Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

Η Κατοχή, παντού και πάντα απάνθρωπη

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ


Οι χίλιες και μία πλευρές του «Απειρόγωνου» (Apeirogon, 2020, μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, Καστανιώτης, 2023) του Κόλουμ ΜακΚαν είναι αριστοτεχνικά συναρμολογημένες. Οι περισσότερες από αυτές είναι για τον Ράμι και τη Σμαντάρ, τον Μπασάμ και την Αμπίρ, και τις οικογένειές τους. Πάρα πολλές άλλες, ωστόσο, είναι αφιερωμένες σε πρόσωπα και πράγματα εκ πρώτης όψεως άσχετα με το θέμα του βιβλίου. Υπάρχει μια ολόκληρη ορνιθολογία, για παράδειγμα, μέσα στο «Απειρόγωνο», με δεκάδες σχετικά αποσπάσματα, σε παραλληλισμό με τους ανθρώπους και τα έργα τους: πουλιά αποδημητικά, που μεταναστεύουν χωρίς να εμποδίζονται από σημεία ελέγχου, μα που δεν καταφέρνουν όλα να φτάνουν στον προορισμό τους (μόνο έξι στα δέκα, σσ. 125-126), περιστέρια της ειρήνης που εμπνέουν δημιουργούς (Πικάσο) αλλά και φρεγάτες που αποτελούν πρότυπα για τη κατασκευή πολεμικών ντρόουν (σ. 94), αετοί εκπαιδευμένοι να τρώνε τα σωθικά αιχμαλώτων (σ. 145) και μικροί αετομάχοι, ακρωτηριαστές εντόμων (σ. 149), πουλιά ελεύθερα και πουλιά δακτυλιωμένα, και άλλα και άλλα. Μία από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης του μυθιστορήματος είναι να κατανοήσει πώς ακριβώς σχετίζονται όλα αυτά τα φαινομενικώς άσχετα με το «θέμα» του μυθιστορήματος και πώς φωτίζουν το νόημά του. Χρειάζονται πολλές σελίδες για να το δείξεις αυτό, με αβέβαιη πειστικότητα, εκείνο πάντως για το οποίο δεν έχω καμία αμφιβολία, όπως και όλοι οι αναγνώστες με τους οποίους το συζήτησα, είναι πως χωρίς αυτά το μυθιστόρημα θα είχε χάσει μεγάλο μέρος της αξίας και της σαγήνης του. Επιπλέον, όπως μου επισήμανε μια αναγνώστρια, αυτές οι «παρεκβάσεις» λειτουργούν και ως βαλβίδες αναγνωστικής εκτόνωσης από το βάρος της ιστορίας των δολοφονημένων αθώων μικρών κοριτσιών.
Το «Απειρόγωνο», παρουσιάζοντας την κοινή μοίρα και τον κοινό αγώνα ενός Ισραηλινού και ενός Παλαιστινίου, θα μπορούσε μήπως να κατηγορηθεί ότι τηρεί μια βολική στάση ίσων αποστάσεων; Οταν μάλιστα από το μυθιστόρημα απουσιάζει η Γάζα; Θεωρώ μια τέτοια κρίση ή μομφή άδικη, γιατί η κεντρική πεποίθηση των δύο ηρώων είναι ότι πηγή όλου του κακού είναι η Κατοχή. Ο Παλαιστίνιος Μπασάμ την ξέρει πάνω στο πετσί του:
«Η Κατοχή αμαυρώνει κάθε πτυχή της ζωής μας, προκαλεί μια εξουθένωση και μια πικρία που όποιος είναι έξω απ’ το χορό δεν μπορεί πραγματικά να καταλάβει. Σου στερεί κάθε μέλλον. Σε σταματάει απ’ το να πας στην αγορά, στο νοσοκομείο, στην παραλία, στη θάλασσα. Δεν μπορείς να περπατήσεις, δεν μπορείς να οδηγήσεις, δεν μπορείς να μαζέψεις τις ελιές από την ελιά σου, επειδή βρίσκεται από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος. Δεν μπορείς ούτε καν να κοιτάξεις τον ουρανό. Εκεί πάνω πετάνε τα αεροπλάνα τους. Κατέχουν και τη γη και τον αέρα σου. Χρειάζεσαι άδεια για να καλλιεργήσεις το κτήμα σου. Σου σπάνε την πόρτα, σου παίρνουν το σπίτι, πατάνε με τα πόδια πάνω στις καρέκλες σου. Συλλαμβάνουν το εφτάχρονο παιδί σου και το ανακρίνουν. Το φαντάζεστε; Ένα παιδί εφτά χρονών. Μπείτε για μια στιγμή στη θέση του πατέρα που συλλαμβάνουν το εφτάχρονο παιδί του μπροστά στα μάτια του. Που του δένουν τα μάτια και του περνάνε στους καρπούς δεματικά καλωδίων. Και το σέρνουν στα κρατητήρια του Οφερ. Οι πιο πολλοί Ισραηλινοί δεν ξέρουν καν ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όχι πως είναι τυφλοί. Απλούστατα δεν ξέρουν τι ακριβώς γίνεται στο όνομα της ασφάλειάς τους. Δεν επιτρέπεται να ξέρουν. Αυτά τα πράγματα δεν τους τα λένε οι εφημερίδες τους ή τα τηλεοπτικά τους κανάλια. Δεν μπορούν να ταξιδέψουν στη Δυτική Οχθη. Δεν έχουν ιδέα πώς ζούμε εμείς. Κι όμως, όλα αυτά μας συμβαίνουν συνέχεια. Κάθε μέρα ανελλιπώς. […] Βλέπετε, ο τερματισμός της Κατοχής είναι η μόνη αληθινή ελπίδα να ζήσουμε ασφαλείς όλοι μας, Ισραηλινοί, Παλαιστίνιοι, χριστιανοί, εβραίοι, μουσουλμάνοι, Δρούζοι, Βεδουίνοι. Η Κατοχή μάς διαβρώνει όλους εκ των έσω» (σσ. 321-322).
Ο Ισραηλινός Ράμι θέλησε να μάθει τι σημαίνει Κατοχή και το έμαθε:
«Μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά στο Ισραήλ δεν γνωρίζουμε πραγματικά τι ακριβώς είναι η Κατοχή. Καθόμαστε στις καφετέριές μας, περνάμε καλά και δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με το ζήτημα. Δεν έχουμε ιδέα πώς είναι να περνάς κάθε μέρα από ένα σημείο ελέγχου. Ή να συλλαμβάνουν την οικογένειά σου. Ή να ξυπνάς με μια κάννη στη μούρη. Υπάρχουν δύο νομοθεσίες, δύο οδικά δίκτυα, δύο συστήματα αξιών. Για τους περισσότερους Ισραηλινούς αυτό φαντάζει σαν μια περίεργη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, δεν είναι, όμως. Επειδή απλούστατα δεν έχουμε ιδέα. Η ζωή μας είναι μια χαρά. Ο καπουτσίνο ωραίος. Η παραλία είναι ανοιχτή. Το αεροδρόμιο βρίσκεται εκεί. Δεν έχουμε καμιά επαφή με την καθημερινότητα των ανθρώπων της Δυτικής Όχθης ή της Γάζας. […] Η αλήθεια είναι καμιά κατοχή δεν μπορεί να είναι ανθρωπινή» (σσ. 306-307).
Και όποιος άλλος θέλει να μάθει την αλήθεια, μπορεί να τη μάθει. «Για δοκιμάστε», μας λέει ο Μπασάμ, «να βάλετε στη ζωή σας ένα σημείο ελέγχου έστω και για μια μέρα. Δοκιμάστε να χτίσετε ένα τείχος μες στη σχολική αυλή των παιδιών σας. Να δείτε μια μπουλντόζα να ισοπεδώνει τις ελιές σας. Να δείτε να σαπίζουν τα τρόφιμά σας μέσα σε ένα φορτηγό, σταματημένο σε μπλόκο. Φανταστείτε ότι ζείτε υπό καθεστώς Κατοχής. Εμπρός. Φανταστείτε το» (σ. 175).
Ο Μπασάμ θα αφήσει την ασφάλεια και την ευημερία της Αγγλίας και θα επιστρέψει στον τόπο του: «Τελικά γύρισα στην πατρίδα μου, την Παλαιστίνη. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Απόψε θα σταματήσω για λίγο το αυτοκίνητο σε μια απλωσιά, κάτω απ’ τα άστρα. Έχετε δει ποτέ την Ιεριχώ τη νύχτα; Αν τη δείτε, θα καταλάβετε ότι τέτοιο θέαμα δεν θα ξαναδείτε στη ζωή σας» (απ. 500, σ. 331). Τι έχει απομείνει άραγε σήμερα από αυτό το νυχτερινό κάλλος; Αντιγράφω την πρώτη φράση του μυθιστορήματος (απ. 1): «Οι λόφοι της Ιερουσαλήμ είναι βυθισμένοι στην ομίχλη», και την τελευταία (πάλι απ. 1): «Οι λόφοι της Ιεριχούς είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι». Η ομίχλη του μίσους τα έχει σκεπάσει όλα στην Ιερουσαλήμ και η νύχτα στην Ιεριχώ είναι πια άναστρη. Ζόφος. Να είναι άραγε εκείνο το πιο βαθύ σκοτάδι, που λένε ότι υπάρχει προτού «ημέρα διαυγάση»; Η σημερινή πραγματικότητα δεν μας αφήνει να το ελπίζουμε.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

Μισέλ Ουελμπέκ: Ο συγγραφέας που… φοβάται η τεχνητή νοημοσύνη


Την ώρα που πολλοί συγγραφείς διαμαρτύρονται για τη χρήση έργων τους στην «εκπαίδευση» των αλγορίθμων με βάση τους οποίους λειτουργούν πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης, υπάρχει τουλάχιστον ένας συγγραφέας που μάλλον δεν κινδυνεύει από κάτι τέτοιο, επειδή είναι… υπερβολικά αμφιλεγόμενος: ο Γάλλος Μισέλ Ουελμπέκ.
Όπως αποκάλυψε σε άρθρο του σε γαλλική εφημερίδα ο Αντουάν Γκαλιμάρ, διευθυντής του εκδοτικού οίκου Gallimard, όταν ζήτησε από την πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης Llama (που έχει αναπτύξει ο όμιλος Meta) να του γράψει μία σκηνή με το ύφος του Μισέλ Ουελμπέκ, έλαβε την απάντηση ότι η πλατφόρμα δεν μπορεί να γράψει κάτι που μπορεί να θεωρηθεί «προσβλητικό ή μεροληπτικό», αντιπροτείνοντας μία σκηνή «με σεβασμό και συμπεριληπτικότητα».
Tον ισχυρισμό του Γκαλιμάρ επιχείρησε να επιβεβαιώσει το Γαλλικό Πρακτορείο (AFP), που με τη σειρά του ζήτησε από το Llama να γράψει μία σκηνή στο ύφος του Ουελμπέκ: εκείνο ανταποκρίθηκε, με ένα κείμενο που περιλάμβανε φράσεις όπως «ένιωθα σαν ποντίκι σε λαβύρινθο, παγιδευμένο σε αυτόν τον άψυχο κόσμο». Όταν όμως του ζήτησε να παρουσιάσει τις αμφιλεγόμενες απόψεις του Ουελμπέκ για τις γυναίκες που φορούν χιτζάμπ, το Llama απάντησε: «Δεν μπορώ να δημιουργήσω περιεχόμενο που διαιωνίζει επιβλαβή στερεότυπα ή διακρίσεις».
Σύμφωνα με τον Γκαλιμάρ, όλα αυτά δείχνουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη αδυνατεί να αφουγκραστεί την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και εφαρμόζει αξίες «από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ, για να πει τι είναι καλό και τι δεν είναι καλό να σκέφτεσαι».

