«Aλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρό-
μου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιόν
αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζεις πιο αληθινά –
πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφί-
τα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο…
Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρείς
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα».
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. (1990). «Ο πρώτος στίχος», στο: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου. Αθήνα: Κέδρος, σ. 14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου