Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάκης Θεοδωρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάκης Θεοδωρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή…

Το «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή» του Θουκυδίδη στο κείμενο του Ζήσιμου Λορεντζάτου –στα Collectanea του κάνει συχνή αναφορά στον Θουκυδίδη (ενδεικτικά αναφέρω τις σελίδες 177 [360], 197 [394], 212 [419], 294 [552] κ.ά.)- που σήμερα αναδημοσίευσα στο Ενδότοπο με βασάνισε πάρα πολύ· το με τόνο «ή» αντί με περισπωμένη, ψιλή και υπογεγραμμένη, είναι μια από τις βλαβερές επιπτώσεις, «συμφορές» που έχει επιφέρει το μονοτονικό σύστημα γραφής στη γλώσσα μας. Γι’ αυτό και αποφάσισα να αναδημοσιεύσω το παρακάτω άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Α.Ι.Κ.

«Γιγνόμενα μεν και αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή…». Το μονοτονικό προδίδει την σημασία των λέξεων του Θουκυδίδη αφού δεν διακρίνει τη γραφή του άρθρου «η» από το ρήμα «ή»- περισπωμένη με υπογεγραμμένη. (Τέτοιες συμφορές) –«που γίνονται και πάντα θα γίνονται όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει ίδια»– είναι η απόδοση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου. Στα Collectanea ο Ζήσιμος Λορεντζάτος επαναλαμβάνει συνεχώς την αποστροφή του Θουκυδίδη. Ένα από τα μοτίβα που οργανώνουν τη σκέψη του.
Η αποστροφή βρίσκεται στο ΙΙΙ βιβλίο της «Ιστορίας» και κλείνει τη στάση που ξέσπασε στην Κέρκυρα όπου οι ολιγαρχικοί προσπάθησαν, ανατρέποντας τη δημοκρατία, να αποστατήσουν από τη συμμαχία με την Αθήνα. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει ότι η στάση απέτυχε, οι δημοκρατικοί ανακατέλαβαν την εξουσία και ακολούθησαν οι συνήθεις ωμότητες. Φόνοι με το πρόσχημα την ανατροπή του πολιτεύματος, φόνοι για προσωπικούς λόγους (ιδίας έχθρας ένεκα), ακόμη και φόνοι για να γλιτώσουν από τους πιστωτές τους. «…Και γαρ πατήρ παίδα απέκτεινε και από των ιερών απεσπώντο… οι δε τινες και περιοικοδομηθέντες ες του Διονύσου τω ιερώ απέθανον». Το επεισόδιο στην αφήγηση ακολουθεί το ξεπάτωμα των Πλαταιών από τους Σπαρτιάτες το οποίο με τη σειρά του ακολουθεί την παρ’ ολίγον καταστροφή της Μυτιλήνης από τους Αθηναίους.


Πρώτη φορά στη ζωή μου αποφασίζω να διαβάσω ολόκληρη την «Ιστορία» του Θουκυδίδη. Eχω διαβάσει εκτεταμένα αποσπάσματα κατά καιρούς, όπως τη Σικελική Εκστρατεία και την ολιγαρχική μετατροπή του πολιτεύματος στην Αθήνα το 411 π.Χ. Εννοείται τον «Επιτάφιο» του Περικλή και το επεισόδιο της Μήλου. Όμως, είναι διαφορετικό να το διαβάζεις από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ακόμη κι αν σε μπερδεύουν ή βαριέσαι τις περιγραφές των παρατάξεων στις μάχες ή τις περιγραφές των στρατοπέδων. Είναι τα καλά του εγκλεισμού. Εύχομαι να συνεχισθεί ώσπου να φτάσω στο τέλος – διαβάζω αργά διότι προτιμώ να τον διαβάζω στο πρωτότυπο. Με τη βοήθεια λεξικών εννοείται, Δημητράκος, L/S και ο κλασικός Bailly απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια στη Γαλλία. Ένας από τους πυλώνες του πολιτισμού μας είναι και τα λεξικά. Είδος υπό εξαφάνιση στον ομογενοποιημένο κόσμο μας.
Αποκτάς, λοιπόν, άλλη αίσθηση της αφήγησης όταν παρακολουθείς τη συνέχειά της, διότι αντιλαμβάνεσαι ότι ο λεγόμενος Πελοποννησιακός Πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από μια αλληλουχία ωμοτήτων, οι οποίες οφείλονται στην ανθρώπινη φύση. Προσοχή, ο Θουκυδίδης δεν εντοπίζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής φυλής που την οδηγεί στις ακρότητες. Είναι η φύση του ανθρώπου. Κι όταν ο Θουκυδίδης γράφει για το περίφημο «κτήμα εσαεί», δεν το λέει επειδή είναι ψώνιο και πιστεύει ότι έχει γράψει το αριστούργημα των αιώνων. Το λέει επειδή πιστεύει ότι η φύση του ανθρώπου, την οποία προσπαθεί να εντοπίσει, δεν αλλάζει. Κι ότι αυτή εντέλει κρίνει την ανθρώπινη συνύπαρξη πέρα από τα πολιτεύματα και τις λοιπές επινοήσεις της.
Ο δικός μας πολιτισμός πίστεψε πως μπορεί να αλλάξει τη φύση του ανθρώπου. Αυτή είναι η δύναμή του. Αυτή είναι η αδυναμία του. Αυτό επεδίωκαν οι μεγάλες ιδεολογίες, ο ναζισμός και ο κομμουνισμός, που προκάλεσαν τις εκατόμβες του εικοστού αιώνα; Ο «νέος σοβιετικός άνθρωπος» ήταν το προϊόν της μετάλλαξης. Ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα που ενσάρκωνε την υπαρξιακή δυστυχία. Ο Ρομά στον καταυλισμό της Νέας Σμύρνης στη Λάρισα είναι πιο ευτυχισμένος απ’ τον νέο «σοβιετικό άνθρωπο». Ακόμη και ο άστεγος της Αθήνας γιατί είναι πιο κοντά στη φύση του. Ο homo economicus που πίστεψε πως είναι κυρίαρχος του ανθρώπινου σύμπαντος αποδεικνύεται εξίσου ευάλωτος με τον τελευταίο πεινασμένο κάτοικο της υποσαχάριας Αφρικής.
Θα μου πείτε, η οικονομική δύναμη μπορεί να σε οχυρώσει αποτελεσματικότερα από την ανέχεια. Πρώτον, δεν είναι απαραίτητο. Η Λομβαρδία είναι μία από τις πλουσιότερες περιοχές της Ευρώπης και, παρ’ όλ’ αυτά τη χτύπησε περισσότερο η επιδημία απ’ ό,τι τον φτωχό Νότο της Ιταλίας. Σίγουρα τα μέσα αντιμετώπισης της επιδημίας μετράνε, για το καλύτερο ή το χειρότερο. Η ίδια η επιδημία όμως μας υπενθυμίζει, με τον πιο τραγικό τρόπο, ότι υπάρχει μια ανθρώπινη φύση η οποία παραμένει ευάλωτη όσα τείχη κι αν καταφέρουμε να ανορθώσουμε για να την προστατεύσουμε.
Ο Θουκυδίδης δεν απέχει και τόσο από μας. Ο ίδιος, όταν μιλάει για τη φύση του ανθρώπου, λαμβάνει υπόψη του ότι οι παλαιότεροι απ’ αυτόν Έλληνες αισθάνονταν και περισσότερο ανασφαλείς, και με μεγαλύτερη δυσκολία εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η φύση τους ήταν διαφορετική. Η φύση δεν αλλάζει. Τα εργαλεία μας αλλάζουν. Ε ναι, γι’ αυτό αξίζει να μας απασχολούν οι Έλληνες από την άλλη άκρη του χρόνου.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Η χαμένη τιμή των φιλολόγων

