημένης εικονολογίας χωρίς Θεό, μιας τελετουργίας χωρίς μυστήριο. Η επίσκεψή του στο Άγιον Όρος δεν είναι πράξη ταπείνωσης, είναι τεχνική ορατότητας. Δεν είναι μυστική ανάβαση, είναι παραγωγή συμβόλων. Ο πρωθυπουργός δεν μιλά, δεν προσέρχεται, δεν ζητεί. Επιτελεί. Σκηνοθετεί. Εμφανίζεται. Ασκεί εξουσία μέσα από εικόνες ευλάβειας, αλλά χωρίς ποτέ να διακινδυνεύει το εσωτερικό βάθος που η πίστη απαιτεί.
Η μετάνοια θέλει συντριβή. Ο Μητσοτάκης προσφέρει συνέντευξη. Η μεταφυσική του είναι πολιτική σκηνογραφία. Το Άγιον Όρος δεν είναι πλέον κοινόβιο προσευχής, αλλά παραγωγικό πεδίο ήπιας ισχύος, τόπος παραγωγής πολιτισμικής νομιμοποίησης για μια εξουσία που βρίσκεται εκτός οποιασδήποτε κοινωνικής ή θεολογικής πραγματικότητας. Μιλά για «μήνυμα αλήθειας» σε «ασταθές περιβάλλον», την ίδια στιγμή που το περιβάλλον που ο ίδιος έχει δημιουργήσει είναι τοξικά σταθερό: σταθερά διεφθαρμένο, σταθερά υποκριτικό, σταθερά απονοηματοδοτημένο.
Ο λόγος του είναι αυτοαναφορικός: ο Θεός είναι χρήσιμος επειδή προσφέρει διεθνή ακτινοβολία. Η μονή του Σινά είναι χρήσιμη επειδή αποτελεί «εθνικό καθήκον». Το Άγιον Όρος είναι χρήσιμο επειδή εκπέμπει «οικουμενική σταθερότητα». Δεν υπάρχει καμία σχέση με το ιερό. Υπάρχει μόνο επικοινωνιακή αξιοποίηση του θείου, μια τακτική που συνίσταται στο να εξουδετερώνεις την ετερότητα του Θεού μέσω του κράτους.
Αυτός είναι ο μηδενισμός του καιρού μας: η πνευματικότητα χωρίς παρουσία, η προσευχή χωρίς λόγο, η εκκλησιαστικότητα χωρίς Θεό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν βρίσκεται εκτός πραγματικότητας μόνο πολιτικά. Βρίσκεται εκτός λειτουργικής πραγματικότητας, εκτός θεολογικής εγγύτητας, εκτός εκκλησιολογικής συνέπειας. Εμφανίζεται στο Όρος όχι ως πιστός αλλά ως επικυρίαρχος. Δεν ερημώνει, κυβερνά. Δεν ακούει, εκφωνεί. Δεν αναστενάζει, χρηματοδοτεί.
Ποιος είναι αυτός που μιλά για την ανάγκη διαφύλαξης της πνευματικής ταυτότητας του Σινά, όταν δεν έχει ποτέ παρουσιαστεί να προσέρχεται στη Θεία Ευχαριστία; Όταν καμία κάμερα, κανένας φωτογραφικός φακός, καμία πράξη του δεν έχει καταγράψει τη στιγμή της πιο ριζικής μετοχής στο Μυστήριο; Πώς ομιλεί περί Εκκλησίας αυτός που δεν ενσαρκώνει τον ελάχιστο βαθμό δοξολογικής συμμετοχής;
Ο Χριστός δεν ήπιε καφέ με τον Καϊάφα. Δεν παρέθεσε δεκαπενθήμερο πλάνο αναπτυξιακών δράσεων στον Σίμωνα τον Κυρηναίο. Δεν ενέκρινε πρόγραμμα ψηφιοποίησης του Γολγοθά. Ανέβηκε στον Γολγοθά χωρίς χρηματοδότηση. Αυτός είναι ο πυρήνας της πίστης: η μηδενική ισχύς που σώζει τον κόσμο. Ο Μητσοτάκης, αντιθέτως, σώζει μέσω επιδότησης. Διασφαλίζει «τη σταθερότητα του χαρακτήρα του Σινά στο βάθος των αιώνων» με νομικά μέσα. Σαν να επρόκειτο για οικόπεδο στο Ελληνικό. Σαν το Σινά να κινδύνευε από πολεοδομική αυθαιρεσία.
Η εξουσία που επικαλείται το ιερό, χωρίς να προσέρχεται στο Μυστήριο, είναι βλάσφημη. Χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως επικάλυψη της αδυναμίας της να πείσει, ως ηχώ των αποτυχιών της να νοηματοδοτήσει. Το Άγιον Όρος δεν είναι εργαλείο κοινωνικής συνοχής ούτε μανδύας πολιτιστικής υπεραξίας. Είναι τόπος εκούσιας αποτυχίας του κόσμου. Η τελειότητα δεν είναι στόχος· είναι πληγή.
Και όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μιλά με πληγή. Μιλά με ένδυση εξουσίας. Κάθε λέξη του φέρει την αλαζονεία της κρατικής αυτάρκειας. Η φράση του ότι «η Πολιτεία σέβεται το αυτοδιοίκητο χωρίς να παρεμβαίνει» αποτελεί ειρωνικό εμβατήριο μιας συστημικής παρεμβολής στο Ιερό: η εισβολή του τεχνικού, του οργανωτικού, του διοικητικού στο πεδίο του ασκητικού, του άχρονου, του άρρητου.
Η θεολογία δεν είναι δικαίωμα· είναι ἀνάληψη σταυρού. Και όποιος δεν κοινωνεί, δεν μπορεί να θεολογεί. Όποιος προσέρχεται για να παραδώσει εκατό εκατομμύρια ευρώ, αλλά όχι την καρδιά του συντετριμμένη, δεν είναι προσκυνητής. Είναι αποικιοκράτης του Ιερού. Ο μόνος ήχος που του αξίζει, είναι ο ήχος των λίθων που βοούν: «εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40).
Και πράγματι, μόνο οι πέτρες του Άθωνα μπορούν πια να απαντήσουν. Γιατί εκείνος που δεν κοινωνεί, δεν έχει τι να πει. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει, δεν μπορεί να προστατεύσει. Γιατί εκείνος που δεν σιωπά, δεν έχει λόγο.
Ο Μητσοτάκης δεν είναι απλώς εκτός θεολογίας· είναι το σημείο της αποδόμησης της σχέσης του κράτους με το Άγιον, η κορύφωση της μετατροπής της πίστης σε asset, της μετάνοιας σε δελτίο Τύπου. Το Άγιον Όρος δεν χρειάζεται τον Μητσοτάκη. Ο Μητσοτάκης χρειάζεται το Άγιον Όρος. Για να συγκαλύψει την απουσία του Θεού από το βλέμμα της εξουσίας του.

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του Μάκη Βαρλάμη.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

«π. Γεώργιος Πυρουνάκης: Η θεολογία και το έργο ενός ελεύθερου ανθρώπου»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Αύριο, 4 Μαρτίου 2025, ώρα 18.30, ο κ. Νικόλαος Παύλου, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Λάρισας, Μαγνησίας και Τρικάλων, παρουσιάζει το βιβλίο της κας Φωτεινής Οικονόμου, «π. Γεώργιος Πυρουνάκης: Η θεολογία και το έργο ενός ελεύθερου ανθρώπου»Σύνδεσμος παρακολούθησης: https://minedu-secondary2.webex.com/meet/npavlou

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός.


Υπάρχουν άνθρωποι, άλλοτε γνωστοί, άλλοτε πιο άσημοι που δρουν επί της ουσίας στον κόσμο, ο οποίος βάλλεται από τις δομές του κακού. Άνθρωποι που δεν οραματίζονται απλώς και ελπίζουν, αλλά πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει, υπό τον όρο ότι θα συνειδητοποιηθεί η ανάγκη για βελτίωση και δράση. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης. Μελετώντας τη ζωή και το έργο του ένιωσα ότι έκανα ένα ταξίδι στον προηγούμενο αιώνα. Ο π. Γεώργιος έζησε όλα τα δύσκολα του αιώνα εκείνου: τη δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή, τον εμφύλιο, τη δικτατορία των συνταγματαρχών, τη μεταπολίτευση, η οποία και τον απογοήτευσε. Η μεγαλύτερη πίκρα του όμως ήταν η στάση της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και η σύμπραξή της με τους εκάστοτε κρατούντες… Καίρια σημεία της θεολογίας του ήταν η αγωνιστικότητα, η αξίωση για ειρήνη και ευτυχία όλων των ανθρώπων “εδώ και τώρα”. Αγωνίστηκε για τον εκδημοκρατισμό των πολιτειακών θεσμών, αλλά και της Εκκλησίας, ενώ αναβίωσε με τρόπο υποδειγματικό την ενορία ως ιδανικό τρόπο εκκλησιαστικής ζωής. Ως πατριώτης παπάς τόνιζε το ιδανικό του ελληνισμού, όχι όμως ως ανωτερότητα έναντι των άλλων λαών, ενώ ως θεολόγος της απελευθέρωσης δίδαξε έμπρακτα την ανάγκη για αφύπνιση και δράση με το σύνθημα: «Ξύπνα παπά, ξύπνα λαέ». Θαύμασα και ζήλεψα τον άνθρωπο αυτό, τον άνθρωπο που έζησε με απόλυτη επίγνωση της προσωπικής του ευθύνης απέναντι στα κακώς κείμενα της Ιστορίας, τον άνθρωπο του «carpe diem». Η δράση του στην πρόσφατη ιστορία του τόπου μας συνιστά γενναία πράξη ελευθερίας κόντρα σε κάθε κομματική δέσμευση, ενώ η «φωνή» του «ακούγεται» δυνατά και στο σήμερα σε όσους θέλουν να την ακούσουν και να εμπνευστούν απ’ αυτή ως ηχηρή θεολογική μαρτυρία εκκλησιαστικής γνησιότητας!

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ελλαδική Εκκλησία: μια αλυσίδα χαμένων ευκαιριών

Του παπα-Βασίλη ΘΕΡΜΟΥ


Το κύριο έργο της Εκκλησίας είναι να αναγγέλλει την Καλή Αγγελία. Κάνοντάς το αυτό, αναπόφευκτα προφέρει μια κρίση για τον κόσμο.*
Ογδόντα χρόνια μετά από την απελευθέρωση της χώρας μας και τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, θα αποπειραθώ κάποιους συλλογισμούς και συσχετίσεις. Επιγραμματικά, θα επιχειρηματολογήσω ότι ο τόπος δέχθηκε ορισμένες βίαιες και ακατάλληλες παρεμβάσεις, οι οποίες ανέτρεψαν μια δυνητικά εποικοδομητική φορά των πραγμάτων, υπονομεύοντας το μέλλον της χώρας. Θα εξετάσω ταυτόχρονα τον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε στις κρίσιμες αυτές φάσεις η Ελλαδική Εκκλησία.
Οι στρεβλωτικές αυτές παρεμβάσεις φανερώνουν ότι στα εν λόγω σταυροδρόμια επικράτησαν τελικά οι νοσηρές και αποδιοργανωτικές δυνάμεις. Μια ουσιαστική εκκλησιαστική μαρτυρία ίσως να είχε τη δύναμη να αποτρέψει τις εξελίξεις ή να μετριάσει τις επιπτώσεις – ίσως και όχι. Θα παρέμενε, όμως, στην ιστορία ως προφητική στάση.

1) Η πρώτη χρονική συγκυρία την οποία θα εξετάσω συνίσταται στην έναρξη του εμφύλιου πάνω στη χαρά της απελευθέρωσης. 

