Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Βλαχογιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Βλαχογιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Εξεζητημένος Ρεαλισμός

Γράφει η Μαρία – Αργυρώ Πρώια[*]


Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει τα Απομνημονεύματά του και τρεις μήνες μετά αρχίζει να συνθέτει τα Οράματα και Θάματα. Τα Οράματα και Θάματα αναφέρονται συνολικά στα έτη από το 1837 έως το 1850. Πολλές σελίδες από αυτά ανήκαν στα Απομνημονεύματά του, απ΄ όπου τις απέσπασε ο Μακρυγιάννης, καθώς και άλλες σελίδες που τις φύλαξε σ΄ ένα τενεκέ. Είναι ένα ερώτημα: γιατί απομονώνει αυτές τις σελίδες και μάλιστα τις καταχωνιάζει κάπου; Απ΄ ότι εξηγεί ο ίδιος, «τα είχα τα ίδια γραμμένα εις τ΄ άλλο το στορικόν και επειδήτους πάντοτες με κατατρέχουν να μη ψάξουν στο σπίτι μου και τα βρουν, τα ξέκλισα από κει και τα βάνω σε τούτο, και θα βάλω και όσα είχα χωμένα τόσα χρόνια…»
Το τετράδιο με τα Οράματα και Θάματα είναι ένα προσωπικό ημερολόγιο. Όταν άρχισε να το γράφει ο Μακρυγιάννης ήταν 53 ετών. Το τετράδιο θα μείνει ημιτελές. Από τον Αύγουστο του 1851, ο Μακρυγιάννης ετέθη υπό περιορισμό στην οικία του, μετά από την κατηγορία του δικηγόρου Ν. Στεφανίδη, ότι επιβουλεύεται τη ζωή του βασιλέως Όθωνος και μετά τις 25 Μαρτίου του 1852 αρχίζει συστηματικά η δίωξή του. Ο τίτλος πάντως Οράματα και Θάματα όπως σημειώνει ο Ζ. Λορεντζάτος δεν θυμίζει καθόλου Μακρυγιάννη. Τετράδιο ή προσωπικό ημερολόγιο θα ήταν ένας καλός τίτλος. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μακρυγιάννης το ονόμαζε «στορικόν», όπως και τα Απομνημονεύματα. Το ότι τα φύλαξε αυτά τα γραπτά, τα ξεχώρισε, και ένα μέρος τους σάπισε τελείως, να 'χει σχέση με το ότι διαισθάνθηκε, πως τις προσωπικές του εμπειρίες θα τις ονόμαζαν Οράματα και Θάματα; Επειδή στον Μακρυγιάννη η πραγματικότητα και η εμπειρία δεν διαχωρίζεται σε εγκόσμιο και έσχατο, σε θρησκευτικότητα και εξωτερική πραγματικότητα, σε πνευματικότητα και καθημερινότητα, γι΄ αυτό τα Οράματα και Θάματα αλλά και τα Απομνημονεύματα αποτελούν ένα ενιαίο κείμενο. Επίσης, γιατί φοβάται τα κείμενα αυτά και τα καταχωνιάζει; Θα πρέπει να ‘ξερε ότι η κοινή γνώμη δεν είναι μέρος του· ότι ήδη στη σκέψη των συνανθρώπων του η ενιαία πραγματικότητα έχει υποστεί ένα πλήγμα. Ο απλοϊκός ρεαλισμός ήδη διακήρυσσε τα πρωτεία του, τεμαχίζοντας την εμπειρία. 
Έναν αιώνα πριν το κίνημα του σουρεαλισμού, ο Μακρυγιάννης αμφισβητεί τον απλοϊκό ρεαλισμό, αποδεχόμενος το υπέρλογο και καταργώντας τη διχαστική λογική του αιώνα του. Και ενώ στη Δύση ταυτιζόταν προ πολλού το συντηρητικό πνεύμα με τη θρησκεία, στον ελληνικό χώρο, συνταιριάζεται με φυσικό τρόπο το επαναστατικό πνεύμα με τη θρησκευτικότητα. Αυτό είναι εμφανές, άλλωστε, στους περισσότερους ήρωες του ‘21, αλλά και στους αντίστοιχους Επτανήσιους ριζοσπάστες αγωνιστές ενάντια στην Αγγλοκρατία (βλέπε την έντονη θρησκευτικότητα του πρωτοπόρου ριζοσπάστη Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου). Ο Μακρυγιάννης βλέπει αυτά τα Οράματα όταν κινδυνεύει η ζωή του. Όταν βρίσκεται σε οριακές καταστάσεις, «έρχεται η τρίτη Σεπτεμβρίου τη νύχτα που μας είχαν τριγυρισμένα όλα τα στρατέματα και εγώ χωρίς δύναμην και την αυγή θα μ΄έβαιναν στην τζελατίνα […] τότε περικαλιόμαι τον Θεόν και την χάρη της να μας προφθάσουνε», αναφέρεται στα γνωστά επαναστατικά γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, των οποίων υπήρξε ο κύριος συντελεστής τους. Το 1844 βλέπει ένας φίλος του στον ύπνο του ένα γέρο με άσπρα ρούχα να προειδοποιεί τον Μακρυγιάννη ότι θα κινδυνέψει η ζωή του. Και γράφει ο Μακρυγιάννης: «δεν πέρασε δυο τρεις μέρες, ήρθαν και με ‘ρέθιζαν και μόταζαν να μπω σε ξένες φατρίες κ΄ εις κόμματα». Στο παιχνίδι των κομμάτων και της εξουσίας δεν παίρνει μέρος: «ήμουν άμαθος» ομολογεί «από τέτοια». «Αφελής, αγνοών τα τοιαύτα, παρατηρεί και τείνει την ακοήν προς τας έξωθεν εισηγήσεις ίνα δυνηθή να σχηματίση γνώμην» γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. 
Ο ασυμβίβαστος, αυτός που υπερασπίζεται τον Ανδρούτσο και τον Γκούρα έναντι της κυβερνήσεως και του Άρειου Πάγου, θεωρώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να υποχωρεί προς τους ήρωες αυτούς, ο ίδιος είναι που, όταν ο Ανδρούτσος του ζητά βοήθεια υπέρ των ατακτούντων για τις ταραχές στη Σαλαμίνα, τάσσεται με την μεριά της κυβέρνησης. Ο ίδιος είναι που αντιδρά αρνητικά στις φιλάρπαγες διαθέσεις του Γκούρα στο Κάστρο της Ακρόπολης και διαχωρίζει τη θέση του, ορίζοντας στρατιωτική επιτροπή, προκειμένου να περιορίσει τη φιλοκέρδεια του Γκούρα και του Ανδρούτσου. Πράξεις που οδηγούν στη ρήξη του Μακρυγιάννη και με τους δύο και σε εχθρική διάθεση του Γκούρα εναντίον του. Η ζωή του Μακρυγιάννη ήταν ένας διαρκής κατατρεγμός. Βρίσκεται πάντα αντιμέτωπος με όλους. Με την κυβέρνηση, με τους άλλους οπλαρχηγούς, με τους πολιτικούς και τα κόμματά τους. «Την άλλη μέρα όπου ΄γινε το κίνημα, ούτε εις την χώρα μπόρεσαν να κάμουν τον σκοπό τους, ούτε στο σπίτι μου, όταν ήλθαν πεζούρα και καβαλαρία και με κλείσαν μέσα». Η συγγραφή των Οραμάτων και Θαμάτων σταματά απότομα. Στα μέσα του Μαρτίου του 1852 δικάζεται στο στρατοδικείο, κρίνεται ένοχος για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο. Η ποινή μεταβάλλεται σε ισόβια και τελικά σε δέκα χρόνια φυλάκισης. Ζει δέκα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. Άρρωστος, γεμάτος τραύματα από τον πόλεμο και απομονωμένος. Πεθαίνει στις 27 Απριλίου του 1864. Τα γραπτά του, όπως γράφει ο Σπ. Ασδραχάς, εκφράζουν το σύνολο των βιωμάτων του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Για τα Οράματα και Θάματα γράφτηκε πως είναι έργο τρελού. Η καθυστέρηση της έκδοσης τους οφείλεται κυρίως στο Βλαχογιάννη, γράφει ο Γ. Π. Σαββίδης, ή «αν προτιμάτε σε μία τελείως εξωεπιστημονική προκατάληψη που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς νομίζω, παρά ως αντιθρησκοληψία ή τάχα "φωτισμένη» λογοκρισία"»
