Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Ο ποιητής Γ. Θ. Βαφόπουλος



«Το μνημείο λόγου και νοήματος που ύψωσε ο Βαφόπουλος με συνεκφορές βυζαντινές, ρυθμό λιτό και αρχαιόπρεπο, μας κάνει να νιώθουμε σα να βρισκόμαστε χάραμα, εμπρός σε αθάνατο ανάγλυφο του Κεραμεικού. Ή μέσα σε βυζαντινό Ναό, ενώ υποφώσκει η Μέρα της ψυχής».

ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ. (1995). Ο ποιητικός νους του Γ. Θ. Βαφόπουλου. Αθήνα: Ευθύνη παραΚείμενα, σ. 16. 

«…η ποίηση του Γ. Θ. Βαφόπουλου είναι βαθύτατα Εγωκεντρική. Διότι ό,τι σώζει τον άνθρωπο, σύμφωνα με την πεποίθηση του ποιητή, είναι η δυνατότητα του ποιητικού Εγώ να “παίζει” με τις αρχέγονες έννοιες του θανάτου, του τέλους με κάθε του δυνατή σημασία, του Θεού, της θέωσης»

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ. (1996). «Ο χρόνος είναι πρόφαση για ποίημα», στο: Σπουδή στον ποιητή Γ. Θ. Βαφόπουλο. Τετράδια Ευθύνης 34, σ. 101.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

«Πραγματική Βασιλεύουσα!»

«Ώσπου άρχισαν να μας υποδέχονται σαν προπομποί της βυζαντινής πρωτεύουσας έρημες ακτές και ξέρες. Ξαφνικά, μείναμε από θαυμασμό με το στόμα ανοιχτό. Όπως γεννά σπάνια η φύση καλλονές, το ίδιο φειδωλή είναι στη δημιουργία μοναδικών τοπίων, όπως η θέα της Κωνσταντινούπολης καθώς την αντικρίσαμε από τη θάλασσα του Μαρμαρά. Έμοιαζε θρονιασμένη πάνω σε επτά λόφους με τους τρούλους της Αγίας Σοφίας σαν κορώνες της, τις τρεις θάλασσες στα πόδια της, να την κυκλώνουν σα φύλακές της πανύψηλα τείχη, τυλιγμένη μέσα στα μαβιά πέπλα του δειλινού. “Πραγματική Βασιλεύουσα!”, έκοψα τη σιωπή»


ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ. (1998). Μεσαιωνικό Τρίπτυχο. Αφηγήματα. Αθήνα: Εστία, σσ. 31-32.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Τα αδύνατα ζητά η ποίηση

«Ας δεχθούμε πως η δομή του κόσμου
είν’ ένας κώνος, που απ’ τη βάση ως την κορφή του
διατρέχεται από μια γραμμή σπειροειδή.

Ο άνθρωπος του οιδιπόδειου αινίγματος
ξεκινά την αυγή, πάνω στ’ αχνάρια της γραμμής,
με τα τέσσερα πόδια. Στα μισά του δρόμου
στυλώνεται στα δυο του, για να ιδεί κατάματα
τον ήλιο του λαμπρού μεσημεριού.
Και το βράδυ φθάνει στην κορφή του κώνου,
σέρνοντας τώρα το τρίτο του ποδάρι,
έτοιμος ν’ αντικρίσει τη μεγάλη δύση.

Αλλ’ έμεινε ατελής του αινίγματος η λύση.
Παραλείφθηκε η εκδοχή της τελευταίας
οριζοντιώσεως. Κι ακόμα η αλληγορία
του λίκνου και του φέρετρου, που ήσαν δεμένα
στις δυο άκρες της σπειροειδούς γραμμής του κώνου.

Ο κόσμος θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύβος,
σαν εκείνον του Καίσαρος, που «ερρίφθη» στο Ρουβίκωνα.
Κι ακόμα θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύκλος,
όμοιος με το αλώνι του Διγενή Ακρίτα.