Η ανάγκη να ανοικοδομηθεί η κατεστραμμένη χώρα αναβλήθηκε επί πολλά χρόνια και κατέστη τελικά εφικτή μόνο με ξένη βοήθεια. Μεσολάβησαν ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές, από τον ίδιο τον διχασμένο λαό πλέον: ερήμωση της υπαίθρου, φθορά υποδομών, απώλεια πληθυσμού με θανάτους και αναπηρίες κ.ά. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η ψυχολογική και ηθική ζημιά: ψυχικά τραύματα, μίση, μνησικακία και εκδικήσεις, αποθάρρυνση. Οι αναθυμιάσεις του εμφυλίου έφτασαν και μόλυναν την πολιτική ζωή ακόμη και κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Η προηγούμενη ανευθυνότητα των πολιτικών επέτρεψε σε νοσηρές δυνάμεις να υπερισχύσουν. Στο ιδεολογικό και πολιτισμικό σκέλος, λοιπόν, η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος είχαν ανακόψει την ελπιδοφόρα εμφάνιση της «Γενιάς του 30». Ο Μεσοπόλεμος είχε επιταχύνει τις ζυμώσεις στους κύκλους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών, φέρνοντας την Ελλάδα σε στενότερο διάλογο με τη Δύση. Καθώς μια ειρηνική και ομαλή μεταπολεμική κατάσταση θα επέτρεπε να συνεχισθούν οι διανοητικές και πολιτισμικές εξελίξεις, μέσα σε μια χώρα η οποία θα αναζητούσε ένα καλύτερο (και ενωτικό) μέλλον, ο επισυμβάς εμφύλιος όλεθρος είχε διπλή αρνητική επίδραση: α) έστειλε πολλούς διανοητές και καλλιτέχνες στην Ευρώπη (Ματαρόα) και β) αναδίπλωσε την εγχώρια ατμόσφαιρα προς επαρχιωτισμό.
Ποιο ήταν το εκκλησιαστικό στίγμα σε αυτή την συγκυρία; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η εγχώρια θεολογική και εκκλησιαστική κατάσταση δεν είχε κάτι αξιοζήλευτο να επιδείξει. Θυμίζω, όμως, ότι το 1936 είχε λάβει χώρα το διεθνές θεολογικό συνέδριο στην Αθήνα. Παρά το σκηνικό καταστροφής, μεμονωμένες προσπάθειες ανανέωσης έγιναν και κατά την δεκαετία του 50, όταν π.χ. ο Νίκος Νησιώτης συνομιλεί με τον υπαρξισμό και ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος ανιχνεύει θεολογικές φυσιογνωμίες της αλλοδαπής. Επίσης κατά τον εμφύλιο καθίσταται εφικτή μια πρωτοφανής φιλανθρωπική και απολογητική κινητοποίηση, με άξονα τη «Ζωή». Αλλά, συνολικά, επικρατούν θεολογική αφασία και ποιμαντικός μαρασμός. Ο εμφύλιος, εν ολίγοις, δίνει τη χαριστική βολή, καθιστώντας την ελλαδική Εκκλησία συνεργάτιδα του χωροφύλακα και βυθίζοντάς την σε τέλμα δεκαετιών. Αναπτύσσεται αντικομμουνιστική ιδεοληψία σε κληρικούς και θεολόγους, και εξ αυτής, αναπόφευκτα, εσωστρέφεια. Ο επαρχιωτισμός θριαμβεύει, κάτι που θα ξαναβρούμε και στους επόμενους σταθμούς.

2) Δεύτερο σταθμό λογίζω, το δίδυμο δικτατορία - μεταπολίτευση.

Η πρώτη έρχεται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον παντελώς αταίριαστο! Η δεκαετία του 60 δεν ήταν θρυλική μόνο για Ευρώπη και ΗΠΑ. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε σαν μια απροσδόκητη άνοιξη. Αρκεί να θυμηθούμε τους σπουδαίους συνθέτες, ποιητές, πεζογράφους, φιλοσόφους κ.ά., οι οποίοι ανατέλλουν ταυτόχρονα χωρίς επαρκή προειδοποιητικά σημάδια. Η ορμή αυτή της ελληνικής κοινωνίας ανακόπτεται απότομα από τους συνταγματάρχες, η δε καλλιτεχνική και συγγραφική δημιουργία εκρήγνυται με απίστευτη πυκνότητα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Αλλά τα επτά χρόνια που μεσολάβησαν έχουν κακοποιήσει το πολιτισμικό σώμα, ευνοώντας τη μετέπειτα ιδεοληπτική του καθήλωση στην αριστερά. Η πριν γνήσια ζωτική ενέργεια, χωρίς να εκλείψει κατόπιν, συνυπήρχε πλέον με έναν εξεζητημένο ιδεολογικό νάρθηκα.
Η «μαύρη τρύπα» της δικτατορίας επέδρασε παραμορφωτικά στο προ αυτής φιλόδοξο και ζωτικό ρεύμα, υποθηκεύοντάς το προς μια μεταγενέστερη αφύσικη έκφραση. Ενώ η μεταπολιτευτική πολιτισμική παραγωγή υπήρξε πλουσιότατη (και σαν βαλβίδα εκτόνωσης μετά την επταετή καταστολή), έβαινε παράλληλα προς μια στρεβλωμένη κοινωνικοπολιτική συνείδηση. Σε τι συνίστατο η στρέβλωση; Στην ενοχική απώθηση τόσο της πτωχής αντίστασης στη δικτατορία όσο και των ευθυνών για το κυπριακό δράμα. Το μεγαλομανιακό πνεύμα του μεταπολιτευτικού ενθουσιασμού έκρυβε «σκελετούς»…
Τι έκανε κατά τους δύο αυτούς σταθμούς η Ελλαδική Εκκλησία; Κατά τη δεκαετία του 60, από τη μια, σπαρασσόταν από εσωτερικές συγκρούσεις (αρχιεπισκοπικό ζήτημα το 1962, ανταρσία και παράνομες εκλογές μητροπολιτών το 1965, πλήρης ανατροπή των θεσμίων το 1967). Λίγο πριν τη μεταπολίτευση, από την άλλη, επιχειρείται νέα ριζική ανατροπή στην Ιεραρχία με εκθρονίσεις μητροπολιτών και απαγόρευση προσφυγής τους στην κοσμική δικαιοσύνη, καθώς και με ιδιοτελείς νέες εκλογές, ενώ κατά τις τραγικές μέρες της εισβολής στην Κύπρο χειροτονούνται καθημερινά νέοι μητροπολίτες. Ο ελληνισμός βίωνε επώδυνο τραύμα και την ίδια ώρα στην ασθμαίνουσα Σύνοδο γίνονταν συναλλαγές και ξεκινούσαν καριέρες…
Κατά τη γνώμη μου, αμφότερες οι αντιθέσεις θα συνιστούν πάντα ένα χρονικό ντροπής. Θα αποτελούν δείκτη της μεγάλης ψυχικής απόστασης μεταξύ Εκκλησίας και δημόσιου βίου.

3) Και η τρίτη ευκαιρία εντοπίζεται στη συγκυρία εισόδου της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ταυτόχρονης ανάδυσης του λαϊκισμού. Κατά σύμπτωση αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα.

Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια σηματοδοτούσε εντελώς νέους ορίζοντες. Η μετέπειτα εξέλιξη, όμως, έδειξε ότι πολιτικοί και λαός διατηρούσαν σταθερά ένα όραμα ωφελημάτων, όχι συνεισφορών. Τους ένοιαζε τι θα λάβει η χώρα, όχι τι έχει να προσφέρει.
Την ίδια στιγμή ανατέλλει ο λαϊκισμός, πρωτότυπο γέννημα του ΠΑΣΟΚ, τον οποίο όμως σταδιακά υιοθέτησαν και τα υπόλοιπα κόμματα, συσχηματιζόμενα έτσι με τον πρώτο διδάξαντα. Ο συνδυασμός των δύο παραγόντων θα προσφέρει εντέλει στον κοινωνικό βίο ένα εξαιρετικό θερμοκήπιο εσωστρέφειας, ένα αξεπέραστο σύμπλεγμα θράσους και μειονεξίας…
Πώς ανταποκρίνεται τότε η Ελλαδική Εκκλησία στις δύο αυτές προκλήσεις; Ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, μάλλον φοβικά. Επανειλημμένα, και επί σειρά ετών, επίσκοποι και πρεσβύτεροι και μοναστήρια δεν έπαυαν να επισημαίνουν τους κινδύνους τους οποίους εγκυμονούσε η συναναστροφή με τους «φράγκους». Η κινδυνολογία για αλλοίωση των παραδόσεων από τον συγχρωτισμό υπήρξε τόσο επίμονη ώστε διερωτάται κανείς πόσο εύθραυστη είναι άραγε η πίστη μας και η παράδοσή μας ώστε να απειλούνται τόσο καθοριστικά. Και κάτι ενδιαφέρον επ’ αυτού, οι μεγάλες μάχες της Εκκλησίας δόθηκαν ως προς τη νομοθεσία: έπρεπε να παραμείνει άθικτη από το ευρωπαϊκά δεδομένα, ακόμη και όταν εξόφθαλμα ήταν αναχρονιστική (βλ., Οικογενειακό Δίκαιο).
Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι κατά καιρούς τόνιζαν ότι έχουμε και εμείς να προσφέρουμε κάτι στην Ευρώπη, επεξηγώντας στην συνέχεια ότι εννοούν την φιλοκαλική παράδοση και τους αγίους. Όμως οι διατυπώσεις αυτές δεν συνοδεύονταν από αντίστοιχες πράξεις, αφού εκπέμπονταν από μια Εκκλησία αντιδημοκρατική και κληρικαλιστική, σημαντική μερίδα της οποίας χλεύαζε και κατηγορούσε (ακόμη και τώρα το κάνει) τη θεολογία. Ουσιαστικά οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα πως είχαν κατά νουν τη μετάνοια των Δυτικών που θα όφειλαν να επιστρέψουν στους πατρογονικούς θησαυρούς.
Όσον αφορά στον λαϊκισμό, δεν φαίνεται να απασχόλησε καθόλου την εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όλο το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε, κατά την πάγια συνήθεια, στην αναζήτηση προσβάσεων και επαφών με την εκάστοτε εξουσία ώστε να νομοθετεί ευνοϊκά για την Εκκλησία. Γενικά φαίνεται να ελλείπει στην εκκλησιαστική διοίκηση και στους περισσότερους χριστιανούς ο πολιτικός προβληματισμός σχετικά με το μέλλον της δημοκρατίας και τα δημόσια πολιτικά ήθη (προσοχή: όχι τα ήθη των πολιτικών, γι’ αυτά νοιάζονται πολύ). Η Δημοκρατία είναι καλή όταν προάγει το συμφέρον της Εκκλησίας – στις άλλες περιπτώσεις μάς είναι αδιάφορη. Η σχέση είναι πελατειακή, όχι δομική.