Ο Νίκος Σβορώνος θα γράψει ότι στα Οράματα και Θάματα βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος των αρχετύπων και των κωδίκων των ανάλογων λαϊκών δημιουργημάτων. Ο επικήδειος όμως λόγος που εκφωνήθηκε από τον Α. Ν. Γούδα την ημέρα του θανάτου του στρατηγού Μακρυγιάννη είναι σαφής: «Αλλά βαβαί της αστασίας των ανθρωπίνων πραγμάτων! Ο της Γραβιάς ήρως ευρέθη νεκρός εν φυλακαίς∙ ο καθ΄ όλον τον αγώνα θαλασσοκράτωρ της Μεσογείου ετελεύτησεν εξ απελπισίας∙ ο τουρκοφάγος απέθανεν επί της ψάθης∙ ο προκείμενος ήρως προ δωδεκαετίας ετάφη ζων και σήμερον μόλις ενταφιάζεται επισήμως∙ χθες δε, προβλέπων το τέλος αυτού, μεταλαβών των αχράντων μυστηρίων, συγχωρήσας εξ όλης ψυχής και αυτούς τους ενταφιάσαντας αυτόν ζώντα και συλλέξας όλας αυτού τας δυνάμεις, δις εξεφώνησε μεγάλη τη φωνή εις το νοσοκομείον, εις το νοσοκομείον, και ανεπαύθη εν Κυρίω. Ποίον άραγε φρικώδες μυστήριον καλύπτει η τελευταία αύτη λέξις;» Λίγο πιο κάτω στον ίδιο επικήδειο, ο Γούδας ερμηνεύει την τελευταία αυτή λέξη του στρατηγού Μακρυγιάννη, ως συγχώρεση για αυτούς που στο νοσοκομείο φυλακισμένο τον αφήσαν να γίνει βορά της πείνας των σκωλήκων: «καιρός είναι ήδη να εξηγήσω και το μυστήριον της τελευταίας λέξεως, ην δις επρόφερεν ο Μακρυγιάννης, παραδίδων το πνεύμα εις τον πλάστην του∙ κατά την διαβεβαίωσιν αξιοτίμου συναδέλφου το δωμάτιον του νοσοκομείου, εις ο έκλεισαν τον Μακρυγιάννην, ουδέποτε είδεν, ούτε είναι ποτέ δυνατόν να ιδή ήλιος∙ δι΄αυτού ρέουσι πάσαι αι ακαθαρσίαι των νοσηλευομένων, εν αυτώ έμεινε μεμονωμένος και αβοήθητος επί δέκα οκτώ όλους μήνας ο Μακρυγιάννης, εν αυτώ ήθελε γείνει ίσως έκτοτε βορά των σκωλήκων, αν μη η κατοχή επέβαλλεν ως υπουργόν τον συναγωνιστήν του Μακρυγιάννη Καλλέργην∙ ο αγαθώτατος δε την καρδίαν ούτος ανήρ, ο από της νεανικής ηλικίας σύντροφος του Μακρυγιάννη, και τοι παντοδύναμος ων τότε και σώσας τον Μακρυγιάννη από της ειρκτής του νοσοκομείου, δεν ηδυνήθη όμως ούτε ούτος, ούτε πάσαι αι μετά ταύτα επί Όθωνος κυβερνήσεις να αποσπάσωσι τον Μακρυγιάννην και εκ της βοράς των εκ της πείνης σκωλήκων… Ο Μακρυγιάννης λοιπόν, καίτοι δώδεκα όλα έτη και ζων διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων, εν τη τελευταία στιγμή του βίου του δεν ελησμόνησεν ίσως και τους παραδώσαντας αυτόν ως τροφήν των σκωλήκων εις το νοσοκομείον, αλλ΄ώς χριστιανός και τούτους εσυγχώρησε δις αναβοήσας "εις το νοσοκομείον"».

[*] Η Μαρία – Αργυρώ Πρώια είναι Κοινωνιολόγος και δρ του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Πάντειου Πανεπιστημίου.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Παλαμάς, Παπαδιαμάντης, Χατζόπουλος, Βλαχογιάννης

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης έγραψε το πρώτο διήγημα για το Εικοσιένα το 1882. Στα δεκάξι του, στην Κόρινθο. Ένας γνώριμός του, «παραλής, φίλος των γραμμάτων» όπως τον ζωγραφίζει ο συγγραφέας, «δέχτηκε τότε να το τυπώσει μ’ έξοδά του σε βιβλιαράκι». Ο τίτλος: «Παιχνιδιάρα». Εικοσάρης πια, στην Αθήνα, «έψαχνε όλη μέρα, δεν άφηνε άκρη, δεν του ’φευγε φυλλάδα από τα χέρια, παλιόχαρτα στα μπακάλικα και στις ταβέρνες», όπως αυτοϊστορείται. Το 1893 τύπωσε τις «Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη». Από το 1891, τελειόφοιτος πια της Φιλοσοφικής, δούλευε διορθωτής στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά.