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ


Κάποτε, όχι και τόσο κάποτε εδώ που τα λέμε, οι φιλολογικές σχολές των ΑΕΙ υποδέχονταν τους καλύτερους. Για να σπουδάσεις φιλολογία έπρεπε να αποδείξεις ότι σου αρέσει το διάβασμα κι ότι μπορείς να χειριστείς τον πολύπλοκο μηχανισμό της υπέροχης μηχανής των αρχαίων ελληνικών. Οι περίφημες βάσεις εισαγωγής στις φιλολογικές σχολές ήσαν οι υψηλότερες. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, ήταν υψηλότερη ακόμη κι από τη Νομική. Η δε Φιλολογία του Αριστοτελείου αντιμετωπιζόταν όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Φέτος, για την εισαγωγή στη Φιλολογία του Αριστοτελείου απαιτούνταν λιγότερα μόρια κι από τις θεατρικές σπουδές. Δεν είναι να απορείς κατόπιν τούτου που διάφοροι θεατρολόγοι θεωρούν πως ο Αισχύλος υπερασπιζόταν τον αγώνα των Παλαιστινίων. Απλώς κανείς δεν τους έμαθε να διαβάζουν. Όπως δεν είναι να απορεί κανείς που οι Ελληνες μαθητές αποτυγχάνουν στην κατανόηση κειμένου. Οι χαμηλές βάσεις εισαγωγής στις φιλολογικές σχολές δίνουν και το μέτρο της εκτίμησης με την οποία αντιμετωπίζει το σχολείο την ανάγνωση, την ελληνική γραμματεία, τη γλώσσα. Διότι όλα ξεκινούν από τη μέση εκπαίδευση. Στην πρώτη εφηβεία θα κριθεί αν θα γίνεις αναγνώστης ή αν θα αντιμετωπίζεις την ανάγνωση ως μια ξεπερασμένη δραστηριότητα που την ασκούν μόνον όσοι δεν έχουν τι άλλο να κάνουν. Ο σημερινός κόσμος προσφέρει στον έφηβο όλες τις δυνατότητες να συμμετέχει ενεργά στην ηλεκτρονική οικουμένη. Το κενό που οφείλει να καλύψει το σχολείο είναι η σχέση του εφήβου με το πολιτισμικό μας κεφάλαιο.
Με τις ίδιες ελάχιστες απαιτήσεις αντιμετωπίζονται και όσοι θέλουν να σπουδάσουν αρχαιολογία. Κι εκεί οι βάσεις είναι χαμηλές. Κι αυτό σε μια χώρα που υποτίθεται ότι θέλει να προσελκύσει φοιτητές απ’ όλον τον κόσμο για να σπουδάσουν αρχαιολογία από «πρώτο χέρι». Αν εμείς οι ίδιοι κατεβάζουμε τον πήχυ των απαιτήσεων τόσο χαμηλά, πώς θα πείσουμε τους άλλους ότι αξίζει τον κόπο το αγώνισμα; Πόσες γενιές φιλολόγων έχουν κοπιάσει για να ρίξουν το επίπεδο της τέχνης τους; Πόση παπαγαλία έχει ξοδευτεί για να πεισθούν οι μαθητές ότι η τέχνη της ανάγνωσης είναι μια ανιαρή και άχρηστη δραστηριότητα; Δεν ισχυρίζομαι ότι το «κάποτε» ήταν καλύτερο από το τώρα. Το σπέρμα της σημερινής απαξίωσης βρίσκεται στον φορμαλισμό από τον οποίον έπασχαν πάντοτε οι εν Ελλάδι φιλολογικές σπουδές. Ομως, αντί να διορθώσουμε τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, τις εντάξαμε στον κανόνα της «ήσσονος προσπαθείας» και των ελάχιστων απαιτήσεων για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Η πολιτεία δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του προβλήματος. Κι ότι εκεί διακυβεύεται η ύπαρξη της γλώσσας μας και κατά συνέπεια της εθνικής μας συνείδησης. Αν δεν υπάρχουν αναγνώστες ελληνικών, η γλώσσα μας θα πεθάνει από έλλειψη οξυγόνου.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Η κατανόηση κειμένου είναι ζήτημα δημοκρατίας

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Την αχίλλειο πτέρνα της εκπαίδευσης δεν χρειάζονταν οι απογοητευτικές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στον διαγωνισμό της PISA για να την αντιληφθούμε. Αυτό που ονομάζουμε παιδεία είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός αποθήκευσης πληροφοριών ο οποίος ισοπεδώνει κάθε δημιουργική ικμάδα του εφήβου. Δεν τον εκπαιδεύει ούτε να τις αξιολογεί ούτε να τις ιεραρχεί. Τι θα πει είμαι καλός στην Ιστορία; Θα πει ότι έχω την ικανότητα να απομνημονεύω δεκάδες σελίδες από το βιβλίο της Ιστορίας από το οποίο αντλείται η εξεταστέα ύλη και από το οποίο εξαρτάται η προαγωγή μου ή η εισαγωγή μου σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή. Δεν αναφέρομαι τυχαία στην Ιστορία. Δεν τη διδάσκουν ιστορικοί. Τη διδάσκουν φιλόλογοι, ακόμη και καθηγητές Γαλλικών. Οπότε κι αυτοί χρησιμοποιούν ως βοήθημα το βιβλίο, το οποίο δεν έχουν την επιστημονική επάρκεια να κρίνουν. Το ακολουθούν κατά γράμμα δίνοντας το καλό παράδειγμα στους μαθητές τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά το πέρας της δοκιμασίας ο έφηβος ακούει Ιστορία και το βάζει στα πόδια. Και με ποιον τρόπο διδάσκεται η λογοτεχνία; Σαν μάθημα ανατομίας στο νεκροτομείο. Πληροφορίες για τη δομή των κειμένων. Η αισθητική δύναμη και η γλωσσική πλαστική είναι καλυμμένες κάτω από τον ποδόγυρο, σαν τους γυναικείους αστραγάλους στη βικτωριανή εποχή.
Το ζητούμενο είναι η κατανόηση κειμένου. Τι θα πει κατανόηση κειμένου; Θα πει ότι διαβάζω ένα κείμενο ή ακούω έναν αρθρωμένο λόγο και έχω τα εργαλεία να αξιολογήσω τις πληροφορίες και τη σκέψη που τις συνέχει, κοινώς να τις αφομοιώσω, να τις κάνω δικές μου και να απορρίψω ό,τι περισσεύει. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε στα σμήνη των πληροφοριών το Διαδίκτυο και την κοινωνική δικτύωση, αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν Λεβιάθαν. Επικεντρώνουμε την προσοχή μας στα fake news. Παραγνωρίζουμε όμως τη σημασία της πληροφορίας που είναι μεν αληθινή αλλά δημιουργεί μια στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας. Κοινώς την κατανόηση κειμένου.
Ειλικρινά θα χαιρόμουν αν κάποιοι εκπαιδευτικοί μπορούσαν να με διορθώσουν, ακόμη και να με διαψεύσουν. Αν κάποιοι με έπειθαν ότι η αντίδραση των συνδικαλιστών τους στην PISA δεν εντάσσεται στη γνωστή φοβική τους αντίδραση απέναντι σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του έργου τους. Μπορώ να συζητήσω οποιαδήποτε επιφύλαξη απέναντι στον τρόπο του διαγωνισμού. Εκείνο που δεν μπορώ να συζητήσω είναι τη στάση όσων υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση χρειάζεται μόνον μερικές διορθωτικές κινήσεις. Και ότι, για παράδειγμα, οι Πανελλαδικές είναι ο καλύτερος τρόπος αξιολόγησης. Χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ότι οι Πανελλαδικές αξιολογούν το ήδη υπάρχον σύστημα της παθητικής αποστήθισης.
Τι μέλλει γενέσθαι; Ιδέα δεν έχω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η εκπαίδευση χρειάζεται να βγει απ’ το νεκροτομείο. Οι αναπηρίες της απειλούν τη χώρα, όπως την απειλεί και το δημογραφικό. Λένε ορισμένοι ότι τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών είναι ο καλύτερος τρόπος αξιολόγησης των σχολικών μονάδων. Ακόμη κι αν παρακάμψουμε τη σημασία των φροντιστηρίων και των ιδιαιτέρων, αναρωτιέμαι πώς δεν τους περνάει απ’ το μυαλό πως οι Πανελλαδικές αξιολογούν ως επί το πλείστον την ικανότητα αποστήθισης των υποψηφίων. Πάντως δεν αξιολογούν τις δημιουργικές τους ικανότητες. Η μέση εκπαίδευση και οι Πανελλαδικές είναι ένα κλειστό σύστημα που αναπαράγει τον εαυτό του.
Δεν είμαι εκπαιδευτικός. Ομως η εκπαίδευση δεν ανήκει στους εκπαιδευτικούς. Είναι κοινωνικό αγαθό, όπως και η υγεία, και μας αφορά όλους. Οταν διαπιστώνουμε πως είμαστε λειτουργικά αναλφάβητοι στην κατανόηση κειμένου, σημαίνει ότι δεν μαθαίνουμε να διαβάζουμε. Και πώς μάθαμε, όσοι μάθαμε να διαβάζουμε; Με την ανάγνωση της λογοτεχνίας – με την ευρεία σημασία του όρου. Από την αναβάθμιση της λογοτεχνικής ανάγνωσης, του μεγάλου θησαυροφυλακίου και της γλώσσας αλλά και της σκέψης, οφείλει να ξεκινήσει η ανάταξη της μέσης εκπαίδευσης. Ποιος όμως θα αναλάβει το έργο; Επί δεκαετίες τώρα οι διδάσκοντες είναι χρήστες εγχειριδίων ανατομίας. Πόσοι μπορούν να μεταδώσουν στους μαθητές τους τη γοητεία της «Λέσχης» του Τσίρκα ή του Ζορμπά; Τους λέω γιατί μου προσάπτουν ότι αναφέρομαι συνέχεια στον Βιζυηνό και στον Παπαδιαμάντη. Για να τη μεταδώσουν πρέπει να την έχουν αισθανθεί οι ίδιοι. Κι αυτοί όμως είναι παιδιά ενός σχολείου που αδιαφορούσε για τη λογοτεχνία.
Η κατανόηση κειμένου είναι θέμα δημοκρατίας. Η δημοκρατία στηρίζεται στην πειθώ. Χωρίς κατανόηση δεν λειτουργεί η πειθώ. Οπότε μην απορείτε αν οι νεότεροι, και όχι μόνον, είναι τόσο ευάλωτοι απέναντι στον λαϊκισμό. Δεν ευθύνεται μόνον το Διαδίκτυο. Ευθύνεται και η εκπαίδευση.