***

Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τα μοναδικά. Πιο πριν, η Σύνοδος είχε διαλέξει στρατόπεδο κατά την περίοδο του πολιτικού διχασμού, αντί να προλαμβάνει τις πληγές και να τίς επουλώνει. Ούτε μετά από τα συγκεκριμένα ορόσημα δεν φαίνεται να έχει αισθητά αλλάξει η κατάσταση. Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, για παράδειγμα, κήρυττε έναν αμυντικό Χριστιανισμό, με στροφή προς τις αξίες της παράδοσης – όσο και αν, για «ξεκάρφωμα», κατά την λαοσύναξη των ταυτοτήτων στο Σύνταγμα το βάθρο της Ιεραρχίας έγραφε «Ελλάδα-Ευρώπη»! Τέλος, σήμερα, ενώ η κοινωνία μαστίζεται από εργασιακή ανασφάλεια και η νεολαία παραδίνεται στο μεταμοντέρνο χάος, η Σύνοδος εκλέγει μαζικά βοηθούς επισκόπους!
Οι τρεις αυτές κρίσιμες καμπές του ελληνικού δημόσιου βίου του εικοστού αιώνα, όμως, αποτελούν ταυτόχρονα και παραδειγματικές στιγμές απουσίας της εκκλησιαστικής μαρτυρίας σε συγκυρίες κακής εξέλιξης της κοινωνίας. Εκεί που χρειάσθηκε να αντιταχθεί προφητική φωνή διαμαρτυρίας και να προωθηθούν εποικοδομητικές ζυμώσεις ώστε να αναδειχθούν υγιέστερες πλευρές του κοινωνικού σώματος, παρατηρήθηκε σιγή ή, το χειρότερο, συμφεροντολογική κινητικότητα. Σε στιγμές κοινωνικού και πολιτικού αναβρασμού, ενίοτε και δραματικών γεγονότων, ο τύπος ασχολείτο με εκκλησιαστικά παρασκήνια… Η Εκκλησία, με άλλα λόγια, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να γίνει παράγοντας αλλαγής, εποικοδομητικό μέρος των εξελίξεων.
Ίσως θα αρκούσαν οι περιπτώσεις αυτές για να καταδείξουν τα σαθρά θεμέλια της νεοελληνικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας. Κατά τους δύο αιώνες του ελεύθερου κράτους το εκκλησιαστικό σκάφος φαίνεται να βαδίζει προς λάθος κατεύθυνση. Εκτός από ελάχιστες ατομικές εξαιρέσεις, τόσο η διοικούσα Εκκλησία όσο και ο ευρύτερος θεολογικός κόσμος αποδείχθηκαν ανίκανοι α) να συλλάβουν τα μηνύματα των καιρών, β) να συντονισθούν με τις οδύνες της κοινωνίας, γ) να διαχωρίσουν την αλήθεια της πίστης από τις προσωπικές τους ανασφάλειες.
Πρόκειται για μια κατάληξη διαφορετική από το δίπολο «έρημος-αυτοκρατορία», για να θυμηθούμε πάλι τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Στην πραγματικότητα το διοικητικό της κομμάτι ζήλεψε την αυτοκρατορία, αλλά αυτή τό πέταξε έξω. Και το άλλο τμήμα, που πασχίζει στην έρημο, συχνά δεν μεταφέρει την Καλή Αγγελία. Το δράμα της ελλαδικής Εκκλησίας έγκειται στο ότι παραμένει άστεγη, αμφίθυμη, μετέωρη. Όποιος θέλει να πατά σε δύο βάρκες αναπόφευκτα θα βουλιάξει…
Σημάδια ανάκαμψης διαφαίνονται μόνο από τη θεολογία των τελευταίων δεκαετιών. Όταν η θεολογική παραγωγή δεν υπηρετεί προσωπικές ατζέντες και καριέρες, φαίνεται να αρθρώνει κριτήρια αληθείας. Κάτι παραπάνω απαιτείται, όμως, ώστε να γίνει πιο συντονισμένη και πιο επιδραστική. Τι άραγε;

* π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού: μια Ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας, μετάφραση Ιωάννη Παπαδόπουλου, εκδ. Αρμός, 1999, σ. 121.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Η επετειακή εορταστική μας αυτοκατανάλωση

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Στο ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ: Η εορτή της 28ης Οκτωβρίου στην Ελλάδα στην ιστοσελίδα ΟRTHODOXIA INFO βλέπω την εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία του τόπου μας ανά την Ελλάδα να γιορτάζει με «επισημότητα» την 28η Οκτωβρίου 1940. Χρόνια κρατά αυτό το φωτογραφικό ρεπορτάζ. Οι μόνες αλλαγές κάθε χρόνο είναι των προσώπων. Άλλοι ήταν κάποτε, άλλοι είναι τώρα κι άλλοι θα είναι του χρόνου. Όμως, ο απλός λαός κουναέι σημαιούλες και τους χειροκροτεί. Πιστεύω πως ελάχιστοι είμαστε εκείνοι που αναρωτιόμαστε τι σχέση έχουν όλοι δαύτοι με κορυφαία ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας. Μπροστά σ’ αυτό το σκηνικό της εορταστικής επετειακής μας αυτοκατανάλωσης, επαληθεύεται ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη: «Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή».

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Εκκλησία και Κράτος στη Μεταπολίτευση

Του πατρός ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ· εφημέριου του Ιερού Ναού Αγίου Παντελεήμονος Χαλανδρίου.

Η συζήτηση για τη σχέση εκκλησίας και κράτους στη Μεταπολίτευση θυμίζει τις δύο εμβληματικές φιγούρες της εποχής, τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ και τον γραμματέα του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη. Συντοπίτες, αντάρτες στο βουνό επί Κατοχής, ο ένας στον ΕΔΕΣ και ο άλλος στον ΕΛΑΣ. Ο πρώτος, μετά την αντιστασιακή και κοινωνική του δράση, γίνεται μητροπολίτης Άρτας, προάγεται σε μητροπολίτη Ιωαννίνων, και με την παρέμβαση του Ιωαννίδη εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1973. Ο καπετάν Γιώτης, μετά τη συντριβή του ΔΣΕ, πέρασε στην εξορία και στην παράνομη δράση του ΚΚΕ. Εκλέγεται αργότερα γενικός γραμματέας του, και με αυτή την ιδιότητα επιστρέφει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Ο πρώτος ανέρχεται από τις δομές του αυταρχικού και κατασταλτικού μετεμφυλιακού κράτους και ο άλλος από τους σκληρούς κομματικούς μηχανισμούς τού εκτός νόμου κόμματος. Με τη θυμοσοφία τους, τον αφοριστικό λόγο και τη διαλλακτικότητα, απολάμβαναν τον γενικό σεβασμό και την αναγνώριση ως «Νέστορες» της Μεταπολίτευσης. Η αναγνώριση ήταν ταυτόχρονα συνενοχή, που φαινόταν στο κλείσιμο του ματιού και τη θυμηδία που προκαλούσαν οι δημόσιες παρεμβάσεις τους. Ταυτόχρονα, όμως, θύμιζαν και θυμίζουν την πραγματική πλευρά της δημόσιας ζωής του τόπου μας, εκείνης που αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια θεώρησης του παρελθόντος, του παρόντος και –γιατί όχι;– του μέλλοντος στις καθαρές λύσεις, στις μεγάλες τομές και στις ασυνέχειες.
Αντίθετα με το καθεστώς της Μεταπολίτευσης, στο οποίο την πρώτη θέση είχαν οι πολιτικές ελευθερίες, στην εκκλησία έχουμε νομιμοποίηση της παλινόρθωσης του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης, μέσα από το οποίο εξαλείφτηκε ό,τι είχε απομείνει από την παράδοση της συμμετοχής σ’ αυτήν του κλήρου και του λαού. Το σύστημα εισήχθη στον Μεσοπόλεμο και είναι ένα είδος δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Αν και η παλινόρθωση συνέβη στη δεύτερη φάση της Δικτατορίας, το κράτος τη στήριξε με το να μην επιτρέψει τον κανονικό και νόμιμο έλεγχό της και τον καταλογισμό ευθυνών για συνεργασία με τη Δικτατορία. Στον νέο καταστατικό χάρτη (1977) ολοκληρώθηκε και θεσμικά η παραπάνω πολιτική. Στο σύνταγμα του 1975 διατηρήθηκαν οι υπέρ της εκκλησίας πρόνοιες των προηγούμενων συνταγμάτων. Με αυτό τον τρόπο, αντικαταστάθηκε η ρητορική της «συναλληλίας» με εκείνη των «διακριτών ρόλων».

Εκβιασμοί και παρεμβάσεις

Τον περασμένο Μάρτιο, η Ιερά Σύνοδος της εκκλησίας της Ελλάδος δεν αποδέχτηκε τη συνήθη πρόσκληση της προέδρου της Δημοκρατίας για τον κοινό εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας, επειδή η κυβέρνηση θεσμοθέτησε τον γάμο των ομόφυλων χωρίς τη συμφωνία της. Το ίδιο συνέβη και το 1987, με αφορμή τον νόμο Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία και τη θεσμοθέτηση εκλογής των μελών των μητροπολιτικών και ενοριακών συμβουλίων μέσα σε μια ασύγκριτα πιο συγκρουσιακή ατμόσφαιρα. Ο τότε υπουργός Παιδείας αναγκάστηκε να παραιτηθεί, με τον νόμο του να παγώνει μετά τη συμφωνία κορυφής εκκλησίας και κράτους το 1988. Μόλις το 2016, ο υπουργός Παιδείας παραιτήθηκε μετά τη διαμαρτυρία της εκκλησίας ότι με τις πρωτοβουλίες του αυξανόταν ο κίνδυνος αφελληνισμού και αποχριστιανισμού του έθνους. Οι δύο παραιτήσεις πιστώνονται υπέρ της εκκλησίας στον πεντηκονταετή πόλεμο με το κράτος.
Η περίπτωση Τρίτση έδειξε τις συνέπειες της μη αποχουντοποίησης της εκκλησίας, με την άκριτη στήριξη της παλινόρθωσης και τα όρια της αντιδημοκρατικής κρατικής παρέμβασης στα της εκκλησίας που θύμισαν τη βαυαροκρατία. Η περίπτωση Φίλη προκάλεσε την αντίθεση της εκκλησίας για λόγους ιδεολογικούς. Και οι δύο περιπτώσεις είναι εξαιρέσεις και ως εξαιρέσεις φωτίζουν τη σχέση των δύο θεσμών. Η πρώτη χρωματίζεται από την «επαναστατικότητα» της Μεταπολίτευσης, ενώ η δεύτερη από τις συνθήκες της «πρώτης φοράς Αριστερά». Η εκκλησία χάνει συνεχώς από το 1974 όταν αντιτίθεται στο κράτος, που νομοθετεί τον πολιτικό γάμο, το αυτόματο διαζύγιο, την αποποινικοποίηση της μοιχείας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, την απάλειψη του θρησκεύματος από τα δελτία ταυτότητας κ.λπ. Η αντίδρασή της κλιμακώθηκε από διαμαρτυρίες και παραστάσεις μέχρι τις μεγάλες λαοσυνάξεις του 2000. Το 2001, ο αρχιεπίσκοπος παρέδωσε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας λίστα τριών εκατομμυρίων υπογραφών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Ο χωρισμός

Ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους ήταν πάντοτε στο πρόγραμμα των προοδευτικών κομμάτων, αλλά, παρότι αυτά κυβέρνησαν για πολλά χρόνια και το σύνταγμα αναθεωρήθηκε με ευθύνη τους, ο χωρισμός δεν πραγματοποιήθηκε. Προτάθηκε και από ομάδα πολιτικών και συνταγματολόγων με διαφορετικές αφετηρίες (Αλιβιζάτος, Βουρλούμης, Γεραπετρίτης, Κτιστάκις, Μάνος, Σπυρόπουλος) σε σχέδιο συντάγματος που δημοσιεύθηκε το 2016. Πώς γίνεται το κράτος να νομοθετεί με επιτυχία χωρίς τη συμφωνία της εκκλησίας στον τομέα της ηθικής, αλλά να μην μπορεί να προχωρήσει σε πλήρη χωρισμό; Αυτό συμβαίνει επειδή η ένταση της θρησκευτικότητας του ελληνικού λαού για πολλούς λόγους –και πολύ πριν το 1974– βαίνει μειούμενη. Στην πλειονότητά τους, οι Έλληνες αποδέχονται τον θεσμό της εκκλησίας και είναι βαπτισμένοι. Από τη άλλη, όμως, ο βαθμός της θρησκευτικότητάς τους δεν επιτρέπει τη δημιουργία λεπτής ηθικής συνείδησης που απαιτεί το ευαγγέλιο και κηρύττει η εκκλησία. Αυτό συμβαίνει σε πολύ μικρά ποσοστά, στα οποία και έχει εκτόπισμα η στάση της εκκλησίας. Η πλειονότητα κατανοεί τις ρυθμίσεις του κράτους που ανταποκρίνονται στον μέσο όρο και τις κοινές παραδοχές ηθικής, αλλά δεν μειώνει τη θέση της εκκλησίας στο φαντασιακό της, εκεί απ’ όπου πηγάζει κάθε θέσμιση. Το φαντασιακό, παράγοντας μη ελέγξιμος αλλά καθοριστικός, ανθίσταται στους προγραμματικούς σχεδιασμούς και τις ιδεολογικές θέσεις των κομμάτων. Οι κυβερνώντες το αισθάνονται την κρίσιμη στιγμή και υποχωρούν.
Η νομιμοποίηση της παλινόρθωσης δεν υποχρέωσε την ιεραρχία της εκκλησίας να διαχειριστεί το τραύμα της «συνεργασίας» με τη Δικτατορία και να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εσωτερική ανανέωσή της. Οι πολιτικές ελευθερίες δεν μεταφράστηκαν στο εσωτερικό της εκκλησίας σε συμμετοχή του λαού και του κλήρου στη διοίκησή της, σύμφωνα με τις αρχές της συνοδικότητας. Αντίθετα, η παλινόρθωση διατήρησε την ιεραρχία αυτοανανεούμενη, με συνέπεια την όλο και μεγαλύτερη αυτονόμησή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Από την άλλη, ο χωρισμός της από το κράτος στον τομέα της ηθικής την έφερε στη θέση του συνεχώς διαμαρτυρόμενου, συντηρητικού και οπισθοδρομικού κοινωνικού εταίρου, που με τις παρεμβάσεις του δημιουργεί περισσότερο γραφικές εντυπώσεις γύρω από «συμφέροντα» και λιγότερο πείθει για την ευθύνη της μαρτυρίας και της αποστολής της στον κόσμο. Η Μεταπολίτευση κλείνει, αλλά η σχέση εκκλησίας και κράτους παραμένει ανοικτή και πολλά θέματα αναμένουν τη ρύθμισή τους. Η λύση τους προϋποθέτει όχι μόνο την πολιτική βούληση και τον δημοκρατικό διάλογο, αλλά και την προσέγγιση που απαιτούν θεσμοί με μεγάλη ιστορία όπως η εκκλησία.


Fernardo Botero, «Το πορτέρτο της Χούντας», 1971.

ΠΗΓΗ: Η ΕΠΟΧΗ

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Για τις Θρησκευτικές Αδελφότητες και τον Χριστιανοφασισμό στην Ελλάδα

Θρησκευτικές Αδελφότητες: Πτυχές ορθόδοξου μιλιταρισμού

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΡΚΑΔΑ

Οι θρησκευτικές αδελφότητες που έδρασαν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θεωρούνται ως παράγωγο των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων δύο δικτατοριών του 20ού αιώνα: της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου. Γεννήθηκαν και έδρασαν ανάμεσα σε αυτά τα δύο πολιτικά ορόσημα, ενσωματώνοντας τόσο στην κουλτούρα τους όσο και στη δομή τους τις σχέσεις αυταρχισμού και πειθαρχίας του ελληνικού μιλιταρισμού που εμπότισε επί 40 περίπου χρόνια όλους τους θεσμούς του ελληνικού κράτους.
Βασικός πυλώνας στρατιωτικοποίησης του εκκλησιαστικού οργανισμού, άρα και των θρησκευτικών αδελφοτήτων που συνιστούσαν στην πραγματικότητα την κοινωνική προέκτασή του, ήταν οι στρατιωτικοί ιερείς. Σύμφωνα με έναν άτυπο, αλλά ισχυρό κανόνα, ιδιαίτερο προσόν για να εκλεγεί κάποιος αρχιμανδρίτης σε θέση Μητροπολίτη της ελλαδικής Εκκλησίας εκείνη την εποχή ήταν η ευδόκιμη θητεία του στην Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού και το πέρασμά του από «μάχιμη» υπηρεσία όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξόριστων αντιφρονούντων και πολιτικών κρατουμένων. Εκεί θα δοκιμαζόταν ο υποψήφιος επίσκοπος στην αναπαραγωγή και μετάδοση της ιδεολογίας του αντικομμουνισμού, συμμετέχοντας ενεργά στις πράξεις εθνικής αναμόρφωσης των κρατουμένων μέσα από το κήρυγμα, τα γραπτά τους, ακόμα και το μυστήριο της Εξομολόγησης. Μετά την «επιτυχή» άσκησή τους στο πεδίο της κατασκευής των πολιτικών και θρησκευτικών όρων του «ελληνοχριστιανισμού» στα σώματα των εχθρών του καθεστώτος, μπορούσαν να εκλεγούν στο σώμα των Μητροπολιτών προκειμένου να μεταφέρουν όλη αυτή την τεχνολογία της κρατικής εξουσίας στον εκκλησιαστικό χώρο και ιδίως στους «εκλεκτούς» των θρησκευτικών αδελφοτήτων.
Η κουλτούρα της μάχης των χριστιανών ενάντια στους εχθρούς του Κράτους και της Εκκλησίας διακρινόταν τόσο στην καθετοποιημένη δομή της ιεραρχίας των θρησκευτικών αδελφοτήτων, όσο και στα ίδια τα σώματα των πιστών. Η διοίκηση εκάστης αδελφότητας συνιστούσε ένα αυστηρό πλέγμα σχέσεων εξουσίας το οποίο είχε στο κέντρο του τον προϊστάμενο (υποχρεωτικά ιερέας), ενώ γύρω του εξακτινωνόταν ένα πλήθος πιστών οι οποίοι όφειλαν στον πρώτο σπαρτιατικού τύπου υπακοή σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους. Αυτές οι σχέσεις εξουσίας και πειθάρχησης εγχαράσσονταν στα ανθρώπινα σώματα: οι άνδρες ντύνονταν πάντα με χαρακτηριστική ομοιομορφία, με απαραίτητο το μουστάκι (δείγμα εκκλησιαστικής διαφοροποίησης από τους κοσμικούς), ενώ οι γυναίκες παρουσιάζονταν επίσης πάντοτε με μακριά φούστα, κότσο στα μαλλιά τους, χαμηλωμένο βλέμμα.
Αυτός ο στρατός των «φλογερών» χριστιανών ανέπτυσσε στον λόγο του μοτίβα πολεμικά: η ζωή του αληθινού πιστού έπρεπε να είναι ένας διαρκής πόλεμος ενάντια στο κακό και την αμαρτία, τα οποία εκφράζονταν μέσα από τρείς βασικούς πόλους: τον μαρξισμό, τον φροϋδισμό και τον δαρβινισμό. Επρόκειτο για κυρίαρχες δομές της νεωτερικής σκέψης και πράξης τις οποίες οι χριστιανοί όφειλαν να αντιμάχονται σε κάθε έκφραση της κοινωνικής τους ζωής: την Εκκλησία, το κατηχητικό, το σχολείο, το στρατό, την πολιτική, την οικογένεια, εν τέλει το ίδιο το Κράτος.

ΠΗΓΗ: Η ΕΠΟΧΗ

Χριστιανοφασισμός και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις

Του ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΑΜΠΗ

Η αντιδημοκρατική σύμπλευση και συσπείρωση των απογόνων των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων – σεκτών, του επισκοπομονισμού – δεσποτοκρατίας και του γεροντισμού συνίσταται στην αβυσσαλέα και γεμάτη μίσος και φθόνο στάση τους απέναντι στην ελληνική – δημοκρατική λαϊκή Ορθοδοξία που αγαπά και σέβεται τις επιστήμες, τις τέχνες και τον πολιτισμό και καθόλου δε διστάζει να προβεί σε χριστιανική αυτοκριτική. Χρήμα και εξουσία τούς συνδέουν. Μου ’παν για έναν παπά του λαού μας που έφτασε στο σημείο να παρακαλέσει να μην ανέβει το βίντεο που χόρευε σε γλέντι γιατί θα τον καρατομούσε ο προφανώς οργανωσιακών καταβολών φεουδάρχης δέσποτάς του, καρατομώντας έτσι την ελεύθερη λαϊκή αυτενέργεια. Το πλέον ειδεχθές είναι ο μηχανιστικός συναισθηματισμός που προωθούν με τα ψεύτικα και γλυκανάλατα κείμενα και κηρύγματά τους, αλλά και οι κομματικοί μηχανισμοί, το αιώνιο όνειρό τους, που έχουν στηθεί με ό,τι πιο φονταμενταλιστικό και παραδοσιαρχικό και ολοκληρωτικό σαν βγαλμένο από χολιγουντιανή ταινία. Οι κομματικοί αυτοί μηχανισμοί πάτησαν πάνω στους ανήθικους και αντιδημοκρατικούς μηχανισμούς της μοναστηριακής και γεροντικής – γκουρουϊστικής προβατίσιας «υπακοής» και πάνω στο πνεύμα σέκτας των παραεκκλησιαστικών φονταμενταλιστών αλλά και στην παραδοσιαρχία του επισκοποκεντρισμού – δεσποτοκρατίας που παράγει ιεροπρεπείς παπαγάλους. Όλα αυτά μαζί, τρία σε ένα, ο φασιστικός φόβος απέναντι στην ελευθερία, η ειδωλολατρία της αυταρχικότητας, και η μανία του σαδομαζοχισμού.
Πώς θα απελευθερωθούν οι εγκλωβισμένοι στους σατανικούς αυτούς μηχανισμούς; Θα πρέπει να το θελήσουν. Είναι δυνατόν οι εγκλωβισμένοι να μην έχουν μελετήσει το Χ. Γιανναράς, Καταφύγιο Ιδεών, Αθήνα, Δόμος, 1987 με αλλεπάλληλες εκδόσεις ώστε να συνειδητοποιήσουν τί εστί μαζικός υπνωτισμός που συγκεκριμένα επέφερε η παραεκκλησιαστική οργάνωση της ΖΩΗΣ στα μέλη της και τη δυστυχία που σκόρπισε; Ο γράφων διάβασε τη μαρτυρία αυτή απνευστί εν μια νυκτί, είχε τους λόγους του… ή το Christoph Maczewski, Η κίνηση της «ΖΩΗΣ» στην Ελλάδα. Συμβολή στο πρόβλημα της παραδόσεως της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφ. π.Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Αθήνα, Αρμός, 2002. Να εντρυφήσει σε αυτά τα βιβλία, ναι, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει με τη λαμπρή και άμεση κοινωνικοπολιτική ανάλυση του αλησμόνητου θεολόγου – κοινωνιολόγου Γιώργου Μουστάκη, Καταγγέλω τις παρα-εκκλησιαστικές οργανώσεις: “OPUS DEI” στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδόσεις Όρος, 2010 και με τον σπαρταριστό και εμπνευσμένο λόγο όλων των βιβλίων του μοναχού Μιχαήλ (Χατζηαντωνίου) από τις εκδόσεις Δορκάς και όχι μόνο αλλά και να αναζητήσει με πείσμα τα βιβλία του Τάσου Μιχαλά που εκδόθηκαν ιδιωτικά, ιδιαίτερα το Γεροντισμός. «Εκκλησιαστική» αρρώστια που δεν είναι απλό κρυολόγημα, Αθήνα, 2016. Στα πιο βαθιά νερά τώρα: με το κλασικό Γιάννης Γκίνης, Ιεράρχες διάκονοι της χούντας, Αθήνα, εκδόσεις: γιάννης β. βασδέκης, 19812 / αφιέρωμα του περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ 125(2013) με θέμα «Χριστιανοί και Ναζισμός» / επιμ. Σ. Ζουμπουλάκης, Νεοναζιστικός Παγανισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα, Άρτος Ζωής, 2013 / Δ. Πλιάτσικας, Χρυσή Αυγή και Εκκλησία. Μια επαμφοτερίζουσα σχέση, Αθήνα, Μαϊστρος, 2019 / Nathalie Luca, Οι σέκτες, Αθήνα, Καρδαμίτσας, 2007 / και πλήθος ακόμη.
Πότε αρχίζουμε τη μελέτη για να βρούμε τον εαυτό που πνίγηκε σε απόνερα;