Θυμάται: «Στο ίδιο παγερό και μίζερο γραφείο της εφημερίδας εργαζόντουσαν τότε κοντά μου κι άλλοι τρεις. Ο Γιάννης Κοντυλάκης, που ’γραφε το χρονογράφημα, ο Κωστής Παλαμάς, που ’γραφε τις “Πινακίδες”, κι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που μετάφραζε απ’ το αγγλικό τις “επιφυλλίδες”». Μεγαλύτεροί του και οι τρεις. Αν έδωσε τις «Ιστορίες» του στον Κονδυλάκη και τον Παπαδιαμάντη, σαραντάρη τότε, δεν το ξέρω. Από επιστολή του Παπαδιαμάντη, του 1892, όπου μιλάει για το διήγημα του Βλαχογιάννη «Ο ξενιτεμός», που το είχε διαβάσει από χειρόγραφο, καταλαβαίνουμε ότι οι δύο άντρες συζητούσαν τα λογοτεχνικά τους, άλλωστε κάποια στιγμή ο Επαχτίτης έπεισε τον Σκιαθίτη να γράψει ένα-δυό διηγήματα στη δημοτική. Σίγουρα πάντως ο Βλαχογιάννης δεν έδωσε το βιβλίο του στον Παλαμά ιδίαις χερσί, στο κοινό γραφείο. Παρότι και συντοπίτης του ήταν, Αιτωλοακαρνάνας, και δεν τον περνούσε δα ο Μεσολογγίτης πολλά χρόνια. Μόλις οχτώ.
Γι’ αυτή την αποκαλυπτική χαρακτήρος στάση του Βλαχογιάννη μάς πληροφορεί ο ίδιος ο Παλαμάς, στο εκτενές κριτικό κείμενό του για τις «Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη»: «Τοιαύτην επιγραφήν φέρει βιβλιάριον απλά και πτωχικά τυπωμένον, μόλις εξηκοντασέλιδον· δεν γνωρίζω αν διενεμήθη εις εφημερίδας, δεν το είδα που αναγγελλόμενον, το αντίκρυσα μόνον εις την βιτρίναν ενός βιβλιοπωλείου, και ίσως θα το παρηρχόμην αδιαφόρως αν δεν είχε την καλωσύνην να μου το στείλη ο συγγραφεύς. Μετριόφρων ούτος και αποφεύγων ή φοβούμενος την θορυβώδη δημοσιότητα, δεν εφρόντισε ούτε περί της κυκλοφορίας του βιβλίου του, […] ουδέ έστερξε να μας αποκαλύψη το αληθινόν του όνομα, οχυρωθείς όπισθεν ψευδωνύμου· αλλά τι προς αυτό; Ο Γιάννος Επαχτίτης ο ψευδώνυμος κατέχει αληθινήν και πλουσίαν φλέβα διηγηματογράφου».
Ξέρουμε, το έχει γράψει ο ίδιος, πως ο κριτικός Παλαμάς ανήκει στη σχολή της αγάπης, και πως, όταν αποφασίζει τον έπαινο, τον προσφέρει αφειδώλευτο. Τον Επαχτίτη τον εγκωμιάζει απροσωπόληπτα, δεν ξέρει πως είναι ο διπλανός του στο γραφείο. Και οι παρατηρήσεις του είναι ουσιώδεις. Υπογραμμίζει την «αρρενωπή μελαγχολία» των «Ιστοριών» του Βλαχογιάννη και στέκεται στον «πλούτον της γλώσσης και το κάλλος σπανίων τινών επιθέτων» των δύο ποιημάτων στα οποία καταλήγουν οι «Ιστορίες». Και βέβαια επαινεί την «αγνοτάτη δημοτική» τους (είκοσι χρόνια αργότερα την εγκωμίαζε και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης). Τέλος, θίγει το ζήτημα της χρήσης του τοπικού ιδιώματος.
Ο Παλαμάς ειρωνεύεται τους «σχολαστικούς ποιητές», «οίτινες αψύχους σχηματισμούς παραγεμίζουν αμέτρως διά νεκρών λέξεων, τας οποίας ως τυμβωρύχοι ξεθάπτουν από τα αρχαία κείμενα και τα λεξικά της αρχαίας», και συμπαρατάσσεται με τον Επαχτίτη: «Πάσαι αι λέξεις τας οποίας μεταχειρίζεται ο δημοτικός ποιητής είναι ολοζώνταναι, κυκλοφορούσιν από στόματος εις στόμα, περιλαμβάνονται εις το μέγα άγραφον ή γραπτόν σύνολον του λεξικού του λαού, το απαύστως και ανεπαισθήτως εξογκούμενον, πλουτιζόμενον, αλλοιούμενον, έχουσιν αίμα και χρώμα. […] Αν μερικαί εξ αυτών είναι άγνωστοι εις τάξιν τινά κυρίων και κυριών, δεν θα εξαλειφθώσι διά τούτο από την βίβλον της ζωής και από την χρήσιν του ποιητού».