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

Υπάρχει ζωή μετά το φροντιστήριο;

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Πριν από πενήντα έτη συναπτά, πολλοί από τους φίλους μου της εποχής εκείνης έτρεχαν μετά το σχολείο στα φροντιστήρια, άλλος για την αρχιτεκτονική, άλλος για τη φιλοσοφική, άλλος για την ιατρική. Η αλήθεια είναι ότι το «πενήντα» το λέω με τόση βεβαιότητα διότι στο τέλος Ιουνίου είμαι καλεσμένος σε μια συνάντηση «επανεύρεσης» με τους τότε συμμαθητές μου. Αλλιώς, ο χρόνος που με χωρίζει από την εποχή εκείνη δύσκολα μπορεί να μετρηθεί. Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα. Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που ήταν τότε. Άλλοτε πάλι το υποσυνείδητό μου με επαναφέρει στην τάξη του. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ονειρεύτηκα πως δίνω εξετάσεις γεωμετρίας και δεν ήξερα από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Εδώ που τα λέμε, αν και φανατικός αναγνώστης του Πλάτωνα, όποτε με μπλέκει με τους γεωμετρικούς συλλογισμούς του, το προσπερνώ και πάω παρακάτω.
Το μόνο φροντιστήριο που έκανα ήταν για τις εισαγωγικές στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αγαπούσα τη ζωγραφική, όπως την αγαπώ ακόμη, ευτυχώς όμως και για εκείνη και για μένα, διαπίστωσα εγκαίρως πως δεν είχα ταλέντο για ζωγράφος. Έπειτα από τόσα χρόνια μπορώ να πω ότι τη ζωγραφική την υπηρετούν, αν όχι εξίσου, τουλάχιστον αποτελεσματικά, όχι μόνον οι ζωγράφοι αλλά και όσοι αγαπούν το έργο τους. Αφήνω εδώ τις αυτοβιογραφικές αναφορές και προχωρώ στο προκείμενο.
Αναλογισθείτε μόνον πόσες κυβερνήσεις έχουν αλλάξει μέσα σε αυτά τα πενήντα χρόνια, πόσοι υπουργοί Παιδείας έχουν αλλάξει και πόσες εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις» έχουν γίνει. «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν», όπως τραγουδούσε ο Παπάζογλου. Η δύναμη των φροντιστηρίων παραμένει. Δεν είμαι εκπαιδευτικός, αλλά από ό,τι έμαθα ακόμη και φέτος τα θέματα των Πανελλαδικών δεν είχαν σχέση με την ύλη που διδασκόταν στο λύκειο, αλλά με όσα διδάσκονταν στα φροντιστήρια. Δεν ξέρω αν σε άλλη χώρα της Ευρώπης οι φροντιστές ανακοινώνουν αν τα θέματα των εξετάσεων είναι βατά ή άβατα. Αν οι «φροντιστές» έχουν τέτοιο κύρος, ώστε να μπορούν να κρίνουν τα θέματα στα οποία εξετάζονται οι πελάτες τους. Θα μου πείτε, δεν ξέρω αν σε άλλη χώρα της Ευρώπης απαγορεύεται από το Σύνταγμα η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αλλο θέμα αυτό, θα μου πείτε.
«Εθνικό απολυτήριο». Αν δεν κάνω λάθος το προκρίνει το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντιρρήσεις: αν μετρούν οι επιδόσεις των μαθητών στα χρόνια του λυκείου τότε τα ιδιωτικά σχολεία θα προκρίνουν τους δικούς τους. Απάντηση: αν ισχύσει η αξιολόγηση την οποία έχει επιβάλει η Κεραμέως τότε μπορεί να υπάρξει έλεγχος. Αν σε ένα σχολείο βρεθούν μόνον εικοσάρια, είναι σαν να βρει η εφορία πέντε εκατομμύρια στον λογαριασμό σου. Όμως, οι ίδιοι που υπερασπίζονται το «εθνικό απολυτήριο», αντί για τη βάσανο των Πανελλαδικών, είναι οι ίδιοι που αντιστέκονται στην αξιολόγηση. Ας μη γελιόμαστε: στις Πανελλαδικές κρίνεται το έργο των φροντιστηρίων και όχι το σύστημα της μέσης εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου η θεωρία ότι οι Πανελλαδικές είναι αδιάβλητες είναι μια φαντασίωση.
Να καταργηθούν οι Πανελλαδικές; Ναι, να καταργηθούν οι Πανελλαδικές. Να τις αντικαταστήσει το «Εθνικό Απολυτήριο», όπως στη Γαλλία με το Baccalaureat ή στην Ιταλία; Ναι, να τις αντικαταστήσει. Το «αδιάβλητο» σύστημα γίνεται διαβλητό όταν είσαι υποχρεωμένος να αποστηθίσεις άπειρες σελίδες βιολογίας, για παράδειγμα. «Αδιάβλητο» το σύστημα των Πανελλαδικών; Τότε πώς γίνεται τα θέματα να τα έχεις διδαχθεί στο φροντιστήριο και όχι στην τάξη στο Λύκειο;
Πενήντα χρόνια μετά ο κόσμος άλλαξε, η Ελλάδα άλλαξε, όμως οι Πανελλαδικές δεν άλλαξαν. Θα μου πείτε, υπάρχει και ο Αριστοφάνης. Αυτός πρώτος ανέδειξε τον πατέρα της φιλοσοφίας, τον Σωκράτη, ως ιδιοκτήτη φροντιστηρίου. Είναι βαθιά η παράδοση της σχέσης φροντιστηρίων και φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα έπονται. Η κ. Κεραμέως κατάφερε να επιβάλει την αξιολόγηση στη μέση εκπαίδευση. Αν ξαναβρεθεί σ’ αυτήν τη θέση, όποιος κι αν βρεθεί στη θέση της, οφείλει να αναθεωρήσει το σύστημα των Πανελλαδικών. Κι αν βρεθεί αντιμέτωπος με την τάξη των φροντιστών υπάρχουν τρόποι να τους βολέψει κάπου στο Δημόσιο. Υπάρχουν ελλείψεις στα ΕΚΑΒ.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

