Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

Νίκος Καζαντζάκης και Ευρώπη



Σκίτσο της Ελένης Λαμπρίδη, μαθήτριας της Α΄ Λυκείου στο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Με αφορμή την Επιστημονική Ημερίδα, που θα γίνει το Σάββατο 11 Μαρτίου 2023, με θέμα: «Ο Ευρωπαίος Νίκος Καζαντζάκης μέσα από τις μεταφράσεις των έργων του», την οποία διοργανώνει το Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο πλαίσιο της συμμετοχής του στο Δίκτυο EPAS Σχολεία Πρεσβευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Υπό την Αιγίδα της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Θα μιλήσουν:
  • Νίκη Σταύρου· Κάτοχος Πνευματικών Δικαιωμάτων των έργων του Νίκου Καζαντζάκη.
  • Θεόδωρος Γραμματάς· Καθηγητής Θεατρολογίας. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΕΚΠΑ
  • Αφροδίτη Αθανασοπούλου· Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Φιλοσοφική Σχολή. Πανεπιστήμιο Κύπρου.
  • Παντελής Κογιάμης· Μουσικός. Διευθυντής Ορχήστρας Βιέννης.
  • Απόστολος Πούλιος· Δρ Γλωσσολογίας ΕΚΠΑ
Το πρόγραμμα της Επιστημονικής Ημερίδας θα ανακοινωθεί τις επόμενες ημέρες.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Φιλάνθρωπος - «Άρχοντας» Θεός

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Μετάνοια και συγχώρηση είναι θύρες του Ευαγγελίου, σημεία της φιλανθρωπίας του Θεού, τρόπος ζωής και αδιάκοπη επιστροφή στο Θεό. Πλείστα όσα τα περί μετάνοιας και συγχώρησης κείμενα στη βιβλική και πατερική παράδοση. Ο Ολιβιέ Κλεμάν, στο περισπούδαστο βιβλίο του Η Θεολογία μετά το “θάνατο του Θεού”, στην παλαιά καλή έκδοση του 1973, στη γνωστή θεολογική σειρά «Σύνορο», γράφει ότι ο Χριστιανισμός δεν διαδραματίζεται ανάμεσα στους κανόνες του καλού και του κακού. Απεναντίας, βρίσκεται ανάμεσα στον μετανοήσαντα και στον αμετανόητο ληστή, δεξιά και αριστερά του Εσταυρωμένου Χριστού!
Αλλά και στη λογοτεχνία πλείστα όσα είναι τα κείμενα για τη μετάνοια και τη συγχώρηση. Κορυφαίος όλων των λογοτεχνών ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Στο περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τεύχος 160, (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2021), ο Σωτήρης Γουνελάς γράφει ένα ωραίο άρθρο για τη θυσία, την αγάπη και τη συγχώρηση στον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα. Είναι από τα καλύτερα άρθρα που έχω διαβάσει τελευταία για τον Ντοστογιέφσκι. 
Ωστόσο, το πλάτεμα της μετάνοιας και της συγχώρησης μπορεί κανείς να το βρει και στον μεγάλο Κρητικό, τον Νίκο Καζαντζάκη. Στον Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, το παρακάτω απόσπασμα καταδεικνύει πως ο μετανοημένος άνθρωπος βρίσκεται σε τέλεια αρμονία και κοινωνία με τον Δημιουργό του!


ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. (1964). Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, σσ. 134-135.

Για την ενδοοικογενειακή βία. Μια θεολογική ματιά




Κυριακή της Τυρινής







Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο, μτφρ. Ντίνος Χριστιανόπουλος, εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 1996, σσ. 20-23.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Με αφορμή τη χθεσινή ημέρα του δικαιώματος στην εργασία

«Η αξία του εργάτη ανταποκρίνεται στην αξία της εργασίας. Έτσι η εργασία είναι ιερή. Ο εργάτης μοιάζει να είναι πιο κοντά στη βιβλική έννοια της προέλευσης του αμαρτωλού-μας κόσμου. Κερδίζει το ψωμί-του με τον ιδρώτα του προσώπου-του. Η ύπαρξή του έχει την ίδια αιτία με την εργασία. Ο εργάτης σηκώνει πάνω-του το βάρος της ύπαρξής του και σ’ αυτόν συγκεντρώνεται η “μέριμνα” του κόσμου, που ο Heidegger θεωρεί σαν το νόημα της ζωής. Ο εργάτης δεν έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής, κι από τη ζωή ξέρει μόνο τα βασικά. Περισσότερο από κάθε άλλον, η ύπαρξή του μαρτυρεί πως η ζωή του ανθρώπου κυλά σ’ έναν ξεπεσμένο και αμαρτωλό κόσμο, σ’ ένα κόσμο υποταγμένο σε μια φοβερή αναγκαιότητα. Ο εργάτης σπάνια εξασφαλίζει κατάλληλο για δημιουργική ενασχόληση ελεύθερο χρόνο».


NICOLAS BERDIAEFF. (1986). Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα. μτφρ. Βασίλειος Τ. Γιούλτσης. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, σ. 160.

Ο αστός «δεν αποδέχεται το μυστήριο του Γολγοθά. Η μεγαλειώδης υπεροχή του αστού βασίζεται πάνω στην απιστία-του κι ακόμη κι όταν έχει δει και ψηλαφίσει. Αλλά τι λέω; Στην αδυναμία-του να δει και να πιστέψει. Ο αστός είναι ειδωλολάτρης, ζει δούλος του ορατού. Ειδωλολατρία είναι η προτίμηση του ορατού από το αόρατο. Για τον αστό το έργο του Θεού γίνεται θεός κι απόλυτο. Ο αστός ήταν που πάνω στο Γολγοθά σταύρωσε το Χριστό· αυτό ήταν που πάνω στο Γολγοθά χώρισε τον κόσμο από το Χριστό, το χρήμα από τους φτωχούς».


Ν. ΜΠΕΡΝΤΙΑΕΒ. (1992). «Για το πνεύμα του αστισμού», στο: Η μοίρα της κουλτούρας, μτφρ. Τάσος Πανταζής. Αθήνα: Αστρολάβος / Ευθύνη, σσ. 40-41.

I Put a Spell On You

 

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Καζαντζάκης και Γλώσσα

Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΑ· Φιλολόγου – Συγγραφέα του βιβλίου Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη [*]