ΠΗΓΗ: Η ΕΠΟΧΗ


Αν και πολύ σκληρά τα δύο παραπάνω κείμενα, καταγράφουν αλήθειες για τη δράση των χριστιανικών αδελφοτήτων στην Ελλάδα, κυρίως τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70. Γι’ αυτές, όπως επισημαίνει και ο κ. Κουραμπής, έχουν γραφτεί αρκετά, η βιβλιογραφία είναι πλούσια. Ωστόσο, εκείνο που ακόμα δεν έχει ιδιαίτερα τονιστεί είναι το γεγονός ότι και σήμερα από τη νοοτροπία του ευσεβισμού, δυστυχώς, δεν έχουν απαλλαγεί πολλοί επίσκοποι, κληρικοί, θεολόγοι και λαϊκοί που διακονούν την Ελλαδική Εκκλησία. Ο πολύς Σταύρος Ζουμπουλάκης στο βιβλίο του Έντεκα συναντήσεις, σε ερώτηση του Στρατή Μπουρνάζου αν υπάρχουν δυνάμεις φρέσκιες εντός της Εκκλησίας απαντά πως «όχι, δεν υπάρχουν. στην ιστορία της Εκκλησίας τον 20ό αιώνα έγιναν διάφορες απόπειρες εκκλησιαστικής αναγέννησης. Υπήρξε το ευσεβιστικό κίνημα, η “Ζωή” κυρίως, μεγάλο μαζικό κίνημα, εκσυγχρονιστικό, που ήθελε να οδηγήσει την Εκκλησία από τον αγροτικό χριστιανισμό στον αστικό. Οι ευσεβιστικές οργανώσεις όμως ναυάγησαν, γιατί αγκυλώθηκαν στον ηθικισμό. Δηλαδή ταύτισαν την ηθική του Ευαγγελίου μ’ ένα στυγνό, άκαμπτο, απάνθρωπο – απάνθρωπο , τονίζω τη λέξη- ηθικισμό, ο οποίος άρχιζε και τελείωνε στον έλεγχο της σεξουαλικότητας. Ταυτίστηκαν επίσης μεταπολιτευτικά με τις πιο αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις και στελέχωσαν την Εκκλησία στα χρόνια της δικτατορίας». Ετούτη την αρραγή σχέση πολλών κληρικών και θεολόγων με τον ευσεβισμό, και σήμερα, μπορεί να τη δει κανείς όταν μια Κυριακή πάει στην Εκκλησία: «Ξέρω πολλούς ανθρώπους οι οποίοι δεν πηγαίνουν στην εκκλησία της γειτονιάς τους, στην ενορία τους, επειδή δεν αντέχουν. Δεν αντέχεις να πηγαίνεις στη λειτουργία και ο παππάς να βγάζει γελοία εθνοπατριωτικά λογίδρια. Εγώ μέσα σε εκκλησία έχω διακόψει παπά την ώρα του κηρύγματος», λέει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο παραπάνω βιβλίο του. Α.Ι.Κ.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Γιατί η Αθήνα υπονομεύει το αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΡΟΣΟΣ


Δεν θα κομίσουμε γλαύκα εις Αθήνας, επισημαίνοντας την κενότητα της νεοφιλελεύθερης «ελευθεριακής» ρητορικής. Μόνον αφελείς πλέον πιστεύουν ότι ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης, του μετακαπιταλισμού ή της τεχνοφεουδαρχίας, όπως και αν τον ονομάσουμε, είναι αυτό που δηλώνουν οι απολογητές του: ένας κόσμος ελευθερίας, δικαιωμάτων, χειραφέτησης από την κρατική κηδεμονία, ανεξαρτησίας, δημιουργικής πρωτοβουλίας και ανοικτών οριζόντων για όλους.
Πάλιν και πολλάκις διαπιστώνουμε ότι πίσω από τον φετιχισμό των ωραίων λέξεων αυτής της «νέας ομιλίας» (new speech το ονόμαζε ο Όργουελ), με δυσκολία κρύβεται η ακόρεστη πλεονεξία πλουτισμού όλο και λιγότερων. Και βεβαίως η συναφής, αγωνιώδης προσπάθεια να τεθεί υπό ολοκληρωτικό έλεγχο από αδιαφανείς και απαλλαγμένους από υποχρέωση λογοδοσίας φορείς, κάθε πεδίο, κάθε διάσταση ανθρώπινης δραστηριότητας.
Στο όνομα του νεοτερισμού, του εκσυγχρονισμού και του δικαιωματισμού, επιχειρείται η διάβρωση θεσμών που έχουν την δική τους απρόβλεπτη άρα επικίνδυνη δυναμική. Επιχειρείται η ισοπέδωση κάθε εναπομένοντος θυλάκου που διέπεται από ετερογενή νοηματοδότηση του βίου από την κρατούσα, αποκλίνοντας από την ισοπέδωση της γενικευμένης αδιαφορίας. Ό,τι δεν υπάγεται στη «λογική» της κερδοφορίας αποτελεί αναχρονισμό και παράδοξο. Κι ό,τι δεν υποτάσσεται ή διαφεύγει του πανοπτικού ελέγχου είναι ακατανόητο, απρόβλεπτο και άρα επικίνδυνο.
Το Άγιον Όρος, ως ιδιαίτερος τρόπος πνευματικού και θεσμικού βίου, ως κοινότητα προσώπων και ως ιδιόμορφο καθεστώς, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ακατανόητης ανωμαλίας που «πρέπει» να τιθασευτεί. Η καχυποψία του κράτους απέναντι στην αυτοδιοικούμενη και ανεξέλεγκτη Αθωνική Πολιτεία δεν είναι κάτι νέο. Η κορυφαία απόπειρα «άλωσης» και καταπάτησης του ειδικού προνομιακού του καθεστώτος έγινε το 1969 επί στρατιωτικής δικτατορίας.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ο κίνδυνος κατάλυσης του αυτοδιοίκητου του Αγίου Όρους προήλθε από μια κωμικοτραγική χούντα, η οποία καπηλευόμενη τόσο τον πατριωτισμό, όσο και την θρησκευτική πίστη των Ελλήνων, προώθησε ως σύνθημά της εκείνο το καταγέλαστο όσο και υποκριτικό «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Η χούντα λοιπόν με το ΝΔ 124/1969 αποπειράθηκε να προσβάλει το αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους με την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του εκεί Πολιτικού Διοικητή. Τον μετέτρεπε σε ουσιαστικό διοικητή, στον οποίο θα ήταν υπόχρεες σε λογοδοσία η Ιερά Κοινότητα και οι διοικήσεις των Ιερών Μονών, με πρόβλεψη επιβολής ποινών σε περίπτωση ανυπακοής. Το νομικό αυτό έκτρωμα απεσύρθη αρκετά μετά το τέλος του δικτατορικού καθεστώτος, μετά από την μαχητική στάση της Ιεράς Κοινότητας και του συνόλου των Ιερών Μονών.

Αυτοδιοίκητο και διεθνείς συνθήκες

Το ελληνικό κράτος, ωστόσο, προσπάθησε και πάλι, με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (1991) και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (1994), με ηπιότερο τρόπο να αναθεωρήσει το ειδικό αυτοδιοικητικό καθεστώς. Η στάση αυτή κρατάει από την εποχή της Βαυαροκρατίας, την περίοδο της Αντιβασιλείας υπό τον Μπάουερ. Και όπως θα δούμε, κορυφώνεται στις μέρες μας, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, της μεταδημοκρατίας και της αποικιοκρατίας του χρέους, με νέα ορμή και αποφασιστικότητα.
Σε τι έγκειται όμως το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους; Το άρθρο 105 του Συντάγματος αναγνωρίζει ότι αποτελεί «αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους», σύμφωνα με το «αρχαίο προνομιακό καθεστώς του» (105. §1). Σύμφωνα με το αρχαίο αυτό καθεστώς, το Άγιον Όρος διοικείται από τις 20 Ιερές Μονές του, δια των εκπροσώπων τους που αποτελούν την Ιερά Κοινότητα. Οι λεπτομερείς λειτουργίες των καθεστώτων του Αγίου Όρους ορίζονται από τον Καταστατικό Χάρτη του, τον οποίον συντάσσουν και ψηφίζουν οι Ιερές Μονές και επικυρώνει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η Βουλή των Ελλήνων (105. § 3). «Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των Mονών του Aγίου Όρους…» (105. §2).
Τόσο η πνευματική όσο και η διοικητική εποπτεία (από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από το ελληνικό κράτος, αντίστοιχα) έχουν ως αντικείμενό τους την «ακριβή τήρηση των αγιορείτικων καθεστώτων». Ο Καταστατικός Χάρτης έχει κυρωθεί από το ελληνικό κράτος με Νομοθετικό Διάταγμα (10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Η συνταγματική του αναγνώριση, η οποία σημαίνει την αναγνώριση ότι οι διοικητικές εξουσίες του κράτους ασκούνται μόνον εντός του ορίου του Καταστατικού Χάρτη, απορρέει από την υποχρέωση συμμόρφωσης του ελληνικού κράτους προς τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει. Παραγνωρίζεται συχνά το γεγονός ότι το αυτοδιοίκητο δεν είναι δοτό από το ελληνικό κράτος, όπως συμβαίνει με άλλες περιπτώσεις αυτοδιοίκησης, αλλά απορρέει από το διεθνές δίκαιο.
Το αρχαίο καθεστώς του Αγίου Όρους έχει αναγνωριστεί νομικά από τις διεθνείς συνθήκες του Βερολίνου (1878), του Λονδίνου (1913), των Αθηνών (1913), των Σεβρών (1920) και της Λωζάννης (1923). Για τον λόγο αυτό άλλωστε το Άγιον Όρος, ήδη από το 1912, οπόταν προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος, συσχετίστηκε με το Υπουργείο Εξωτερικών κι όχι με το Υπουργείο Εσωτερικών, όπως κάθε άλλη περιοχή που περιήλθε στην κυριαρχία του ελληνικού κράτους.