Εξετάσεις με Μπρεχτ, χωρίς Μπακαλάκο

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Και στου Βάρβουλα τον λάκκο παίζουν Μπρεχτ και Μπακαλάκο». Στίχος του Χάρρυ Κλυνν από την εποχή που ο Μπρεχτ κυριαρχούσε στις σκηνές των τότε νεότευκτων ΔΗΠΕΘΕ. Δεκαετία του ογδόντα, ο λαός στην εξουσία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, η Μελίνα στον πολιτισμό και ο Μπρεχτ στις πόλεις και στα χωριά της επικρατείας. Με την απόσταση που μας χωρίζει από τότε, θα το λέγαμε ιδεολογική διαπαιδαγώγηση. Με το κύρος ενός από τους διασημότερους θεατρικούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα, ιδρυτή της περίφημης Μπερλίνερ Ανσάμπλ και κατά τα άλλα πιστού στο καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας έως το τέλος της ζωής του. Τι καταλάβαιναν οι θεατές των παραστάσεων από τα έργα του; Την απάντηση τη δίνει ο Χάρρυ Κλυνν: ό,τι καταλάβαιναν και από τον Μπακαλάκο. Ηταν η κουλτούρα της Αριστεράς, βλέπετε, που μονοπωλούσε την «κουλτούρα» του καιρού εκείνου. Έκτοτε ο Μπρεχτ έχει περάσει στην Ιστορία. Ορισμένα έργα του παραμένουν σημαντικά, άλλα μας θυμίζουν την ιδιοφυΐα ενός δημιουργού που μετέτρεψε τη χοντροκομμένη αφέλεια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού σε πρωτοποριακό θέατρο. Το ποίημα στο οποίο εξετάστηκαν οι υποψήφιοι των ΕΠΑΛ στο μάθημα νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας ανήκει στην κατηγορία της ποίησης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος περιθάλπει άστεγους. Τους γλιτώνει από το χιόνι, όμως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έτσι ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει, «Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης». Συμπέρασμα: οι άστεγοι δεν χρειάζονται ελεημοσύνη. Μόνον η επανάσταση τους σώζει.
Το ποίηµα είναι γραμμένο στα γερμανικά. Οι μαθητές το διαβάζουν στα ελληνικά. Πουθενά δεν αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή. Η μετάφραση είναι μέρος της λογοτεχνικής δημιουργίας. Κι αν μιλάμε για λογοτεχνική παιδεία, αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζουν οι εξεταστές. Τους ενδιαφέρει, όμως, η ιδεολογική ουσία και ζητούν από τους υποψηφίους να σχολιάσουν τη φράση: «Μα ο κόσμος έτσι δεν θ’ αλλάξει». Πολύ θα ήθελα να διαβάσω κάποιες από τις απαντήσεις που πήραν τις 20 μονάδες, οι οποίες αντιστοιχούν στη «δραστηριότητα». «Ο κόσμος θα αλλάξει όταν εκλείψουν οι συνθήκες που δημιουργούν αστέγους». Απολύτως λογικό. Υποθέτω ότι η σωστή απάντηση κάπου θα υπάρχει στο πρόγραμμα του ΚΚΕ. Δεν χρειάζεται να ξοδέψεις για φροντιστήριο. Κι αν κάποιος γράψει ότι δεν τον ενδιαφέρει αν ο κόσμος θ’ αλλάξει, αλλά τον ενδιαφέρει ο άνδρας που βρίσκει στέγη στους άστεγους τι βαθμό θα πάρει; Το πρόβλημα δεν είναι ο Μπρεχτ. Το πρόβλημα είναι η νοοτροπία των εξεταστών, που διακατέχονται από το πνεύμα της δεκαετίας του ογδόντα. Και θέλουν να το κληροδοτήσουν στους νέους του 2023. Η εκπαίδευση αναπαράγει την κρατική ιδεολογία, κατά τους ριζοσπάστες της Αριστεράς. Στην περίπτωση, την ιδεολογία του βαθέος κράτους της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Είμαστε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να διαβάσει

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Τα χρονογραφήματα της περασμένης εβδομάδας τα αφιέρωσα στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση. Το καταληκτικό της περασμένης Κυριακής είχε τίτλο: «Να καταργηθεί η διδασκαλία της λογοτεχνίας». Ήταν το συμπέρασμα όσων εντοπίζει κάποιος που δεν είναι εκπαιδευτικός, ούτε φιλόλογος, στον τρόπο πρόσληψης της λογοτεχνίας από τις νεότερες γενιές. Τις παλιότερες άσ’ τες στην κακομοίρα μοίρα τους. Όπου προσπάθησα να πω με τον αφοριστικό μου τίτλο ότι ο τρόπος που διδάσκεται η λογοτεχνία στους εφήβους μας στην πραγματικότητα τους κάνει να την αντιπαθήσουν. Ως εκ τούτου, καλύτερα να μην τη διδάσκουμε καθόλου, παρά να τη διδάσκουμε έτσι όπως τη διδάσκουμε.
Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι, ενώ στις διάφορες συζητήσεις για την εκπαίδευση η διδασκαλία της λογοτεχνίας, και των συναφών επαγγελμάτων, φυτοζωεί στο περιθώριο, οι αντιδράσεις στα χρονογραφήματά μου υπήρξαν αρκετά βίαιες. Κάτι που μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω. Αν εν έτει 2022 μια θέση για τον τρόπο που διδάσκεται η λογοτεχνία στα παιδιά μας προκαλεί τόσο βίαιες αντιδράσεις, σημαίνει ότι τίποτε δεν έχει χαθεί ακόμη. Ζητάμε γλωσσική ευαισθησία, βασική παράμετρο της γνώσης, και ψάχνουμε τρόπους για να τη μεταδώσουμε στα παιδιά μας; Αυτή είναι η συζήτηση για τη λογοτεχνία. Και αν τσακωνόμαστε γι’ αυτό, σημαίνει ότι μας καίει. Είναι το κοινό μας σημείο. Το κοινό μου σημείο μ’ εκείνη την αναγνώστρια που έγραψε «Πιο ηλίθιος πεθαίνεις. Μια φιλόλογος», για να απαντήσει στο άρθρο μου περί κατάργησης της διδασκαλίας της λογοτεχνίας. Στην αρχή νόμιζα ότι η ηλίθια ήταν η φιλόλογος, όμως μετά κατάλαβα ότι ήμουν εγώ.
Παρά τις πολλές θετικές αντιδράσεις στην άποψή μου, σε όσους κατάλαβαν ότι δεν πρέπει να πάρουν την πρότασή μου κατά γράμμα, αλλά ως μια ειρωνική αντιμετώπιση αυτού που συμβαίνει σήμερα στην εκπαίδευση, προτιμώ να ασχοληθώ με τις αρνητικές αντιδράσεις. Κυρία η οποία δηλώνει φιλόλογος με έδρα τον Βόλο, και δεν έχω λόγο να μην την πιστέψω, συνεπικουρούμενη από ομοιοπαθείς δορυφόρους της διανοίας της με κατηγορεί ότι η πρότασή μου για κατάργηση της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην πραγματικότητα καταφέρεται κατά του πολιτισμού μας. Στο πληκτρολόγιο του Διαδικτύου εννοείται. Πόση υπομονή και πόση κατανόηση χρειάζομαι για να της εξηγήσω ότι αυτό που λέει επιβεβαιώνει το πρόβλημα που θέτω; Ο τρόπος που διδάσκεται η λογοτεχνία οδηγεί στη δική της τύφλωση. Έχει χάσει, αν την είχε ποτέ, την ικανότητά της να διαβάζει ένα κείμενο σε δεύτερο επίπεδο. Και αυτή η κυρία μπαίνει σε μια τάξη και μεταδίδει την ανικανότητά της ως ικανότητα.
Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις. Δεν πιστεύω ότι η επιμονή ενός χρονογράφου σε μια μεγάλη εφημερίδα όπως η «Κ» μπορεί να αλλάξει το μοίρασμα. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Οι φιλόλογοι ως καλοί δημόσιοι υπάλληλοι θα συνεχίσουν να διδάσκουν βάσει των προδιαγραφών και οι μαθητές τους να αποστηθίζουν τις αναλύσεις των κειμένων που τους προτείνουν. Κι εμείς όλοι να εξανιστάμεθα διότι τα παιδιά μας δεν αντέχουν τη δοκιμασία με τα κείμενα. Λες κι εμείς την αντέχουμε, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.
Ας το πάρουμε απόφαση. Είμαστε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να διαβάσει. Και αυτό το οφείλουμε στην εκπαίδευσή μας, η οποία δεν μας μαθαίνει να διαβάζουμε. Το επαναλαμβάνω: η διδασκαλία της λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση δεν είναι διδασκαλία καλολογικών στοιχείων ή μεταφορών. Είναι διδασκαλία ανάγνωσης, κοινώς κατανόησης κειμένου και επιπέδων ύφους. Όταν γράφεις «να καταργηθεί η διδασκαλία της λογοτεχνίας» και ο άλλος το παίρνει κατά γράμμα, απλώς επιβεβαιώνει την άποψή σου. Ναι, η διδασκαλία της λογοτεχνίας, έτσι όπως γίνεται, δίνει το δικαίωμα, στον ηλίθιο φιλόλογο να παίρνει κατά γράμμα τις θέσεις οποιουδήποτε χωρίς να λάβει υπόψη του την ειρωνεία ή τον σαρκασμό, διότι αυτά του λένε οι λέξεις που βλέπει.
Λεπτά γράμματα. Η διαφορά της ανάγνωσης της λογοτεχνίας από την εκμάθηση «γραφής και ανάγνωσης» έγκειται στη δυνατότητα παραγωγής δεύτερων ή τρίτων σκέψεων. Αχρείαστες να ‘ναι είπατε; Δεν έχω αντίρρηση. Απλώς καμιά φορά ξεπηδούν μπροστά σου χωρίς να τις περιμένεις. Είναι η περίπτωσή μου.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Τα Σουλού και ο Αριστοτέλης