ΠΗΓΗ: DIASTIXO

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας

«Ο Θεός πέθανε, μας διαβεβαιώνει ο Νίτσε. Ναι, απαντά ο καθολικός ποιητής Παύλος Κλωντέλ. Πέθανε, όπως λένε και οι Γραφές. Το πρόβλημα είναι ότι την τρίτη μέρα ανασταίνεται. Γιατί αν πέθανε ο Θεός, δεν πέθανε η πίστη. Και όσο ζει η πίστη, με οποιαδήποτε μορφή, δεν πεθαίνει ο μύθος. Ο μύθος είναι ακριβώς το παράλογο, η αντικοινωνική δύναμη, η κρισιμότερη αντίδραση προς τον πολιτισμό, ο οποίος τον οικειοποιείται και τον εξουδετερώνει. Ο ίδιος ο Νίτσε θα διευκρινίσει τη ριζική αυτή διαβεβαιώση, λέγοντας ότι πέθανε ο Θεός της ηθικής, ο Θεός του καλού και του κακού. Αντί του κλασικού ερωτήματος τι είναι καλό, ο Νίτσε έθεσε το ερώτημα ποιος κρίνει το καλό. Γενεαλογώντας το υποκείμενο, έδειξε πως αναπτύσσεται η μνησικακία που είναι συγκεκαλυμμένο μίσος και ηδονισμός του αδύναμου. Και έτσι πέθανε ο Θεός της μορφής και της καταδίκης. Ο Θεός που δεν πεθαίνει είναι ο Λόγος ως τελείωση του ανθρώπου, ως ενότητα, ως ολοκλήρωση της επιθυμίας, με λίγα λόγια ως τέλος της ιστορίας. Όλοι ζούμε κάτω από τη σκιά της αλήθειας αυτής, όλοι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της μοναδικής αυτής στιγμής. Είτε στην προοπτική της αυτοσυνειδησίας, οπότε εργαζόμαστε για την εκλογίκευση του κόσμου, και τότε η μόνη δυνατή πνευματικότητα είναι η τεχνολογία ως απόλυτη γνώση ή εκκαθολίκευση του πνεύματος και άρα ως απόλυτη ελευθερία. Είτε στην προοπτική του θεολογικού μύθου, επαναλαμβάνοντας με ευλάβεια την εορτή της Αναστάσεως που είναι η πρόγευση της Δευτέρας Παρουσίας και της αποκατάστασης των πάντων. Με άλλα λόγια, είτε εκτός κόσμου τεθεί το αίτημα της ολότητας είτε εντός, το νόημά της παραμένει το ίδιο. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ολότητα ή τελείωση του ανθρώπου, αν όχι το τέλος της απόστασης ανάμεσα στο εγώ και στο συ, στο εγώ και στο αντικείμενο, στη συνείδηση και στο ασυνείδητο; Ώστε ζούμε κατά τρόπον εσχατολογικό, έστω κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Ο Έγελος μάλιστα θα πει: Ο χριστιανισμός είναι το γίγνεσθαι της αθεΐας. Η θεολογία ανακαλύπτει την καθολική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Χριστός θυσιάζει τη μερικότητά του ως Ιησού για να επιτευχθεί η καθολικότητα του Λόγου. Ταυτοχρόνως, η καθολικότης ως Θεός αναγνωρίζει τη μερικότητα του Ανθρώπου που είναι ο ίδιος ο Θεός ως Χριστός. Τέλειος άνθρωπος είναι ο πλήρως και οριστικώς ικανοποιημένος από αυτό που είναι. Ώστε η χριστιανική ιδέα της ατομικότητας καθιστά δυνατή την εκκοσμίκευση. Από την άποψη αυτή, η θεολογία με Θεό ή χωρίς Θεό είναι κλειδί της πληρότητας».

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ. «Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας», Νέα Εστία, τ. 155ος, τχ. 1765, Μάρτιος 2004), σσ. 379-380.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Με αφορμή «Το Στρατόπεδο των Αγίων»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

«Το Στρατόπεδο των Αγίων», του γηραιού Γάλλου συγγραφέα Ζαν Ρασπάιγ έχει χαρακτηριστεί ως προφητικό για τη σημερινή μεταναστευτική κρίση που περνά η Ελλάδα και η Ευρώπη. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Ρασπάιγ όταν έγραφε αυτό το βιβλίο (1973), -δεν έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα- ήταν μπροστά από την εποχή του, αποδεικνύοντας ότι ο δυτικός πολιτισμός είχε χάσει από τότε την αίσθηση του σκοπού και της ιστορίας – την “ιδιαιτερότητά” του. Από την άλλη πλευρά, «Το Στρατόπεδο των Αγίων» θεωρείται πως είναι η βίβλος της ξενοφοβίας και ευαγγέλιο του alt-right κινήματος. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Διάβασα, όμως, τα δύο παραπάνω άρθρα, τα οποία κάνουν διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος της μετανάστευσης λαών. Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί τη βασική παρατήρηση που κάμει ένας από τους σημαντικότερους σήμερα μελετητές της μετανεωτερικότητας, ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν· στο πλαίσιο, βέβαια, που η μετανεωτερικότητα συνδέεται άμεσα με τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας και τους τρόπους συσσώρευσης οικονομικού κεφαλαίου. Στο καταιγιστικό βιβλίο του Ρευστοί καιροί, ο κορυφαίος Πολωνός κοινωνιολόγος, αναφερόμενος στους πρόσφυγες γράφει ότι, «αποτελούν την ενσάρκωση των “ανθρώπινων αποβλήτων”, χωρίς να έχουν κάποια χρήσιμη λειτουργία να επιτελέσουν στη χώρα άφιξης και προσωρινής παραμονής και χωρίς να υπάρχει ούτε η πρόθεση ούτε η ρεαλιστική προοπτική για αφομοίωση και ενσωμάτωση στο κοινωνικό σώμα». Και συνεχίζει: «οι πρόσφυγες βρίσκονται μεταξύ διασταυρούμενων πυρών ή, για μεγαλύτερη ακρίβεια, είναι δέκτες αντιφατικών μηνυμάτων. Εκδιώκονται με τη βία ή εκφοβίζονται για να φύγουν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αλλά τους αρνούνται την είσοδο σε κάποια άλλη. Δεν αλλάζουν χώρους. Χάνουν το χώρο τους πάνω στη γη και πετιούνται στο πουθενά […] Τα στρατόπεδα των προσφύγων ή των αιτούντων άσυλο είναι έξυπνα επινοήματα προσωρινών εγκαταστάσεων που καθίστανται μόνιμα μέσω του αποκλεισμού των εξόδων τους. Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω. Οι τρόφιμοι των στρατοπέδων προσφύγων ή των αιτούντων άσυλο δεν μπορούν να επιστρέψουν “εκεί απ’ όπου ήρθαν”, αφού οι χώρες αυτές δεν τους θέλουν πίσω. Οι ζωές τους έχουν καταστραφεί, τα σπίτια τους έχουν υποστεί ζημιές, ισοπεδωθεί ή κλαπεί. Επιπλέον δεν υπάρχει διέξοδος, γιατί καμιά κυβέρνηση δεν θα δει με ευχαρίστηση την εισροή εκατομμυρίων αστέγων και θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει την εγκατάσταση των νεοφερμένων»[1].
Και σ’ άλλο βιβλίο του, έχοντας ως παράδειγμα το Σαν Πάολο της Βραζιλίας, μιας πόλης συνεχώς αναπτυσσόμενης, με τείχη και φυσικούς φράχτες που υπάρχουν παντού (γύρω από σπίτια, πάρκα, πλατείες και σχολεία), «μια αισθητική που επιβάλλει μια νέα λογική επιτήρησης και απόστασης», κατά την Teraza Caldeira, ο Πολωνός κοινωνιολόγος γράφει: «όπως όλοι γνωρίζουμε, οι φράχτες έχουν δύο πλευρές… Οι φράχτες διαιρούν έναν κατά τα άλλα συνεχόμενο χώρο σε ένα “μέσα” και ένα “έξω”, αλλά εκείνο που είναι “μέσα” γι’ αυτούς που βρίσκονται στη μία πλευρά του φράχτη είναι “έξω” για εκείνους που βρίσκονται στην άλλη πλευρά. Οι κάτοικοι αυτών των συγκροτημάτων περιφράσσουν τον εαυτό τους έξω από τη θορυβώδη και σκληρή ζωής της πόλης, μέσα σε μια όαση ηρεμίας κι ασφάλεια. Ταυτόχρονα όμως περιτειχίζουν όλους τους άλλους έξω από τα ευπρεπή και αρεστά, ασφαλή μέρη, στους δικούς τους, ομολογουμένως άθλιους και βρομερούς δρόμους. Ο φράχτης διαχωρίζει το “οικειοθελές γκέτο” των ισχυρών και τρανών από τα επιβεβλημένα γκέτο των ταπεινών και δύσμοιρων. Για όσους βρίσκονται στο οικειοθελές γκέτο, το μη οικιοθελή γκέτο είναι χώροι όπου “δεν μπαίνουμε”. Για όσους βρίσκονται στα μη οικειοθελή γκέτο, η περιοχή στην οποία έχουν περιοριστεί είναι ο χώρος από τον οποίο “δεν μπορούμε να βγούμε”»[2].
Ένα τέτοιος φράχτης, εδώ και δύο χρόνια, κατασκευάζεται εδώ στη Λέσβο. Είναι η Βάστρια, ένα υπερσύγχρονο γκέτο…


[1] ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ. (2008), Ρευστοί καιροί. Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 77, 82-83.
[2] ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ. (2012). Παράπλευρες απώλειες. Κοινωνικές ανισότητες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, μτφρ. Εύα Παραδέλλη. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, σ. 101.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Χαν Κανγκ: Η λογοτεχνία ως φωνή των φιμωμένων