«Ποιος να παραβγεί μαζί του στη γνώση της νεοελληνικής, στη γλωσσοπλαστική δύναμη, στην ποιητική ευαισθησία;» διερωτάται με ρητορικό ύφος ο ομηριστής καθηγητής Ιωάννης Κακριδής στον πρόλογο της μετάφρασης της ομηρικής Οδύσσειας από τον ίδιο και τον Καζαντζάκη [Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα: 1996].
Το 1913 ο τριαντάχρονος Καζαντζάκης μεταφράζει το έργο «Συνομιλίες με τον Γκέτε» του Γερμανού ποιητή Johann Eckermann (1792 ‒ 1854) και παραθέτει ένα απόσπασμα που φαίνεται να ασπάζεται πλήρως και ο ίδιος ο μεταφραστής: «Όταν ανώτερον πνεύμα προαισθανθεί ή διακρίνει με το οξύ του βλέμμα την ενδόμυχη εργασία της φύσεως, τότε η γλώσσα που του μετεβιβάσθη δεν του αρκεί πια να εκφράσει τόσο ανώτερες από την ανθρωπότητα ιδέες. Θα του εχρειάζετο η γλώσσα των πνευμάτων. Αλλʼ επειδή δεν την γνωρίζει, πρέπει να αρκεσθεί στις ανθρώπινες εκφράσεις, που είναι όμως ανεπαρκείς και κατεβάζουν ή αλλοιώνουν τις ιδέες του για τις νέες σχέσεις που αυτός ανεκάλυψεν».
Ο Καζαντζάκης ένιωθε «ανώτερον πνεύμα» και ως τέτοιο θέλησε να είναι «μόνος» και «ο μόνος» σε όλο του το έργο. Η φλογερή ιδιοσυγκρασία του, η πολυσύνθετη προσωπικότητά του, δεν ικανοποιόταν με τη λογοτεχνική γλώσσα της εποχής του, την οποία θεωρούσε κοινή και τετριμμένη από την καθημερινή χρήση. Με κάθε ευκαιρία εκδήλωνε τον γλωσσικό «σκεπτικισμό» του, τη δυσαρέσκειά του για την αδυναμία, την ανεπάρκεια της ανθρώπινης γλώσσας να εκφράσει τα εσωτερικά βιώματα του ανθρώπου.
Για τον Καζαντζάκη οι υπάρχουσες λέξεις ήταν λίγες, οι εκφράσεις φτωχές, ο συνειρμός των ιδεών νωθρός. Θέλησε να γκρεμίσει και να ξαναχτίσει με τα ίδια δομικά υλικά ένα νέο εκφραστικό μέσο ‒ μια άλλη γλώσσα πιο δυνατή και πιο ικανή να αποδώσει τις ιδέες του. Προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα της έκφρασης των ιδεών του, κατέφυγε «σε ό,τι καλύτερο, βαθύτερο έχει η ράτσα μας, στη δημοτική γλώσσα, τη μεγάλη αρχόντισσά μας και δροσερή συνάμα παρθένα χωριατοπούλα μας», αναφέρει, «γλώσσα μορφωτική της καρδιάς και του νου, τη γλώσσα της μητέρας, που είναι μέσα στο αίμα και στην ψυχή μας και που μόνη μπορεί να μας συγκινήσει και να ξυπνήσει μέσα μας τις μεγάλες ορμές της φυλής μας».
Δίνοντας διέξοδο στην εσωτερική του ανάγκη να διατυπώσει τις σκέψεις, τις ιδέες, τις αγωνίες, τις ανάγκες, τα συναισθήματα και το όραμά του για τον κόσμο, καταδύθηκε σε όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα και προπάντων στο απαράμιλλο σε πλούτο και λογοτεχνική καλλιέργεια ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του της Κρήτης, καθώς επίσης και σε ό,τι λαμπρότερο έχει αποθησαυρίσει η λογοτεχνική μας κοινή γλώσσα, αλλά και πέρα από αυτά σε ολόκληρο τον άπλαστο ακόμη κόσμο των γλωσσοπλαστικών δυνατοτήτων της νεοελληνικής.
Ο Ιωάννης Κακριδής, στη μελέτη του Η μετάφραση της Ιλιάδας, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το 1956, αναφέρεται στην ξεχωριστή γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο και τον Καζαντζάκη κατά τη μετάφραση της ομηρικής Ιλιάδας˙ η άποψη που εκφράζει μας ενδιαφέρει, διότι εν πολλοίς ερμηνεύει τη συνολική στάση του Καζαντζάκη απέναντι στη γλώσσα˙ σημειώνει ο Κακριδής: «Όταν γυρεύεις νʼ αποφύγεις τη γλώσσα της αγοράς και φυσικά δεν μπορείς να πλάσεις μια δική σου αποξαρχής γλώσσα ικανή να σε εκφράσει, πού αλλού θα καταφύγεις, αν όχι στον παλαιότερο γλωσσικό θησαυρό του λαού σου, στα διαλεχτικά στοιχεία και στους ‒κατανοητούς κατά κάποιον τρόπο‒ νεολογισμούς; Σε κάθε γλώσσα τα αρχαϊκά και τα ιδιωματικά δάνεια και οι νεολογισμοί εκπληρώνουν όλα τα αιτήματα της ποιητικής λέξης: είναι στοιχεία άτριφτα, ασυνήθιστα, όχι με το πρώτο άκουσμα κατανοητά και γιʼ αυτό φορτισμένα συναισθηματικά. Πρόσθετο συναισθηματικό βάρος παίρνουν τα αρχαϊκά στοιχεία, όταν είναι δανεισμένα από πιο παλιά, ποιητικά πάλι κείμενα».
Σε άλλο σημείο της ίδιας μελέτης ο Κακριδής κάνει αναφορά στις ασυνήθιστες λέξεις ενός κειμένου (ασυνήθιστες είτε στον σχηματισμό τους είτε στη σημασία τους), τις λέξεις που ο αναγνώστης δεν τις καταλαβαίνει αμέσως, γιατί δεν τις χρησιμοποιεί στην ομιλία του. Ο Κακριδής υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης, στην προσπάθειά του να κατανοήσει καθεμία από αυτές τις ασυνήθιστες λέξεις, εντείνει την προσοχή και τη φαντασία του, με αποτέλεσμα πιο πολύ να ευχαριστιέται παρά να δυσαρεστείται˙ κι αυτό γιατί όσο ευκολότερα κατανοητή είναι μια λέξη, όσο κανονικότερος ο σχηματισμός της, τόσο λιγότερο κατάλληλη είναι να ερεθίσει τη φαντασία του, τόσο πιο απογυμνωμένη είναι από συναισθηματικό χρώμα. Αντίθετα, η ασυνήθιστη λέξη θα του κινήσει περισσότερο τη φαντασία, θα του αναστήσει το νόημα εντονότερα, θα προκαλέσει στην ψυχή του βαθύτερη χαρά και αν είναι «εραστής» του ελληνικού λόγου, θα σταθεί ώρα πολλή με θαυμασμό σε καθεμιά φράση και θα γυρέψει να ξαναζωντανέψει όλα τα κινήματα της λαϊκής ψυχής που οδήγησαν στη δημιουργία της, καταλήγει ο Κακριδής.
Ο Καζαντζάκης εξαρχής απέφυγε τη χρήση της κοινής χιλιοειπωμένης λέξης και συστηματικά προτίμησε γλωσσικούς τύπους σπάνιους και απροσδόκητους ως πιο έντονα εκφραστικούς με σκοπό να επιτύχει μεγαλύτερη έμφαση αλλά και να δώσει ξεχωριστή φωνή στη σκέψη του. Από άπειρη αγάπη για τη νεοελληνική γλώσσα διέσωσε δεκάδες σπάνιες, άγνωστες ελληνικές λέξεις και μας τις προσέφερε θερμές, ζωντανές, όπως έζησαν στο στόμα του λαού. «Σε μια τόσο βιαστική και άναντρη εποχή όπου αφήνουν και τα πρωτοπαλλήκαρα ακόμη αδιαφέντευτη την εξαίσια γλώσσα μας, προσπάθησα όσο μπορούσα με έρωτα κι αγώνα και μεγάλη προσοχή να περιμαζέψω τα σκορπισμένα μέλη της και να της δώσω όση πνοή μπορούσα», ομολογεί στην Καθημερινή το 1939.
Πρόθεσή του ήταν να σοδιάσει όλο τον πλούτο της δημοτικής, γιʼ αυτό στα διαλείμματα της δημιουργικής του πράξης θησαύριζε λέξεις, γνώσεις, εκφραστικούς τρόπους από τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα. Ο πλούσιος γλωσσικός θησαυρός που είναι συσσωρευμένος στα έργα του προέρχεται από όλες τις ελληνικές γωνιές, από πολυάριθμα λαϊκά κείμενα, από τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, παραδόσεις του Μοριά, της Κύπρου, του Πόντου, της Ρούμελης, από βυζαντινά κείμενα και τραγούδια, από την κρητική προφορική παράδοση και τη λογοτεχνική παραγωγή. Πίσω από κάθε λέξη που χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης ζει και αναπνέει ένας κόσμος ζεστός, αισθητός, χειροπιαστός, ένας κόσμος ελληνικός.
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και σε πολλά νησιά της και με μεγάλη αγάπη και φροντίδα συγκέντρωσε σημειωματάρια ολόκληρα γεμάτα λέξεις από κάθε περιοχή, ώσπου ετοίμασε ένα ογκώδες λεξικό της δημοτικής, που όμως κανένας εκδότης δεν τόλμησε να το εκδώσει, τονίζει ο μεταφραστής του στην αγγλική γλώσσα Kimon Friar.
«Να γυρίζεις την Ελλάδα με τεντωμένο το αφτί, νʼ ακούς από το στόμα του λαού τη λέξη την παρθένα ακόμα, χιλιάδες χρόνια αμουντζάλωτη από το μελάνι, και να την παίρνεις μαζί σου, όπως κλέφτουμε τη γυναίκα που αγαπούμε, με κουρσάρικη αναγάλλια! Να σκαρφαλώνεις βουνά, να πεινάς, να διψάς, να ʼσαι κατάκοπος, και ξαφνικά να τα ξεχνάς όλα, γιατί αντάμωσες ένα βοσκό και σε φίλεψε μιαν άγνωστη «περίλαμπρη» λέξη! Μονάχα όποιος αγαπάει τη δημοτική μας γλώσσα με τόσο πάθος νιώθει πως δεν πειράζει που γεννήθηκε, δεν πειράζει πως παλεύει χωρίς βοήθεια μέσα στην αμάθεια, την τεμπελιά και την αδιαφορία της ράτσας του. "Οὐ νέμεσις τοιῇδε ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν"». (από το Ταξιδεύοντας - Αγγλία)