Υπονομεύεται το αυτοδιοίκητο

Το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να αποδεσμευθεί μονομερώς από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει. Η μόνη εξουσία που ασκείται από το ελληνικό κράτος (δια του πολιτικού διοικητού και των αστυνομικών οργάνων του) επί του εδάφους του Αγίου Όρους είναι η προάσπιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας κι αφορά αποκλειστικά σε αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, απαιτείται βάσει του Καταστατικού Χάρτη, η απαραίτητη παρουσία εκπροσώπου της Ιεράς Κοινότητας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας και των ανακρίσεων. Για όλες τις άλλες παραβάσεις, δικαστική εξουσία έχει αποκλειστικά η Ιερά Κοινότητα. Επί πλέον, οι εξουσίες των διοικητικών οργάνων του Αγίου Όρους δεν υπόκειται σε κανέναν έλεγχο ούτε σε επιβολή κυρώσεων από την κεντρική διοίκηση του κράτους.
Το αυτοδιοίκητο, λοιπόν, κατ’ όνομα μόνον ομοιάζει προς άλλες περιπτώσεις αυτοδιοίκησης. Το προνομιακό καθεστώς αυτοδιοίκησης του Αγίου Όρους αποκλίνει από τις κοινές περιπτώσεις αυτοδιοίκησης (Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές) σε τρία σημεία: Το καθεστώς συγκρότησης κάθε αρχής, το είδος και το εύρος της κρατικής εποπτείας και την επιβολή πειθαρχικού ελέγχου.
Στη μνημονιακή Ελλάδα, παρατηρούμε ότι εντείνεται η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να αναιρέσει το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους, να παραβιάσει τον Καταστατικό Χάρτη και να το υπαγάγει στον δικό του έλεγχο ως μια κοινή περιοχής της επικρατείας του. Έτσι με το Προεδρικό Διάταγμα 7/2017, επιχειρείται η υπαγωγή του Αγίου Όρους σε εξωαγιορείτικη διοικητική οντότητα, στη Γενική Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας και την υπαγόμενη σε αυτή Αστυνομική Διεύθυνση Χαλκιδικής, στην οποία υπάγεται πλέον το Αστυνομικό Τμήμα των Καρυών. Το 2022 η κατάσταση επιδεινώνεται με το ΠΔ 22/2022. Το Αστυνομικό Τμήμα του Αγίου Όρους αναβαθμίζεται τώρα σε πλήρη Διεύθυνση (Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους). Αυτή η νέα Διεύθυνση υπάγεται απευθείας στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, το οποίο αποτελεί βεβαίως εξωαγιορείτικη διοικητική οντότητα. Αυτό σημαίνει απώλεια του συνταγματικά αναγνωρισμένου ειδικού αυτοδιοικητικού καθεστώτος.

Ίσως να μην είναι τόσο αθώες

Οι εξελίξεις αυτές συνήθως απασχολούν μικρό αριθμό αγιορειτών μοναχών και στην ευρύτερη κοινωνία περνούν απαρατήρητες και ασχολίαστες, σαν “αδιάφορες”. Ίσως όμως να μην είναι τόσο αθώες ή τόσο περιορισμένου ειδικού ενδιαφέροντος, αν σκεφτεί κανείς την επιμονή και τον ζήλο που δείχνει η πολιτική ελίτ, αλλά και ο “διεθνής παράγων” για την επιβολή ολοκληρωτικού ελέγχου επί της Αθωνικής Πολιτείας. Ο υποβιβασμός του Αγίου Όρους σε ένα κοινό τμήμα της επικράτειας ενός εξαρτημένου κράτους, θα επιτείνει την τάση της μεταβολής του σε θέρετρο θρησκευτικού τουρισμού ως κλάδος αυτού που βλακωδώς ονομάστηκε «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας.
Ίσως όμως πέραν των πνευματικών, να υπάρχουν και σοβαρές πολιτικές συνέπειες, καθώς η πλήρης αναθεώρηση του αρχαίου καθεστώτος παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες, εν προκειμένω δε την Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία, ως γνωστόν, ήδη αμφισβητείται και προσβάλλεται σαν “απαρχαιωμένη” από την κύρια αναθεωρητική δύναμη της περιοχής, που επιβουλεύεται την ακεραιότητα της χώρας. Η άλωση του Αγίου Όρους από ένα κράτος που θα έχει αλωθεί το ίδιο, θα αποτελέσει μια οδυνηρή πολιτισμική και πνευματική ήττα για τον Ελληνισμό. Ίσως η υβριδική επίθεση που δέχεται ο τελευταίος, με ακέραια την ευθύνη της εγχώριας πολιτικής ελίτ, να είναι περισσότερο σύνθετη και πολυσχιδής από όσο νομίζαμε. Και ίσως πιο ριζική.
Μήπως θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε γεγονότα, όπως εκείνο που προηγήθηκε του ΠΔ 22/2022;
Τον Ιανουάριο 2022 έλαβε χώρα το 3ο Συνέδριο Θρησκευτικής Διπλωματίας, με την συνδιοργάνωση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με την υποστήριξη της Μ.Κ.Ο. “Αιγέας” (του τότε Πολιτικού Διοικητή του Αγίου Όρους εφοπλιστή Αθανασίου Μαρτίνου), και της ελληνικής έκδοσης του αμερικανικού Foreign Affairs υπό τον τίτλο «Η Διεθνής Διάσταση τού Αγίου Όρους. Λίκνο Πολιτισμού και Πνευματικότητας». Μεταξύ των συνέδρων, ο γνωστός και μη εξαιρετέος (τότε) πρέσβης των ΗΠΑ, Geoffrey Pyatt, πολύ γνωστός και για τη δράση του στην Ουκρανία. Ίσως μάθουμε προσεχώς, προς τι τόσο ενδιαφέρον από μέρους του Αμερικανού πρέσβη. Εκτός εάν υποθέσουμε ότι ο Geoffrey Pyatt γοητεύτηκε από τις χάρες του ασκητικού βίου ή αποφάσισε να κάνει την μετάνοιά του! Ποιος ξέρει! «τα κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή…»

ΠΗΓΗ: SLpress

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους

Επανακυκλοφορεί εμπλουτισμένο το βιβλίο του Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωάννη Μ. Κονιδάρη.

Toυ Χάρη Ανδρεόπουλου*

Τη τελευταία τριετία δύο ήταν τα μεγάλα ζητήματα που προκάλεσαν τριγμούς στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Το πρώτο ήταν κατά την περίοδο της πανδημίας covid-19 όταν το Υπουργείο Υγείας, στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων που εισηγούνταν οι αρμόδιοι επιστήμονες, συμπεριέλαβε περιοριστικά μέτρα και στην άσκηση της ελευθερίας της λατρείας, ιδίως μάλιστα στη συλλογική έκφρασή της (περιορίζοντας τον αριθμό των πιστών στους ναούς) εν όψει της προστασίας ενός άλλου, επίσης σπουδαίου, συνταγματικώς κατοχυρωμένου εννόμου αγαθού, αυτού της δημόσιας υγείας.
Το δεύτερο ζήτημα που προκάλεσε, επίσης, ένταση στις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας ήταν πρόσφατο και συγκεκριμένα αυτό που αφορούσε στη ψήφιση του νομοσχεδίου για τη θεσμοθέτηση στην ελληνική έννομη τάξη του γάμου των ομοφύλων ζευγαριών. Eπρόκειτο για μια ενέργεια η οποία από την πλευρά της κυβερνήσεως θεωρήθηκε (ιδεολογικά) επιβεβλημένη με το (πολιτικό) σκεπτικό ότι προασπίζει και διασφαλίζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αντιθέτως, από την πλευρά της Εκκλησίας το περιεχόμενο της (ήδη ψηφισθείσης) διατάξεως του Υπουργείο Επικρατείας Άκη Σκέρτσου αποδοκιμάσθηκε εξ αρχής και καθ΄ ολοκληρίαν καθώς από θεολογικής σκοπιάς η ομοφυλοφιλία θεωρείται αμαρτία (Ρωμ. 1, 25-27), ενώ η έννοια του γάμου μπορεί να νοηθεί μόνο ως σχέση / συνάφεια άνδρα και γυναίκας. «Nuptiae sunt conjunctio maris et feminae consortium omni vitae, divini et humani juris communicatio…» (Γάμος εστίν ανδρός καί γυναικός συνάφεια, συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε καί ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία), σύμφωνα με τον επιγραμματικό ορισμό του σπουδαίου ρωμαίου νομικού του 3ου αι. μ.Χ., Μοδεστίνου περί του γάμου (Modestin, lib. I. Reg.1.1 Digest de ritu nupt 23,2), τον οποίο αποδέχεται η χριστιανική Εκκλησία και υπό την θεολογική / δογματική του διάσταση. Και οι δύο ενδεικτικές αυτές περιπτώσεις ανέδειξαν μια κρίσιμη παράμετρο που χαρακτηρίζει την αμφίθυμη σχέση Πολιτείας / Κράτους και Εκκλησίας˙ τη διαπάλη νόμων και κανόνων.
Η διαπλοκή δύo δικαίωv είvαι έvα θέμα oύτως ή άλλως ιδιαιτέρως εvδιαφέρoν, πoλύ περισσότερo όταv πρόκειται για δύo δικαιϊκά συστήματα τελείως διαφoρετικά μεταξύ τoυς, τόσο ως προς τη φύση τους, όσο και ως προς τα όρια της δεσμευτικότητάς τους όπως στηv περίπτωση τoυ δικαίoυ της Πoλιτείας (οι νόμοι της οποίας δεσμεύουν όλα τα υποκείμενα δικαίου που ευρίσκονται μέσα στα εδαφικά της όρια) και εκείνoυ των κανόνων της Ορθόδoξης Εκκλησίας (της οποίας οι κανόνες δεσμεύουν μόνο τα μέλη της, τους πιστούς της). Mε το θέμα αυτό της συγκρούσεως - διαπάλης Νόμων και Κανόνων έχει ασχοληθεί επισταμένως ο Ομότιμος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης με το προ 30ετίας (1994) μνημειώδες έργο του «Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους». Το βιβλίο, εξαντλημένο από πολλού χρόνου στην 1η του έκδοση, επανακυκλοφορεί από τις ευφήμως γνωστές εκδόσεις Σάκκουλα (2022, σσ. 286) εμπλουτισμένο με ένα εκτεταμένο επίμετρο, όπου ερευνώνται οι εξελίξεις κατά τη διαρρεύσασα τριακονταετία στον τομέα αυτό για την εναρμόνιση νομιμότητας και κανονικότητας με την επισήμανση των μεταβολών που έγιναν, αλλά και των περιοχών εκείνων των σχέσεων που παραμένουν προβληματικές. Στη 2η αυτή έκδοση παρατίθεται, επίσης, στο τέλος του βιβλίου, επιλεγμένη (και απολύτως εξειδικευμένη θεματολογικά) νεότερη βιβλιογραφία (1994-2022).
Τo βασικό πόρισμα της μακρόχρoνης εvασχoλήσεως του συγγραφέα με τη διαπάλη πoυ εvδημεί στις σχέσεις Πoλιτείας και Εκκλησίας στη χώρα μας, όπως αναλύεται με εύληπτο τρόπο στο πρώτο μέρος του βιβλίου, είvαι ότι πoλλά από τα ζητήματα πoυ ταλάvισαv θεωρία και πράξη έχoυv δημιoυργηθεί εκ τoυ μη όvτoς και θα ήταv ευχερής η επίλυσή τoυς, ακόμη και υπό τo σύστημα σχέσεωv Πoλιτείας και Εκκλησίας πoυ καθιερώvει τo ισχύoν Σύvταγμα και στο πλαίσιο των διακριτών τους ρόλων.
Στο δεύτερο μέρος, που αναφέρεται στην εναρμόνιση νομιμότητας και κανονικότητας στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, προτείνονται λύσεις για μείζονα εκκρεμή ζητήματα, όπως η συνταγματική κατοχύρωση όλων των ιερών κανόνων (δογματικών τε και διοικητικών - καθώς νομολογιακώς υπάρχει κατοχύρωση μόνο των δογματικών, επί τη βάσει αποφάσεων του ΣτΕ), η συμμετοχή των λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας, η αναμόρφωση της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης (θέμα που θ΄ απασχολήσει και το Συνέδριο που προγραμματίζει για το ερχόμενο φθινόπωρο στη Λάρισα η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου σε συνεργασία με τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και την Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου, βλ. σχετ. εις ''Θεολογικό Σύνδεσμο Λάρισας'', 29.04.2024), κ.α.