Του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΚΛΗΡΗ


Το πρόσφατο Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας αναδεικνύει μία πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική περίπτωση. Η Χαν Κανγκ δίνει φωνή στη διττότητα της Νότιας Κορέας, ως μία χώρας τεχνολογικής προόδου, αλλά και τεράτων, που δεν είναι παρά η απωθημένη πλευρά του κορεατικού θαύματος. Γράφει σε διάλεκτο του Νότου, επιχειρώντας μία δημοκρατική συνένωση η οποία βασίζεται στην καλλιέργεια της εντοπιότητας. Στις Ανθρώπινες Πράξεις σκοπός της είναι η λεκτικοποίηση όσων έχουν αποκρυβεί από τη μακροχρόνια καταστολή, επειδή οι φορείς του εναλλακτικού λόγου φιμώθηκαν εξαιτίας φυλακίσεων ή και εκτελέσεων, αλλά και λόγω της λογοκρισίας, η οποία στην ιστορία της Νότιας Κορέας είναι απολύτως πρόσφατη. Το έργο επικεντρώνει σε αυτούς που υπομένουν την κρατική βία εν σιωπή.
Στη Χορτοφάγο η κύρια ηρωίδα παραμένει σιωπηλή, ενώ η ιστορία της αποδίδεται από τρεις διαφορετικούς αφηγητές, ήτοι από τον σύζυγο, τον κουνιάδο και τη μεγαλύτερη αδελφή της (είτε σε πρώτο, είτε σε τρίτο πρόσωπο), αποδίδοντας ένα μεγάλο φάσμα συναισθημάτων, μεταξύ των οποίων η εμμονή, η φρίκη και ο φθόνος. Η Χαν Κανγκ προβαίνει σε μια ανατομία του συνδυασμού καπιταλισμού και πατριαρχίας, μέσα από την επιδίωξη ενός στυγνού καριερισμού, ο οποίος συνδυάζεται με πατριαρχικούς εθισμούς καταπίεσης. Η χορτοφαγία εξελίσσεται σε νευρική ανορεξία και σε μία κατάσταση, η οποία θα μπορούσε συμβατικά να χαρακτηρισθεί ως σχιζοφρένεια, καθώς η ηρωίδα αισθάνεται ταύτιση με τα φυτά. Ωστόσο, η ψυχιατρικοποίηση της συνθήκης της, η οποία είναι κατά βάθος υπαρξιακή, στην ουσία δείχνει ότι η τρέλα ανήκει στην κανονική ζωή που είναι συνυφασμένη με τον φόνο. Το έργο θίγει τη βία η οποία είναι εγγενής σε κάθε βρώση, κατά τρόπο που δείχνει τη βαθιά διαπλοκή της ζωής και του θανάτου, αφού η ίδια η επιβίωσή μας βασίζεται στον θάνατο άλλων ζωών, καθιστώντας αδύνατη την αθωότητα. Το ήθος που προτείνει το έργο είναι εντέλει αυτό της αποχής, μία σκέψη ότι είναι καλύτερο να συμμετέχεις λιγότερο στη φονικότητα της ζωής. Παρακολουθούμε μια σταδιακή απογύμνωση, η οποία περιλαμβάνει πρώτα την παραίτηση από τις αστικές συμβάσεις, μετά από την επιθυμία εν γένει (κατά τρόπο που θυμίζει βουδιστικές διδασκαλίες) και στη συνέχεια, όμως, ακόμη και από την ίδια τη συμπόνια (και εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για έναν μεταμοντέρνο μεταβουδισμό). Η ηδονή και η ομορφιά της ζωής εν γένει παρουσιάζεται ως συνυφασμένες με την εγκληματικότητα. Ενώ το έργο έχει έναν συνδυασμό αισθησιασμού και οδύνης, δείχνει μια συναίρεση της πατριαρχίας και της βίας κατά μία πολύ ιδιαίτερη μορφή οικοφεμινισμού.
Η Χαν Κανγκ μπορεί να θεωρηθεί ως μία σύγχρονη οικοφεμινιστική εκδοχή του Φραντς Κάφκα, καθώς διαθέτει μία παρόμοια πραγμάτευση υπαρξιακών θεμάτων μέσα από το γκροτέσκο και το φρικώδες. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια «δυσφορία είδους» που βιώνει η πρωταγωνίστρια, η οποία την οδηγεί στη δική της δι-ειδική μεταμόρφωση, δρασκελώντας μάλιστα τον κόσμο των ζώων, που μπορεί να είναι απαλλαγμένα από την αμαρτία, όχι, όμως, και από τη βία, προς τον κόσμο των φυτών. Στον οικοφεμινισμό βεβαίως έχει ασκηθεί η κριτική ότι βγάζει την ουσιοκρατία από την πόρτα και την επαναφέρει από το παράθυρο, καθώς η παρομοίωση της γυναίκας με φυτό, έστω κι αν είναι με συμπαθή και καταξιωτική ματιά, αναπαράγει την αριστοτελική διχοτομία ενεργητικού άνδρα και παθητικής γυναίκας, η οποία βρίσκεται στη βάση κάθε ουσιοκρατικής σκέψης. Με τη διαφορά ότι η Χαν Κανγκ εκλαμβάνει τη λογοτεχνία ως φωνή των φιμωμένων θυμωμένων, με την έννοια ότι η συμβατική γλώσσα του κατά Ντεριντά φαλλογοκεντρισμού όχι μόνο υπονομεύεται από την αφωνία αλλά και διακόπτεται από ξεσπάσματα μουγκής βίας, που ανατρέπουν την πλοκή στα παραδόξως συναρπαστικά με διαφορετικό τρόπο μυθιστορήματα της Χαν Κανγκ. Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε ότι έχουμε στο έργο της Χαν Κανγκ έναν ριζικό αντιανθρωπισμό, όταν ασκείται κριτική στην ίδια την ανθρωπινότητα ή, ίσως, ακόμη και στην ανθρωπιά, ως σε κάτι συνυφασμένο με την εγκληματικότητα, αλλά και στη ζωικότητα ως μια άλλη όψη της φονικότητας.
Μια νέα μετατοπισμένη ανθρωπιά που μπορεί να ανιχνευθεί στο έργο της Χαν Κανγκ είναι η κοινότητα με τα χαμηλότερα στρώματα της αλυσίδας της ζωής. Κατά τον τρόπο αυτό, η Χαν Κανγκ θα μπορούσε να συνδεθεί με τους αντιανθρωπιστές ή και με τους αντιφιλοσόφους της Δύσης που ανιχνεύουν το ιδιαζόντως ανθρώπινο στη δυνατότητα φυγής από το ανθρώπινο. Αν, όμως, στον Νίτσε ο αντιανθρωπισμός έχει τη μορφή της αυθυπέρβασης του ανθρώπου, στη Χαν Κανγκ λαμβάνει περισσότερο έναν χαρακτήρα αυτο-παλινδρόμησης σε πιο αρχέγονα και λιγότερο τραυματικά κοιτάσματα της ζωής.
Η εναρκτήρια σκέψη από την οποία αφορμάται ανήκει στον Γι Σανγκ, Κορεάτη ποιητή που είχε γράψει την ποίησή του υπό ιαπωνική κατοχή και στον οποίο οφείλουμε τον στίχοι «οι άνθρωποι έπρεπε να είναι φυτά». Με τη διακειμενική αυτή αναφορά η σπισιστική βία συνδέεται με την ιμπεριαλιστική (εν προκειμένω της Ιαπωνίας εναντίον της Κορέας). Με τον τρόπο αυτό η Χορτοφάγος συνδέεται θεματικά με τις Ανθρώπινες Πράξεις, ενώ η αντίστιξη ανάμεσα στην αφωνία του καταπιεσμένου ανθρώπου και στη διεκδίκηση της φωνής μέσω μιας εναλλακτικής γλώσσας μας οδηγεί περισσότερο στο έργο Μαθήματα Ελληνικών. Στα Μαθήματα Ελληνικών επίσης η αντίθεση που στήνεται είναι ανάμεσα στη φωνή και την αφωνία, καθώς μία γυναίκα θύμα οικογενειακής κακοποίησης χάνει τη δυνατότητα να μιλήσει, ενώ ο άνδρας πρωταγωνιστής οδεύει προς την τυφλότητα λόγω κληρονομικής ασθένειας. Τα αρχαία ελληνικά έχουν το νόημα μιας γλώσσας, η οποία πια δεν ομιλείται. Το μπεκετικό ζευγάρι αναδεικνύει τη γλώσσα τόσο ως επιτέλεση όσο και ως καταστροφή της ταυτότητας.
Το ενδιαφέρον με τη Χαν Κανγκ είναι ότι ενώ η θεματολογία της ανήκει εν πολλοίς σε βασικά μοτίβα της woke κουλτούρας, όπως λ.χ., η χορτοφαγία, ο φεμινισμός, ο οικοφεμινισμός, ο αντισπισισμός κ.ο.κ., η πραγμάτευσή τους είναι μη δυτική ή, έστω, είναι ξενίζουσα και εκπλήσσουσα για τον δυτικό άνθρωπο και ίσως σε αυτή την περίεργη (weird θα είχε κανείς τον πειρασμό να πει, κάνοντας σύνδεση με το Greek Weird Wave) πραγμάτευση πολύ γνώριμων θεματικών έγκειται η γοητεία της για τον δυτικό αναγνώστη, όπως και στο ότι πολύ απλές και βαθιές σκέψεις αναπτύσσονται με τρόπο ποιητικό και ανθιστάμενο στη διανοητική κατάκτηση.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα εφέ αναπαρθένευσης του βλέμματος, καθώς βλέπουμε με ανανεωμένο ανατολικό τρόπο έναν προβληματισμό, ο οποίος προκύπτει μέσα από τα αδιέξοδα της Δύσης. Είναι μάλιστα πολύ καίρια η κριτική που κάνει η Χαν Κανγκ στη συνδρομή των ΗΠΑ στο αυταρχικό καθεστώς της Νότιας Κορέας. Από αυτήν την άποψη είναι πολύτιμο το γεγονός ότι μια συγγραφέας που έχει βραβευθεί με το εμβληματικό δυτικό βραβείο (Νόμπελ) είναι ταυτοχρόνως μία καλλιτέχνιδα που έχει καταδείξει τόσο διαυγώς τον αμερικανοκίνητο καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό προς τις χώρες της Ανατολής, καθώς ο αμερικανικός στρατός ολοκληρώνει τον οικονομικό μετασχηματισμό με τρόπο καθόλου ανεκτικό στις πολιτισμικές ετερότητες. Η Χαν Κανγκ ξεσκεπάζει έτσι τα τραύματα κάτω από τα οικονομικά θαύματα και τη βία πίσω από την οικονομική έννοια της ελευθερίας.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Σεπτέμβριος στις βεράντες: και τα μυαλά στα βιβλία

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Σεπτέμβριος στις βεράντες: και τα μυαλά στα βιβλία. Συνεχίζουμε να διαβάζουμε λογοτεχνία. Νέες εκδόσεις αλλά και παλαιότερες. Βιβλία που πριν κάποια χρόνια έχουμε διαβάσει και που, η περιρρέουσα σημερινή πραγματικότητα, μας δείχνει πως κάποια από αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν προφητικά κι επίκαιρα -κριτικάρουν τη μηδενιστική Ευρώπη- και τα ξαναπιάνουμε στα χέρια και τα ξαναδιαβάζουμε. Προχθές, από τη βιβλιοθήκη μου, ανέσυρα τα δύο πρώτα βιβλία του Μισέλ Ουελμπέκ. Τα είχα διαβάσει όταν κυκλοφόρησαν. Το πρώτο, Η επέκταση του πεδίου πάλης, εκδόθηκε το 1999, και το δεύτερο, Τα στοιχειώδη σωματίδια, το 2000. Και τα δύο σε μετάφραση Αλέξη Εμμανουήλ, από τις εκδόσεις Εστία. Ο Ουελμπέκ, μέχρι σήμερα, στην ελληνική γλώσσα μετρά πάνω από δέκα βιβλία. Όλα για απαιτητικούς αναγνώστες και, βέβαια, όλα με οξυδερκή ματιά, διαπερνούν τον σημερινό κόσμο και πολιτισμό της Δύσης, πολιτισμό που όπως έλεγε Olivier Clement, βιογραφώντας τρόπον τινά τον Ρώσο μυθιστοριογράφο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, «απειλείται από τον κίνδυνο μιας κούφιας γαλήνης, τόσο που “ένα μέρος της λογοτεχνίας της δεν μπορεί να επιζήσει». Κι όμως, με τον Ουελμπέκ η ευρωπαϊκή λογοτεχνία ζει και μεγαλουργεί.


Στο πρώτο βιβλίο του ο Ουελμπέκ καλεί τον αναγνώστη «ακόμη μια φορά» να κάνει την είσοδό του στο «πεδίο της πάλης». Τον προειδοποιεί: «Οι σελίδες που ακολουθούν αποτελούν ένα μυθιστόρημα. Εννοώ, μια διαδοχή συμβάντων στα οποία πρωταγωνιστώ. Ετούτη η αυτοβιογραφική επιλογή, στην πραγματικότητα δεν είναι καν επιλογή: όπως και να το κάνουμε, δεν έχω άλλη διέξοδο. Αν δεν γράψω όσα έχω δει, θα υποφέρω το ίδιο – κι ίσως λιγάκι παραπάνω. Μονάχα λίγο, επιμένω σε αυτό. Η γραφή διόλου δεν ανακουφίζει. Εισάγει μια υποψία συνοχής, την αίσθηση ενός ρεαλισμού. Πάντα τσαλαβουτάμε σε μια αιματοβαμμένη ομίχλη, όμως υπάρχουν κάποιες σημαδούρες. Το χάος απέχει μόνο λίγα μέτρα. Χλομή επιτυχία, στ’ αλήθεια». Η είσοδος στο πεδίο της πάλης έχει και συνέχεια: «τι αντίθεση με την απόλυτη δύναμη, τη θαυμαστή, της ανάγνωσης! Μια ζωή δοσμένη στο διάβασμα θα είχε εκπληρώσει τις επιθυμίες μου· το γνώριζα κιόλας απ’ τα εφτά μου. Η διάρθωση του κόσμου μού προξενεί οδύνη, δεν μου ταιριάζει και δεν μου φαίνεται πιθανόν ν’ αλλάξει. Στ’ αλήθεια, πιστεύω ότι μια ζωή αφιερωμένη στην ανάγνωση θα μου ταίριαζε περισσότερο. Αλλά δεν μου δόθηκε μια τέτοια ζωή».
Στην Επέκταση του πεδίου πάλης, ο Ουελμπέκ κάνει λόγο για το πως στις δυτικές κοινωνίες λειτουργεί ο μηχανισμός σεξουαλικής επιλογής. «Η σεξουαλικότητα είναι ένα σύστημα κοινωνικής ιεράρχησης», γράφει. Η αναζήτηση ερωτικού συντρόφου «είναι αυτό που αποκαλείται “ο νόμος τη αγοράς”». Μια ακόμα εκδοχή της σεξουαλικής επανάστασης και της ερωτικής ελευθερίας του καιρού μας! Εδώ κι αν είναι επίκαιρος ο Ουελμπέκ!
Στο δεύτερο βιβλίο του Τα στοιχειώδη σωματίδια, ο Ουελμπέκ από την ανθρώπινη σεξουαλικότητα περνά στον ταραχώδη χώρο της βιολογίας: με επιστημονικούς όρους περιγράφει μια νέα μορφή ευγονικής, η οποία θεμελιώνεται στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος. Στις δεκατρείς σελίδες του επίλογου, υπό μορφή δοκιμίου κι όχι λογοτεχνικού έργου, γράφει ότι ο «Χουμπσετζάκ λανσάρισε το 2013 το διάσημο σλόγκαν του, το οποίο έμελλε να δώσει το αλληθινό έναυσμα ενός κινήματος της κοινής γνώμης σε πλανητική κλίμακα: “Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΛΛΑ ΓΕΝΕΤΙΚΗ”». Ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας κλείνει το βιβλίο του γράφοντας πως «αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον άνθρωπο». Είναι η τελευταία φράση του. Όμως, πριν από αυτή τη φράση, για το ανθρώπινο είδος και τη μακρά ιστορία του στη γη γράφει πως: «η Ιστορία υπάρχει· επιβάλλεται, κυριαρχεί, η εξουσία της είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, πέρα από τον αυστηρό ιστορικό ορίζοντα, η υπέρτατη φιλοδοξία αυτού του βιβλίου είναι η απότιση φόρου τιμής σε αυτό το άτυχο και θαρραλέο είδος που μας δημιούργησε. Αυτό το δυστυχισμένο και χαμερπές είδος, που λίγο διέφερε από τον πίθηκο, και που ωστόσο κουβαλούσε εντός του ευγενικές επιθυμίες. Αυτό το βασανισμένο, αντιφατικό, ατομικιστικό και εριστικό είδος, με τον άμετρο εγωισμό, που φορές ήταν ικανό για ανείπωτες πράξεις βίας, αλλά και που ποτέ του δεν έπαψε να πιστεύει στην καλοσύνη και την αγάπη. Αυτό το είδος, επίσης, που για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου κατόρθωσε ν’ αντιμετωπίσει τη δυνατότητα της ίδιας του της υπέρβασης και που, λίγα χρόνια αργότερα, κατόρθωσε να βάλει σ’ εφαρμογή αυτή την υπέρβαση. Τη στιγμή όπου οι στερνοί εκπρόσωποί του σβήνουν, θεωρούμε πρέπον να αποτίσουμε στην ανθρωπότητα αυτό τον ύστατο φόρο τιμής. Φόρο τιμής που, κι αυτός επίσης, θα καταλήξει να εξαφανιστεί και να χαθεί μες στην άμμο του χρόνου. Είναι ωστόσο απαραίτητο, για μια φορά τουλάχιστον, ετούτος ο φόρος τιμής να αποδοθεί».
Αν και τυπικά ήρθε το τέλος του καλοκαιριού, αν και κάθε αποχαιρετισμός του είναι και ένας μικρός «θάνατος», επιμένουμε: Σεπτέμβριος στις βεράντες: και τα μυαλά στα βιβλία!