Η εποχή που ζει και δημιουργεί ο Καζαντζάκης είναι περίοδος έντονων γλωσσικών αγώνων, η δημοτική δέχεται οξύτατη επίθεση και ο δημιουργός μας την υπερασπίζεται με πάθος και αδιαλλαξία. Σε κείμενό του το 1914 που δημοσιεύεται στο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου» αναπτύσσει την άποψή του για το γλωσσικό ζήτημα της εποχής παίρνοντας θέση υπέρ της δημοτικής γλώσσας˙ παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Οι δασκάλοι λένε: "Τίποτα ωραιότερο από τα έργα των προγόνων μας. Η γλώσσα τους, η φιλολογία τους, η τέχνη, όλα τους είναι τέλεια. Ό,τι έχομε εμείς σήμερα, γλώσσα, φιλολογία, τέχνη, είναι χυδαίο και βάρβαρο. Και πρέπει να πετάξομε πέρα και να γυρίσομε πίσω αντιγράφοντας τους προγόνους". Εμείς λέμε: "Τίποτα ωραιότερο από τα έργα των προγόνων μας. Η γλώσσα τους, η φιλολογία τους, η τέχνη, όλα τους είναι τέλεια. Κι έχομε μεγάλο καθήκον, γιατί φέρνομε μεγάλο όνομα και πρέπει διπλά από τους άλλους λαούς να εργαστούμε, για να κάμομε κάτι τι αντάξιο των προγόνων. Γιατί η ζωή πηγαίνει μπροστά και ποτέ δε γυρίζει πίσω. Και γιʼ αυτό να τους αντιγράψομε και να τους παπαγαλίζομε, ούτε δυνατόν είναι, ούτε και πρέπει. Δεν είναι δυνατό, γιατί νόμος φυσικός είναι όλα νʼ αλλάζουν με τον καιρό και κάθε εποχή να ʼχει δική της εξέλιξη και στη γλώσσα και στη φιλολογία και στην τέχνη. Ούτε και πρέπει, γιατί αν έχομε φιλοτιμία, πρέπει κάτι κι εμείς δικό μας να κάμομε συνεχίζοντας κι όχι αντιγράφοντας το έργο των προγόνων". Συγκρίνετε τώρα. Και πέστε ποιος καλύτερα αντιλαμβάνεται, εμείς ή οι δασκάλοι, τα καθήκοντα που μας επιβάλλει το μεγάλο όνομα που φέρνομε;».
Ο Καζαντζάκης μεθάει από τη γλώσσα του λαού, η οποία ερεθίζει και τέρπει τη φαντασία του με την παραστατική της δύναμη, κάνει φανερή την ενιαία φύση του Έλληνα και αποκαλύπτει την ψυχή του λαϊκού πολιτισμού. «Να μιλάς τη γλώσσα της μάνας σου μπορεί να ʼχει ανυπολόγιστη επίδραση στο φωτισμό και στο ξεσκλάβωμα της ψυχής σου. Γιατί νιώθοντας με ακρίβεια τη σημασία που έχουν τα λόγια, προσπαθείς να χρησιμοποιείς εκείνα μονάχα που ταιριάζουν. Κι έτσι ξεσκαλίζεις βαθύτερα την ψυχή σου και ξεσκαλίζοντάς την τη φωτίζεις και δίνεις νόημα και στις πιο δυσκολοξεδιάλυτες κρυφές σου επιθυμίες. Τι θα πει: τους δίνεις νόημα; Τις ανεβάζεις από το σκοτεινό ανώνυμο πλήθος, τις ξεχωρίζεις από τις παρόμοιές τους, τους δίνεις σώμα, δεν μπορούν πια να χαθούν στην αοριστία, τις σώζεις. Και σώζοντάς τις, σώζεις σιγά σιγά και λευτερώνεις την ψυχή σου» (από το Ταξιδεύοντας - Αγγλία).
Στην Αναφορά στον Γκρέκο κάνει λόγο για λέξεις - σύμβολα που συνειρμικά πυροδοτούν τη φαντασία του και ανακινούν από το παρελθόν μνήμες και βιώματα που έχουν στιγματίσει τη ζωή του ανεξίτηλα: «Έγραψα τη λέξη σφαγή και σηκώθηκε η τρίχα μου˙ γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήμουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράμματα της αλφαβήτας κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή μεγάλη και πόδια που κλοτσούσαν τις πόρτες και πρόσωπα φριχτά που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι˙ κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες γονατιστοί γέμιζαν το τουφέκι. Και μερικές άλλες λέξες, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ και δάκρυο κι απάνω τους είναι σταυρωμένος αλάκερος λαός˙ οι λέξες: ελευτερία, Άι-Μηνάς, Χριστός, επανάσταση...». «Βαριά κι άχαρη η μοίρα του ανθρώπου που γράφει˙ γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξες, να μετατρέπει δηλαδή τη μέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτικιά δύναμη˙ για να βρεις τι θέλει να πει, πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει».
Αυτή, ακριβώς, η εξομοίωση της λέξης με οβίδα, που μόνον όταν εκρήγνυται απελευθερώνει τη φυλακισμένη μέσα της ψυχή (του δημιουργού), καταδεικνύει την ιδεολογική θέση του Καζαντζάκη και κατά συνέπεια την ενσυνείδητη στάση του απέναντι στη γλώσσα ως εκφραστικό όργανο της τέχνης του.
Από ένα ταξίδι του στη Σπάρτη μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό που έχει ως θέμα την ανεπανόρθωτη απώλεια μιας λέξης: «Είχαμε σταματήσει με το Σικελιανό απέξω από τη Σπάρτη. Είχε πάρει το μάτι μας ένα παράξενο λουλούδι απάνω σʼ ένα φράχτη και καθίσαμε να το κόψουμε. Τα παιδιά μαζώχτηκαν γύρα μας.
-Πώς το λεν αυτό το λουλούδι; ρωτούμε.
Κανένας δεν ήξερε. Τότε πετιέται ένα μελαχρινό αγοράκι:
-Η θεια το Λενιό θα ξέρει! είπε.
-Πήγαινε να τη φωνάξεις! του λέμε.
Το αγοράκι έτρεξε προς την πολιτεία κι εμείς περιμέναμε κρατώντας το λουλούδι. Το καμαρώναμε, το μυρίζαμε, μα ήμαστε ανυπόμονοι, λαχταρίζαμε τη λέξη. Και να, σε λίγο το παιδί έφτασε.
-Η θεια το Λενιό, είπε, πέθανε προχτές.
Η καρδιά μας σφίχτηκε. Νιώσαμε πως είχε πεθάνει μια λέξη˙ πέθανε και δεν μπορεί κανένας πια να την τοποθετήσει σʼ ένα στίχο και να την κάμει αθάνατη. Τρομάξαμε. Ποτέ θάνατος δε μας φάνηκε τόσο ανεπανόρθωτος. Κι αφήκαμε το λουλούδι απάνω στο φράχτη, απλωτά, σαν πτώμα» (από το Ταξιδεύοντας - Ο Μοριάς).
Το 1945 σε επιστολή του στον Ιωάννη Κακριδή ομολογεί: «Τρελαίνουμαι για κάθε ζωντανή λέξη της δημοτικής, τη λυπούμαι, θέλω να την τοποθετήσω σʼ ένα κείμενο να μη χαθεί».
Ακριβώς έτσι λειτούργησε γλωσσικά ο Καζαντζάκης:
- Από απεριόριστη αγάπη για τη δημοτική, από ερωτική λατρεία για τη ζωντανή, άδολη γλώσσα της μάνας μας, τη γλώσσα της ζωής και γλώσσα της αλήθειας, όπως τη χαρακτήρισε ο Κωστής Παλαμάς, χρησιμοποίησε σε όλα τα έργα του το πολύ πλούσιο γλωσσικό υλικό που έκανε κτήμα του από την ανάγνωση και μελέτη παλαιότερων μνημείων της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από καταγραφές του λαϊκού προφορικού λόγου στις οποίες προέβαινε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του από άκρη σε άκρη της ελληνικής υπαίθρου (απευθείας από το στόμα χωρικών, βοσκών, ψαράδων, χειροτεχνών), αλλά και από υλικό που συγκέντρωναν για χάρη του φίλοι και γνωστοί του.
- Προέβη σε ανασύνθεση, αναδημιουργία και συχνά απρόβλεπτη χρήση κοινών ή λιγότερο κοινών λέξεων. Για τον Καζαντζάκη η λέξη ήταν ταυτόχρονα κυριολεξία, εικόνα και μεταφορά˙ μάλιστα, κυριολεκτούσε ακριβώς τη στιγμή που μετέφερε. Λέξεις που τις είχαμε συνηθίσει σε ορισμένους κύκλους σημασιών ξαφνικά μεταφέρονταν από τον Κρητικό διανοητή σε εντελώς διαφορετικούς και απροσδόκητους κύκλους με αποτέλεσμα η έκφραση να κερδίζει έτσι μιαν απίστευτη ζωντάνια.
- Επέδειξε σπάνια γλωσσοπλαστική ικανότητα, λεξιλογικό δημιουργικό οίστρο, ικανότητα να ανακαλύπτει και να δημιουργεί νέες λέξεις, νέες σημασίες, νέες εκφραστικές δυνατότητες.
Όλος αυτός ο ανεπανάληπτος γλωσσικός «πακτωλός» χωρίς προηγούμενο και φυσικά χωρίς συνέχεια που χρησιμοποίησε στα έργα του ο Καζαντζάκης εμπλούτισε από γλωσσική άποψη τη νεοελληνική λογοτεχνία, ενίσχυσε την κοινή δημοτική, απέδειξε τις ευρείες εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας με τη γόνιμη αξιοποίηση του αστείρευτου πλούτου της λαϊκής προφορικής και γραπτής γλωσσικής παράδοσης και τη δημιουργία ενός εκτενούς λεξιλογίου λεπτής νοηματικής απόχρωσης και θαυμαστής παραστατικής δύναμης. Χάρη σε αυτή τη στάση του Καζαντζάκη μάς δίνεται η ευκαιρία να γευτούμε τη γοητεία της «κιβωτού», θα μπορούσαμε να πούμε, της νεοελληνικής λαϊκής γλώσσας, μας παρέχεται η δυνατότητα να απολαύσουμε το σφρίγος και την αρετή του ανεκτίμητου γλωσσικού θησαυρού της παλαιότερης προφορικής και γραπτής λαϊκής μας παράδοσης, που διέσωσε από την αφάνεια θηρεύοντάς τον από το στόμα απλών, αγνών ανθρώπων και στη συνέχεια διοχετεύοντάς τον με αγάπη και καλαισθησία στα λογοτεχνικά έργα του ο συγκεκριμένος πνευματικός δημιουργός.
Επιλογικά: Ο Καζαντζάκης επιδίωξε τη γλωσσική τελειότητα, επέμεινε χωρίς φειδώ κόπου στην εκφραστική αρτιότητα των έργων του, βασάνισε όσο λίγοι το πνεύμα και το σώμα του, με σκοπό να επιτύχει το πιο κατάλληλο ένδυμα με το οποίο θα έντυνε τα δημιουργήματά του˙ υπήρξε πολύ προσεκτικός στη χρήση της γλώσσας των έργων του και από τους ελάχιστους δημιουργούς που αναζήτησαν τη λέξη με τόσο φανατική προσήλωση και επιμονή, προκειμένου να της δώσει «αυθύπαρκτο νόημα και ολοκληρωμένη ζωή»˙ με τρόπο αξιοθαύμαστο σμίλεψε τη γλώσσα και το ύφος σε όλα τα λογοτεχνήματά του κι αυτό είναι που τον κατατάσσει στους ευάριθμους χαρισματικούς αριστοτέχνες του ωραίου λόγου διεθνώς. Το πνευματικό αποτύπωμά του είναι ιδιαίτερο, ενδιαφέρον, σημαντικό και μοναδικό˙ χάρη σε αυτόν και ύστερα από αυτόν πιστεύω ακράδαντα ότι η δημοτική γλώσσα, ο ελληνικός Λόγος και ο παγκόσμιος πνευματικός πολιτισμός έχουν κερδίσει σε ομορφιά, σε δύναμη και σε αρετή, όπως θα σημείωνε ο Ιωάννης Κακριδής.