* Με τον Καθηγητή κ. Κονιδάρη με συνδέει μια πολύχρονη, διττή σχέση μαθητείας: πρώτον και εμμέσως, υπό την προτέρα ιδιότητά μου ως δημοσιογράφου – εκκλησιαστικού συντάκτη που προσέτρεχα στα επιστημονικά - περί το Εκκλησιαστικό Δίκαιο - συγγράμματά του για να τεκμηριώσω νομοκανονικά τα (εκκλησιαστικά) ρεπορτάζ μου - ιδίως σε περιόδους εξημμένων παθών και συσσωρευμένων εντάσεων (όπως κατά τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, οπότε την Εκκλησία ταλάνισε επί μακρόν η υπόθεση των 12 εκπτώτων – από το 1974 – “ιερωνυμικών” λεγομένων μητροπολιτών, μετά τη δικαιωτική γι΄ αυτούς - τον Οκτώβριο του 1990 - απόφαση του ΣτΕ) και δεύτερον, και αμέσως, υπό την σημερινή επαγγελματική μου ιδιότητα ως θεολόγου καθηγητή Β/θμιας και ιδίως στην περίπτωση της εκδόσεως σε εμπλουτισμένη μορφή της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα που αφορά στο εκκλησιαστικό ζήτημα της Επταετίας (1967-1974).
Έχοντας προ πολλού ασχοληθεί και ο ίδιος ο κ. Καθηγητής με το εν λόγω ζήτημα, από την 1η έκδοση (1994) του εν θέματι προαναφερθέντος μνημειώδους έργου του (το ειδικότερο μέρος του οποίου περί της Εκκλησίας κατά την Επταετία θεωρώ οιονεί πρόδρομο της δικής μου μελέτης), μου προσέφερε τις πολύτιμες επιστημονικές του συμβουλές για την έκδοση της διατριβής μου σε βιβλίο προσέτι δε μου έκαμε και την εξαιρετική τιμή να προλογίσει το υπό τον τίτλο «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο, 2017, σσ. 424) κυκλοφορηθέν βιβλίο μου. Το θεωρώ υψίστη τιμή από τη θέση αυτή το καταθέτω· εγκαρδίως και ευγνωμόνως.

* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι Σύμβουλος Εκπαίδευσης Θεολόγων (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου (xaan@theo.auth.gr)

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Ελλαδική Εκκλησία και Έμφυλες Ταυτότητες

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ο διάλογος της Εκκλησίας με την Πολιτεία για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών –αν βέβαια είναι διάλογος-, από τη μια δείχνει πόσο ανέτοιμη και αμήχανη είναι η θεσμική Ελλαδική Εκκλησία να συζητήσει όχι μόνο ζητήματα ισότητας των φύλων αλλά και ζητήματα ενός κόσμου συνεχών μεταβάσεων, από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον, τα οποία αφορούν τις έμφυλες ταυτότητες, και από την άλλη πλευρά, πόσο τραγική είναι η εικόνα της Πολιτείας όταν κλείνει τις πύλες-της προς ένα αρκετά μεγάλο σώμα του λαού, που υποτίθεται ότι διακονεί, αν λάβουμε υπ’ όψιν-μας πως πολιτική δεν είναι μόνο εξουσία αλλά και διακονία.
Το βίντεο που δείχνει τον Σεβασμιώτατο Φθιώτιδος Συμεών να ωρύεται μπροστά στο ποίμνιό του εξαπολύοντας μύδρους κατά της Πολιτείας για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών συνιστά κρίση της θεσμικής Ελλαδικής Εκκλησίας. Σωστά καλός φίλος-μου είπε πως κάνει λες και η Πολιτεία ζητά από την Εκκλησία να θεσπίσει εκκλησιαστικό γάμο ομοφύλων. Αλλά και η Πολιτεία, υπό τον φόβο μήπως χαρακτηριστεί συντηρητική, βιάζεται να φέρει αλλαγές σ’ ένα πολιτισμό όπως είναι ο ελληνικός, πολιτισμό που εδώ και αιώνες έχει επίγνωση των ορίων-του. Καθώς φαίνεται ο Καισαρισμός είναι πανέτοιμος να ξαναπάρει ακόμα μια πύρρεια νίκη.
Επί του συγκεκριμένου θέματος, η Πολιτεία ενώ φαίνεται να έχει κάποια επίγνωση των θεμελιωδών μεταβλητών της σημερινής κοινωνίας που αλλάζει ραγδαία, αρνείται να συζητήσει βασικές αξίες του ιστορικού γίγνεσθαι του λαού που κυβερνά. Που να καταλάβει πως η «ιστορία δεν γηράσκει», κατά Χρήστο Μελεβίστη.
Ο Σεβασμιώτατος Φθιώτιδος Συμεών βροντοφώναζε στο ποίμνιό του για εισαγόμενες «αμερικανιές». Μόνο που αυτές οι εισαγόμενες «αμερικανιές» είναι η μια όψη του νομίσματος, τα λεγόμενα «κυβόργια» κατά τον «επανεπινοημένο» όρο της Donna Haraway. Όμως, υπάρχει και η άλλη «αμερικανιά», των ακραίων φονταμενταλιστικών θρησκευτικών κινημάτων που, ως καλοί μεταπράτες, κι αυτή την εισάγουμε στο Ελλαδιστάν. Την καταγράφει η συνάδελφος Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου· στη Σύναξη, την τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία (τχ. 108ο), στα 2008, το άρθρο-της: «Θρησκευτική πίστη και “ανδρικές ταυτότητες”. Το χριστιανικό μοντέλο της ήπιας πατριαρχίας στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, από τη διεθνή στην ελληνική πραγματικότητα», κάνει λόγο για τον αντρικό οργανισμό γνωστό με το όνομα Promise Keepers (σε ελεύθεροι μετάφραση: «Οι Φερέγγυοι»), ο οποίος προωθεί την άποψη ότι «οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να είναι η κεφαλή της οικογένειας, με ευγενικό όμως και τρυφερό τρόπο, ακολουθώντας το παράδειγμα της πραότητας του Ιησού Χριστού». Ετούτη η ανθρωπολογία των φύλων έχει περάσει και στην Ελλαδική Εκκλησία, με εγκυκλίους που κατά καιρούς αποστέλλονται σε τοπικές Μητροπόλεις. Και δεν είναι μόνο το ζήτημα της ισοτιμίας των δύο φύλων, είναι και εκείνο των έμφυλων ταυτοτήτων. Και εδώ, οι αποστελλόμενες εγκύκλιοι σε τοπικές Μητροπόλεις δεν σώζουν την κατάσταση. Η μετανεωτερικότητα και τα προτάγματά της, που σχετίζονται με τις έμφυλες ταυτότητες, είναι κυρίαρχο πια ρεύμα στον καιρό μας. Δεν χωρά αμφιβολία πως ενάντια στον δικαιωματισμό και την αυτοδιάθεση –είναι οι νέες «θρησκείες» του καιρού-μας-, γραπτά όπως του Θεόδωρου Ζιάκα Δεν έχουν τον Θεό τους. Ο πόλεμος των φύλων και η ελληνική παράδοση. Σώζεται η Δύση; και του π. Βασίλειου Θερμού Έλξη και πάθος: Μια διεπιστημονική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας & Σεξουαλικός προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου: Οι απαντήσεις και οι άνθρωποι με σαφήνεια και πληρότητα λόγου ξεδιπλώνουν την ορθόδοξη θεώρηση των φύλων. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν τόσο επίκαιρα τα παρακάτω ερωτήματα, με τα οποία οφείλει να αναμετρηθεί θαρραλέα η θεσμική Ελλαδική Εκκλησία: Πως συμπεριφέρεται κανείς σε κρίσιμους καιρούς; Αποσύρεται; Κατακρίνει; Συμμετέχει και αγωνίζεται; Αγαπά και νοιάζεται; Κι αν αγαπά, αναρωτιέται μήπως αυτή η αγάπη είναι μόνο «χαλκός ηχών» παρά λόγος ουσίας;
Το μέλλον της συζήτησης για τις έμφυλες ταυτότητες θα είναι δύσκολο. Η θεσμική Ελλαδική Εκκλησία και ο «Ελλαδικός Ελληνισμός», φαίνεται ότι πλησιάζουν προς το σημείο της «τρομερής συμφοράς» -χρησιμοποιώ όρους του αλησμόνητου Χρήστου Μαλεβίτση. Τρανό παράδειγμα η εικόνα της άσχετης δημοσιογράφου του τρίτου κρατικού καναλιού, με το π. Νικόλαο Λουδοβίκο να προσπαθεί να την κάνει να καταλάβει τί σημαίνει ηθική οντολογία κι όχι μόνο ψυχολογία. Ορθότατα ο Μανόλης Βαρδής γράφει για το βασικό λάθος του π. Νικόλαου ο οποίος «δέχθηκε να παραστεί- έστω και για λίγο- σε μία εκπομπή μαζικής κατανάλωσης. Ουδέν κακό αμιγές καλού. Τα συμπεράσματα βγήκαν (για μία ακόμη φορά). Κατ’ αρχήν, είναι η -συνήθως με αυθάδεια και επιθετικότητα ιεροεξεταστή- αντίρρηση των δημοσιογράφων ότι στην εποχή-μας είναι δικαίωμα του καθενός να έχει αυτοδιάθεση. Οι απόψεις του π. Νικόλαου ότι είμαστε “κληρονόμοι σημασιών” από το παρελθόν και ότι η ηθική του γούστου έχει υποκαταστήσει την ηθική οντολογία, δεν γίνονται καθόλου κατανοητές. Είναι βέβαια και η αμορφωσιά όλων αυτών των δημοσιογράφων και τηλε-πανελιστών που τους εμποδίζει, ακόμα κι αν ήθελαν, να συλλάβουν ευρύτερα νοήματα. Ο πουριτανικός διαφωτιστικός ζήλος έχει πραγματικά μετεξελιχθεί στην εποχή-μας σε ένα υποκατάστατο νοήματος ζωής, που ούτως ή άλλως δεν υπάρχει. Ίσως αυτό εξηγεί και την επιθετικότητα των τύπων αυτών. Βιώνουν την απώλεια νοήματος και θέλουν να μας δείξουν ότι η ζωή-τους, παρά ταύτα, έχει κάποιο νόημα. Είναι δύσκολο να ζεις μετά τον “θάνατο του Θεού”».