Το σχήμα του στερνά ο καθείς ανακαλύπτει,
κατά τον κόσμο που στη φύση του ταιριάζει.

Είναι άνθρωποι τετράγωνοι, ίσιοι ή τεθλασμένοι,
που βολεύονται μέσα στο περίγραμμά τους.
Κι είναι άλλοι πρηνείς και πεπλατυσμένοι,
που αρκούνται «μετριοφρόνως» σε μια τάβλα.

Όμως, εγώ επιμένω στου μεγάλου κώνου
το πολυσήμαντο σχήμα, όπου σ’ έναν κύκλο
αλλεπαλλήλων ενιαυτών, τα βήματά μου
οδηγηθήκαν με περίσκεψη προς την κορφή του,
ανάμεσ’ απ’ άνθη, πέτρες και σκιές θανάτου.

Στέκομαι τώρα στο στερνό σκαλί της σπείρας
κι αναμετρώ τα στάδια της μακράς πορείας μου.
Θα ’ναι μάταιο το χέρι μου να υψώσω,
αφού δε βλέπω να μου απλώνεται άλλο χέρι.

Όσοι γνωρίζανε πως στην κορφή του κώνου
του υποχθονίου πυρός έχασκε ο αρχαίος κρατήρας,
ήδη μπορούνε να εξηγήσουν την προτίμησή μου
προς το υπερούσιο σχήμα του μεγάλου κώνου.

Καθώς πια δεν υπάρχει ανάληψη στους ουρανούς,
μου αρκεί το έσχατο πήδημα του Εμπεδοκλέους».



Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ. (1977). «Ο Μεγάλος Κώνος», στο: Τα Επιγενόμενα. Θεσσαλονίκη, σσ. 31-32.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

«Ο Χριστιανισμός εισήλθε στην ιστορική σκηνή σαν μια κοινότης ή κοινωνία, σαν νέα κοινωνική τάξη ή και σαν νέα κοινωνική διάσταση, τουτέστιν σαν Εκκλησία. Οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν δυνατό αίσθημα πως ήταν ένα σώμα. Αισθάνονταν πως ήταν “διαλεχτό γένος”, “έθνος άγιο”, “περιούσιος λαός”, τουτέστιν ακριβώς μια “νέα κοινωνία”, “νέα Πολιτεία”, πολιτεία του Θεού. Μα υπήρχε και μια άλλη, τώρα πολιτεία, μια πραγματικά παγκόσμια και αυστηρά ολοκληρωτική πολιτεία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που αισθάνονταν πως ήταν απλώς η μόνη Αυτοκρατορία. Απαιτούσε να είναι η πολιτεία, που περιλάμβανε όλο τον κόσμο, συγκεντρωτική και μοναδική. Απαιτούσε να έχη τον όλο άνθρωπο στην υπηρεσία της, όπως η Εκκλησία απαιτούσε τον όλο άνθρωπο στην υπηρεσία του Θεού. Δεν θα μπορούσε να παραδεχθή οποιαδήποτε παραχώρηση αρμοδιότητας και εξουσίας, αφού η Ρωμαϊκή Πολιτεία δεν παραδεχόταν αυτονομία ούτε και στη “θρησκευτική σφαίρα” και η θρησκευτική πίστη θεωρήθηκε σαν μια όψη της πολιτικής πίστεως και αναπόσπαστο μέρος της υπακοής στην πολιτεία. Γι’ αυτό το λόγο η σύγκρουση των δύο πολιτειών ήταν αναπόφευκτη».