[*] Εισήγηση στην εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου για τα 140 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη, στις 18 Φεβρουαρίου 2023, στην Αίθουσα Τελετών του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Εξεζητημένος Ρεαλισμός

Γράφει η Μαρία – Αργυρώ Πρώια[*]


Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει τα Απομνημονεύματά του και τρεις μήνες μετά αρχίζει να συνθέτει τα Οράματα και Θάματα. Τα Οράματα και Θάματα αναφέρονται συνολικά στα έτη από το 1837 έως το 1850. Πολλές σελίδες από αυτά ανήκαν στα Απομνημονεύματά του, απ΄ όπου τις απέσπασε ο Μακρυγιάννης, καθώς και άλλες σελίδες που τις φύλαξε σ΄ ένα τενεκέ. Είναι ένα ερώτημα: γιατί απομονώνει αυτές τις σελίδες και μάλιστα τις καταχωνιάζει κάπου; Απ΄ ότι εξηγεί ο ίδιος, «τα είχα τα ίδια γραμμένα εις τ΄ άλλο το στορικόν και επειδήτους πάντοτες με κατατρέχουν να μη ψάξουν στο σπίτι μου και τα βρουν, τα ξέκλισα από κει και τα βάνω σε τούτο, και θα βάλω και όσα είχα χωμένα τόσα χρόνια…»
Το τετράδιο με τα Οράματα και Θάματα είναι ένα προσωπικό ημερολόγιο. Όταν άρχισε να το γράφει ο Μακρυγιάννης ήταν 53 ετών. Το τετράδιο θα μείνει ημιτελές. Από τον Αύγουστο του 1851, ο Μακρυγιάννης ετέθη υπό περιορισμό στην οικία του, μετά από την κατηγορία του δικηγόρου Ν. Στεφανίδη, ότι επιβουλεύεται τη ζωή του βασιλέως Όθωνος και μετά τις 25 Μαρτίου του 1852 αρχίζει συστηματικά η δίωξή του. Ο τίτλος πάντως Οράματα και Θάματα όπως σημειώνει ο Ζ. Λορεντζάτος δεν θυμίζει καθόλου Μακρυγιάννη. Τετράδιο ή προσωπικό ημερολόγιο θα ήταν ένας καλός τίτλος. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μακρυγιάννης το ονόμαζε «στορικόν», όπως και τα Απομνημονεύματα. Το ότι τα φύλαξε αυτά τα γραπτά, τα ξεχώρισε, και ένα μέρος τους σάπισε τελείως, να 'χει σχέση με το ότι διαισθάνθηκε, πως τις προσωπικές του εμπειρίες θα τις ονόμαζαν Οράματα και Θάματα; Επειδή στον Μακρυγιάννη η πραγματικότητα και η εμπειρία δεν διαχωρίζεται σε εγκόσμιο και έσχατο, σε θρησκευτικότητα και εξωτερική πραγματικότητα, σε πνευματικότητα και καθημερινότητα, γι΄ αυτό τα Οράματα και Θάματα αλλά και τα Απομνημονεύματα αποτελούν ένα ενιαίο κείμενο. Επίσης, γιατί φοβάται τα κείμενα αυτά και τα καταχωνιάζει; Θα πρέπει να ‘ξερε ότι η κοινή γνώμη δεν είναι μέρος του· ότι ήδη στη σκέψη των συνανθρώπων του η ενιαία πραγματικότητα έχει υποστεί ένα πλήγμα. Ο απλοϊκός ρεαλισμός ήδη διακήρυσσε τα πρωτεία του, τεμαχίζοντας την εμπειρία. 
Έναν αιώνα πριν το κίνημα του σουρεαλισμού, ο Μακρυγιάννης αμφισβητεί τον απλοϊκό ρεαλισμό, αποδεχόμενος το υπέρλογο και καταργώντας τη διχαστική λογική του αιώνα του. Και ενώ στη Δύση ταυτιζόταν προ πολλού το συντηρητικό πνεύμα με τη θρησκεία, στον ελληνικό χώρο, συνταιριάζεται με φυσικό τρόπο το επαναστατικό πνεύμα με τη θρησκευτικότητα. Αυτό είναι εμφανές, άλλωστε, στους περισσότερους ήρωες του ‘21, αλλά και στους αντίστοιχους Επτανήσιους ριζοσπάστες αγωνιστές ενάντια στην Αγγλοκρατία (βλέπε την έντονη θρησκευτικότητα του πρωτοπόρου ριζοσπάστη Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου). Ο Μακρυγιάννης βλέπει αυτά τα Οράματα όταν κινδυνεύει η ζωή του. Όταν βρίσκεται σε οριακές καταστάσεις, «έρχεται η τρίτη Σεπτεμβρίου τη νύχτα που μας είχαν τριγυρισμένα όλα τα στρατέματα και εγώ χωρίς δύναμην και την αυγή θα μ΄έβαιναν στην τζελατίνα […] τότε περικαλιόμαι τον Θεόν και την χάρη της να μας προφθάσουνε», αναφέρεται στα γνωστά επαναστατικά γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, των οποίων υπήρξε ο κύριος συντελεστής τους. Το 1844 βλέπει ένας φίλος του στον ύπνο του ένα γέρο με άσπρα ρούχα να προειδοποιεί τον Μακρυγιάννη ότι θα κινδυνέψει η ζωή του. Και γράφει ο Μακρυγιάννης: «δεν πέρασε δυο τρεις μέρες, ήρθαν και με ‘ρέθιζαν και μόταζαν να μπω σε ξένες φατρίες κ΄ εις κόμματα». Στο παιχνίδι των κομμάτων και της εξουσίας δεν παίρνει μέρος: «ήμουν άμαθος» ομολογεί «από τέτοια». «Αφελής, αγνοών τα τοιαύτα, παρατηρεί και τείνει την ακοήν προς τας έξωθεν εισηγήσεις ίνα δυνηθή να σχηματίση γνώμην» γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. 
Ο ασυμβίβαστος, αυτός που υπερασπίζεται τον Ανδρούτσο και τον Γκούρα έναντι της κυβερνήσεως και του Άρειου Πάγου, θεωρώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να υποχωρεί προς τους ήρωες αυτούς, ο ίδιος είναι που, όταν ο Ανδρούτσος του ζητά βοήθεια υπέρ των ατακτούντων για τις ταραχές στη Σαλαμίνα, τάσσεται με την μεριά της κυβέρνησης. Ο ίδιος είναι που αντιδρά αρνητικά στις φιλάρπαγες διαθέσεις του Γκούρα στο Κάστρο της Ακρόπολης και διαχωρίζει τη θέση του, ορίζοντας στρατιωτική επιτροπή, προκειμένου να περιορίσει τη φιλοκέρδεια του Γκούρα και του Ανδρούτσου. Πράξεις που οδηγούν στη ρήξη του Μακρυγιάννη και με τους δύο και σε εχθρική διάθεση του Γκούρα εναντίον του. Η ζωή του Μακρυγιάννη ήταν ένας διαρκής κατατρεγμός. Βρίσκεται πάντα αντιμέτωπος με όλους. Με την κυβέρνηση, με τους άλλους οπλαρχηγούς, με τους πολιτικούς και τα κόμματά τους. «Την άλλη μέρα όπου ΄γινε το κίνημα, ούτε εις την χώρα μπόρεσαν να κάμουν τον σκοπό τους, ούτε στο σπίτι μου, όταν ήλθαν πεζούρα και καβαλαρία και με κλείσαν μέσα». Η συγγραφή των Οραμάτων και Θαμάτων σταματά απότομα. Στα μέσα του Μαρτίου του 1852 δικάζεται στο στρατοδικείο, κρίνεται ένοχος για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο. Η ποινή μεταβάλλεται σε ισόβια και τελικά σε δέκα χρόνια φυλάκισης. Ζει δέκα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. Άρρωστος, γεμάτος τραύματα από τον πόλεμο και απομονωμένος. Πεθαίνει στις 27 Απριλίου του 1864. Τα γραπτά του, όπως γράφει ο Σπ. Ασδραχάς, εκφράζουν το σύνολο των βιωμάτων του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Για τα Οράματα και Θάματα γράφτηκε πως είναι έργο τρελού. Η καθυστέρηση της έκδοσης τους οφείλεται κυρίως στο Βλαχογιάννη, γράφει ο Γ. Π. Σαββίδης, ή «αν προτιμάτε σε μία τελείως εξωεπιστημονική προκατάληψη που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς νομίζω, παρά ως αντιθρησκοληψία ή τάχα "φωτισμένη» λογοκρισία"»
Ο Νίκος Σβορώνος θα γράψει ότι στα Οράματα και Θάματα βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος των αρχετύπων και των κωδίκων των ανάλογων λαϊκών δημιουργημάτων. Ο επικήδειος όμως λόγος που εκφωνήθηκε από τον Α. Ν. Γούδα την ημέρα του θανάτου του στρατηγού Μακρυγιάννη είναι σαφής: «Αλλά βαβαί της αστασίας των ανθρωπίνων πραγμάτων! Ο της Γραβιάς ήρως ευρέθη νεκρός εν φυλακαίς∙ ο καθ΄ όλον τον αγώνα θαλασσοκράτωρ της Μεσογείου ετελεύτησεν εξ απελπισίας∙ ο τουρκοφάγος απέθανεν επί της ψάθης∙ ο προκείμενος ήρως προ δωδεκαετίας ετάφη ζων και σήμερον μόλις ενταφιάζεται επισήμως∙ χθες δε, προβλέπων το τέλος αυτού, μεταλαβών των αχράντων μυστηρίων, συγχωρήσας εξ όλης ψυχής και αυτούς τους ενταφιάσαντας αυτόν ζώντα και συλλέξας όλας αυτού τας δυνάμεις, δις εξεφώνησε μεγάλη τη φωνή εις το νοσοκομείον, εις το νοσοκομείον, και ανεπαύθη εν Κυρίω. Ποίον άραγε φρικώδες μυστήριον καλύπτει η τελευταία αύτη λέξις;» Λίγο πιο κάτω στον ίδιο επικήδειο, ο Γούδας ερμηνεύει την τελευταία αυτή λέξη του στρατηγού Μακρυγιάννη, ως συγχώρεση για αυτούς που στο νοσοκομείο φυλακισμένο τον αφήσαν να γίνει βορά της πείνας των σκωλήκων: «καιρός είναι ήδη να εξηγήσω και το μυστήριον της τελευταίας λέξεως, ην δις επρόφερεν ο Μακρυγιάννης, παραδίδων το πνεύμα εις τον πλάστην του∙ κατά την διαβεβαίωσιν αξιοτίμου συναδέλφου το δωμάτιον του νοσοκομείου, εις ο έκλεισαν τον Μακρυγιάννην, ουδέποτε είδεν, ούτε είναι ποτέ δυνατόν να ιδή ήλιος∙ δι΄αυτού ρέουσι πάσαι αι ακαθαρσίαι των νοσηλευομένων, εν αυτώ έμεινε μεμονωμένος και αβοήθητος επί δέκα οκτώ όλους μήνας ο Μακρυγιάννης, εν αυτώ ήθελε γείνει ίσως έκτοτε βορά των σκωλήκων, αν μη η κατοχή επέβαλλεν ως υπουργόν τον συναγωνιστήν του Μακρυγιάννη Καλλέργην∙ ο αγαθώτατος δε την καρδίαν ούτος ανήρ, ο από της νεανικής ηλικίας σύντροφος του Μακρυγιάννη, και τοι παντοδύναμος ων τότε και σώσας τον Μακρυγιάννη από της ειρκτής του νοσοκομείου, δεν ηδυνήθη όμως ούτε ούτος, ούτε πάσαι αι μετά ταύτα επί Όθωνος κυβερνήσεις να αποσπάσωσι τον Μακρυγιάννην και εκ της βοράς των εκ της πείνης σκωλήκων… Ο Μακρυγιάννης λοιπόν, καίτοι δώδεκα όλα έτη και ζων διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων, εν τη τελευταία στιγμή του βίου του δεν ελησμόνησεν ίσως και τους παραδώσαντας αυτόν ως τροφήν των σκωλήκων εις το νοσοκομείον, αλλ΄ώς χριστιανός και τούτους εσυγχώρησε δις αναβοήσας "εις το νοσοκομείον"».

