Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ
Παπούτσι δεύτερο δεν είχε η Αντωνία. Κι αυτό το ζευγάρι που φορούσε, αποφόρι κάποιας δωρήτριας, σκισμένο από τις πάντες, θύμιζε μαούνες ξεχειλωμένες και παρατημένες έξω απ’ τον μόλο του λιμανιού, άχρηστες πια για οτιδήποτε.
Αυτά φορούσε και παραπατώντας και κουτσαίνοντας, έπαιρνε τον ανήφορο τα σαββατιάτικα πρωινά, για το νεκροταφείο, να μαζέψει κανέναν άρτο, τίποτα κόλλυβα ή άλλα φαγώσιμα, νάχει να πορεύεται, και την άλλη μέρα ανέβαινε με πολύ κόπο τα σκαλοπάτια της Αγίας Παρασκευής, απλώνοντας το χέρι να την ελεήσουν οι εκκλησιαζόμενοι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά έβγαζε την εβδομάδα της.
Γιατί την άλλη, την καθημερινή ζητιανιά, από πόρτα σε πόρτα της μικρής κωμόπολης, την είχε παρατήσει εδώ και τρία χρόνια περίπου, όταν αρρώστησε βαριά και την είχαν ένα μήνα στο νοσοκομείο. Αλλά κι η αρρώστια να μην ήταν, τα πόδια της δεν την κράταγαν πια κι ούτε μπορούσε να κάνει τις παλιές διαδρομές που συνήθιζε. Κι αυτήν ακόμα τη συνήθεια να κατεβαίνει μια φορά την εβδομάδα στην προκυμαία την ώρα του ξεπουλήματος των ψαριών, για να της δώσουν οι ψαράδες ό,τι περίσσευε, κυρίως γατόψαρα να μαρτυράει κι αυτή ιώδιο και αρμύρα στο στόμα της, την παράτησε.
Έτσι, κάθονταν όλη μέρα στο χαμόσπιτό της, δίπλα στην αναμμένη φουφού της, όχι τόσο για μαγείρεμα, όσο για τη ζεστασιά ή, στο κατώφλι της όταν έβγαινε ο ήλιος και σταματούσε η βροχή, να βλέπει μπροστά της τη θάλασσα να ξεδίνει το μάτι της.
Άλλο τίποτα δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να κάνει η Αντωνία, ένα ξερό κορμί, μόνη της μια ζωή ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά. Μια γάτα της έμεινε να γλύφει τα πόδια και να χαϊδεύεται στην μακριά, φαρδιά, μαύρη φούστα της. Κι από τον κόσμο, τίποτα δεν ήξερε η καψερή. Μια φορά πριν χρόνια πολλά, αμέτρητα πίσω, της έδωσε έναν άντρα η μάνα της, γιατί έτσι έπρεπε να μη μείνει απάντρευτη κι ούτε που θυμόταν πόσο ζήσανε μαζί κι αν πέθανε ή την παράτησε κι έφυγε. Δεν είχε δα και τα κάλλη της η Αντωνία να τον κρατήσει.
Οι γειτόνισσες καλές, μια καλημέρα είχανε, την ψωμίζανε και πότε - πότε αλλά πολλά πάρε δώσε δεν είχανε. Εξ άλλου η Αντωνία μια ζητιάνα ήτανε.
Άλλη σχέση με τον κόσμο δεν είχε, εκτός από ένα μικρό, τόσο δα όσο ένα πακέτο τσιγάρα, ραδιοφωνάκι, που της χάρισαν κάποια στιγμή, που το έβαζε να γρατσουνάει κάθε πρωί κι άμα τελείωναν οι μπαταρίες, ο γείτονάς της ο κυρ Στέλιος, τις αντικαθιστούσε. Τι ήταν γι’ αυτόν άλλωστε. Ένα ευρώ την εξάδα τις αγόραζε από τον Πακιστανό μικροπωλητή της αγοράς. Κινέζικες λέει… μήπως ήξερε η Αντωνία μάρκες και προελεύσεις.
Κι όπως άκουε αφηρημένη το τρανζιστοράκι της η Αντωνία, κάτι πήρε το αυτί της για επιδημία, για μια περίεργη αρρώστια που έπιανε τον κόσμο, και τρέχανε τους αρρώστους στα νοσοκομεία και πολλοί απ’ αυτούς πέθαιναν κι όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα μέρη. Δε χρειαζόταν και πολύ να φοβηθεί η Αντωνία, που είχε περάσει και μεγάλη αρρώστα. Ένα μήνα στο νοσοκομείο. Είδε κι έπαθε να γίνει καλά. Λέγανε και για απαγόρευση της κυκλοφορίας, σίγουρα γι’ αυτούς που πηγαίνανε μακριά με τ’ αυτοκίνητά τους ή με πλοία και αεροπλάνα.