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

Οι πόλεις και τα σημάδια. 3.

«Ο άνθρωπος που ταξιδεύει και δεν ξέρει ακόμα την πόλη που τον περιμένει στο δρόμο του, αναρωτιέται πως θα είναι το παλάτι, το στρατόπεδο, ο μύλος, το θέατρο, η αγορά. Σ’ όλες τις πόλεις της αυτοκράτορίας κάθε κτίριο είναι διαφορετικό και τοποθετημένο σε ξεχωριστή σειρά: όμως μόλις ο ξένος φτάσει στην άγνωστη πόλη και ρίξει τη ματιά του στο κέντρο του κώνου από παγόδες και φεγγίτες και αχυρώνες, ακολουθώντας ζιγκ-ζαγκ των καναλιών, περιβολιών και σκουπιδότοπων, αμέσως ξεχωρίζει ποια είναι τα πριγκιπικά παλάτια, ποιοι οι ναοί των αρχιερέων, το πανδοχείο, η φυλακή, η κακόφημη συνοικία. Έτσι – λένε μερικοί – επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι κάθε άνθρωπος έχει στο μυαλό του μια πόλη, φτιαγμένη μόνο από διαφορές, μια πόλη χωρίς μορφή και χωρίς σχήμα, και οι συγκεκριμένες πόλεις τη συμπληρώνουν.
»Δε συμβαίνει το ίδιο στη Ζωή. Σ’ οποιοδήποτε μέρος αυτής της πόλης θα μπορούσε κανείς κάθε φορά να κοιμηθεί, να φτιάξει εργαλεία, να μαγειρέψει, να μαζέψει χρυσά νομίσματα, να ξεντυθεί, να βασιλέψει, να πουλήσει, να συμβουλευτεί μαντεία. Οποιαδήποτε στέγη σε σχήμα πυραμίδας θα μπορούσε να σκεπάζει τόσο το λεπροκομείο όσο και τα λουτρά για τις οδαλίσκες. Ο ταξιδιώτης γυρίζει γυρίζει και δεν έχει παρά αμφιβολίες: μην καταφέρνοντας να ξεχωρίσει τα σημεία τη πόλης, ακόμα και τα σημεία που έχει ξεκαθαρισμένα στο μυαλό του μπρερδεύονται. Συμπεραίνει: αν η ύπαρξη σε κάθε της στιγμή αντιστοιχεί σ’ όλο της το είναι, η πόλη Ζωή είναι ο τόπος της αδιαίρετης ύπαρξης. Αλλά γιατί, λοιπόν, υπάρχει αυτή η πόλη; Ποια γραμμή χωρίζει το μέσα από το έξω, το βουητό των τροχών απ’ το ουρλιαχτό των λύκων;»


ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ. (1983). Οι αόρατες πόλεις, μτφρ. Ε. Γ. Ασλανίδης – Σάσα Καπογιαννοπούλου. Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 45-46.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Η Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση θήραμα του γουοκισμού

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Τι πρεμούρα κι αυτή με τον Μ. Καραγάτση σώνει και καλά να τον κάνουμε μισογύνη και σεξιστή; «Το ήθος και η ηθική της κριτικής», έγραφε πριν δύο σχεδόν δεκαετίες η Νένα Κοκκινάκη, όπου «η όποια μεσολαβητική λειτουργία της κριτικής στοχεύει, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος-της, σε δημιουργία ιδιωτικών ή δημόσιων αντιπαραθέσεων με πρόσχημα το ίδιο το αντικείμενο που έρχεται να υπηρετήσει», είναι ήθος και ηθική που «εμπνέεται από αγανάκτηση και επιτελεί το έργο-της μέσω της καταγγελίας, συμμαχεί ουσιαστικά με ένα είδος βίας στα πνευματικά θέματα, στηρίζεται στη φιλοσοφία της υποψίας και συντελεί στην αντιστροφή του ρόλου-της: από κριτική των φορέων του λόγου καθίσταται πολεμική και θυμίζει τον κομματισμό του φανατισμού μιας άλλης εποχής που μπορεί με πάθος τυφλό άλλοτε να βρίζει και άλλοτε να ζητωκραυγάζει». Να σημειώσω εδώ ότι η Νένα Κοκκινάκη έχει γράψει ένα ωραίο βιβλίο για τον Καραγάτση, το Μ. Καραγάτσης: Ο συγγραφέας και τα λογοτεχνικά πορτραίτα, (Αθήνα 2004).
Η δημόσια συζήτηση, που τον τελευταίο καιρό γίνεται για τον Καραγάτση και το μυθιστόρημά του Η Μεγάλη Χίμαρα και με «πάθος τυφλό» τον κατηγορεί, τον «βρίζει» για «σεξισμό» και «πατριαρχικές» αντιλήψεις, έχει προσλάβει διαστάσεις όπου η woke ιδεολογία είναι κυρίαρχη: Ο Μ. Καραγάτσης, η woke κουλτούρα και τα εγχειρίδια του ΙΚΕΑ. Ιδεολογικοί αφορισμοί του τύπου: Τα έργα του δεν με αφορούν, για όσους ακόμα διαβάζουμε το έργο του Καραγάτση, έχω την ταπεινή γνώμη πως, με συνέπεια, υπηρετούν τη βιομηχανία της woke προπαγάνδας. Θα ‘θελα να δω έναν ή μια συνάδελφο φιλόλογο που, σε τάξη Γυμνασίου - Λυκείου, να διδάσκει Μ. Καραγάτση, τι θα απαντούσε στην ερώτηση μαθητή ή μαθήτριας για το αν ήταν μισογύνης και σεξιστής. 
Προς το παρόν ας επικροτήσουμε τον αντίλογο: Η ιδεοληψία αποβλακώνει. Κι ας αφήσουμε στις ιδεοληψίες-τους επίδοξους κριτικούς γιατί, όπως λένε, φιλολογικώς είναι αναγκαία σήμερα η κριτική παλαιότερων λογοτεχνικών έργων, με στόχο όχι την ακύρωσή τους αλλά την «καλύτερη ανάγνωσή τους», με τη λογοτεχνία-μας, όπως υποστηρίζουν, για να είναι ζωντανή, είναι απαραίτητες οι «επαναγνώσεις» και οι «κριτικές αποτιμήσεις».

Υ.Γ. Στον Τύπο και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μπορεί κανείς να βρει καταιγισμό άρθρων και απόψεων. Για το Τι μάθαμε σε έναν δημόσιο καβγά για τον Καραγάτση, ας μου επιτραπεί η έκφραση, καθόλου δεν με ενδιαφέρει το τι έμαθα. Το λέω αυτό χωρίς να αρνούμαι ότι ζούμε σε άλλη εποχή, που, αντί να σώζει τη λογοτεχνία-μας από σφάλματα, παρανοήσεις, ατοπήματα κι άλλες αδυναμίες, την κατατρύχει, τη διαβάλλει. Διάβασα τον Καραγάτση κάποτε. Και τον διάβασα γιατί με ενδιέφεραν οι συγγραφείς που συγκροτούσαν τη Γενιά του ’30. Σήμερα, αν τον ξαναδιαβάσω, θα το κάνω όχι γιατί η σημερινή κριτική λογοτεχνικών έργων θα με παρασύρει να υποκύψω στον πειρασμό της woke ατζέντας, για ανάδειξη των έμφυλων ταυτοτήτων, του ξηλώματος στερεοτύπων των φύλων, του άκρατου δικαιωματισμού να είμαι ό,τι σκέφτομαι κάθε στιγμή. Θα το κάνω γιατί ο Καραγάτσης ήταν ο λογοτέχνης που, παρότι στον καιρό του στάθηκε σημείο αμφιλεγόμενο, υπήρξε οξύτατος παρατηρητής της πραγματικότητας της εποχής-του. Για τον Καραγάτση, εξάλλου, αντίστοιχες απόψεις woke κουλτούρας, με αναφορές σε έμφυλες ταυτότητας, μισογυνισμό και σεξισμό, μπορεί κανείς να βρει σε νεότερες μελέτες· κάποιες απ’ αυτές είναι και εργασίες (διπλωματικές, μεταπτυχιακές και διδακτορικές) σε πανεπιστημιακά ιδρύματα: ακόμα ένα εισαγόμενο ιδεολόγημα. Για του λόγου το αληθές, παραπέμπω εδώ: Μορφές γυναικών στην πεζογραφία του Μ. Καραγάτση: μεταξύ σεξισμού και στερεοτύπων.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ: «Για μια φορά τουλάχιστον ας σταθούμε αντιμέτωποι με αυτό που είμαστε»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Έρμαν Έσσε (Calw Γερμανίας 02 Ιουλίου 1877 – Μοντανιόλα, Collin d’Oro Ελβετίας 09 Αυγούστου 1962). Ολάκερο το συγγραφικό έργο του αγαπήθηκε πάρα πολύ από το ελληνικό βιβλιόφιλο κοινό. Αφήνω στην άκρη την αναγνώρισή του σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή είναι αδιαμφισβήτητη. 
Ας μου επιτραπούν δυο - τρεις προσωπικές σκέψεις για τη σημερινή μέρα των γενεθλίων του Έσσε. Η πρώτη ανάγνωση λογοτεχνήματός του ήταν προς το τέλος των εφηβικών μου χρόνων, το καλοκαίρι του 1983, όταν τελείωνα το Λύκειο και ετοιμαζόμουν για πανεπιστημιακές σπουδές. Ακόμα θυμάμαι τον φιλόλογο καθηγητή μου, τον μέντορά μου Νίκο Αναγνωστόπουλο, στο Εκκλησιαστικό Λύκειο Λαμίας, που πάντοτε μου ‘λεγε πόσο σημαντικό είναι το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων. Το ευγνωμονώ ακόμα, τόσα χρόνια μετά, κι όταν κάποιες φορές μιλάμε στο τηλέφωνο, δακρύζοντας φέρνω στη μνήμη μου πανάκριβες στιγμές άπειρων συζητήσεων μέσα στη σχολική τάξη για καίρια ζητήματα γύρω από τη Λογοτεχνία, ελληνική και ξένη. 
Τότε, λοιπόν, τόλμησα και διάβασα τον Ντέμιαν, στην ιστορική για μένα έκδοση του Γαλαξία, σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα. Ομολογώ πως, ήταν ένα ιδιαίτερα δύσκολο βιβλίο, αλλά κατάφερα να το διαβάσω. Διαπίστωσα γιατί όταν καταρρέει ο παλαιός κόσμος ένας καινούργιος δημιουργείται. Ύστερα από λίγους μήνες αναζήτησα κι άλλα βιβλία του Έσσε, τα οποία, ως φοιτητής στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, αγόρασα από το ιστορικό βιβλιοπωλείο του Ραγιά, επί της οδού Τσιμισκή.
Όλα τα βιβλία του Έσσε κατέχουν ξεχωριστή θέση στη βιβλιοθήκη μου. Τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω. Ανατρέχω συχνά σε αυτά, τα θεωρώ λογοτεχνικά αριστουργήματα, ψηλαφώ άλλοτε το φως κι άλλοτε το σκοτάδι. Δεν διστάζω να τα χρησιμοποιώ και στη διδασκαλία μου, στο μάθημα των Θρησκευτικών. Πολλές φορές μάλιστα τα δίνω σε μαθητές και μαθητριές μου να τα διαβάζουν, κι όταν μού τα επιστρέφουν, δεν τα παίρνω πίσω, τους τα χαρίζω. Τον Σιντάρντα, λόγου χάριν, τον έχω χαρίσει πάνω από δέκα φορές και νιώθω χαρά γι’ αυτό, γιατί ο σπόρος της ανάγνωσης έργων του Έσσε πρέπει να έχει διάρκεια, από γενιά σε γενιά. 
Έχει απόλυτο δίκιο ο βιογράφος του Έσσε, ο Αλόις Πρινς που στο βιβλίο του Η ζωή του Έσσε. Κάθε αρχή και μια μαγεία, μτφρ. Γρηγόρης Αθανασίου & επιμέλεια μετάφρασης Ελεάνα Λαμπάκη. Αθήνα 2005: Καστανιώτης, «αφηγείται τους λόγους για τους οποίους ο Έσσε προέτρεπε τους νέους να μην τον έχουν ως πρότυπο, αλλά και με τόση διακριτικότητα, ώστε να αφήνει τον αναγνώστη να τους ανακαλύπτει από μόνος του».