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ. (2000). Χριστιανισμός και Πολιτισμός, μτφρ. Ν. Σ. Πουρναράς. Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, σ. 34.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Με αέρινο φωτοστέφανο

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Τι θυμήθηκα τώρα. Τον βασιλιά της Blues, τον B. B.King! Σε καιρούς μουσικής βαρβαρότητας αλλά και πολιτιστικής εν γένει κακογουστιάς, ακούγοντας τον μεγάλο αυτόν bluesman, καλό είναι κάπου – κάπου να ανταμώνουμε στα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο. Ο B. B. King υπήρξε ένα μεγάλο εργαστήρι μουσικής κουλτούρας. Οφείλουμε, τουλάχιστον, προς τους νέους μας να τους δείχνουμε τέτοιους δρόμους, με σαλπίσματα ενάντια στα καθιερωμένα. Τραγούδια όπως το «The Thrill Is Gone» και το «You're gonna miss me» παραμένουν αξεπέραστα και διαχρονικά. Από της αιωνιότητας το γαλαξία, με αέρινο φωτοστέφανο, ο μεγάλος bluesman B. B. King σίγουρα θα μας αγναντεύει.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Ένα «νανο-διήγημα;» για την έννοια της συγχώρησης, με πρωταγωνίστρια την μικρή Μαργαρίτα, στη διδακτική πράξη του μαθήματος των Θρησκευτικών