Γεώργιος Γουναρόπουλος, Ζευγάρι. ΠΗΓΗ: paletaart – Χρώμα & Φως

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Να αποδυναμώσουμε τη θρησκοληψία

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


Για μιαν ακόμη φορά στον ελληνικό χώρο, και όχι μόνον, η αλλοτριωμένη από δεισιδαιμονικές αντιλήψεις θρησκευτική πίστη παρουσιάζεται με δυναμικό τρόπο.
Όπως και με τον εμβολιασμό κατά της Covid-19, παρομοίως στη δημόσια συζήτηση για τις νέες ταυτότητες άρχισαν να ακούγονται παραφωνίες. Οι φωνασκίες αυτές επικεντρώνονται στον τρόπο του ηλεκτρονικού φακελώματος, του σφραγίσματος του Αντιχρίστου με τον αριθμό 666 και διάφορες άλλες απόψεις προερχόμενες από θρησκευτικά κείμενα. Η «δήθεν» ερμηνεία των κειμένων γίνεται με μεταφυσικό και θρησκοληπτικό τρόπο και διατυπώνονται ανησυχίες ανυπόστατες και ανύπαρκτες.
Το νέο δελτίο ηλεκτρονικής ταυτότητας δεν μπορεί να προσβάλει, όπως και κάθε δημόσιο έγγραφο, ούτε την πίστη τού κατόχου του, ούτε αφορά τη θρησκευτικότητά του, ούτε θα αποτελεί μέσο ελέγχου του κατόχου από αντίχριστες ή δαιμονικές δυνάμεις.
Η μέθοδος που χρησιμοποιούν οι κηρύττοντες εναντίον των νέων ηλεκτρονικών ταυτοτήτων είναι γνωστή. Οι απλοί άνθρωποι είναι πολλές φορές ευκολόπιστοι και φοβικοί και ως εκ τούτου μπορούν να καταστούν χρήσιμοι στόχοι και μέσα χρηστικά με διάφορα μυστικιστικά, θρησκοληπτικά και μεταφυσικά φανατικά κηρύγματα. Έτσι γίνονται υποχείρια κάποιων οργανωμένων δομών που έχουν σκοπό να αποτραπεί η απόκτηση του νέου τύπου ταυτότητας.
Αυτές οι ομάδες, επενδύοντας στον φόβο, στις ανησυχίες και στις αναζητήσεις των απλών πολιτών, μορφωμένων και μη, αποκρύπτουν τους βαθύτερους ιδεολογικούς σκοπούς και τις επιδιώξεις τους επειδή φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν γνωστές οι δράσεις τους και τα πεπραγμένα τους και να υπάρξει σχετικός κρατικός έλεγχος.
Όλες αυτές οι ανύπαρκτες αλλά ουσιαστικά μεταφυσικές αιτιάσεις των λίγων ή των πολλών απαιτούν μια ιδιαίτερη διαχείριση από την Πολιτεία. Η εμπειρία που αποκτήθηκε προ δύο ετών στις ανάλογες διαμαρτυρίες κατά του εμβολιασμού κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού διδάσκει ότι το θέμα πρέπει να αντιμετωπιστεί «εν τη γενέσει» του και όχι αφού αρχίσουν να κορυφώνονται και να καρποφορούν στο υποσυνείδητο του κάθε ανθρώπου αμφιβολίες ή και αμφισβητήσεις για τον πραγματικό ρόλο και τη χρήση των ταυτοτήτων.
Εγκαίρως, λοιπόν, με σωστή και συστηματική ενημέρωση από όλα τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να γνωρίσουν όλοι οι πολίτες τι ακριβώς είναι το νέο δελτίο ηλεκτρονικής ταυτότητας. Αυτό είναι έργο της Πολιτείας, η οποία, και με όποιον άλλο τρόπο κρίνει αυτή, είναι αναγκαίο να ενημερώσει τους πολίτες της περί της χρήσης του νέου δελτίου ταυτότητας. Επίσης, η Ανεξάρτητη Αρχή Προσωπικών Δεδομένων και κάθε άλλη αντίστοιχη Αρχή που ασχολείται με το ζήτημα θα πρέπει να δώσουν απλές αλλά ουσιαστικές απαντήσεις, σχετικά με τα ζητήματα τα οποία τίθενται ως προς τις ατομικές ελευθερίες, τα δικαιώματα και τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων.
Η δε Εκκλησία, με ένα θεολογικό, συνοδικό, ξεκάθαρο, καταφατικό λόγο, χωρίς «ναι μεν αλλά» και χωρίς ενδοιασμούς, θα πρέπει να αποδυναμώσει κάθε τι το ανόητο, θρησκοληπτικό και μεταφυσικό που κηρύττουν όσοι διαστρεβλώνουν για ιδιοτελείς σκοπούς τη διδασκαλία της. Η τεκμηριωμένη απάντηση της Εκκλησίας θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για όσους αμφιταλαντεύονται περί της λήψεως των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων. Επίσης, θα κάνει γνωστή τη διδασκαλία της περί του θέματος στο κάθε μέλος της, αλλά και στα μη μέλη της, τα οποία περιμένουν να ακούσουν την Εκκλησία, εν Συνόδω, να διδάσκει και να καθοδηγεί ορθώς και χωρίς υπεκφυγές. Εκκλησία η οποία δεν αφήνει τον ρόλο αυτό σε διάφορες οργανώσεις εξωεκκλησιαστικές ή παρεκκλησιαστικές ή σε διάφορα κοσμικά κέντρα, τα οποία φέρουν ένδυμα μοναχικό.
Αν Εκκλησία και Πολιτεία πράξουν τον ενοποιητικό τους ρόλο στην κοινωνία, τότε η ανυπόστατη συζήτηση για τις νέες ταυτότητες θα τελειώσει σύντομα.
Μόνο µε τη συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας, συστηματική ενημέρωση και με ξεκάθαρες θέσεις και απόψεις θα ξεπεραστούν τα προβλήματα, τα οποία αναπόφευκτα άρχισαν ήδη να παρουσιάζονται.

ΠΗΓΗ: ORTHODOXIA INFO

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Οι νέες ταυτότητες και ο Μεγάλος Αδελφός

Γράφει ο Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας


ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: SLpress.GR

Για τις νέες ταυτότητες που όλοι θα κληθούμε να παραλάβουμε, οικειοθελώς ή με άνωθεν πολιτική επιβολή, η συζήτηση που γίνεται προέρχεται από ομάδες που έχουν δύο χαρακτηριστικά. Η μία είναι η γνωστή κατά καιρούς ομάδα που κινείται στα όρια του φονταμενταλισμού και της συνωμοσιολογίας. Αυτή, ως συνήθως, θεριεύει και κυριαρχεί στο Διαδίκτυο, με δημοσιεύματα περί «αντίχριστου» και «666» και που, βέβαια, με αριστοτεχνικό τρόπο σπέρνει τον πανικό, με «προφητείες» προερχόμενες κυρίως από τον παρεκκλησιαστικό χώρο, προμηνύοντας το τέλος του κόσμου ετούτου. Η άλλη ομάδα θα ‘λεγα ότι είναι σοβαρή. Τα επιχειρήματα που καταθέτει στη δημόσια συζήτηση γεννούν γόνιμο προβληματισμό: ο αντίλογος όσων με πολύ καλά άρθρα-τους αντιστέκονται στις νέες ταυτότητες έχει άμεση σχέση με την αξία γύρω από την αλήθεια του ανθρώπινου προσώπου. Στο χώρο μάλιστα της θεολογίας αυτή η αλήθεια αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της διδασκαλίας-της. Δεν γνωρίζω τι τελικά θα πράξει η Πολιτεία και η Εκκλησία έναντι μιας κοινωνίας, που από τη μια πλευρά βρίσκεται αντιμέτωπη με τον πανικό και από την άλλη αγωνιά για την αναγκαιότητα να εκδοθούν οι νέες ταυτότητες.
Έχω τη γνώμη ότι, η αφετηρία του προβλήματος γύρω από το ηλεκτρονικό φακέλωμα, που σίγουρο είναι πως είναι υπαρκτό και που, με τις νέες ταυτότητες θα προχωρήσει περαιτέρω, μπορεί να αναζητηθεί και αλλού, πιο πέρα από τις ήδη υπάρχουσες οπτικές και πτυχές των μέχρι τώρα αντιδράσεων· να αναζητηθεί, δηλαδή, στη χρήση της Τεχνολογίας από τον άνθρωπο του 21ου αιώνα. Το λέγω αυτό γιατί στη χρήση της Τεχνολογία βλέπουμε τη θετική και την αρνητική-της όψη. Η πρώτη αναφέρεται στην a priori λυτρωτική ωφέλειά της προς τον άνθρωπο. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσουμε. Η δεύτερη, η πιο σοβαρή -στην προκειμένη περίπτωση και για τις νέες ταυτότητες- είναι ο έλεγχος της συμπεριφοράς και του τρόπου ζωής κάθε ανθρώπου. Λέγεται πως οι νέες ταυτότητες θα φέρουν τα γνωστά microchip, τα οποία θα περιέχουν πολλές πληροφορίες του κατόχου-τους. Σαφέστατα, εδώ, πρόκειται για πλήρη έλεγχο του σύγχρονου αυτονομημένου ανθρώπου.
Το κριτήριο αυτό, του ελέγχου της ζωής του ανθρώπου -όμως όχι και του θανάτου-του- κατά τη γνώμη-μου είναι καίριο και φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα που θέτει η Ανιές, η ηρωίδα στο έργου του Μίλαν Κούντερα: Η Αθανασία. Με λογοτεχνικό και φιλοσοφικοθεολογικό θα ’λεγα τρόπο, ο Κούντερα θέτει ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα για τον άνθρωπο της Τεχνολογίας στον 21ου αιώνα. Όπως θα διαπιστώσετε ευθύς αμέσως, η σκέψης-μας μπορεί να πάει πάρα πολύ παρακάτω: «Ένα ερώτημα χοροπηδούσε στο μυαλό-της: μετά το θάνατο, ποιόν τρόπο ύπαρξης έχει προγραμματίσει ο υπολογιστής;» ρωτά η Ανιές. Δύο είναι οι πιθανές περιπτώσεις. Η πρώτη: «Αν ο υπολογιστής του Δημιουργού έχει ως μοναδικό πεδίο δράσης τον πλανήτης-μας, κι αν εξαρτιόμαστε από αυτόν και μόνο από αυτόν, δεν μπορούμε να περιμένουμε μετά θάνατον παρά μια παραλλαγή αυτού που γνωρίσαμε στη ζωή· δεν θα συναντούμε παρά τοπία παρόμοια, παρόμοια πλάσματα. Θα είμαστε μόνοι στο πλήθος; Α, η μοναξιά είναι τόσο λίγο πιθανή, ήδη στη ζωή ήταν σπάνια, τι να πει λοιπόν κανείς μετά θάνατον! Υπάρχουν τόσοι περισσότεροι νεκροί από ζωντανοί!»
Η δεύτερη πιθανή περίπτωση (κατά Κούντερα) είναι: «πάνω από τον γήινο υπολογιστή υπάρχουν άλλοι που ιεραρχικώς είναι ανώτεροί του. Στην περίπτωση αυτή, το ον μετά θάνατον δεν θα έπρεπε αναγκαστικά να μοιάζει μ’ αυτό που έχουμε ήδη ζήσει, και ο άνθρωπος θα μπορούσε να πεθαίνει με μια αόριστη, αλλά δικαιολογημένη, ελπίδα».
Τι δέον γενέσθαι, θα ρωτήσουν πολλοί που, υπό το άγχος της επικράτησης του Μεγάλου Αδελφού (κατά Τζωρτζ Όργουελ), θα ελέγχει τα πάντα και θα ασκεί απόλυτο έλεγχο στις ανθρώπινες πράξεις και συνειδήσεις; Νομίζω πως πρέπει σοβαρά να προβάλουμε και πολύ προσεκτικά να ακολουθήσουμε βασικά προτάγματα της μη παρέμβασης κανενός πάνω στην ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου. Πέραν των εξαιρετικά σημαντικών παραμέτρων που παραπάνω θέτει η γραφίδα του Κούντερα, να σημειώσουμε ακόμα εδώ ότι, οποιαδήποτε κατάχρηση της ελευθερίας του ανθρώπου θα τον χρεώσει με ένα πλήθος από δεινά, τόσο στη σχέση-του με τους συνανθρώπους-του, όσο και στη σχέση-του με την υπόλοιπη κτίση αλλά και τον Δημιουργό-του. Συνιστώ υπομονή κι όχι πανικό!