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ο εθνομάρτυρας άγιος Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία

«Οι στρατιώτες άρχισαν να του δένουν χέρια και πόδια καταπώς γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Όση ώρα χρειάστηκαν για τη δουλειά αυτή, μια απέραντη σιγή είχε απλωθεί στο θορυβώδες πλήθος. Κανείς δεν ακουγόταν. Όλοι παρακολουθούσαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Οι δήμιοι ήταν έτοιμοι να τραβήξουν το σκοινί, όταν ακούστηκε μια γυναικίσια φωνή απ’ απέναντι. Μια φωνή, που τάραξε τη σιωπή, έσκισε τον αγέρα κι ακούστηκε σ’ όλα τα γύρω ρωμαίικα σπίτια, που βουβά παρακολουθούσαν την τραγωδία: 
- Θέ μου. Κρεμούν τον πατριάρχη! 
Στα παράθυρα ξεπρόβαλαν δειλά τα φοβισμένα πρόσωπα, που προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μεσαία πόρτα. Ο θρήνος, που τις μέρες αυτές είχε θρονιασθεί στις ψυχές, γίνηκε τώρα κλάμα γοερό, κοπετός και μοιρολόγι. 
Ο κεσεδάρης στάθηκε απέναντί του και επιθεωρούσε αν όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε. Μετά έγνεψε ν’ αρχίσουν. Ένας πέρασε τη θηλιά στο λαιμό, την έσφιξε και τη δοκίμασε. Μετά τρεις χεροδύναμοι τράβηξαν απότομα την άλλη άκρη του σκοινιού. Το γέρικο σώμα πετάχτηκε απότομα ψηλά. Άρχισε να σπαρταρά, μια, δύο, τρεις φορές. Σταμάτησε. Ο Πατριάρχης ήταν νεκρός. 
Ένα ξέφρενο ξεφωνητό γιόμισε αμέσως την ατμόσφαιρα. Οι στρατιώτες έσυραν τα σπαθιά τα ύψωσαν θριαμβευτικά και αλάλαζαν μαζί με τον όχλο. Άλλοι πανηγυρίζοντας έρριχναν στον αέρα κουμπουριές. Τους είπαν πως αυτός είναι ο φταίχτης για το ζορμπαλίκι των ραγιάδων και δεν είχαν λόγο να μην το πιστεύσουν. Τους είπαν πως ο Αλλάχ θέλει εκδίκηση και δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν. Μπροστά τους κρέμονταν ο ένοχος. Ο καθένας ποθούσε να πάει απ’ το δικό του χέρι. Κι αν αυτό δεν ήταν μπορετό πριν, τώρα που κρεμόταν άψυχος στη μεσαία πόρτα μπορούσαν να του ρίξουν το δικό τους ανάθεμα για να ησυχάσει κι η συνείδησή τους. 
Μερικοί έμειναν μόνο στις βρισιές. Οι πιο πολλοί σπρώχνονταν να ζυγώσουν, για να χτυπήσουν τον νεκρό, να του πετάξουν μια πέτρα, ν’ ασχημονήσουν. Έλεγες πως ήθελαν για δεύτερη φορά να τον σκοτώσουν. Ακόμη και κυρτωμένοι γέροντες δεν έχασαν την ευκαιρία. Ένας μάλιστα άρχισε να χτυπά με τόση μανία, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, που έπεσε κάτω λιπόθυμος. Νόμισαν πως έπαθε αποπληξία! Λένε πως κάπου εκεί, σε μια γωνία, μέσα απ’ την άμαξά του, παρακολουθούσε ο ίδιος ο Βεζύρης»


ΓΙΩΡΓΗΣ Θ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ. (2000). Η αγχόνη. Κατερίνη: Τέρτιος, σσ. 172-173. 

«Ο αδικοχαμένος Γρηγόριος, τρεις φορές Πατριάρχης, υπήρξε λιτός, σεμνός, φιλάνθρωπος και αχρημάτιστος. Δεν απέκτησε ποτέ του περιουσία κι αυτό φαίνεται στη διαθήκη του: 
“Ό,τι βρεθεί εις το κιβώτιό μου να μοιραστεί στους ιερείς του Όρους και τους φτωχούς, αμέσως με το θάνατό μου. 
”Άλλη χρηματική περιουσία δεν έχω, παρά μόνο τα φορέματά μου, παλαιόγουνες και αντεροκάβαδα. Να μοιραστούν σε όσους βρεθούν εις την υπηρεσία μου. 
”Εξ αυτών ο αρχιδιάκονος ανεψιός μου θέλει λάβει τα τιμιώτερα. Ράσο, γούνα και αντεροκάβαδα. Τα στρώματα του οντά και τα παπλώματα να δοθούν εις το νοσοκομείο των Ιβήρων” 
Είχε συντάξει αυτή τη διαθήκη στα 1813, όταν βρισκότανε εξόριστος στο Άγιον Όρος. 
Ενώ ο Πατριάρχης των Γραικών κηδευόταν στην Οδησσό, οι όμηροι Μητροπολίτες Συνοδικοί ταξίδευαν προς το δικό τους μαρτύριο. Ο Ιθακήσιος Αγχιάλου Ευγένιος, που τον είχανε φέρει σιδηροδέσμιο από την επαρχία του, απαγχονίστηκε από τους πρώτους δείχνοντας καρτερία και στωικότητα. Ο υπέργηρος Νικομήδειας Αθανάσιος πέθανε στο δρόμο, καθώς τον μεταφέρανε στην αγχόνη. Ο δήμιος τον κρέμασε νεκρό. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν με πλοιάριο σε διάφορα μέρη. Έψαλαν μέσα στο σκάφος οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία τους: “Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον”. Στην πρώτη σκάλα, στο Αρναούτκιοϊ, κατέβηκε ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος κι αποχαιρέτησε ηρωικά τους άλλους αρχιερείς: 
- Καλή αντάμωση, αδελφοί, στην άλλη ζωή. 
Τον κρέμασαν μπροστά στην πόρτα του κουρείου. Η μαρτυρική συντροφιά συνέχισε την πορεία της. Ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος απαγχονίστηκε στο Μέγα Ρεύμα. Κληρικός σπουδαγμένος στην Ευρώπη και σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ο Δημητσανίτης Θεσσαλονίκης Ιωσήφ είχε την ίδια τύχη στο Νιοχώρι. Ο Δέρκων Γρηγόριος μεταφέρθηκε στη Μητρόπολή του, στα Θεραπειά. Πριν τον κρεμάσουν έξω από την πύλη της, ζήτησε να προσευχηθεί και να μην του δέσουνε τα χέρια. Δεχτήκανε το αίτημα οι δήμιοι και κατόπιν ο Δέρκων ευλόγησε τη θηλιά του σκοινιού. Την πέρασε στο λαιμό του και διέταξε εκείνος το δήμιο: 
-Εκτέλεσε τώρα την εντολή του ασεβούς κυρίου σου. 
Μ’ αυτό τον τρόπο μαρτυρήσανε οι όμηροι Συνοδικοί. Η Εκκλησία πρόσφερε στον Αγώνα τους πρώτους ιερούς νεκρούς»


ΜΑΝΟΣ ΒΕΝΙΕΡΗΣ. (2011). Η Μεγάλη Θυσία. Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Αφηγηματική βιογραφία. Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 202-203.

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Πέντε μικρές πρόζες του Franz Kafka… για βαθιά ανάσα στο εφετινό καυτό καλοκαίρι


5 ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΟΖΕΣ του Franz Kafka, σε μετάφραση του Μ. Κρίσπη, δημοσιευμένες τον Δεκέμβριο του 1975, στο παλαιό καλό περιοδικό ΓΡΑΜΜΑΤΑ, με διευθυντή τον Φρίξο Ηλιάδη, Λέσβιο λογοτέχνη και δημοσιογράφο.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Μίλαν Κούντερα

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Λήμμα «ΨΕΥ∆ΩΝΥΜΟ (Pseudonyme)» από το «Προσωπικό Λεξικό του Μίλαν Κούντερα»: «Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου οι συγγραφείς θα ήταν υποχρεωμένοι από τον νόμο να κρατούν κρυφή την ταυτότητά τους και να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα. Τρία πλεονεκτήματα: δραστικός περιορισμός της γραφομανίας· μείωση της επιθετικότητας στη λογοτεχνική ζωή· εξαφάνιση της βιογραφικής ερμηνείας ενός έργου». Σαράντα λέξεις όλες κι όλες, αποκαλύπτουν καθαρά και ξάστερα τον στοχαστικό και τον είρωνα, τον βαθύτατο γνώστη των ανθρωπίνων και τον ασύλληπτα ευθύβολο ιστορητή τους. Ναι, για να αληθεύει το «εξ όνυχος τον λέοντα», προϋποτίθεται ένας λέων. Ή ένας Μίλαν. Μίλαν Κούντερα. Ελάχιστοι σκέφτηκαν πάνω στην τέχνη του μυθιστορήματος όσο αυτός, και όπως αυτός. Και ελάχιστοι το ανανέωσαν όσο αυτός.
Το «Προσωπικό Λεξικό» του Κούντερα είναι κεφάλαιο του βιβλίου του «Η τέχνη του μυθιστορήματος», που κυκλοφόρησε στην Εστία λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του, σε μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη από την οριστική έκδοση του γαλλικού πρωτοτύπου. Ασπίδα με τρεις γερές στρώσεις το ψευδώνυμο στη σκέψη του Κούντερα, περίπου όπως οι τελετουργικές ασπίδες ορισμένων βασιλέων προ Χριστού. Για να πολεμιούνται ισάριθμα κακά. Με πρώτη τη γραφομανία. Αν η Δόξα δεν βρίσκει έτοιμη την ονοματεπώνυμη κεφαλή σου, για να τη στεφανώσει, μπορεί και να τα καταφέρεις να αποκοιμίσεις μέσα σου το άγχος δημοσιότητας, που όταν το μεταμφιέζεις σε πάθος γραφής, καταλήγεις να εκδίδεις πιο γρήγορα απ’ όσο νιώθεις και στοχάζεσαι. Αν ο Κούντερα είχε αγχωθεί με το Βραβείο Νομπέλ, ίσως και να ‘χε τυπώσει άλλα τόσα μυθιστορήματα, για να ανανεώνει συνεχώς τη θέση του στη φημολογούμενη «επετηρίδα».
Η ενδολογοτεχνική επιθετικότητα έπειτα. Κανένας δεν σπαταλάει την κακία του για να επιτεθεί σε ψευδώνυμα, άγνωστα φαντάσματα, γιατί δεν νιώθει να απειλούνται οι «ιδέες» του, η εικόνα, η εξουσία του. Αν ο Κούντερα είχε στρατεύσει την τέχνη του σε κάποιο λάβαρο, κομμουνιστικό ή αντικομμουνιστικό, δεν θα ‘πεφτε θύμα της σπερμολογούσας κακοήθειας. Επέλεξε να ασκηθεί γράφοντας στην τέχνη των ερωτήσεων, και να μας τη μάθει, αρνούμενος την τεχνική των αγέρωχων απαντήσεων.
Τέλος, κίνδυνος αιώνιος, η εξίσωση της βιογραφίας ενός λογοτέχνη με τη γραφή του. Για να τον αποτρέψει ο Κούντερα, είχε καταλήξει στο συνοπτικότερο δυνατό βιογραφικό στο «αυτί» των βιβλίων του: «Γεννήθηκε στην Τσεχία. Από το 1975 ζει στη Γαλλία». Τέλος.

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Για την Μαρία Αναγνωστοπούλου, τον Τάκη Συρέλλη και τον Ξενοφώντα Μαυραγάνη

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Τρεις πνευματικοί άνθρωποι, τρεις προσωπικότητες των γραμμάτων της Λέσβου, τον τελευταίο καιρό έφυγαν από τη ζωή. Η Μαρία Αναγνωστοπούλου, λαογράφος και λογοτέχνιδα με εξαιρετικές μελέτες και άρθρα, ο Τάκης Συρέλλης, ποιητής κι εκδότης και ο Ξενοφών Μαυραγάνης, δικηγόρος, δημοσιογράφος και συγγραφέας.