[*] Η Μαρία – Αργυρώ Πρώια είναι Κοινωνιολόγος και δρ του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Πάντειου Πανεπιστημίου.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν;

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Κατά την ταπεινή μου γνώμη στο ΥΠΑΙΘ και στο ΙΕΠ, «έχουν χάσει τη μπάλα», την έχουν «πετάξει στην εξέδρα», με αποτέλεσμα σ’ ό,τι αφορά ζητήματα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών, να ευτελίζετε κάθε παιδαγωγική αξία και έννοια (μάθηση, αγωγή, σχολείο, διδασκαλία, εκπαίδευση, παιδεία). Τις δύο τελευταίες ημέρες κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο σχόλια που σχετίζονται με την επιμόρφωση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. Τα σχόλια αυτά συνοδεύονται και από εικόνες που αναρτώνται στις πλατφόρμες της επιμόρφωσης. Μια απ’ αυτές τις εικόνες δείχνει κείμενο στο οποίο οι υπό επιμόρφωση εκπαιδευτικοί, στην ενότητα της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης στο σχολείο και στη σχολική τάξη, εντός 900 – 1000, καλούνται να αναπτύξουν τις απόψεις-τους πως δηλαδή θα αντιμετωπίσουν «προβληματικούς μαθητές», μαθητές που χωρίς ίχνος παιδαγωγικής αγάπης και ευαισθησίας, ο συντάκτης ή η συντάκτρια του εν λόγω φύλλου δραστηριότητας χαρακτηρίζει «πνεύματα αντιλογίας» και «αναρχικούς». Πέραν του ότι μια τέτοια προσέγγιση μας πάει δεκαετίες πίσω, διερωτώμαι σε ποια παιδαγωγική βιβλιογραφία ο επιμορφωτής ή η επιμορφώτρια στηρίχθηκε και υιοθέτησε τέτοιους χαρακτηρισμούς για μαθητές; Και με ποιο στόχο; Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των «στιγματισμένων, προβληματικών μαθητών», με «μεθοδολογικά εργαλεία και τεχνικές συμμόρφωσης;».
«Κάθε δέντρο έχει κλωνιά» και «πολλά κλωνιά», γράφει ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος. Και η σχολική τάξη είναι ένα δέντρο με πολλά κλωνιά, με τις πολλαπλές συμπεριφορές των μαθητών-μας, τους οποίους οφείλουμε να αγαπάμε. Αυτή είναι η παιδαγωγική αγάπη, που πρώτοι δίδαξαν ο πλατωνικός Σωκράτης και ο Χριστός. Ο τελευταίος, μάλιστα, είπε και το εξής απλό: «αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά-μου και μην τα εμποδίζεται, γιατί η Βασιλεία των Ουρανών ανήκει σε ανθρώπους που είναι σαν αυτά».
Αστοχίες(;) - για να μην γράψω τίποτα χειρότερο - σαν τις παραπάνω, με άκρως αντιπαιδαγωγικούς χαρακτηρισμούς, άμεσα πρέπει να διορθώνονται. Γιατί το γνωστό στερεότυπο «αυτοί οι μαθητές μου δημιουργούν προβλήματα στο σχολείο και στη σχολική τάξη», πέρα για πέρα είναι λάθος. Η σωστή διαπίστωση πρέπει να είναι «το σχολείο δημιουργεί προβλήματα σ’ αυτούς τους μαθητές». Ο λόγος είναι απλός: πρόκειται για «δύσκολους μαθητές», τους οποίους η παιδαγωγική επιστήμη χαρακτηρίζει «απρόσεκτους», «ενοχλητικούς» και «αδιάφορους». Κι αυτές οι περιπτώσεις μαθητών έχουν ανάγκη την παιδαγωγική αγάπη και έγνοια των δασκάλων.
Δεν επιθυμώ να αναδημοσιεύσω τις απαράδεκτες εικόνες που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο. Αντιθέτως δημοσιεύω εικόνα με μια ιστορία μάθησης, φόρο τιμής στη διδασκαλία, φόρο τιμή σε δασκάλα και μαθητή.


ΠΗΓΗ: ΑΝΙΤΑ WOOLFOLK. (2007), Εκπαιδευτική Ψυχολογία, Αθήνα: Έλλην, μτφρ. Μαρία Μπαρπάτση, επιμ. Ε. Μακρή – Μπότσαρη, σ. 3.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

140 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη (1883 - 1957)

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ



Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λέσβου τιμώντας την επέτειο 140 χρόνων από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη (1883 - 1957) διοργανώνει εκδήλωση το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023 στις 18.00΄στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Στην εκδήλωση θα μιλήσουν:
  • ο Ευστράτιος Ι. Αναγνώστου, Ιστορικός - Πρόεδρος της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, με θέμα «Βιογραφικά - Εργογραφικά Νίκου Καζαντζάκη».
  • και ο Βασίλειος Α. Γεώργας, Φιλόλογος - Συγγραφέας του βιβλίου «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη», με θέμα «Καζαντζάκης και Γλώσσα».
Μαθήτρια του Θεατρικού Ομίλου Αριστείας και Δημιουργικότητας του Πρότυπου ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης θα παρουσιάσει μονόπρακτο από την «Ασκητική».
Χαιρετισμό θα απευθύνει η κα Αικατερίνη Ζωγραφιστού, Πρόεδρος του Παραρτήματος Ελλάδας της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη.
Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, Θεολόγος στο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης.

140 χρόνια από τη γέννησή του ο πιο πολυμεταφρασμένος νεοέλληνας συγγραφέας απασχολεί το ελληνικό και διεθνές αναγνωστικό κοινό, δημιουργεί προβληματισμούς, συγκινεί, εμπνέει με το πολύπλευρο έργο του. Η πολυσύνθετη προσωπικότητα του Καζαντζάκη (ποιητής - μυθιστοριογράφος - θεατρικός συγγραφέας - δοκιμιογράφος - φιλοσοφικός στοχαστής - μεταφραστής - συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων - δημοσιογράφος - επιστολογράφος) με τη φιλομάθεια και την ευρυμάθεια, με την ευαισθησία και τη διορατικότητα, με την ασίγαστη περιέργεια για γνώση, με αγάπη για τον άνθρωπο, για την ελευθερία, τη φύση, τους νέους, τη ζωντανή ελληνική γλώσσα, την τέχνη, παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ανά τον κόσμο μέσα από την εξομολόγηση, το ταξίδι και την πνευματική δημιουργία. Στα έργα του οι διαχρονικές αξίες της ελευθερίας, της αγωνιστικότητας, της ανθρωπιάς, της συντροφικότητας, της απελευθέρωσης από τα δεσμά της ύλης και της κατάκτησης αγνότερων και πιο πνευματικών μορφών ζωής, της υπερνίκησης των παθών, της αναζήτησης του θείου, διαδίδονται στα πέρατα του κόσμου και εξακολουθούν να αποτελούν πηγή εποικοδομητικού διαλόγου και έναυσμα για γόνιμη ανταλλαγή απόψεων.

Μάριο Βίττι (1926-2023)

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Σε ηλικία 93 ετών έφυγε από τη ζωή ο Μάριο Βίττι, αξιόλογος νεοελληνιστής μιας γενιάς κορυφαίων επίσης νεοελληνιστών (Κ. Θ. Δημαράς, Άλκης Αγγέλου, Παναγιώτης Μουλλάς, Φίλιππος Ηλιού, Αικατερίνη Κουμαριανού, Λουκία Δρούλια, Σπύρος Ασδραχάς, κ.ά.). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γενιά του ’30, Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Καζαντζάκης, ελληνική ηθογραφία και τελευταία η γενέτειρά του Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσαν βασικές συνιστώσες του συγγραφικού έργου του. Ευγενική μορφή! Ο Θεός ν' αναπαύει την ψυχή του.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Για τον έρωτα και την σεξουαλικότητα

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Δύο τεύχη της Σύναξης, αφιερωμένα στον Έρωτα Θεού και στον Έρωτα Ανθρώπων αλλά και στην Ανθρώπινη Σεξουαλικότητα. Για πολλούς, θέλω να πιστεύω θεολόγους, των γενεών (του ’80, του ’90, του 2010 και εξής), τα άρθρα που δημοσιεύονται στα δύο ετούτα τεύχη, για τον έρωτα και την σεξουαλικότητα κομίζουν καίρια θεολογική και εκκλησιαστική γνώση, μακριά από νοοτροπίες «εκπευμάτωσης της ύλης» και «αποσάρκωσης του πνεύματος».




Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Η σωτηρία του ασώτου υιού

«Η αγάπη είναι η αποκορύφωση της όλης πορείας του ασώτου που άρχισε, όπως είδαμε, από το φόβο μπροστά στην ελευθερία που επιδεινώθηκε με τον κίνδυνο να πεθάνει από την πείνα όταν “εγένετο λιμός ισχυρός”, για να καταλήξει στο δείπνο της αγάπης με το χορτασμό του από “τον μόσχον τον σιτευτόν”. Μιας πορείας που άρχισε από το φόβο για τη στέρηση τροφής ή για οποιαδήποτε άλλη στέρηση ως συνέπεια μιας αδέσμευτης ελευθερίας, της αποστασίας του, που όταν τη συνειδητοποίησε, μεταβλήθηκε ο φόβος του αυτός σε δέος, σε σεβασμό, σ’ ευσέβεια, για να καταλήξει σε αγάπη[1] όταν ο φιλεύσπλαχνος πατέρας του “δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού”[2]. Έτσι που η αγάπη να απωθήσει τελικά το φόβο, σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελιστή της αγάπης: “Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον”[3]».


ΜΙΧ. Κ. ΜΑΚΡΑΚΗΣ. (1992). Η ψυχολογία του ασώτου. Τα τρία στάδια της υπαρξιακής πορείας του. Θρησκειοψυχολογική ανάλυση με βάση «τα στάδια του δρόμου της ζωής» στον υπαρξισμό του Κίρκεγκωρ και με σύντομη αναφορά στον Ντοστογιέφσκι. Αθήνα: Αρμός, σσ. 48-49.

[1] Σε αναφορά με τον R. Otto στον οποίο οφείλουμε (στο βιβλίο Das Heilige) την περιγραφή και την ανάλυση των θρησκευτικών συναισθημάτων του δέους στις περισσότερες αποχρώσεις, ο Werner Gruehn παρατηρεί ότι «τα συναισθήματα του φόβου κατέχουσι μόνον τας κατωτάτας βαθμίδας της ευσεβείας και ότι εν αυταίς κέκτηνται σπουδαιότητά τινα δι’ αυτήν» (W. Gruehn, Η Ψυχολογία της Θρησκείας, μτφρ Β. Κ. Έξαρχου, μετά ειδικού Προλόγου του συγγραφέως και διεθνούς βιβλιογραφίας μέχρι του 1937, Αθήνα 1938, σ. 143). Στο σημείο αυτό παρεμβάλλει ο Gruehn το γραφικό χωρίο από την Α΄ Ιωάν. σ΄ 18: «Η τέλια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Ο φόβος στις ανώτερες βαθμίδες εμφανίζεται μονάχα ως σεβασμός ή ευλάβεια, ώστε με τέτοια έννοια ν’ αποτελέσει μάλιστα και ουσιαστικό στοιχείο της θρησκείας. Εδώ ακριβώς αναφέρει ο Gruehn τα λόγια του Λουθήρου: «Οφείλομεν να φοβώμεθα και να αγαπώμεν τον Θεόν».
[2] Λουκ. ιε΄ 20.
[3] Α΄ Ιωάν. δ΄ 18.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΣΑΙ 3: Διάλεξη του Μητροπολίτη Καμερούν Γρηγορίου για την Ορθοδοξία στην Αφρική

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ 


Ο τρίτος κύκλος διαδικτυακών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου θα αρχίσει την ερχόμενη Τετάρτη, 15 Φεβρουαρίου και ώρα Ελλάδας 7.00 μ.μ. Ομιλητής θα είναι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καμερούν κ. Γρηγόριος (Στεργίου) και το θέμα της διάλεξης θα είναι «Η Ορθοδοξία στην Αφρική: Προβλήματα, προκλήσεις, προοπτικές».
Ο Μητροπολίτης Καμερούν Γρηγόριος (Στεργίου) γεννήθηκε στα Μέγαρα. Το 1984 εντάχθηκε στον κλήρο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεγάρων και Σαλαμίνας. Σπούδασε Θεολογία, Σχέδιο και Ζωγραφική. Υπηρέτησε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ως Γραμματέας στην Ρώμη. Από το 2003 υπηρέτησε ως εφημέριος του Ι. Ν. Αγίου Θεοδώρου στη Ρώμη, ενώ παρακολούθησε και μεταπτυχιακά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Gregoriana. Το 2004 εξελέγη μητροπολίτης Καμερούν.
Η διάλεξη θα δοθεί με ταυτόχρονη μετάφραση στα αγγλικά και θα είναι προσβάσιμη μέσω της πλατφόρμας Zoom.
Οι κύκλοι διαδικτυακών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι» εγκαινιάστηκαν την άνοιξη του 2021, λόγω των περιορισμών που είχαν επιβληθεί από την πανδημία του κορωνοϊού.
Το πλήρες φετινό πρόγραμμα, όπως και οι λεπτομέρειες για την διάλεξη της 15ης Φεβρουαρίου, θα ανακοινωθούν εντός των ημερών.

ΠΗΓΗ: ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΒΟΛΟΥ

Προοπτικές για ένα σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες και φίλοι,