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Φέτος αποφάσισα να ελέγξω τις γνώσεις μου. Ως εκ τούτου, ακολουθώντας τις συμβουλές του κ. Στέφανου Μάνου, ο οποίος θεωρεί ότι το ιδανικό κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών μονάδων είναι οι επιδόσεις τους στις λεγόμενες «πανελλαδικές» εξετάσεις, αποφάσισα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, μπαίνοντας στη θέση των υποψηφίων. Προχθές προσπάθησα να εκτιμήσω την αξία του ταγαριού, είδους τσάντας παρηκμασμένου, το οποίο όμως φαίνεται ότι διατηρεί τη λογοτεχνική του αξία. Χθες δημοσίευσα επιστολή αναγνώστριας, που μου εξέφραζε την αγανάκτησή της για τον τρόπο των εξετάσεων στις «ανθρωπιστικές σπουδές». Αν και υπερασπιστής της διδασκαλίας των λατινικών στη Μέση Εκπαίδευση, όταν είχα διαβάσει την εισαγωγή στο μάθημα, είχα αισθανθεί σαν τον Γάιο Καλλιγούλα που επέβαλε στη Σύγκλητο την αποθέωση του αλόγου του. Αυτή η εισαγωγή αποδίδει το πνεύμα του λατινικού πολιτισμού. «Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι», που έλεγε και ο Οβελίξ. Αν ο στόχος των εξεταστών ήταν να εξηγήσουν στους σημερινούς εφήβους για ποιον λόγο πρέπει να αλλάζουν πεζοδρόμιο αν συναντήσουν κάνα Ρωμαίο στον δρόμο, τα κατάφεραν μια χαρά.
Ώσπου έφτασε η μέρα να εξεταστώ στα αρχαία ελληνικά. Ωραία πράγματα. Αριστοτέλης, Επίκτητος και Θουκυδίδης, ούτε λίγο ούτε πολύ. Και πέφτω πάνω στο τμήμα που στο ιδιόλεκτο των εξετάσεων ονομάζεται Σουλού. Ανθρωπομορφική εκδοχή του διλήμματος «Σωστό» ή «Λάθος». Είναι σωστό ή λάθος ότι ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως «η γνώση των ηθικών αξιών δημιουργεί την οικογένεια και την πόλη»; Απάντηση: «Σου», ήτοι «σωστό». Αν κάποιος υποψήφιος σκεφτεί με την κοινή λογική και καταλήξει ότι αυτό δεν στέκει, δεν προϋπάρχει η γνώση της κοινωνίας από την ίδια την κοινωνία, ο διορθωτής θα σημειώσει «Λου». Τώρα κάποιος πιο υποψιασμένος μπορεί να πει ότι άλλο η «αίσθησις» του αγαθού και κακού και δικαίου και αδίκου και άλλο η γνώσις. Σε αυτήν την περίπτωση ίσως να γινόταν το θαύμα. Ίσως ο υποψήφιος να ήταν υποχρεωμένος να εξηγήσει τη διαφορά της «αισθήσεως» από τη «γνώση», κατά Αριστοτέλη, κι αν ήταν αρκετά ικανός, να βοηθούσε και τον εξεταστή του να την αντιληφθεί. Πάντως, όταν οι κυρίες και οι κύριοι φωνάζουν για την αξία της αρχαίας γραμματείας και υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία της γλώσσας περιορίζει τους ορίζοντες της σκέψης, ας αναλογισθούν τη νοηματική διαφορά ανάμεσα στην «αίσθηση» και στη «γνώση». Κι αν θέλουν να ξεμπερδεύουν μαζί της για να περάσουν τις πανελλαδικές, οι εξεταστές, όχι οι εξεταζόμενοι, ας σκεφθούν, αν τους ενδιαφέρει και αν μπορούν, ότι η παπαγαλία δεν τους επεβλήθη. Μόνοι τους την έφτιαξαν.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Η λογοτεχνία κρατάει ταγάρι

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Της έδειξα το ταγάρι και συγκινήθηκε». Σημείωση συντάκτη: Η συγκεκινημένη δεν είναι μέλος της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος, που θυμήθηκε τα νιάτα της. Πρόκειται για τη γιαγιά της αφηγήτριας στο διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Οικογενειακή Ιστορία». Υποσημείωση εξεταστή: «Ταγάρι» είδος τσάντας. Παραλείπεται η μεταφορική χρήση της λέξης «ταγάρι», που στην εποχή της νεότητός μου ήταν κάτι αντίστοιχο με τον χαρακτηρισμό κάποιου ή κάποιας ως «πατσαβούρας» – στο πιο ελαφρύ, παρακαλώ. Ερώτηση κρίσεως προς τους εξεταζομένους: «Eσείς αν ήσασταν στη θέση της αφηγήτριας, θα κρατούσατε το ταγάρι ή όχι και γιατί;». Απορία εξεταζομένου: «Ανεξαρτήτως φύλου;». Σχόλιο εξεταστή: «Oχι σεξιστικά σχόλια, παρακαλώ». Δεν είναι τίποτε φοβερό. Είναι το ένα από τα τρία θέματα που δόθηκαν στους υποψηφίους για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις στο μάθημα «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία». Το δεύτερο φέρει τον βαρύγδουπο τίτλο «Γιατί να μαθαίνουμε Ιστορία;» απόσπασμα από βιβλίο του Ραϋμόνδου Αλβανού, που προσφέρεται για άσκηση κοινότοπων ιδεών, και το τρίτο από την πρωθιέρεια της ποίησης Κική Δημουλά, με τίτλο «Θυμάμαι, άρα ζω;», στο οποίο η ποιήτρια μάς δείχνει πώς ένα λογοπαίγνιο αρκεί όχι μόνο για να θεωρηθείς μεγάλη ποιήτρια αλλά και για να υπερβείς τα όρια της καρτεσιανής φιλοσοφίας. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», ο Καρτέσιος. «Θυμάμαι, άρα ζω» η Δημουλά.
Σήμερα θα ασχοληθώ με το ταγάρι. Ζητώ την κατανόησή σας. Στα νιάτα μου φλέρταρα, και ερωτεύθηκα πλειστάκις, με κοπέλες που το κρεμούσαν στον ώμο τους. Oταν αντίκρισα για πρώτη φορά τσάντα Louis Vuitton, αισθάνθηκα το ίδιο πολιτισμικό σοκ που αισθάνθηκα όταν σε παιδικό πάρτι της κόρης μου άκουσα συμπαθή μαμά να μου λέει: «Ο γιος μου πάει στο Αρσάκειο». Παρ’ όλ’ αυτά, τη συνήθισα. Oλα τα συνηθίζεις.
Την εκτίμησή μου για τη λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού την έχω ήδη επιδείξει. Δεν χρειάζεται ως εκ τούτου να την επαναλάβω εδώ για να εξηγήσω ότι όσα ακολουθούν δεν αφορούν το έργο του, αλλά τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει η εκπαίδευση τη λογοτεχνική δημιουργία και τον τρόπο προσέγγισής της. Δεν πονάει, κυρίες και κύριοι. Κι αν εσείς, ως εξεταστές, βαριέστε να διαβάσετε και να κρίνετε ένα λογοτεχνικό κείμενο, υπακούοντας στους όρους που το ίδιο θέτει, δεν σας φταίνε τίποτε οι έφηβοι από τους οποίους στερείτε, με δική σας ευθύνη, μία από τις πιο γενναιόδωρες εκδοχές της σκέψης, την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Η ανάγνωσή της προϋποθέτει την απόλαυση. Κι αν τη στερήσεις αυτή, δεν μένει παρά το ταγάρι και μερικές οδηγίες συναρμολόγησης.