Και με τις τρεις αυτές προσωπικότητες, απ’ όταν πάτησα το πόδι μου εδώ στη Μυτιλήνη, συνδέθηκα με φιλικές σχέσεις. Με τίμησαν με τη φιλία-τους, τους τίμησα και εγώ με τη δική-μου φιλία, άλλοτε διαβάζοντας τα γραπτά-τους, άλλοτε συζητώντας μαζί-τους ζητήματα που σχετίζονται με το πολιτισμό, την πολιτική, την εκκλησία, τη ζωή των Μυτιληνιών, κι άλλοτε παρουσιάζοντας τα βιβλία που έγραψαν. Τα τελευταία, τα βιβλία-τους, έχω τη γνώμη, ότι γράφτηκαν για να αφήσουν τα ίχνη-τους στις νεότερες γενιές. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως τα βιβλία είναι οι κατεξοχήν φορείς του γραπτού πολιτισμού. Σ’ αυτά διασώζονται όλα τα πνευματικά επιτεύγματα των ανθρώπων από το σαράκι της λήθης.


Η Μαρία, ο Τάκης και ο Ξενοφών ήταν πνευματικοί άνθρωποι. Συζητώντας μαζί-τους ένιωθες πως σήκωναν στις πλάτες-τους το βαρύ χρέος του πνευματικού ανθρώπου, ενάντια στα σκιάχτρα που με τα πεπραγμένα της καθημερινής βιοτής-τους θολώνουν και ρυπαίνουν το μυαλό και τη καρδιά-μας. Σκιάχτρα που δεν έχουν το Θεό-τους. Αξίζει να διαβάζει κανείς τα βιβλία της Μαρίας, του Τάκη και του Ξενοφώντα. Κι όχι μόνο τα βιβλία-τους αλλά τα άρθρα και τις παρεμβάσεις-τους στη δημόσια πλατεία. Πρόκειται για γραπτά που θα μείνουν εσαεί για να διδάσκουν τους νέους κυρίως, να αντιστέκονται στα σκιάχτρα του εθνομηδενισμού, του ρατσισμού, της απανθρωπίας, της άρνησης της ιστορικής συνέχειας του λαού-μας μέσα από τη λαλιά, τα ήθη και τα έθιμά του, σκιάχτρα που συνεχώς διεκδικούν ρόλο να διαφεντεύουν ασύδοτα τις ψυχές-μας.


Ο θάνατος της Μαρίας, του Τάκη και του Ξενοφώντα, έφερε στο νου-μου αυτό που γράφει ο Φιλίπ Αριές στο ωραίο βιβλίο-του: Δοκίμια για το θάνατο στη Δύση, (Γλάρος: Αθήνα 1988): «Τεχνικά, δεχόμαστε ότι μπορεί να πεθαίνουμε, κάνουμε ασφάλειες ζωής για να γλυτώσουμε τους δικούς-μας απ’ τη μιζέρια. Αλλά, στην πραγματικότητα, στο βάθος του εαυτού-μας, δεν νιώθουμε θνητοί». Κι όμως ο θάνατος υπάρχει, με το ερώτημα από τον ίδιο τον Αριές να μας βασανίζει: «Υπάρχει μήπως μια μόνιμη σχέση ανάμεσα στην ιδέα που έχουμε για το θάνατο και σ’ αυτή που έχουμε για τον εαυτό-μας;»
Μαρία Αναγνωστοπούλου, Τάκη Συρέλλη, Ξενοφώντα Μαυραγάνη, αιώνια η μνήμη σας.

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Οι Μυτιληνιοί του ΛΑΚΗ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ

Ο Στράτος γινόταν το Στρατέλι, ο Νίκος το Νικολέλι, ο Γιώργος το Γιωργέλι, η Δέσποινα το Δεσποινέλι. Αρσενικοί και θηλυκοί γίνονταν ουδέτερου γένους, σαν τα μωρά, τα μωρέλια. Αυτό το πέρασμα στο ουδέτερο γένος αλλά και η κατάληξη εις «έλι», ήταν σαν ένα χάδι τρυφερότητας πάνω στο όνομα, το γλύκανε κι έκανε τους ανθρώπους που το έφεραν να νιώθουν σαν παιδιά.
Ο περιπτεράς, στην αρχή της αγοράς, δίπλα στο περίφημο καφενείο Πανελλήνιο, το εξηγούσε φιλοσοφικά το θέμα «Έχουμε τον άντρα, τη γυναίκα και το παιδί. Αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. Ε, εμείς οι Μυτιληνιοί δεν θέλουμε να μεγαλώσουν οι άνθρωποι. Θέλουμε να παραμένουν παιδιά. Γι’ αυτό με το «έλι» τους κάνουμε μικρούς. Να μη μεγαλώσουν ποτέ, για να μην παθαίνουν και ποτέ!».
Αυτή η συνήθεια απάλυνε κάπως τη σκληρότατη καθημερινής ζωής σε ένα νησί όπου η ειρωνεία, η σκωπτικότητα και ο επιθετικός λόγος κυριαρχούν στις ανθρώπινες σχέσεις. Ουδέτερου γένους γίνονταν και τα παρατσούκλια. Οι Μυτιληνιοί εντόπιζαν και μεγέθυναν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα ή μια παράξενη συμπεριφορά κάποιου και το σταμπάριζαν. Άπειρα τα παραδείγματα.


ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ. (2002). «Το τάλαντο», στο: Η νυχτερίδα πέταξε. Αθήνα: Νεφέλη, σσ. 157-158.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ στους Θανάσηδες και στις Αθανασίες!

- «Μα υπάρχουν οι πολύ βαθιές καταστάσεις,
που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις»
είπε η χορεύτρια
και έγινα έξαλλος.

- «Με την ίδια έννοια, υπάρχουν
και οι πολύ βαθιές φράσεις,
που δεν μπορούν να εκφραστούν με καταστάσεις»
της είπα κι έφυγα
αφήνοντας πίσω μου τη σωστή άποψη.


ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ. (1992). «Απόψεις», στο: Βαθιά Επιφάνεια. Αθήνα: Κέδρος, σ. 14.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «κάθε καιροῦ καὶ τόπου»· πάντα ἐπίκαιρος!

Tὸ ἐκήρυξεν ὁ θεῖος Ὅμηρος πρὸ ἐτῶν τρισχιλίων: Εἷς οἰωνὸς ἄριστος !…
Εὗρεν εὐκαιρίαν νὰ βάλῃ εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἕκτορος ὅλην τὴν ἀηδίαν, ὅσην τοῦ ἐνέπνεον κατὰ βάθος οἰωνοὶ καὶ οἰωνοσκόποι, καίτοι, λόγῳ τοῦ ἐπικοῦ ἀξιώματος, ἦτο ἠναγκασμένος, ὁ θεσπέσιος, νὰ περιγράφῃ μετὰ μεγάλης σοβαρότητος ὅλας τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἀσκήσεις τῶν θυσιῶν, καὶ τῶν οἰωνῶν, καὶ τῶν μαντευμάτων.
Καὶ ὁ Κάτων, ὁ ἄκαμπτος Ρωμαῖος, εἶπε, χίλια ἔτη ὕστερον: Si augur augurem
Δηλαδή, ἐὰν οἰωνοσκόπος συναντήσῃ οἰωνοσκόπον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ κράτησῃ τὰ γέλια…
Οἱ μόνοι ἀληθεῖς οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα. Πλήν, ἂν ὑπάρχωσιν ἄλλοι συμβολικοί, ἐναέριοι ἢ ἐπίγειοι οἰωνοί, ἔρχονται ἐπικουρικῶς μόνον, διὰ ν’ ἀνοίξουν τὰ ὄμματα τῶν τυφλῶν, ὅσοι δὲν βλέπουν τὰ πράγματα.
Ἀφοῦ αἰτήσω συγγνώμην ἀπὸ τὸν ἀναγνώστην διὰ τὸ βάναυσον καὶ ὄχι πολὺ κόσμιον ἴσως τοῦ συμβόλου ἐνταῦθα, θὰ διηγηθῶ ἕνα οἰωνόν.
Ἕνα καιρόν, δύο νέοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς μοὶ ἐτύγχανε, διὰ νὰ εἴπω κατὰ Πλάτωνα, ἐγγύτατα γένους ὤν καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν, ἔκαμναν τὸν ἔρωτα εἰς μίαν νέαν, ἥτις δὲν εἶχεν εἴδησιν τοῦ πράγματος. Διότι εἶχεν ἴσως τόσους λατρευτάς, ὅσας χιλιάδας προῖκα. Δὲν εἶχε καιρὸν ἡ ἰδία, μὲ τὰς ἁβρὰς καὶ τρυφερὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τοὺς μεγάλους τακεροὺς ὀφθαλμούς της, νὰ μετρήσῃ οὔτε τὸν σωρὸν τῆς μιᾶς οὔτε τὴν ἄγελην τῶν ἄλλων.
Ἴσως οἱ δύο, περὶ ὧν ὁ λόγος, δὲν ἦσαν τόσον ὑγιῶς προικοθῆραι, ὅσον νοσηρῶς αἰσθηματικοί. Ἡ κόρη ἦτο χαριεστάτη. Μετεῖχε καλῶν αἰσθημάτων καὶ δὲν ἦτο ἄμοιρος καλῆς ἀγωγῆς. Ἐξαιρέσει τῆς οἰήσεως καὶ τοῦ ἐξιππασμοῦ τῶν νεοπλούτων, κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο ἄμεμπτος. Ἀδιάφορον ὅμως.
Ἓν δειλινόν, ἢ μίαν ἑσπέραν, δὲν ἐνθυμοῦμαι καλά, φθινοπώρου ἀρχομένου, οἱ δύο νέοι ἐκάθηντο ὑπαίθριοι, χωριστὰ ὁ καθείς, ἔξωθεν ζυθοπωλείου, καὶ ἐκοίταζαν ἀντικρὺ τὸν ἐξώστην της. Ἐπερίμεναν πότε νὰ φανῇ. Ἤλπιζον νὰ πέση ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ματιά της ἢ ποθεινή.
Τὸ ἐλάχιστον τυχαῖον βλέμμα της ἦσαν ἱκανοὶ νὰ τὸ ἐκλάβουν ὡς σκόπιμον καὶ σημαντικόν, καὶ πλάττον εὐτυχίαν δι’ αὐτούς. Μωρότεροι τοῦ Ναρκίσσου, κατωπτρίζοντο ὄχι εἰς τὸ φεῦγον ρεῦμα τοῦ ρύακος, ἀλλ’ εἰς τὸ ἀεικίνητον βλέμμα τῆς κόρης.
Ἡ κόρη ἐξῆλθεν. Ἐκοίταξεν ἐδῶ, ἐκοίταξεν ἐκεῖ, ἴσαξε τὰ μαλλιά της, ἔρριψε βλέμμα εἰς τοὺς δύο νέους, τοὺς ἀφῆκε νὰ τὴν κοιτάζουν καὶ νὰ χάσκουν, καὶ προσήλωσε τὸ ὄμμα εἰς ἕν ἀόριστον ὑψηλὸν σημεῖον τῆς πόλεως ἢ τοῦ ὁρίζοντος, εἰς ἓν κωδωνοστάσιον ἢ ἓν νέφος. Ποῦ ἀλλοῦ;
Ἐντοσούτῳ ἐκεῖνοι τὴν ἐθώπευον, τὴν ἔτρωγον, τὴν ἔλειχον, τὴν ἐπιπίλιζον, ἐνετρύφων μὲ τὸ βλέμμα, καὶ ἦσαν οἰκτρῶς εὐτυχεῖς.
Ὅσον καὶ οἱ ἔγκλειστοι τῶν ὑγιεινῶν οἴκων.