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Δύο τεχνικές διδασκαλίας, ενταγμένες στη βιωματική ή διερευνητική μέθοδο πάντα, βέβαια, με ομαδοσυνεργασία όπου οι μαθητές στο μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ) έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα μια διδασκόμενη έννοια είναι η λεγόμενη «Επιβραδυνόμενη θεώρηση κειμένου» και η «Σκέψου, Συζήτησε, Μοιράσου», κατά τις οποίες (οι μαθητές), μελετώντας ένα εκτεταμένο κείμενο, πρώτα εξετάζουν ένα μέρος του και λίγο μετά βαθμιαία ακολουθεί η ολοκλήρωσή του. Συγχρόνως, μελετώντας το κείμενο, ο καθένας στοχάζεται πάνω σ’ αυτό και μετά με το διπλανό του και όλα τα μέλη της ομάδας του μοιράζεται τη σκέψη του. 
Πριν λίγες ημέρες, διδάσκοντας στην Β΄ Λυκείου την έννοια της συγχώρησης, σε πενταμελείς ομάδες μαθητών/τριών, για μελέτη και επεξεργασία έδωσα το παρακάτω απόσπασμα, από ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο που διάβασα τελευταία. Σε φύλλο εργασίας υπήρχε η εξής δραστηριότητα: οι μαθητές καλούνταν να περιγράψουν τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός μικρού παιδιού, όταν η ευσεβής γιαγιά του το οδήγησε σ’ ένα ναό για να εξομολογηθεί. Οι μαθητές, επίσης, στο φύλλο εργασίας κλήθηκαν να ανακαλύψουν τα αίτια που δυσχέραιναν τη συγχώρηση του μικρού παιδιού από τον ιερέα. Η δραστηριότητα, όμως, δεν σταματούσε εδώ. Ενημέρωσα τους μαθητές πως το εν λόγω απόσπασμα έχει συνέχεια, την οποία θα διαβάσουμε στο επόμενο μάθημα, εξερευνώντας όμως όχι τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του μικρού παιδιού αλλά τη σύνδεση της αγάπης με τη συγχώρηση, αφού καθώς φαίνεται με γλαφυρότητα στο κείμενο, τελικά έλειπε από τον ιερέα.
Η πρώτη αντίδραση που εισέπραξα από μαθήτρια μιας ομάδας, ομολογώ ότι με εξέπληξε. Αν και δεν πήρα ακόμη στα χέρια μου το πρώτο φύλλο εργασίας για αξιολόγηση, την άκουσα να λέγει το εξής αποκαλυπτικό: «Μα κύριε, το παιδί που αφηγείται την πρωτότυπη αυτή ιστορία, αν και την πλάθει με το μυαλό του, ζητά από τον παπά βοήθεια». Βγαίνοντας διάλειμμα, σκεφτόμουν συνέχεια την άποψη της μαθήτριάς μου. Έλεγα μέσα μου ότι κάπου την έχω ξανακούσει ή κάπου την έχω διαβάσει. Ώρες έσπαγα το μυαλό μου να βρω μιαν άκρη. Και πράγματι, αργά το απόγευμα τη βρήκα. Πάει αρκετός καιρός που διαβάζοντας ένα πρωτότυπο βιβλίο, το: Όταν ο Θεός πεθαίνει. Μια συζήτηση, με συγγραφείς τον Αλέξανδρο Κατσιάρα και τη Μάρω Βαμβουνάκη, είχα προσέξει την απάντηση του Αλέξανδρου στην ερώτηση της Μάρως, για το αν η μετάνοια βοηθά; Με τον Αλέξανδρο να της απαντά ότι «η μετάνοια δεν βοηθά, είναι Βοήθεια». Το Β με κεφαλαίο παρακαλώ. 
Έχω την αίσθηση ότι τα φύλλα εργασίας που με παιδαγωγική αγάπη θα κληθώ να αξιολογήσω, θα κρύβουν πολλές, μα πολλές εκπλήξεις. 
Το πρώτο μέρος του αποσπάσματος είναι το εξής: 
[] Μπήκα και έκατσα σε μια καρέκλα. Ο παπάς με κοίταξε, μου είπε μπράβο που πήγα τόσο μικρό παιδί και με ρώτησε: «Υπάρχει κάτι που θέλεις να…;» Πριν τελειώσει όμως την πρότασή του εγώ τα είχα όλα έτοιμα αποβραδίς, πήρα φόρα και: 
«Μια φορά που πήγαμε εκδρομή στο δάσος, εγώ πήγα μόνη μου για εξερεύνηση. Αφού περπάτησα αρκετά, είδα ένα σπιτάκι. Πήγα κοντά και από το παράθυρο είδα μέσα μια γριά κι ένα μικρό παιδάκι. Η γριά αυτή ήταν κακιά και το παιδάκι το τυραννούσε. Το έβαζε να κάνει όλες τις δύσκολες δουλειές, το τάιζε λίγο και το είχε ντυμένο με τα κουρέλια. Τότε εγώ κρύφτηκα και όταν βγήκε το παιδάκι να πάει να μαζέψει ξύλα το πήρα από πίσω και του είπα: ήρθα να σε σώσω. Εκείνο μ’ ευχαρίστησε και καταστρώσαμε ένα σχέδιο δολοφονίας της γριάς. Όταν πήγε το αγοράκι να πάρει νερό από το πηγάδι, έκανε ψέματα ότι του έπεσε ο κουβάς μέσα και φώναξε τη γριά. Εκείνη πήγε κοντά, έσκυψε για να δει και τότε πήγα κι εγώ από πίσω και τον βοήθησα και την πετάξαμε μέσα στο πηγάδι και πέθανε»
Ο παπάς με κοιτούσε και δεν μιλούσε. «Και που έγινε αυτό;» Με ρώτησε. 
«Στο δάσος» του απάντησα. 
Με κοίταζε και δεν μιλούσε. Τον κοίταζα κι εγώ. Στο τέλος μου είπε: 
«Είναι αμαρτία να λέμε ψέματα, το ξέρεις;» 
«Το ξέρω, αλλά εδώ γι’ αυτό ακριβώς ήρθαμε, για να πούμε τις αμαρτίες μας. Κι αφού δεν έχω αμαρτίες και είμαι καλή, είπα να πω ψέματα για να έχω κι εγώ μια αμαρτία να συγχωρεθώ. Θα με συγχωρέσετε;» 
«Δεν συγχωρώ εγώ. Ο Θεός συγχωρεί, κι εσύ είπες ψέματα…» 
«Τα είπα για να συγχωρεθώ». 
«Μετάνιωσες που τα είπες;» 
«Όχι». 
«Τότε δεν μπορείς να συγχωρεθείς» [...] 