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Γιατί φοβάται το σχολείο τη λογοτεχνία

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Το μόνο που βρήκαν να πουν οι συνδικαλιστές για την αξιολόγηση των μαθητών στη γλώσσα και στα μαθηματικά ήταν τίποτε. Απλώς κήρυξαν απεργία ή στάση εργασίας, ή δεν ξέρω τι. Η απεργία κηρύχθηκε παράνομη, αν και κρίνοντας από τα συμφραζόμενα, ελάχιστοι από τους εκπαιδευτικούς ήσαν πρόθυμοι να συμμερισθούν τον αγωνιστικό οίστρο των συνδικαλιστών τους. Σε αυτούς τους τελευταίους συμπαραστάθηκε η ΑΔΕΔΥ. Ποια άποψη μπορεί να έχει η ΑΔΕΔΥ για την εκπαίδευση, ένας Θεός ξέρει. Δεν έχει σημασία και κανέναν δεν ενδιαφέρει, εκτός από τους γραφειοκράτες του συνδικαλισμού και τα αρκτικόλεξά τους.
Το υπουργείο αποφάσισε να κάνει μια προσομοίωση της αξιολόγησης PISA στο δικό μας σχολικό περιβάλλον. Προσπαθώντας, υποθέτω, να διαγνώσει τις αιτίες που σε δύο τομείς, στην κατανόηση κειμένου και στα μαθηματικά, τα Ελληνόπουλα υστερούν. Για τα μαθηματικά δεν έχω τίποτε να πω. Δηλώνω άσχετος και υποκλίνομαι με ταπεινότητα μπροστά σε όσους χειρίζονται τη μαθηματική σκέψη και αντιλαμβάνονται την πνευματική της γοητεία.
Θα μιλήσω όμως για την κατανόηση κειμένου, μια ικανότητα που δεν αφορά μόνο την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η αδυναμία στην κατανόηση κειμένου σημαίνει αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας. Αδυναμία διαλόγου. 'Οταν δεν μπορείς να κατανοήσεις ένα κείμενο, πώς να κατανοήσεις τον συνομιλητή σου. Δεν χρειάζεται η PISA για να την εντοπίσουμε. Είναι μια κοινωνική αναπηρία, η οποία αντανακλάται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Από την «υψηλή» πολιτική έως την ταπεινή δημοσιογραφία και τις απλούστερες καθημερινές συναλλαγές.
Τον τομέα «κατανόηση κειμένου» το υπουργείο τον βάφτισε «θέματα γλώσσας». Οι μαθητές του γυμνασίου κλήθηκαν να σχολιάσουν ένα κείμενο από το Διαδίκτυο για τις σχέσεις των σημερινών εφήβων με τον αθλητισμό και τις επιρροές που αυτή δέχεται από τα κυρίαρχα πρότυπα του «φαίνεσθαι». Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπόρεσα να καταλάβω ποια η διαφορά αυτής της εξέτασης από τον τρόπο που διδάσκονται τα «κείμενα» στους σημερινούς μαθητές. Υποθέτω ότι οι αρμόδιοι του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κάτι θα έχουν κατά νουν. Εγώ, ως αφελής, πιστεύω ότι η αδυναμία στην κατανόηση κειμένου οφείλεται στην αντίληψη που διαμορφώνει το σχολείο ως προς την έννοια του «κειμένου».
«Θέματα γλώσσας και λογοτεχνίας» θα έπρεπε να είναι ο τίτλος της εξέτασης αν πραγματικά οι αρμόδιοι είχαν το θάρρος να ομολογήσουν ότι η ασθένεια θα θεραπευθεί μόνον όταν αλλάξει η συνταγή της θεραπείας. Για να αποκτήσεις την ικανότητα να κατανοείς ένα κείμενο, ακόμη και το πιο απλό, πρέπει να αποκτήσεις την ικανότητα να διαβάζεις. Κοινώς να γίνεις αναγνώστης. Και αναγνώστης γίνεσαι μόνον όταν έρθεις σε επαφή με τη λογοτεχνία, ήτοι την τέχνη του λόγου. Αυτή σού αποκαλύπτει τους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσεται ο συλλογισμός, αυτή σου δείχνει τις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας σου. Η λογοτεχνία δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο της παιδείας μας, τα φρου-φρου και αρώματα της σοβαρότητας της γνώσης. Είναι το βασικό κύτταρο του οργανισμού της. Αυτή σου μαθαίνει πως το κείμενο είναι ένας σύνθετος οργανισμός που για να τον κατανοήσεις απαιτεί την ίδια ενέργεια με μια πολύπλοκη εξίσωση. Με δυο λόγια, αυτή σε εκπαιδεύει στην κατανόηση κειμένου.
«Άρξομαι δε από των κλασικών». Αυτοί που έχουν εξοριστεί από το σχολείο εδώ και κάτι δεκαετίες. Τους μοιράζουν σε φυλλάδια, που τα ονομάζουν εγχειρίδια με οδηγίες χρήσης και συναρμολόγησης. Και μετά απορούν για ποιον λόγο ο έφηβος, που μεθαύριο θα γίνει μεσήλικας, πάσχει από πενία κατανόησης κειμένου. Γιατί το ελληνικό σχολείο δεν τον έμαθε ποτέ να διαβάζει. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν καταργηθούν τα εγχειρίδια, κι όταν το παιδί μάθει πως το άθλημα της ανάγνωσης της «Φόνισσας» ή του «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» είναι άσκηση καλλιέργειας. Από τότε που μετονομάσαμε την καλλιέργεια σε κουλτούρα ξεχάσαμε και την αξία της.
Γιατί φοβάται το σχολείο τη λογοτεχνία; Επειδή οι λειτουργοί της εκπαίδευσης δεν την ξέρουν. Και παλεύουν με διάφορα υποκατάστατα, που διευκολύνουν και τη δημοκρατική διόρθωση.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Ποια Ελληνικά θέλουμε να μιλάμε;