***

Τέλος ὁ εἷς ἀπέσπασε τὸ ὄμμα.
Ἴσως τοῦ ἦλθεν ἀμυδρὰ ἡ συναίσθησις τοῦ κωμικοῦ.
Τὸ βλέμμα του ἔπεσε χαμαί, εἰς τὴν γῆν. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὑπῆρχεν ἐκεῖ, ὑπὸ τὸν ἐξώστην, μία μεγάλη, λευκή, ὑπερήφανος σκύλα. Ὡραία σκύλα, γένους ἐκλεκτοῦ.
Ἡ σκύλα ἐχαμήλωνε κάτω τὴν κεφαλὴν καὶ ἔψαχνε καὶ ἐζήτει τροφήν.
Ὄπισθεν τῆς οὐρᾶς της ἵσταντο δύο μικρά, οἰκτρὰ κυνάρια. Τὰ δύο κυνάρια ἐμάχοντο μεταξὺ των, ἔγρυζον, ἔτριζον τοὺς ὀδόντας, καὶ ἐζήτουν, πότε τὸ ἕν, πότε τὸ ἄλλο (καὶ πάλιν αἰτῶ συγγνώμην), νὰ ἐπιβῶσι τῆς σκύλας.
Ἀλλὰ δὲν ἔφθαναν.
Τὰ νῶτα τῆς σκύλας ἦσαν πολὺ ὑψηλά.
Θὰ τοὺς ἐχρειάζετο σκαλωσιὰ διὰ ν’ ἀναβῶσιν.
Ἡ μεγάλη, εὔμορφη σκύλα, οὔτε ἐγύριζε νὰ τὰ ἰδῇ, τὰ δύο κυνάρια. Ἔκυπτε χαμαί, ἐξηκολούθει νὰ ψάχνῃ, καὶ δὲν ἠνωχλεῖτο ποσῶς ἀπὸ τὰς παιδιὰς οὔτε ἀπὸ τὰς ἐπιχειρήσεις των.
Οὔτε τὰ ἐνεθάρρυνε, οὔτε τὰ ἀπεθάρρυνε. Προφανῶς, εἶχε πεποίθησιν εἰς τὰ ὑψηλὰ νῶτα της.
Τὰ δύο κυνάρια ἐξηκολούθουν νὰ μάχωνται, νὰ γρύζουν καὶ νὰ δαγκάνονται, ἑωσότου, τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἔφθασε μέγας, μαῦρος σκύλος.
Ὁ μαῦρος σκύλος ἐγαύγισε μεγαλοπρεπῶς, ἔδειξε τοὺς ὀδόντας, ἐφυγάδευσε τὰ δύο κυνάρια, καὶ ἔμεινε κύριος τοῦ πεδίου, ἐκρέμασε τὴν γλῶσσαν, ὠργίασεν, ἐγαύγισε… καὶ γαυγίζει ἀκόμη.

***

Τὸ σύμβολον ἦτο εὔγλωττον. Ὁ οἰωνὸς ὡμίλει ἀφ’ ἑαυτοῦ.
Ὁ νέος ὁ εἷς, «ὁ ἐγγύτατα καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν», τὸ ἐνόησεν, ἔφυγε, καὶ ἀκόμη φεύγει, διότι δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὰ βγάλῃ πέρα μὲ τὸν μαῦρον σκύλον. Ὁ ἄλλος δὲν ἐβράδυνε νὰ τὸν ἀκολούθησῃ.
Ἀλλὰ τί ἐχρειάζετο ὁ οἰωνός;
Μήπως δὲν ἦσαν τὰ πράγματα; Μήπως δὲν ἦτο ἡ δυσαναλογία τοῦ πλούτου καὶ τῆς κοινωνικῆς θέσεως, καὶ τὸ ὕψος τῶν νώτων;

***
 
Ὁμοίως, καὶ παντοῦ ἀλλοῦ.
Τί χρειάζεται ὁ οἰωνός;
Μήπως δὲν εἶναι τὰ πράγματα;
Εἷς οἰωνὸς ἄριστος. Ἀλλὰ τίς ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν τὴν συμβουλὴν τοῦ θειοτάτου ἀρχαίου ποιητοῦ; Ἐκ τῆς παρούσης ἡμῶν γενεὰς τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ «στειρεύοντος πρὶν καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον»;
Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεοκοπίας.
Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.

***

Καὶ σήμερον, νέον ἔτος ἄρχεται. Καὶ πάλιν τί χρειάζονται οἱ οἰωνοί;
Οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα.
Μόνον ὁ λαὸς λέγει: «Κάθε πέρσι καλύτερα».
Ἂς εὐχηθῶμεν τὸ ἀρχόμενον ἔτος νὰ μὴ εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὸ ἔτος τὸ φεῦγον.

(1896)


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. (1998). «Οἰωνός», στὸ: Ἅπαντα, τ. Ε΄. Κριτική Ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Ἀθήνα: Δόμος, σσ. 251-254.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Ο οικουμενικός Νίκος Καζαντζάκης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ετούτες τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου, για τις ανάγκες του θέματος της εισήγησής μου «Η φύση στα ταξιδιωτικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη», στο επικείμενο Διεθνές Συνέδριο που οργανώνει η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο θα γίνει στη Λάρισα από τις 18 έως τις 20 Νοεμβρίου, με θέμα «Η φύση στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη», ξανάπιασα στα χέρια μου ένα από τα ταξιδιωτικά έργα του, το Ταξιδεύοντας: Αγγλία. Διαβάζω, ξαναδιαβάζω τον Πρόλογο και μένω έκπληκτος από την αγωνιστική μέθεξη του μεγάλου Κρητικού στις μεγάλες κοινωνικές και πνευματικές αναζητήσεις της εποχής του. Νομίζω πως και σήμερα παρόμοιες είναι αυτές οι αναζητήσεις. Δίχως τον Καζαντζάκη, έχω την ταπεινή γνώμη, ο άνθρωπος ως κοινωνική και πνευματική παρουσία, δεν θα μπορούσε να είναι ένα ον που πάσχει, που πονά, που ονειρεύεται και που αγαπάει. Παραθέτω αυτούσιο τον Πρόλογο. Η ανάγνωσή του μπορεί πλούσια και ουσιαστικά να καρποφορήσει στη ψυχή κάθε αναγνώστη.


Δύσκολο το ταξίδι τούτο, γιατί αναγκαστικά ξεφεύγει από τη γαλήνια περιοχή της λεύτερης, ανεύθυνης ωραιότητας κι αναταράζει αιματερές σύγχρονες έννοιες.
Θες δε θες, αντικρύζοντας χοχλακιστά, ακαταστάλαχτα ακόμα πάθη, θα φανερώσεις τη γνώμη σου· κι η γνώμη σου αυτή, όποια και να ‘ναι, θα εξαγριώσει τους αντίθετους. Κι αν προσπαθήσεις, δημιουργώντας με αφιλοκέρδεια και μόχτο μεγάλη απόσταση καιρού και τόπου, να δεις και να κρίνεις, τότε πια θα σου ριχτούν μανιασμένα και τα δύο αντίθετα στρατόπεδα.
Γιατί να βλέπεις και να κρίνεις με ψυχική και πνευματική ανεξαρτησία τα ξεκαπίστρωτα σύγχρονα πάθη θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα κι από τις δύο παράταξες που αποτελούν τη συμπαγή απλοϊκή και βελάζουσα μάζα του σκεπτόμενου όχλου. Το ΝΑΙ και τ’ ΟΧΙ είναι γι’ αυτούς οι δυο μονάχα επιτρεπόμενες, επιβαλλόμενες απάντησες. Το άσπρο ή το μαύρο. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο ακρότατα όρια, που χρέος έχουν να τα κατέχουν μονάχα οι μαχόμενοι άνθρωποι της ενέργειας, δεν επιτρέπουν καμιά συνθετική συνθετική προσπάθεια στο στοχαζόμενο ελεύτερον άνθρωπο.
Να κοιτάζεις με αθόλωτο μάτι – αθόλωτο κι από το μίσος κι από την αγάπη- τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα, να ομολογείς τις αρετές και συνάμα την ατιμία, το φως και το σκοτάδι, που αποτελούν εδώ στη Γη το κάθε ζωντανό, είτε άνθρωπος είναι είτε ιδέα, να ‘σαι με μια λέξη ελεύτερος καταντάει ολοένα και πιο επικίνδυνος πνεματικός άθλος. Και πολύ σκόπιμα. Στη σημερινή κρίσιμη ιστορική στιγμή, όπου οι δυό κόσμοι πάνοπλοι συγκρούουνται με τόση μοιραία αναγκαιότητα, το να φλωροζυγιάζεις με το νου θεωρείται ύποπτο κι επικίντυνο. Δεν είναι τώρα στιγμή άδολου λογισμού και επισκόπησης. Ο νους είναι υποχρεωμένος, από ιστορική πίεση, για μερικές γενιές ακόμα, να ξεχάσει την ανεξάρτητη θεωρητική του λειτουργία και να στρατολογηθεί κι αυτός υπηρέτης στην πιό άμεση κι επιταχτική ανάγκη: να προπαγαντίζει ένα από τα δυό μεγάλα συνθήματα και να ετοιμάζει - εφευρίσκοντας όπλα φονικά και θανατηφόρα αέρια - τα μέσα να εξοντωθεί ο αντίμαχος και συνάνθρωπος.
Η Επιστήμη, που τόσες ελπίδες στήριξε απάνω της ο κακομοίρης ό άνθρωπος — να μας λυτρώσει από τη φτώχεια, από τα πάθη κι από το χτήνος και ν’ απαντήσει σε εναγώνια ψυχικά μας ρωτήματα — κατάντησε το πιο τρομαχτικό κι ανήθικο όπλο μιας νέας βαρβαρότητας, της πιο φριχτής, της επιστημονικής.
Ζούμε σήμερα, βλέπουμε μπροστά από τα μάτια μας, στους σωρούς τα πτώματα που στοιβάζονται, την ηθική χρεωκοπία της Επιστήμης. ‘Όχι μόνο επιστήμη κι ηθική δεν συμπερπατούν, παρά — κι αυτό είναι το πιο τρομαχτικό — είδαμε πώς είναι μπορετό να γίνει τούτο το αποτρόπαιο: όσο περισσότερο ή επιστήμη προχωράει, τόσο να πισωδρομάει και να φτάνει σε πρωτόγονη χτηνωδία ή ηθική εξαθλίωση τον ανθρώπου. Η περίφημη Πρόοδος αποδείχτηκε κι αυτή ένας από τους πιο επικίνδυνους μύθους του νεώτερου κόσμου.
Να γιατί ή εποχή μας μισεί το πνέμα· είδε πώς χρεοκόπησε η θεωρητική σκέψη και κατάντησε ή εφαρμοσμένο όργανο καταστροφής, ή άσκοπο χαζό ταχυδακτυλουργικό παιχνίδι. Δεν εμπιστεύεται πια η νεότητα της εποχής μας τις παλιές ξεθωριασμένες ηθικές, μήτε τη λεγάμενη «ελευτερία», μήτε τις μεγαλόστομες ιδεαλιστικές θεωρίες· είδε πώς όλα αυτά είναι μάσκες βολικές για να καμουφλάρουν ανήθικες ματεριαλιστικές απληστίες.
Ξεσκίστηκαν οι μάσκες, γκρεμίστηκε η πίστη, άνοιξαν οι καταπαχτές που κρατούσαν καταχωμένες τις μέσα μας απάνθρωπες δυνάμεις κι όταν η μάσκα ενός πολιτισμού ξεσκιστεί, ευτύς αναπηδάει το χάος. Ξεχύθηκαν οι μέσα μας δαιμόνοι, άγρια λύσσα αυτοσκοτωμού κι ολέθρου, καλό και κακό, τίμιο κι άτιμο, πολυφαγία και πείνα συνεργάζονται για την καταστροφή και την αποσύνθεση.
Μπροστά από τα μάτια μας, κάθε ώρα, κάθε δευτερόλεφτο, γκρεμίζεται ο κόσμος. Η καρδιά, δεμένη με τα περασμένα, θρηνάει κι οδύρεται· ας την αφήσουμε να θρηνάει και να οδύρεται — αυτή ’ναι η δουλειά της — κι ας προσπαθήσουμε να δούμε με μάτι καθαρό την εξαίσια, όλο αίματα στιγμή που περνούμε.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε απότομη στην πορεία της στροφή· κι όπως πάντα σε τέτοιες απότομες στροφές, δεν πρέπει να ελπίζουμε πώς αν γίνει μια καλύτερη προσαρμογή του ιδανικού στην πραγματικότητα, αν μπαλωθούν κι εφαρμοστούν καλύτερα οι νόμοι, θα βρούμε τη λύτρωση. Δεν αρκεί η καλυτέρεψη, η αναθεώρηση, η συνέχεια· ο σημερινός άνθρωπος ένιωσε πια την ανάγκη να γίνει συθέμελη ανατροπή, αλλαγή μετώπου, νέα ιεραρχία στις αξίες, νέα ανατίμηση της αρετής.
Μεγάλη εποχή, ποτέ ο ηρωισμός, η περιφρόνηση του θανάτου, η σπάταλη θυσία της ζωής δεν έφτασαν ένα τόσο υψηλό κι ομαδικό παραλήρημα. Χιλιάδες νέοι, και στα δύο στρατόπεδα, κάθε δευτερόλεφτο, παίζουν μ’ ένθεη μανία τη νιότη τους. «Άγων έσχατος και μέγιστος ταις ψυχαίς πρόκειται».
Ποιος μπορεί πια να σταθεί μακριά από την ανατριχιαστική τούτη δαιμονική δράση; Κι οι πιο πνευματικοί άνθρωποι, κι οι πιο νηφάλιοι, σιγά σιγά παρασύρονται από το στρόβιλο και μπαίνουν στον αγώνα.
Μονάχα ένας νους που θα ‘βλεπε από πολύ μεγάλο ύψος την εποχή μας θα δικαίωνε εξίσου όλους τους αγωνιζόμενους. Που θα πολεμήσεις, αριστερά ή δεξιά, για τον απάνθρωπο αυτό νου δε θα ’χε καμιά σημασία. Σημασία θα ’χε μονάχα η αγνότητα, η ένταση του αγώνα, η Θυσία.
Μα ένας τέτοιος νους, σήμερα, δύσκολο να υπάρξει. ‘Αναγκαστικά η σκέψη, ακλουθώντας το ρυθμό της κάθε ιδιοσυγκρασίας, διατυπώνει με περισσότερη προτίμηση και προθυμία μιαν ορισμένη ροπή. Δύσκολο πολύ, σήμερα, να ‘χεις τη «σφαιρική ματιά» πού να σε κάνει να βλέπεις ταυτόστιγμα, απ’ όλες τις πλευρές, σα σφαίρα, την αλήθεια· και ν’ αντικρίζεις όλους τους αγωνιζόμενους με τον ίδιο σεβασμό. Κι όχι μονάχα με σεβασμό· παρά και με μια παράνομη, αλλόκοτη αγάπη. Δύσκολο, σήμερα, να ξέρεις και να ζεις το απλούστατο τούτο: πώς όλοι είναι κρυφοί συνεργάτες και μάχουνται για τον ίδιο μεγάλο σκοπό.
Ποιο σκοπό; Δυό είναι οι βαθύτερες ορμές του ανθρώπου: α΄ Η Πείνα: ν’ απλώσει όσο μπορεί περισσότερο γύρα του τη δύναμή του, ν’ αρπάξει, να καταχτήσει, να κάμει δικό του, να φάει. β΄ Ο Φόβος: να μην του πάρουν, να διατηρήσει όσο μπορεί πιο πολύν καιρό και πιο άνετα, ό.τι κατάχτησε.
Ένας νεαρός οργανισμός, γερός, ζωντανός, που βρίσκεται ακόμα στην έφοδό του προς τ’ απάνω, πεινάει. Η ανάγκη τον σπρώχνει να τανύσει τη δύναμή του, ν’ αψηφήσει τον κίντυνο, να χιμήξει γύρα του να βρει θροφή να μην πεθάνει. Κάνει πόλεμο.
Ένας ωριμασμένος οργανισμός που έφαγε και χόρτασε μια μονάχα πια επιθυμία έχει: να μην του πάρουν ότι κατέχει να μην ανατραπεί η καθιερωμένη τάξη· ο κόσμος είναι καλός και του αρέσει. Θέλει ειρήνη.
Κι οι δύο έχουν δίκιο. Κι οι δύο, ακολουθώντας την ανάγκη, συνεργάζονται στο μεγάλο σκοπό. Ποιο σκοπό; Να κουνηθεί η ψυχή του ανθρώπου.
Να κουνηθεί η ψυχή του ανθρώπου και να κάμει ένα βήμα πιο πέρα, να γλιτώσει από τις παλιές ηθικές, ελευτερίες και συνήθειες, που κατάντησαν ανηθικότητες, σκλαβιές και θάνατος, και να δημιουργήσει ένα καινούριο όραμα: ένα νέο πολιτισμό.
Σήμερα όλες μας οι ελπίδες στριγμώνουνται σε τούτο: στο ότι οι καιροί που περνούμε — κι ακόμα πολύ περισσότερο: οι καιροί που θα περάσουν τα παιδιά και τ’ αγγόνια μας — είναι δύσκολοι. Η Δυσκολία στάθηκε πάντα στη ζωή ο μέγας ερεθισμός που ξυπνάει και κεντρίζει όλες μας τις ορμές, καλές και κακές, για να πηδήξουμε το εμπόδιο που υψώθηκε ξαφνικά μπροστά μας· κι έτσι, επιστρατεύοντας όλες μας τις δυνάμεις, που αλλιώς θα ύπνωναν ή θα ενεργούσαν σκόρπια κι ανόρεχτα, φτάνουμε κάποτε πολύ μακρύτερα απ’ ό,τι ελπίζαμε. Γιατί οι επιστρατευόμενες δυνάμεις δεν είναι μονάχα δικές μας, ατομικές, μήτε μονάχα ανθρώπινες. Στη φόρα τούτη πού παίρνουμε για να πηδήξουμε, ξαμολύνουνται μέσα μας τρισυπόστατες δυνάμεις: ατομικές, πανανθρώπινες, προανθρώπινες. Στη στιγμή πού συσπειρώνεται ο άνθρωπος σαν ελατήριο για να επιχειρήσει το πήδημα, ολάκερη, μέσα μας, η ζωή του πλανήτη παίρνει φόρα. Νιώθουμε φανερά πια την απλούστατη αλήθεια που τόσο συχνά λησμονούμε στις βολικές κι άγονες στιγμές της ευκολίας: πώς ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, μα δουλεύει Κάτι ή Κάποιον αθάνατο.
Γι’ αυτό στις δημιουργικές αυτές στιγμές καμιά πρόβλεψη δεν είναι δυνατή. Ο νόμος της αναλογίας, τα ιστορικά προηγούμενα, παθήματα μαθήματα, δεν έχουν καμιάν εφαρμογή στις στιγμές που ο άνθρωπος, δηλαδή η ανθρωπότητα, δηλαδή η ζωή, ορμάει για το πήδημα. Εδώ το απρόβλεφτο είναι το μόνο προβλεπόμενο. Η Ιστορία εδώ χάνει τη δύναμή της. Πέφτει η μάσκα της και φαίνεται το αληθινό της πρόσωπο. Παραμύθι, και το δηγούνται στα μικρά, μικρά και μεγάλα παιδιά οι τρεις φλύαρες κυράτσες: η Φαντασία, η Φιλαυτία, η Αυθαιρεσία.
Στις μεγάλες στιγμές που περνούμε, κάποια άλλη δύναμη μπαίνει οδηγός: η Πίστη. Η πίστη πως μπορούμε να πλάσουμε απαρχής καινούριο κόσμο, να καθαρίσουμε τη μνήμη, να ξαλαφρώσουμε από τα περιττά ανόητα βάρη, να δώσουμε καινούρια παρθενιά στην ψυχή μας. Πιστεύομε φυσικά κάτι ανύπαρχτο, μα πιστεύοντάς το τό δημιουργούμε. Ανύπαρχτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, ό,τι δεν ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει δύναμη να δρασκελίσει το μυστικό κατασκότεινο κατώφλι της ανυπαρξίας. Με την πίστη, με την αγάπη ή με τη βία, με το αίμα μας, δηλαδή με ανθρώπινα υλικά, πλάθεται το ανύπαρχτο και γίνεται το μέγα πήδημα από τον ένα πολιτισμό στον άλλο.
Για να γίνει το πήδημα αυτό, απαραίτητο να προηγηθεί η καταστροφή, να γκρεμιστούν πολλά σεβαστά κι αγαπημένα που εμποδίζουν και ν’ ανοίξει ανάμεσα από τα ερείπια η ψυχή καινούριο δρόμο.
Η εποχή μας έχει δραστικότατα με ορισμένο πρόσωπο στοιχεία αποσύνθεσης, κι απρόσωπα ακόμα, αβέβαια, μα ακαταμάχητα στοιχεία σύνθεσης. Εκατομμύρια αγωνιστές τη στιγμή τούτη, και στις πέντε ηπείρους, εχτελούν τέλεια το ιερό προδρομικό έργο της αποσύνθεσης· οι πνευματικοί άνθρωποι ας δουλεύουν, όσο μπορούν, από τώρα, τα στοιχεία της σύνθεσης.
Ένας πνεματικός άνθρωπος σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, έχει μεγάλη ευθύνη. Έχει χρέος να διαποτιστεί από τη μοίρα της εποχής του, να μη φύγει, να σταθεί στο σταυροδρόμι όπου φυσούν όλες οι ανησυχίες κι οι ελπίδες, ρόδο των άνεμων. Έχει χρέος: α΄ να ξεχωρίσει μέσα στις σύγχρονες αντιμαχόμενες προσπάθειες τι θετικό καλό προσφέρει η καθεμιά, τι συνεισφορά στη λαχτάρα του σημερινού ξαγριεμένου ανθρώπου, να δημιουργήσει ένα καινούριο πιο δίκαιο κόσμο· β΄ να προσπαθεί όλες τούτες τις θετικές συνεισφορές να τις ταξινομεί μέσα του, στο μικρό χώρο του στήθους του να πλάσει τη μακέτα του ερχόμενου κόσμου· γ΄ να ζει βαθιά τη σημερινή αγωνία του ανθρώπου και να μάχεται να τη διατυπώσει όχι μονάχα με τέχνη και στοχασμό (σήμερα αυτά μονάχα δε φτάνουν) παρά— κι αυτό είναι το δυσκολώτερο — με το παράδειγμα της ίδιας τούτης ζωής.
Η φυγή είναι άναντρη λιποταξία· μα ο τρόπος που αγωνίζεται ο πνεματικός άνθρωπος είναι ολότελα διαφορετικός από τον τρόπο που αγωνίζονται οι «άρχοντες τού κόσμου». Το χρέος του είναι άλλο, σε άλλο επίπεδο: Να συγκλίνει μέσα του όλους τους αποκλίνοντες σημερινούς αγώνες και να βάλει τάξη στο χάος· να το μετουσιώσει δηλαδή μέσα του σε «κόσμο». Να κρατά άσβεστη την προσωπική του ανεξαρτησία για να βρεθεί άθιχτος, όρθιος, όταν θα ‘ρθει η στιγμή του. Γιατί σίγουρα θα ’ρθει. Αντοχή, Κατανόηση, Ένταση Εσωτερική και Προσπάθεια να διατυπώσει στη ζωή και στο έργο του την Dοminante του μελλούμενου πολιτισμού. Μέσα στο παγκόσμιο παραλήρημα, να μπορέσει ν’ αρθρώσει ένα απλό σωστό Λόγο. Μιαν καλήν Αγγελία.

Τούτες τις σκέψες έκανα περπατώντας κάµποσους µήνες στο εγγλέζικο χώµα κι αναπνέοντας, σε µιαν τόσο αποκαλυπτική στιγµή, τον αγέρα της Αγγλίας.
Αγάπησα το λαό αυτό, θάµασα τις θεµελιακές για τον άνθρωπο αρετές του· την υπερηφάνια, την αξιοπρέπεια, το πείσµα, την αντοχή, την πειθαρχία. Λίγα λόγια, πολλά έργα, ανθρωπιά µεγάλη.
Αποφασιστικές µάχες έδωκε ο άνθρωπος και στο υγρό τούτο καταπράσινο νησί του Βορρά, µακριά από την αγία Μεσόγειο. Όπως σε όλους τους ανθρώπινους αγώνες, κι εδώ οι οχτροί ήταν οι ίδιοι: ο Άνθρωπος µε το µέσα του χτήνος, το φως µε το µέσα του σκοτάδι. Κι όπως παντού, κι εδώ το ανθρώπινο αίµα χύθηκε ποταµός, πλερώθηκε κι εδώ βαριά κι η πιο ασήµαντη νίκη.
Μα, υστέρα από αιώνες, στους βράχους επάνω, στους πράσινους λόφους και στα λιµάνια της Αγγλίας, τρία µεγάλα στήθηκαν εγγλέζικα τρόπαια: M a g n a C h a r t a, Τ ζ έ ν τ λ ε µ α ν, Σ α ί ξ π η ρ.
Αυτές είναι οι τρεις µεγάλες νίκες του ανθρώπου, made in England.
Κι oι νίκες τούτες, κι oι τρεις, αποτελούν τρεις µεγάλους σταθµούς στον ανήφορο της ελευτερίας.
Ας προσπαθήσουµε να τις δούµε µε όσο µπορετό µεγαλύτερη πνεµατική ανεξαρτησία· κι ας δεχτούµε µε γαλήνη – χωρίς χαρά, χωρίς θλίψη – τον κίντυνο να µην ευχαριστήσουµε κανένα. ∆εν πειράζει. Υπάρχουν εποχές — µεταβατικές, γιοµάτες πάθη και συµφέροντα και πολλές λαχτάρες — όπου ο πιο έντιµος τίτλος που µπορεί να φιλοδοξήσει ένας ελεύτερος άνθρωπος είναι ο τίτλος που έδωκε ο Μέγας Βασίλειος στον όσιο Εφραίµ: «Κ α θ η γ η τ ή ς τ η ς Ε ρ ή µ ο υ».

Αίγινα, Καλοκαίρι του 1940

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. (1986). Ταξιδεύοντας: Αγγλία. Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, σσ. 7-13.