Υ.Γ. Γι’ αυτό το βιβλίο, με τις πολύ καλές αφηγηματικές ιστορίες, ήδη έχω γράψει ένα κείμενο, το οποίο λίαν συντόμως θα δει το φως της δημοσιότητας.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Μακρυγιάννη... βίος

«Το ανελέητο της ζωής των Ελλήνων υπό οθωμανική κυριαρχία, και η επακόλουθη σκληρότητα που έδειχναν οι Έλληνες μεταξύ τους, φανερώνεται στα “Απομνημονεύματα” του στρατηγού Μακρυγιάννη, ενός από τους ήρωες του πολέμου της ανεξαρτησίας και, ίσως, του βασικού οργανωτή της επιτυχημένης εξέγερσης, κατά του αυταρχικού καθεστώτος του Όθωνος, του πρώτου βασιλέως του Βασιλείου της Ελλάδος το 1843.
Ο Μακρυγιάννης γεννήθηκε από φτωχούς γονείς στο χωριό Αβορίτη της περιοχής Λιδωρικίου, που βρίσκεται στα βουνά της ανατολικής Αιτωλίας. Όταν ήταν παιδί, το χωριό κτυπήθηκε από ανθρώπους του Αλή Πασά· τρεις άνθρωποι, μαζί και ο πατέρας του Μακρυγιάννη, σκοτώθηκαν στο σπίτι της οικογένειάς του· και οι επιζήσαντες χωρικοί γλίτωσαν τη ζωή τους φεύγοντας από τη Λειβαδιά. Ο Μακρυγιάννης άρχισε να δουλεύει στην ηλικία επτά χρονών. Το 1811, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, βρήκε δουλειά σε ένα καλό εργοδότη στην Άρτα. Εδώ ο Μακρυγιάννης κέρδισε την εμπιστοσύνη των ντόπιων Ελλήνων προεστών και εμπόρων, τους έπεισε να του δανείσουν χρήματα, αυτός τα ξαναδάνεισε στους αγρότες, αγόρασε σιτηρά πριν από τη σοδειά και τα πούλησε στη διάρκεια λιμού τέσσερις φορές πιο πάνω από την αξία που είχε πληρώσει για να τα αγοράσει. Την εποχή που ξέσπασε η Επανάσταση το 1821, όταν ο Μακρυγιάννης ήταν είκοσι χρονών είχε με τέτοιες μεθόδους συσσωρεύσει, με τέτοια μέσα, μια περιουσία σαράντα χιλιάδων γροσίων. Το μόνο σχόλιο που κάνει ο Μακρυγιάννης για τις οικονομικές του δραστηριότητες είναι ότι κέρδισε τόσα χρήματα όσα ήθελε, ότι έγινε οικονομικά ανεξάρτητος και ότι έκανε πολλούς φίλους[1].
Το 1821 ο Μακρυγιάννης μετέθεσε τα ενδιαφέροντά του από την απόκτηση χρημάτων στον πόλεμο και στην πολιτική. Δεν τον πείραζε να χάσει την περιουσία που είχε συγκεντρώσει· στην Επανάσταση έφθασε να γίνει στρατηγός· μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας ήταν ο βασικός υποκινητής στην επανάσταση του 1843 και το 1864, πέθανε φημισμένος και αξιοσέβαστος, αλλά όχι πλούσιος…
[…] Ο Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του το 1829, όταν ήταν 32 χρονών και είχε ήδη γίνει εξέχον μέλος της δημόσιας ζωής του υπό σύστασιν ελληνικού εθνικού κράτους. Δεν παρακινήθηκε από κάποιον άλλον να καταγράψει τις εμπειρίες του· το έκανε αυθόρμητα. Δεν υπαγόρευε, έγραφε τα Απομνημονεύματά του ο ίδιος. Η γλώσσα του, όπως αυτός την έγραφε, κρατήθηκε ομοιόμορφη για μια μακρά χρονική περίοδο – από το 1829 έως το 1850 – στη διάρκεια της οποίας έγραφε. Έγραφε χωρίς καμιά επιτήδευση, ποτέ δεν συνέβη ο Μακρυγιάννης να “εξελληνίσει” τη γλώσσα του ηθελημένα, με τον τρόπο που υποδείκνυε ο Κοραής. Και όμως η δημοτική του Μακρυγιάννη δεν είναι η γλώσσα που θα χρησιμοποιούσε αν η Επανάσταση δεν τον είχε φέρει από την παραδοσιακή ζωή του Ρουμελιώτη αγρότη στις δημόσιες υποθέσεις ενός εθνικού – στην πραγματικότητα διεθνούς – στίβου».