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η Τετάρτη που μας πέρασε κηρύχθηκε «Ημέρα των Ελληνικών». Για κάποιον, όπως ο υπογράφων, που βιοπορίζεται γράφοντας ένα χρονογράφημα την ημέρα, κάθε ημέρα είναι ημέρα των ελληνικών. Δεν είναι ένα απλό εργαλείο της δουλειάς του. Τα «ελληνικά» είναι κεφάλαιο της υπαρξιακής του συνθήκης, της δικής μου υπαρξιακής συνθήκης. Τα ελληνικά μου είναι η συνθήκη που μου επιτρέπει να μεταφέρω κάτι περισσότερο απ’ την επικοινωνία. Τα ελληνικά είναι το οικοδομικό υλικό της συνύπαρξής μας, της κοινής μας συνείδησης. Είμαστε Ελληνες επειδή όταν αναφερόμαστε στον φορέα της ταυτότητάς μας, στην Ελλάδα σκεφτόμαστε την εικόνα της στον χάρτη στα ελληνικά.
Ποια είναι τα ελληνικά που υποστηρίζουν την ταυτότητά μας; Είναι η γλώσσα της βαθιάς αρχαιότητας; Αυτήν μπορούμε να μάθουμε να την διαβάσουμε, όμως δεν μπορούμε να την μιλήσουμε. Δεν μπορούμε ούτε να σκεφτούμε στη γλώσσα του Πλάτωνα και του Ευριπίδη. Μπορούμε όμως να αισθανθούμε την οικειότητα μέσα απ’ τις λέξεις ή τη σύνταξη. Κι αν έχει κάποιο νόημα να τους διδάσκουμε στα παιδιά μας είναι η εξοικείωση. Εδώ εντοπίζεται το πρώτο πρόβλημα της εκπαίδευσής μας. Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής αντί για την εξοικείωση οδηγεί στην αποξένωση. Όσο διδασκόταν η καθαρεύουσα λειτουργούσε κάποια γέφυρα. Όταν λογοκρίθηκε η διδασκαλία της καθαρευούσης –επί Γ. Ράλλη– η γέφυρα γκρεμίστηκε. Ήρθε και η κατάργηση του ιστορικού τονισμού από το πρωτο-Πασόκ για να αναδειχθεί το μέγεθος της απόστασης που χώριζε τη γλώσσα που μιλάμε και διδάσκουμε στα παιδιά μας από τη βαθιά προοπτική των ελληνικών.
Κι έτσι φτάσαμε στην «τεχνική της εξουσίας», που λέει κι ο Σαββόπουλος. Το ενδιαφέρον μας για τη γλώσσα μας εντοπίζεται στη διαφωνία αν το κτίριο γράφεται «κτήριο», όπως μας λέει ο Μπαμπινιώτης, ή κτίριο όπως το γράφει ο Παπαδιαμάντης. Διαλέγετε και παίρνετε. Απλώς σκεφθείτε τη διαφορά της γλώσσας που μιλάμε από την ανατομία των βατραχοειδών. Η γλώσσα που μιλάμε είναι το κεφάλαιο της συλλογικής μας ευαισθησίας. Κι αυτό το κεφάλαιο το έχουν αποταμιεύσει με το έργο τους δημιουργοί όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός ή ο Ροΐδης.
Πώς συνομιλούν οι νεότερες γενιές με όλους αυτούς; Πώς καλλιεργούν τη γλωσσική τους ευαισθησία; Και μέσω της γλωσσικής ευαισθησίας την αντίληψη για τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Θέλεις να εκπαιδεύσεις Ελληνόπουλα με ευρωπαϊκή συνείδηση; Ας τους δώσεις να διαβάσουν Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό και Ροΐδη. Η συνείδηση δεν είναι οικοδόμημα αρχών και κανόνων. Είναι πριν απ’ όλα αίσθημα. Αίσθημα που σου δίνουν οι λέξεις. Η γλώσσα που μιλάς είναι πριν απ’ όλα η δύναμη του αισθήματός τους.
Η γενιά μου συνομιλούσε με άνεση με τον Παπαδιαμάντη. Δεν μιλούσαμε σαν κι αυτόν στην καθημερινότητά μας. Όμως δεν μας ξένιζε. Όπως δεν μας ξένιζε η γλώσσα του Ξενοφώντα. Χρειαζόταν προσπάθεια να τον κατανοήσουμε, όμως δεν μας ήταν ξένη.
Και εδώ εμφανίζεται το σημερινό πρόβλημα. Ποια ελληνικά παραδίδουμε στα παιδιά μας; Την αβαθή γλώσσα των τελευταίων δεκαετιών που αγνοεί τις καταβολές της; Αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα της παιδείας μας. Από τη μια η ανικανότητά της να βρει έναν τρόπο για να συμφιλιώσει τη σημερινή γλώσσα με την αρχαιότητά της. Από την άλλη να μην μπορεί να τη συμφιλιώσει ούτε καν με τον εαυτό της. Αν ο Βιζυηνός ξενίζει τον σημερινό μαθητή, αυτό σημαίνει ότι τον ξενίζει ο εαυτός του. Ο Βιζυηνός δεν έγραφε αρχαία ελληνικά. Κατέθεσε μερικά από τα ανεξίτηλα μνημεία των ελληνικών που μιλάμε.
Ας αφήσουν τις γλωσσολογικές μπούρδες. Ας ψάξουν το γλωσσικό αίσθημα εκεί που πραγματικά υπάρχει. Σημασία δεν έχουν οι κανόνες. Σημασία έχει το γλωσσικό αίσθημα. Το ζητούμενο δεν είναι τα «σωστά ελληνικά». Το ζητούμενο είναι τα «ζωντανά ελληνικά». Ποια ελληνικά θέλουμε να μιλάνε τα παιδιά μας; Τα ελληνικά του Ελύτη; «Όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Πάντως αυτά τα ελληνικά μάς κράτησαν ζωντανούς, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές. Είναι τα ελληνικά της λογοτεχνίας μας. Κι αυτά τα ελληνικά θέλουμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας. Λογοτεχνία και πάλι λογοτεχνία.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

Όταν η Αριστερά αγαπούσε τη γνώση

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αντόνιο Γκράµσι, εκ των ιδρυτών του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές διανοητές του περασμένου αιώνα. Στο θεωρητικό του έργο είναι αφιερωμένο το βιβλίο του Δημήτρη Δημητράκου «Ηγεμονία και λόγος» (εκδόσεις Επίκεντρο). Θα σταθώ σε ένα από τα βασικά στοιχεία της γκραμσιανής σκέψης. Στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει την «παιδεία», την οποία και διαχωρίζει ουσιαστικά από την πολιτική. «Δύο αλληλοδιαπλεκόμενα αλλά απολύτως διακριτά πεδία», γράφει ο Δημητράκος. Η εκπαίδευση έχει ως πρώτιστο στόχο τη μετάδοση γνώσεων. Αυτή επιτυγχάνεται με την καλλιέργεια του ενδιαφέροντος. Εργαλείο της μετάδοσης είναι η πειθαρχία. Βάση της είναι μια «κουλτούρα με οικουμενικούς ορίζοντες». Την ονομάζει ουδέτερη γνώση (cultura disinteressata). Αυτή αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας πολυδιάστατης και ποικιλόμορφης καλλιέργειας, η οποία όμως οφείλει να ομογενοποιεί τα επιμέρους στοιχεία της, ώστε να λειτουργεί ως αξιακό σύστημα. Είναι εντυπωσιακό πόσο καίρια ακούγεται η σκέψη ενός μαρξιστή του Μεσοπολέμου στον σημερινό μας κόσμο. Διαβάζεις για «ουδέτερη γνώση» με οικουμενικούς ορίζοντες και αμέσως το μυαλό σου πάει στα κλασικά γράμματα, στην αφετηρία. Και αντιλαμβάνεσαι πόσο βαθιά είναι η καταστροφή που επιφέρει η σύγχρονη πολιτική ορθότητα, όταν διεκδικεί την ηγεμονία στη σύγχρονη εκπαίδευση, μη αποδεχόμενη την αρχή της «ουδέτερης γνώσης». Oταν κριτήριο γνώσης γίνεται το χρώμα του δέρματος ή το φύλο.
Δεν ξέρω πόσοι και ποιοι από τη δική μας Αριστερά έχουν διαβάσει Γκράμσι, ακόμη κι αν αρέσκονται να αναφέρουν το όνομά του πού και πού. Θα τους συνέστηνα να διαβάσουν το βιβλίο του Δημητράκου. Ιδιαίτερα όσοι εξ αυτών ασχολούνται με την εκπαίδευση. Μπορεί να αναθεωρήσουν κάποιες από τις απόψεις τους, που αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση αποκλειστικά και μόνον ως μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Σημείο των καιρών. Ομνύουν στο όνομα του Μπουρντιέ, αλλά αγνοούν τον κλασικό Γκράμσι. Με αποτέλεσμα να μπαίνουν στην τάξη και να νομίζουν ότι δίνουν ιδεολογικό αγώνα. Με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα. Oποιον μάλιστα τολμάει να μιλήσει για πειθαρχία, να τον αναθεματίζουν ως αντιδραστικό φασίστα.
Καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων μου είπε προχθές πως πρωτοετής φοιτητής του τον ρώτησε τι σημαίνει η λέξη «απόβαση». Και αυτός έχει περάσει Πανελλήνιες. Μετάδοση γνώσεων, είπατε; Πειθαρχία, είπατε; Αχρείαστες να ‘ναι. Το σχολείο έχει ως πρώτιστο καθήκον τη διαμόρφωση ενεργών πολιτών. Ως εκ τούτου, από την ανάγνωση του Πλάτωνα ή τη μετάδοση της ιδέας ότι η επιστημονική σκέψη είναι κριτική σκέψη και όχι αποστήθιση τύπων, θεωρείται προοδευτικότερη η σημασία της διεμφυλικής ταυτότητας και του «κοινωνικού» φύλου. Ο Γκράμσι και η σημερινή Αριστερά δεν μιλούν την ίδια γλώσσα.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Στη σκιά των ιστορικών γεγονότων


Στη σκιά των ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν την ιστορία αυτών των «πρώτων» διακοσίων ετών, στο υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας, το ρεύμα του θυμού δεν έπαψε ποτέ να παρασύρει με την ορμή του τη συλλογική μας συμπεριφορά. 
Πώς επηρέασε τις εμφύλιες συγκρούσεις που ξεκίνησαν από την εμβρυακή κιόλας ηλικία του νεοελληνικού κράτους; Πώς λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη της Μεγάλης Ιδέας που αποδείχθηκε αυτοκτονική; Πώς οι «θυμωμένες πληγές» του Μακρυγιάννη έγιναν ο συναισθηματικός οδηγός της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας; Και πώς ο «θυμός», που σήμαινε ψυχή στον Όμηρο, έφτασε να σημαίνει για τους Νεοέλληνες οργή και να θεωρείται ως πιστοποιητικό γνησιότητας της εθνικής μας ταυτότητας, ταυτίζοντας υποσυνείδητα την ψυχή μας με την οργή;
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο σύντομο αυτό κείμενο συνθέτει το ψυχογράφημα των δύο πρώτων αιώνων της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Ένα κράτος που παλεύει να βρει τα όρια ενός οργισμένου Έθνους· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].