«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις»[1]. Η επίσκεψη, δηλαδή, των λέξεων προκειμένου να λειτουργηθεί το μυστήριο της συνεννόησης και να αναδειχθεί ο επιδιωκόμενος τρόπος. Να δοκιμασθεί με άλλα λόγια το ρεαλιστικό του εγχειρήματος, να επιχειρηθεί η κίνηση και να αναζητηθούν οι οσφραντικές υποψίες μιας επιζητούμενης αλλαγής.
Οι προοπτικές, λοιπόν, το σύγχρονο και το μάθημα των Θρησκευτικών. Ψηφίδες για τη δημιουργία έργου -ψηφιδωτού-, ικανού να κομίσει νόημα. Και εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, διότι πάντα το σαφές αντιστέκεται, τουλάχιστον να επιτρέψει την, διά της διωκόμενης από συστήματα και συστημικούς φαντασίας, αναζήτηση μιας ποιητικής, καθώς θα έλεγε ο Χαίλντερλιν, εγκατοίκησης. Και το λέγω τούτο, διότι μοιάζει ο κόσμος να γλιστρά, αργά αλλά σταθερά, σε μια διεκπαιρεωτική αντιποιητική, σε μια πεζότητα άκρως αντιερωτική και γι’ αυτό άκρως αντιδημιουργική.
Ξεκινώ από την πρώτη ψηφίδα. Την προοπτική, η οποία, σε μια βασική και γενική περιγραφή της, είναι η τέχνη προβολής του τρισδιάστατου χώρου σε επιφάνεια δύο διαστάσεων και η δημιουργία αίσθησης βάθους σε μια επίπεδη επιφάνεια. Πρόκειται για μέθοδο απεικόνισης, η οποία «έχει πολλά κοινά με την εμπειρική προοπτική, τον τρόπο δηλαδή που οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε το χώρο και τα αντικείμενα μέσα σ’ αυτόν». Βέβαια, η προοπτική επειδή «στην πραγματικότητα […] βασίζεται στη στατική άποψη ενός σημείου οράσεως και σε γεωμετρικούς υπολογισμούς, επιτυγχάνει μια προσέγγιση μόνο του σύνθετου τρόπου της λειτουργίας της όρασης». Πράγμα που σημαίνει, πως «η προοπτική σαν επιστήμη σχετίζεται με την οπτική, δηλαδή τη μελέτη των νόμων της όρασης, επιστήμη που άρχισε και άνθισε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Το προοπτικό σύστημα απεικόνισης όμως αναπτύχθηκε και οριστικοποιήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, με τους πρωτοποριακούς πειραματισμούς του Filippo Brounelesci (1377 – 1446) και του Leon Battista Alberti (1406 – 1472). Ο τελευταίος ειδικά θεωρούσε την επιφάνεια προβολής της προοπτικής εικόνας σαν “ανοιχτό παράθυρο, μέσα από το οποίο βλέπουμε το ζωγραφικό θέμα”»[2]. Ο Γιάννης Τσαρούχης, μάλιστα, αναφερόμενος στο θέμα της προοπτικής, σημειώνει, πως ανήκει στα βασικά της ζωγραφικής, στα ουσιώδη της τέχνης, καθώς αποτελεί τη μια από τις τρεις γραίες, οι άλλες δύο είναι η ανατομία και η λογική, οι οποίες «εξαφανίστηκαν, για να αντικατασταθούν με τις άνευ λόγου ελευθερίες». Και είναι τέτοια η ματιά του, που με άνεση κινείται, στα όρια του «εύκαιρου και εύλογου» τρόπου κατανόησης, συνεχώς ανάμεσα στην ανάγκη της προοπτικής, τον περιορισμό της, την άρνησή της, αλλά και την ανεστραμμένη κατά τα βυζαντινά πρότυπα λειτουργία της. Και το λέγω τούτο για να δείξω, πρώτον, ότι η προοπτική αποτελεί στ’ αλήθεια φυσικό στοιχείο του τρόπου μας, καθώς συνδέεται με την ανθρώπινη οπτική, τη ματιά και το βλέμμα -δεν αποτελεί, δηλαδή, μια καινοτομία, έναν νεωτερισμό-, αλλά μαζί και δεύτερον, σημείο δοκιμασίας της ελευθερίας μας και των αναγκών που δημιουργεί η ίδια η φυσιολογία του σώματος, η ίδια ζωή[3].
Και προχωρώ στη δεύτερη ψηφίδα, στο σύγχρονο. Διαβάζουμε στον Ριζοσπάστη της 14ης Ιουνίου του 1998: «Πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα στις 29 Μάη, ήταν η ογδοηκοστή πέμπτη επέτειος της πρεμιέρας ενός από τα πιο διάσημα μπαλέτα στην ιστορία του χορού: της “Ιεροτελεστίας της Άνοιξης”. Η πρεμιέρα έγινε στις 29 Μάη 1913, στο θέατρο “Champs Elysees” (“Σανζ Ελιζέ” του Παρισιού) και στη συνέχεια, στις 11.7.1913, στο Λονδίνο από τα “Ρωσικά Μπαλέτα” του Σ. Ντιαγκίλεφ (ο πρώτος ιμπρεσάριος του χορού). Τα “Ρωσικά Μπαλέτα” ήταν μια χορευτική ομάδα που επηρέασε βαθιά το χορό της Δύσης και προκάλεσε ριζικές αλλαγές στο χορό. Θεωρήθηκε η αρχή του “σύγχρονου μπαλέτου”. (Ο όρος χρησιμοποιείται για να γίνεται σαφής η διάκριση μεταξύ “ρομαντικού μπαλέτου”, “κλασικού μπαλέτου” κτλ. και δεν έχει την έννοια του “σύγχρονου χορού” που ξέρουμε) […] Από την άλλη, η μουσική του Στραβίνσκι χαρακτηρίστηκε από την πρώτη στιγμή “επαναστατική”, γιατί έσπασε την παραδοσιακή μελωδική γραμμή και την αρμονία της μουσικής. Οι καινοτομίες του, στο ρυθμό και την ενορχήστρωση, έμελλε να αλλάξουν τη δυτική μουσική»[4].
Και στη σελίδα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης διαβάζουμε τα εξής: «Στόχος του ΕΜΣΤ είναι να γίνει ο κορυφαίος εθνικός θεσμός για τη σύγχρονη τέχνη και τον οπτικό πολιτισμό στην Ελλάδα και ένας από τους ηγετικούς θεσμούς της Νότιας Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Για το Μουσείο, η τέχνη και ο οπτικός πολιτισμός (μήπως η θεολογία-το μάθημα των θρησκευτικών) αποτελούν σημαντικό παράγοντα μετασχηματισμού της εκπαίδευσης, της παραγωγής γνώσης, των εναλλακτικών αφηγήσεων, και κινητήρια δύναμη για τη διάδοση αξιών προόδου και χειραφέτησης στην κοινωνία. Το Μουσείο (η θεολογία-το μάθημα των Θρησκευτικών) εστιάζει σε πρακτικές που εξετάζουν με κριτικό βλέμμα συνολικά την κοινωνία και τις πολιτικές της προτεραιότητες και πραγματεύονται κεντρικά ζητήματα της εποχής μας όπως η δημοκρατία, η διακυβέρνηση, η ισότητα, η οικονομία, το περιβάλλον, οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ενώ ταυτοχρόνως αναδεικνύουν τη σημασία του δημόσιου διαλόγου και των “κοινών”. Το ΕΜΣΤ δίνει έμφαση σε θεματικές και ομαδικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης αλλά και σε άλλες μορφές οπτικού πολιτισμού, και αναπτύσσει (η θεολογία-το μάθημα των Θρησκευτικών) αφηγήσεις που προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το πολυσύνθετο και διαρκώς επιταχυνόμενο παρόν μας, την στιγμή που η ανθρωπότητα πασχίζει να συμβαδίσει με τον καλπάζοντα ρυθμό των αλλαγών. Παράλληλα, το Μουσείο (η θεολογία-το μάθημα των Θρησκευτικών) έχει σαν στόχο να αμφισβητήσει την παροντολατρική κουλτούρα της εποχής μας, και πιο συγκεκριμένα να φέρει στο προσκήνιο την ιστορική αυτοσυνειδησία, που λείπει από τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Στόχος του ΕΜΣΤ δεν είναι απλώς να αποτυπώσει το zeitgeist (Τσάιτγκαϊστ)[το γενικό πολιτιστικό, πνευματικό, ηθικό και / ή πολιτικό κλίμα μέσα σε ένα έθνος ή ακόμη και σε συγκεκριμένες ομάδες, παράλληλα με τη γενική ατμόσφαιρα, τα ήθη, και κοινωνικοπολιτιστική κατεύθυνση ή διάθεση μιας εποχής (παρόμοια με την αγγλική λέξη mainstream ή trend)] αλλά να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις επιλογές που έγιναν στο παρελθόν, κοιτώντας τες μέσα από την οπτική γωνία του παρόντος, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον»[5].
Θα μπορούσα εδώ να σταματήσω, διότι τα υπόλοιπα για το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρώ πως έχουν συζητηθεί ικανοποιητικά, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν και ιδιαίτερα σε τούτο το άκρως δημιουργικό συνέδριο. Δεν θα το κάνω, όμως, για λόγους συνέπειας. Θα φτάσω ως το τέλος. Θα ήθελα όμως πριν προχωρήσω στην τρίτη ψηφίδα, να εξηγηθώ. Θεωρώ τη θεολογία επιστήμη, μα και τέχνη μαζί. Τούτο με κάνει, όπως ήδη καταλάβατε, να κοιτώ τις λειτουργικές αναλογίες, τις συμπεριφορές και τις στάσεις θεολογίας και τεχνών. Με θλίψη πολλές φορές διαπιστώνω ότι η θεολογία μοιάζει άφιλη. Αρνείται την κοινή αγωνία, τους κοινούς καημούς και οδηγείται σε δρόμους επικίνδυνης ιδιώτευσης. Το ίδιο και το μάθημα των Θρησκευτικών, διότι όπως καταλαβαίνετε η μοίρα θεολογίας και μαθήματος είναι κοινή. Με αυτά δεν θέλω να δημιουργηθεί η εντύπωση πως η ένταξη θεολογίας και μαθήματος των Θρησκευτικών στη χορεία των επιστημών και των τεχνών οδηγεί σε απόλυτες ταυτίσεις. Πολύ περισσότερο οφείλω να ομολογήσω ότι δεν εισηγούμαι την άρση της ετερότητας. Βρισκόμαστε, όμως, για να χρησιμοποιήσω μια θεολογική ορολογία ενώπιον του μυστηρίου του εκκλησιασμού των ετεροτήτων στο κοινό σώμα που είναι η δημόσια πλατεία και ο πολιτισμός. Τόσοι άλλοι και τόσα άλλα είμαι εγώ και θέλω να πιστεύω πως αυτό τουλάχιστον στο παρόν συνέδριο δεν αμφισβητείται.
Και έρχομαι τώρα στο τελευταίο μέρος της εισήγησής μου, στη συζήτηση για την ψηφίδα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Θέλω να πιστεύω, πως η συζήτηση αυτή συνδέεται πλήρως με τη θέαση, την όραση του καινούριου κόσμου. Ενός κόσμου απέναντι στον παρόντα διηρημένο, τραυματισμένο και παντελώς αβέβαιο κόσμο, που χαρακτηρίζεται από φαινόμενα πολύτροπης βίας και άγριου φονταμενταλισμού. Και είναι αλήθεια πως η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα για το μάθημα των Θρησκευτικών τα τελευταία χρόνια, με παρεμβάσεις πολιτικές και εκκλησιαστικές, οδηγούν το καράβι στα βράχια. Θεωρώ, πως οι προτάσεις για την αποτροπή μιας τέτοιας πορείας έχουν κατατεθεί και είναι σαφείς. Θα συνεχίσω και εδώ, ανάμεσα στις υπόλοιπες σοφές παρεμβάσεις ανθρώπων που εργάστηκαν σκληρά όλα αυτά τα χρόνια που συζητούμε το θέμα, να υπενθυμίζω την μνημειώδη εισήγηση του μακαριστού δασκάλου Νίκου Ματσούκα, σαράντα χρόνια πριν, το 1981, στο κέντρο της οποίας υπήρχε η πρόταση για μια πολιτιστική και πολιτισμική θεώρηση του μαθήματος και απομάκρυνσή του από κάθε κατηχητικό και ομολογιακό προσανατολισμό.
Συγκεκριμένα, κατά Ματσούκα, η εξέταση του θέματος σχετίζεται με προβλήματα Φιλοσοφίας της Παιδείας. Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση δεν είναι νοητό να γίνεται ανεξάρτητα από τα δεδομένα της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού (σίγουρα ο Ματσούκας βρίσκεται εδώ στην καρδιά της Άνοιξης του ελληνορθόδοξου πολιτισμού του οποίου υπήρξε συν-εισηγητής και θιασώτης). Και τα δεδομένα τούτης της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού, επιβάλλουν την αποδοχή δύο βασικών προϋποθέσεων. Σύμφωνα με την πρώτη, «το μάθημα των Θρησκευτικών δεν πρέπει κατ’ αρχήν με κανέναν τρόπο να διαχωρίζεται ριζικά από τα άλλα μαθήματα» και σύμφωνα με τη δεύτερη, «ο πανανθρώπινος και διαχρονικός χαρακτήρας του μαθήματος δεν παραβλέπει το συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον και την εκκλησιαστική ζωή, ενώ συνάμα εντάσσεται στους γενικούς σκοπούς της Παιδείας». Μιας Παιδείας που ο λειτουργικός της χαρακτήρας προϋποθέτει και συνεπώς επιβάλλει την ένταξη των νέων «σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο περιβάλλον, όπου από τη μια μεριά υπάρχει ο φυσικός χώρος με όλη την τεχνική και οικονομική υποδομή και από την άλλη ο πνευματικός χώρος στην κοινωνική διάσταση». Μια τέτοια θεώρηση της Παιδείας επέτρεψε στον Ματσούκα να υποστηρίξει με έμφαση πως το μάθημα των Θρησκευτικών, απαλλαγμένο από ακραίους ιδεολογικούς διαποτισμούς και ενταγμένο στα πλαίσια ενός δημιουργικού σχολείου, πρέπει να αποδεσμευτεί από οποιεσδήποτε ηθικιστικές, κατηχητικές και ομολογιακές εξαρτήσεις και να καταστεί μάθημα πολιτισμού με περιεχόμενο απόλυτα γνωσιολογικό, εντός του οποίου πρωτεύουσα θέση θα έχουν η Βίβλος, τα πατερικά κείμενα, τα λειτουργικά κείμενα, όλα τα μνημεία της τέχνης και η εκκλησιαστική ιστορία, που αποκαλύπτουν το πρόσωπο του Χριστού, που δεν μπορεί, κατά Ματσούκα, παρά να αποτελεί το κέντρο του θρησκευτικού μαθήματος. Φυσικά, όπως τονίζει ο δογματολόγος της Θεσσαλονίκης, σε μια τέτοια συνάφεια απαραίτητη είναι και η προσφορά θρησκειολογικών γνώσεων, η οποία λευτερωμένη από οποιαδήποτε απολογητική διάθεση θα στοχεύει στη διεύρυνση των επιστημονικών οριζόντων του μαθητή και στη λειτουργική ανάδειξη της διαφορετικότητας. Μαζί με την πρόταση Ματσούκα να υπενθυμίσω και την πρόταση του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, το 2008, η οποία κοντά στα άλλα έβαζε στη συζήτηση και το δεύτερο μάθημα των Θρησκευτικών εάν και εφόσον φθάναμε σε μια κατάσταση σαν τη σημερινή. Διαβάζουμε σχετικά: «Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη αρχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί. Ταυτόχρονα πρέπει να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης, αφού θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής». Στην προοπτική υλοποίησης κάποιας από τις παραπάνω προτάσεις «πρέπει», σύμφωνα πάντα με το Τμήμα Θεολογίας, «να μετεκπαιδευτούν οι υπηρετούντες θεολόγοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία ή τις θρησκείες». Τούτη η μετεκπαίδευση μπορεί να γίνει από τα Θεολογικά Τμήματα της χώρας, τα οποία «διαθέτουν», τόσο με το υπάρχον πρόγραμμα σπουδών τους, αλλά πολύ περισσότερο θα διαθέτουν με ένα αναβαθμισμένο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών -κατεύθυνση στην οποία ήδη εργάζεται το Τμήμα θεολογίας-, «την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα». Είναι σαφές πως με μια τέτοια πρωτοβουλία και πρόταση το Τμήμα Θεολογίας δεν είχε τη ψευδαίσθηση της οριστικής επίλυσης του θέματος, αλλά άνοιγε την πόρτα για έναν δημιουργικό και έντιμο διάλογο, για μια άσκηση αυτοσυνειδησίας, που θα έβγαζε την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και την Εκκλησία από το αδιέξοδο στο οποίο τις οδήγησε η οποιαδήποτε ιδιώτευσή τους και άρνηση συνάντησης με το διαφορετικό, το άλλο, που χτυπούσε ήδη από τότε με επιμονή την πόρτα της νεοελληνικής κοινωνίας και εκπαίδευσης, που ταλανίζονταν και συνεχίζει να ταλανίζεται μεταξύ της Σκύλας του επιφανειακού εκσυγχρονισμού και της Χάρυβδης της στείρας παραδοσιαρχίας[6]. Δυστυχώς, η εκπαιδευτική μας αφασία και ο ιδεολογικός μας προσανατολισμός -παρόλες τις φιλότιμες και δημιουργικές προσπάθειες που προηγήθηκαν των τελευταίων τραγικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας-, οδήγησαν στην ταύτιση της εκάστοτε συνήθειας με την παράδοση. Δυστυχώς, η συνειδητοποίηση του γεγονότος, του κάθε γεγονότος, βρίσκεται σε απόσταση από το γεγονός. Ανάμεσά τους το κενό. Το απόλυτο κενό. Γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη, πως «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Στον φαντασιακό - ιδεολογικό μας κόσμο η αφαίμαξη της ευθύνης λειτούργησε τον εωσφορικό αυτοεγκλωβισμό. Ή αντιστρέφοντας τους όρους, ο εωσφορικός αυτοεγκλωβισμός οδήγησε στην αφαίμαξη, στην ολική αφαίμαξη, της ευθύνης. Και έτσι, το μάθημα των Θρησκευτικών βυθίζεται. Μαζί βυθίζεται και η δημοκρατία, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός της ετερότητας. Το όνειρο ενός κόσμου στον οποίο χωρούν οι πάντες. Το όνειρο ενός γελοίου με συλλογική συνείδηση και παρουσία. Και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος, που η προοπτική, ως άλλος τρόπος να δούμε το ίδιο μας το σώμα, θα πρέπει ίσως να αναμετρηθεί με τα μετρημένα, τα υπολογισμένα μιας ουδέτερης ή άνευρης πολιτικής και να συνδεθεί πλήρως με αυτό το όνειρο. Το όνειρο ενός γελοίου που βλέπει τον κόσμο «αλλιώς». Το όνειρο ενός γελοίου με ευθύνη. Το όνειρο ενός γελοίου που το βλέμμα του αγγίζει το ανθρώπινο.

Φίλες και φίλοι,

Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά δεν μπορώ παρά να ζω επ’ ελπίδι[7]. Να ζω, δηλαδή, με την προσδοκία πως η όσο το δυνατόν ταχύτερη συνειδητοποίηση της ήττας που φάγαμε[8] -διότι περί αυτού πρόκειται-, μπορεί να οδηγήσει σε μια δημιουργική ανατροπή, σε μια νέα στροφή, σε μια εκπαιδευτική έκπληξη.

[1] Αντισθένης και Γρηγόριος ο Θεολόγος.
[3] «Είναι δύσκολο να πει κανείς τι είναι "ο ζωγραφικός χώρος". Είναι κάτι που το υπαγορεύει ένα δαιμόνιο σαν του Σωκράτη. Και αλίμονο μου αν δεν το ακούσω. Θα παρουσιάσω απλώς σκέτα μεροκάματα. Οι αρχαίοι Έλληνες βρήκαν την προοπτική. Αλλά και ένα σωρό αντίδοτα που προστατεύουν τον ζωγράφο από παραπατήματα και υπερβολικό ζήλο λογικής. Ο Παρθενώνας σταματάει εκεί που αρχίζει να αποκτάει προοπτική. Στη ζωγραφική της Πομπηίας, που συχνά μιμείται την ελληνική, η προοπτική γίνεται δεκτή υπό όρους. Λειτουργεί για πενήντα πόντους βάθος. Όσο είναι ο όγκος σε βάθος του ανθρώπινου σώματος. Από εκεί και πέρα, όσο αληθοφάνεια κι αν υπάρχει, οι τέσσερις πλευρές του πίνακος και οι αρμονίες δύο διαστάσεων διευθύνουν τη σύνθεση. Και όχι η κοινή λογική. Απ’ όλους τους ευρωπαίους ζωγράφους, ο Βερμέερ και ο Βελάσκεθ κατάφεραν να συνδυάζουν την προοπτική με τις αισθητικές ανάγκες δύο διαστάσεων. Φυσικά, πριν απ΄ όλους ο Γκρέκο. Αυτός είναι ο πρώτος διδάξας. Πώς να οδηγήσει κανείς με λόγια κάτι που μερικά άτομα εξαιρετικά γνωρίζουν ανά τους αιώνες; Και όμως! Οι ιδέες αυτές, όταν πραγματοποιηθούν σε ένα έργο, δίνουν ευφορία ακόμα και στους πιο ανίδεους θεωρητικούς. Ο Μπραν ή ο Πικάσο –δεν θυμάμαι ακριβώς– είχε πει κάποτε ότι κάθε πίνακας χρειάζεται ένα άσπρο σε μιαν ορισμένη μεριά. αλλά έχει τεράστια σημασία αν το άσπρο αυτό δικαιολογείται μέσα στη σύνθεση σ’ ένα φλιτζάνι, σε ένα λουλούδι ή σ’ ένα φόρεμα γυναικός. Στα έργα μου του 1936-1938 επιδιώκοντας το καθαρό και ζωηρό χρώμα, το βάθος που συνήθως είναι καφέ ή μαύρο, το απέδιδα με ροζ ή λεμονί ή κόκκινο ζωηρό. Είναι κάτι σαν την ανεστραμμένη προοπτική που, σε ορισμένες εικόνες βυζαντινές, κάνει ώστε η σύναξη των αγγέλων να είναι πιο μεγάλη όσο πιο πίσω βρίσκονται. Αυτά δεν διδάσκονται. Αλλά πρέπει να τα καταλαβαίνεις μόνος σου, όταν ένθεος πιάνεις το πινέλο», Γ. Τσαρούχης, Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1990, σ. 158-159.
[4] Σ. Ζήκα, εφημ. Ριζοσπάστης 14/06/1998 https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3729777
[6] Βλ., σχετικά Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Το μάθημα των Θρησκευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση https://antidosis.wordpress.com/2012/11/05/%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CE%B8%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89/
[7] «Καυχώμεθα επ’ ελπίδι τῆς δόξης του Θεουύ, ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν», Ρωμ. 5, 2-3.
[8] Βλ. σχετικά, Χ. Α. Σταμούλης, Φάγαμε ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2021.

Εισήγηση στο Συνέδριο του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός», στο πλαίσιο της εορτής των Τριών Ιεραρχών, με θέμα «Ταυτότητα και ετερότητα στο δημόσιο σχολείο – Το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα». (Αθήνα 27/01/23 | Αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων).

ΠΗΓΗ: ANTIDOSIS