[1] «Απόκτησα ό,τι ήθελα και δεν είχα την ανάγκη αλλουνού· έκατζα εις Άρτα ως δέκα χρόνια, έκαμα πολλούς φίλους», Απομνημονεύματα, Αθήνα 1907, τ. Β΄, σ. 13.


ARNOLD TOYNBEE. (1992). Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, μτφρ. Νίκος Γιανναδάκης. Αθήνα: Καρδαμίτσα, σσ. 281-282, 337. 

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Για τους ασυμμάζευτους φανατικούς, ένθεν κακείθεν, σκληρός πράγματι ο λόγος του Ποιητή



Ελευθερία ή αθεΐα;

«Περιμένουμε να φτάσει η βαλίτσα μου. Πρώτες κουβέντες γνωριμίας: Έμαθε τα αγγλικά εδώ στη Μόσχα, στο Πανεπιστήμιο. Όχι, ποτέ δεν έζησε σε αγγλόφωνη χώρα. Παντρεμένη, έχει δύο παιδιά. Υπάλληλος της Intourist, εργάζεται αυτές τις ημέρες για το συνέδριο που οργανώνει το Πατριαρχείο. 
- Καμιά ιδιαίτερη σχέση με το Πατριαρχείο; 
- Απολύτως καμιά, είμαι άθεη.  
- Άθεη από πεποίθηση ή από άγνοια; 
Χαμογελάει δίχως απάντηση».


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (2006). Η κόκκινη πλατεία και ο θείος Αρθούρος. Αθήνα: Δόμος, σ. 10.

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

«Τι θα γεννήσει τον Έρωτα;»

«Όλα τα σκεπάζει η λήθη. Κονιορτός λογισμών, ασθενέστερος των ονείρων, τη σκιάς, της αύρας που πνέει. 
Αναζητά την ταλάντωση που εκδηλώνεται στην ασυνέχεια. Πυρετός στα χείλη, παγώνει καίγοντας τα σωθικά. Δεν ξέρει που να τοποθετήσει τον εαυτό του κουβαλώντας τη νέκρωση. Αλλού περπατούν τα πόδια, αλλού κατάκειται ο άνθρωπος. Αδύνατη η διάκριση κατεύθυνσης της ψυχής ως προς την αιτούμενη ολοκλήρωση και ευτυχία. Της αφετηρίας και του τέρματος, του εμπρός και του πίσω. 
Τι θα γεννήσει τον Έρωτα; Οφθαλμός ανάμεσα στον ερωτευμένο και τον ποθούμενο. Οίστρος ανίκανος να πορίζεται, πλασμένος από μορφή και αοριστία. Χωρίς χαρακτήρες, πρόσωπα, σκηνικά. 
Η φύση προσφέρει το υλικό, απ’ τη σκοτεινή και μολυσμένη αποσύνθεση, από τις στάχτες του χρόνου, ν’ αναδυθεί αθάνατο το πρόσωπο».


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ. (Μάρτιος 1985). Το άλγος της αφής. Αθήνα: Άγρα, σσ. 20-21. 

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Υψίστη δωρεά η ποίηση

[…] «Θεέ μου, τι γαλάζιο στο νησί
Πως ντύθηκες με τόση αιθρία το ουρανί σου…»




ΓΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΗΣ.(1982]. «Επιθυμία», στο: Το Φωτώνυμο. Αθήνα: Διογένης, σ. 15

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Γραφή ενάντια στη βαρβαρότητα και τη θανατίλα των στερεοτύπων