«Λέγεται πως ο Καβάφης διάβαζε τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο ως livre de chevet, βιβλίο που έχεις στο κομοδίνο και σε λυτρώνει από τον κάματο και τις σκέψεις της ημέρας. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, δεν θυμάμαι καν πού το διάβασα, όμως δεν χρειάζεται να είναι αλήθεια. Φτάνει η ποίηση του Καβάφη για να το πιστοποιήσει. […] 
»Έργο αναφοράς είναι η βιογραφία που του αφιέρωσε ο Κ. Θ. Δημαράς. Εκεί μαθαίνουμε για τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τον διορισμό του, για την ισόβια οικονομική του δυσπραγία, για την αξιοπρέπειά του. Του άρεσε, λέγεται, να ντύνεται κομψά και ο Δημαράς παρατηρεί ότι φορούσε κίτρινα γάντια. Ως το τέλος της ζωής του κάθε χρόνο έκανε ένα ταξίδι στις πόλεις της Ευρώπης για να ζητήσει από του φίλους του βοήθεια για την Ελλάδα. Ήταν χτυπημένος από τη μοίρα. Ο γιός του, ο ποιητής Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, αυτοκτόνησε νεότατος. Ο τάφος του ιστορικού βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο. Τελευταία φορά που τον επισκέφθηκα, πριν από χρόνια, ήταν σε πλήρη εγκατάλειψη, όπως και το έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.
»Προ καιρού η επιτροπή για τους εορτασμούς των διακοσίων ετών αναφέρθηκε σ’ αυτόν με ένα tweet, αν δεν κάνω λάθος. Το μόνο που βρήκαν να πουν ήταν ότι απάντησε στον Φαλμεράιερ και στις θεωρίες του για τον εκσλαβισμό των Ελλήνων με ένα σύντομο κείμενο που φέρει τον τίτλο “Περί της εποικήσεως σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησον”. Τον αναφέρουν επίσης ως υπέρμαχο της Μεγάλης Ιδέας που επηρέασε αρκετούς από τους πολιτικούς της εποχής του. Ξεμπερδεύουν δε με το έργο του λέγοντας ότι έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής ιδεολογίας. Με δυό λόγια, για τους σημερινούς κήνσορες πάσης προόδου, οι οποίοι κρίνουν τη δημιουργία βάσει δικών τους ιδεολογικών συντεταγμένων, ο Παπαρρηγόπουλος δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένας επίδοξος προπαγανδιστής της Μεγάλης Ιδέας. Αναρωτιέμαι πόσοι απ’ αυτούς έχουν διαβάσει την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και πόσοι είναι εις θέσιν να συλλάβουν το μεγαλείο μιας αφηγηματικής ιδιοφυίας που οδηγεί τον αναγνώστη ξεκινώνοντας από τη βαθιά μυθολογία, τον Κρόνο και τη Ρέα, και φτάνει μέσα από τον λαβύρινθο των αιώνων ως την Επανάσταση του 1821. Και πόσοι είναι εις θέσιν σήμερα να αντιληφθούν τη γενναιοδωρία της συγγραφικής του δημιουργίας, που οικοδόμησε έναν καθεδρικό ναό για να κατοικήσει η εθνική συνείδηση και για να αποκτήσει η αντίληψη περί “πατρίδος” ένα ορίζοντα ευρύτερο από το χωριό και τις πληγές του κάθε εγώ – όσο ηρωικό κι αν ήταν».

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΛΥΛΟΣ. (2020). Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα. Δύο αιώνες νευρικής κρίσης. Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 98, 103-105.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

«Θάψτε τους νεκρούς»· Μπράβο στη Θεατρική Ομάδα των Αστέγων της Μυτιλήνης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Άξια η Θεατρική Ομάδα των Αστέγων Μυτιλήνης για το έργο του Ίρβιν Σόου, «Θάψτε τους νεκρούς», που πρόσφατα ανέβασε στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης. Τους αξίζουν συγχαρητήρια, όχι μόνο για το ταλέντο τους επί της θεατρικής σκηνής, αλλά για τη λογοτεχνική θα ΄λεγα απόδοση του κειμένου και τη σκηνοθεσία. Δίχως να είμαι ειδικός – κριτική θεάτρου δεν μπορώ να κάμω – πιστεύω ότι ένα τέτοιο θεατρικό κείμενο, του οποίου παλαιότερα αποσπάσματα είχα χρησιμοποιήσει διδάσκοντας την έννοια του θανάτου στο μάθημα των Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου, αξίζει να ανεβαίνει ξανά και ξανά σε θεατρικές παραστάσεις, γιατί ο πόλεμος κι ο θάνατος προσφέρει στον άνθρωπο εκείνη τη δωρεά των δακρύων, που είναι σαν το δεύτερο βάπτισμα του ανθρώπου, καθώς λένε πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας. 
Πάντως, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ερχόταν στο νου μου το μεταφρασμένο από τον Γ. Σεβαστίκογλου κείμενο του Ίρβιν Σόου, αλλά και η διασκευή του σε νουβέλα από τον ποιητή Στάθη Πρωταίο, την οποία η Γαλάτεια Καζαντζάκη χαρακτηρίζει «πολύ δυνατή» γιατί ο καθένας διαβάζοντάς τη, ακόμη και σήμερα, πάντα θα νιώθει «το μίσος εναντίον του πολέμου»
Ερχόταν, όμως, στο νου μου κι εκείνος ο ήρωας Λεωνίδας Κ., από το μυθιστόρημα Η δύναμη του σκοτεινού θεού, του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Δεν ξέρω γιατί. Αναρωτιόμουν συνέχεια. Μέχρι τη στιγμή που το ξανάπιασα στο χέρι μου και ξεφυλλίζοντάς το, η ματιά μου έπεσε σε δύο σελίδες που είχα υπογραμμίσει όταν πριν κάποια χρόνια το διάβαζα. Αντιγράφω το απόσπασμα, διότι θεωρώ ότι έχει την αξία του, δένει κάπως με τη θεατρική παράσταση της Ομάδας των Αστέγων Μυτιλήνης: 
«Εννοείται ότι το τοπίο έχει αλλάξει από τότε. Όμως ο βράχος παραμένει πάντα ίδιος, όπως κι ο θάνατος παραμένει πάντα ο ίδιος, εξίσου απόλυτος, εξίσου ανέκκλητος, εξίσου πραγματικός. Αν αφαιρέσεις τον θάνατο από την πραγματικότητα, η πραγματικότητα παύει να είναι πραγματική. Και τότε κάνεις θέατρο. 
»Γι’ αυτό κάνεις θέατρο. 
»Για να βγάλεις τον θάνατο απ’ την πραγματικότητα και να τον φέρεις στη σκηνή, να τον χειραγωγήσεις, να τον οικειοποιηθείς, να τον αγγίξεις με τα ίδια σου τα χέρια, να τον δεις, να τον ακούσεις να σου μιλάει. Η απογοήτευση της αναπαράστασης του θανάτου επί σκηνής στην αρχαία Αθήνα αυτό το νόημα είχε. Έδιναν σχήμα στο σκοτάδι του, του έδιναν ρυθμό κι έτσι κατακτούσαν την ψευδαίσθηση ότι τον έκαναν δικό τους, ένα παιχνίδι που οργάνωνε και επαλήθευε τη θέλησή τους για να ζήσουν. Η στάση τους ήταν άκρως ρεαλιστική. Το είχαν πάρει απόφαση πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος». ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ. (1999). Η δύναμη του σκοτεινού θεού. Αθήνα: Ωκεανίδα, σσ. 106-107.