Μολαταύτα, ο Παλαμάς δεν βρίσκει «όλως διόλου άδικα τα παράπονα των αναγνωστών», που, κάτοικοι του άστεως αυτοί, δυσκολεύονται να κατανοήσουν λέξεις του αγροτοποιμενικού βίου και των χρόνων της κλεφτουριάς, και παρατηρεί ότι «δεν δικαιούται απολύτως ο ποιητής εις κατάχρησιν των δυσκολονοήτων λέξεων». Αλλά ο λογοτέχνης Βλαχογιάννης αυτό ήταν: η γλώσσα του, το ιδίωμά του. Και μάλιστα ο πεζογράφος παρά ο ποιητής, ο πλήρως ενημερωμένος για τις ευρωπαϊκές αναζητήσεις, χάρη και στη γλωσσομάθειά του. Η παρατήρηση του Αγρινιώτη συγγραφέα Δημητρίου Χατζόπουλου, του γνωστού Μποέμ, ότι το έργο του Βλαχογιάννη θεμελιώνεται «στο αξίωμα προ παντός η γλώσσα διά το καλλιτέχνημα και διόλου το καλλιτέχνημα διά την γλώσσαν» έχει αλήθεια μέσα της.
Ο Βλαχογιάννης, που ταυτίζει ρητά την ψυχή της Ελλάδας με τη γλώσσα της, διαισθάνεται, γνωρίζει μάλλον, ότι ο κόσμος ο παλιός δεν ανασταίνεται με τη λογοτεχνία παρά μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας, αν αυτή είναι καλή. Θέλει λοιπόν να σώσει –σαν άγιο λείψανο; Σαν προζύμι ίσως;– τουλάχιστον κάτι από τη γλωσσική πραγματικότητα του κόσμου εκείνου. Να σώσει και τις λέξεις του, όπως σώζει τα απομνημονεύματα των καπεταναίων του. Σαν τεκμήρια του βίου και του ήθους του. Όχι σαν αδρανή λήμματα ενός αναμνηστικού λεξικού.
Η ποιητική του Βλαχογιάννη είναι πιστεύω γραμμένη ανάμεσα στις αράδες του εξαιρετικού διηγήματος «Έτσι ήτανε», που το βρίσκουμε, πού αλλού, στα «Μεγάλα χρόνια». Όταν πρωτάκουσα την ιστορία, μισόν αιώνα πριν, πρωταγωνιστούσε ο ζουρνάς, που κυριαρχεί άλλωστε στο μεσολογγίτικο πανηγύρι του Αϊ-Συμιού. Στην αφήγηση του Βλαχογιάννη πρωταγωνιστεί η λύρα.
Σάββατο του Λαζάρου στο Μεσολόγγι, στην ελεύθερη Ελλάδα πια, και το μαθητούδι με τον εξοδίτη παππούλη του, ζωσμένον στο σπαθί, πάνε να δούνε την Έξοδο, την ετήσια «λιτανεία». «Ο λαός παίζει με τη φαντασία του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψει τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δει “πώς ήτανε”». Αυτό το «πώς ήτανε» επιχειρεί μάταια να το ζωγραφίσει κάποιος επίσημος, βγάζοντας τον καθιερωμένο λόγο στους Τάφους, στον Κήπο των Ηρώων. Γράφει ο Βλαχογιάννης:
«Μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερεί.
– Ωρέ, δεν ήταν έτσι, κράζει με δυνατή φωνή.
Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.
Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.
– Να, ωρέ, έτσι ήτανε.
Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καημό του».
Έτσι ήτανε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Έτσι τον φαντάζομαι δηλαδή. Να κλαίει ήσυχα, περήφανα, με κάθε σελίδα του παλιού κόσμου που έβρισκε στα μπακάλικα, με κάθε σελίδα που έγραφε για τον παλιό κόσμο. Και με την πικρή γνώση πως οι λέξεις δεν αρκούν δίχως τη δυσεύρετη πια μουσική τους, τη μουσική της λύρας ή του ζουρνά.