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Εικοσιεννιά μικρές ιστορίες, πράγματι γης Μαδιάμ, με πρωταγωνίστρια την Μαργαρίτα, η οποία όπως γράφει η συγγραφέας «ερχόταν κάθε βράδυ για να με πάρει στα δικά της μονοπάτια. Στην ξεχασμένη γειτονιά με τα σκαλάκια, στην ξεχασμένη αθωότητα της λογικής». Εικοσιεννιά μικρές ιστορίες, οι οποίες σήμερα, σ’ ένα κόσμο βαρβαρότητας και θανατίλας, έρχονται να ψαύσουν ότι είναι καταδικασμένο και απορριπτέο από την Ιστορία: τον παραλογισμό πολλών στερεοτύπων που εξαπατούν τον άνθρωπο και τον οδηγούν σε αδιέξοδα. Διαβάζοντας κανείς αυτές τις ιστορίες, μεθά με τον τρόπο που γράφονται. Μεθά με τις λέξεις, δίχως να του διαφεύγει το νόημά τους. Κακά τα ψέματα, βιβλία σαν ετούτο, δείχνουν στο βάθος ένα πολιτισμό που δεν θέλει να ταΐζει τον άνθρωπο με ξυλοκέρατα, τουτέστιν πολιτισμό απανθρωπίας. Όποιος σήμερα δεν αντέχει την απάνθρωπη βακχεία, οφείλει να βρει την προσωπική του Μαργαρίτα. Να είναι σίγουρος ό,τι θα τον οδηγεί σε ατραπούς ανηφορικούς, φτάνει να έχει διάθεση να την ακούει. Στη Μαργαρίτα, νομίζω, πως ταιριάζουν δύο στίχοι του Νίκου Καρούζου: «Δεν κεράστηκε άνθρωπος / όσο μέσ’ στο ξημέρωμα». Και τέτοια ξημερώματα θα βρει πολλά ο αναγνώστης στο βιβλίο της κας Ρασβίτσου. Πρόκειται για ένα πανέμορφο βιβλίο. Διαβάζεται απνευστί! Θα επανέλθω, σύντομα, με περισσότερες σκέψεις.

Βαθμοί, σήμερα... του Α΄ Τετραμήνου...

«Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εν τούτοις) και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν εν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, εν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) - το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα – Ωμέγα».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ. (1997). «Η σιωπή», στο: Οκτάνα. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 7.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ψαλτική Τέχνη· ιερή τέχνη, στους ρυθμούς του Κτίστη, ορθώς και μουσικώς

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Κάθε απόπειρα προσδιορισμού των χαρακτηριστικών της σημερινής εικόνας της ψαλτικής τέχνης, κυρίως αυτής που κάθε Κυριακή ο πιστός βιώνει όταν εκκλησιάζεται σ’ ένα ναό, δεν μπορεί παρά να γίνεται σε σύγκριση με τη μακραίωνη παράδοση της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μουσικής. Εδώ, είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε γενικά (για τη βυζαντινή μουσική) και ειδικά (για την ψαλτική τέχνη), τη σημερινή εικόνα από την παλαιότερη, την παραδοσιακή όπως συχνά την ονομάζουμε, η οποία διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέσα στους αιώνες. Σήμερα, όμως, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα, που ενώ όλοι το βλέπουμε, δυστυχώς δεν κάμουμε σχεδόν τίποτα για να το επιλύσουμε. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς γεγυμνασμένα εκκλησιαστικά και θεολογικά κριτήρια για να διαπιστώσει την τραγική εικόνα που παρουσιάζουν αρκετοί ψάλτες κατά τις ώρες τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Οι νεωτερισμοί τους είναι αρκετοί και προκαλούν, γιατί βεβηλώνουν την ιερότητα της βυζαντινής μουσικής και δείχνουν μια εικόνα ψαλτικής τέχνης άκρως απογοητευτική. 
Ένας από αυτούς τους νεωτερισμούς είναι η αντικατάσταση των λειτουργικών βιβλίων με tablet, όπου με εγκατεστημένη τη βυζαντινή σημειογραφία, οι ψάλτες τοποθετούν στα αναλόγια και ψάλλουν μέσα από αυτά, προκαλώντας μάλιστα τον εκκλησιαζόμενο πιστό να ακούει έναν ψεύτικο ήχο κρατημάτων και τεριρέμ. Η απογοήτευση γίνεται ακόμη πιο ισχυρή και από την κομπορρημοσύνη αρκετών ψαλτών, που με ύφος πολλών καρδιναλίων, ψάλλουν λες και βρίσκονται στη Σκάλα του Μιλάνου. Ετούτη την κομπορρημοσύνη, αν ζούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος και ο Φώτης Κόντογλου, θα την καυτηρίαζαν με την πρέπουσα γλώσσα. 
Δυστυχώς, καθώς φαίνεται, και ο εκκλησιαστικός χώρος έχει αλωθεί από τα επιτεύγματα και τη μη λελογισμένη χρήση της τεχνολογίας. Κι όχι μόνο με τη χρήση των tablet στα αναλόγια αλλά και με τη χρήση των μεγαφώνων εντός και εκτός των ναών, των οποίων η μη συνετή χρήση, θυμίζει «ψάλτες» μουεζίνηδες σε τζαμί. Επειδή, λοιπόν, οι ψάλτες αναλαμβάνουν το έργο της ιερής υμνωδίας, που εντός της Θείας Λειτουργίας σκοπό έχει να αποδεσμεύσει τον πιστό χριστιανό από τα εγκόσμια – σ’ αυτό άλλωστε συμβάλλει η λειτουργική γλώσσα, ο εικονογραφικός διάκοσμος και προπάντων η βυζαντινή μουσική - καλόν είναι να σέβονται τη μακραίωνη παράδοση της εκκλησιαστικής μουσικής και να μην αποβλέπουν στην επίδειξή τους προς τους εκκλησιαζόμενους πιστούς και στον έπαινο από αυτούς. Κι ετούτο το λέγω διότι πολλοί είναι οι εκκλησιαζόμενοι που προβαίνουν σε επαίνους και φιλοφρονήσεις προς τους ψάλτες, επειδή οι τελευταίοι έχουν το προσόν της καλής φωνής, ενώ πολλές είναι οι περιπτώσεις που τους λείπει το προσόν της γνώσης της υμνογραφίας και της υμνολογίας. Όχι τίποτε άλλο αλλά η Θεία Λειτουργία είναι μια προσωπική συνάντηση όλων των πιστών με το Θεό. Γι’ αυτό ας έχουν κατά νου το εξής απλό: ο Θεός δεν ενεργεί μόνο μέσω αυτών και των ιερέων αλλά κυρίως μέσω της προσευχόμενης συνάξεως των πιστών. Υπ’ αυτή την έννοια ας είμαστε πιστοί στον παπαδιαμαντικό λόγο, που θέλει τη βυζαντινή μουσική: «μουσική των Αγγέλων».

Υ.Γ. Ευχαριστώ τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Γιώργο Βαρδαβά που μου θύμισε την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για απαγόρευση των ηλεκτρονικών συσκευών στη Θεία Λατρεία· βλ. (εδώ) και (εδώ)

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

«Αλίμονο στην προσευχή που δεν μπόρεσε να βρη το Θεό της»

«Κάθε προσευχή γυρεύει το Θεό της. Κάθε χέρι που απλώνεται με λαχτάρα, περιμένει ένα άλλο χέρι που θα δεχτή το θησαύρισμα της προσφοράς. Αλίμονο στην προσευχή που δεν μπόρεσε να βρη το Θεό της. Αυτή έκανε τον απελπισμένο Κάιν να σκοτώση τον αδελφό του πλάι στο βωμό που ο καπνός της θυσίας του χαμοβόσκαγε στα χώματα απαράδεχτος απ’ τον ουρανό. Οι ώρες πέφτουν η μια μέσα στην άλλη. Η σιωπή βαθαίνει τη σιωπή. Είναι μια μικρή ήσυχη φωνή. Φτάνει από μακριά και γεμίζει τη νύχτα από γλυκιά αγωνία»

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ. (1964). «Εσπερινός», στο: Πτερόεντα: Χρονογραφήματα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 69.