Σάββατο την άλλη μέρα και κούτσα, κούτσα η Αντωνία ανέβηκε το δρόμο προς το νεκροταφείο, είδε την καγκελόπορτα κλειστή, «θα ήρθα φαίνεται νωρίς» σκέφτηκε, αλλά μέχρι τις 10 ούτε παπάς φάνηκε, ούτε άλλος άνθρωπος. Κι έτσι πήρε το δρόμο του γυρισμού, χωρίς να έχει μαζέψει τίποτα. Πορεύτηκε με ό,τι είχε και την Κυριακή το πρωί, παρ’ όλο που δεν άκουσε καμπάνα, μέτρησε τα σκαλιά της Αγίας Παρασκευής. Απόλυτη ησυχία κι εκεί, ούτε παπάς, ούτε καντηλανάφτης, ούτε προσκυνητής.
Κι εκεί που καθόταν στη γωνιά της, νάσου ο χωροφύλακας, έτσι τον έλεγε αυτή κι ας είχε χρόνια που άλλαξαν τα πράγματα και είχε γίνει αστυφύλακας. Γνωστός της από παλιά τη στραβοκοίταξε και
- Τι γυρεύεις εδώ Αντωνία, της είπε εντελώς αυστηρά και καθόλου φιλικά.
- Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται να κυκλοφορείς ασκόπως; Που είναι το χαρτί κι η ταυτότητα;
- Καλέ τι χαρτί μου λες κι εγώ αυτότητα δεν είχα ποτέ. Πού να τη βρω;
- Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά. Σε βρήκα έξω απ’ το σπίτι σου, χωρίς χαρτί και ταυτότητα κι έχω υποχρέωση να σου κόψω πρόστιμο.
Και μη χάνοντας καιρό ο αστυφύλακας, έβγαλε χαρτιά και μολύβι και έκοψε το πρόστιμο. Εκατόν πενήντα ευρώ για άσκοπη κυκλοφορία.
- Κι αυτά να πας να τα πληρώσεις στον Δήμο.
Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν καταλάβαινε η Αντωνία, πολύ περισσότερο που ούτε ήξερε πως και που πληρώνονταν τα πρόστιμα, άσε που δεν είχε και μία να εξοφλήσει της υποχρέωσή της. Ηλεκτρισμό δεν είχε στη χαμοκέλα της, κι ούτε νερό. Με το σταμνί το κουβαλούσε, από την κοντινή δημόσια βρύση.
Λίγο συγχυσμένη είν’ αλήθεια γύρισε στο φτωχικό της, συναντώντας πριν περάσει το κατώφλι της τον κυρ Στέλιο που της εξήγησε. Πως απαγορεύονταν η κυκλοφορία κι άμα είχες ανάγκη να πας κάπου, έπρεπε να έχεις ένα χαρτί και την ταυτότητά σου, γιατί αλλιώς σου κόβανε πρόστιμο, μπορούσες να πας και φυλακή.
Πώς να τα καταλάβει αυτά η Αντωνία, που ολόκληρη ζωή την πέρασε έγκλειστη στο μικρό σπιτάκι και την απέραντη φτώχεια της. Ούτε δουλειές είχε, ούτε κοινωνικές σχέσεις να χρειάζεται να δρασκελά το κατώφλι της.
Υποτάχθηκε, λοιπόν, στον υποχρεωτικό εγκλεισμό κι η Αντωνία, απ’ τον οποίο άλλωστε δεν είχε ποτέ ξεφύγει κι αυτό έγινε αφορμή να την ανακαλύψει και η «βοήθεια στο σπίτι», που την ενέγραψε στα κατάστιχά της και της πρόσφερε ό,τι ποτέ δεν απόλαυσε, ούτε και ζήτησε από κανέναν. Όσο για το πρόστιμο, μάλλον θα διαγραφεί ως ανείσπρακτο, όταν θα διαγραφεί κι η Αντωνία, από τα ληξιαρχικά βιβλία του δήμου.
Θερμά ευχαριστώ τον Ξενοφώντα για την άδεια δημοσίευσης του μικρού αυτού διηγήματός του. Τώρα που, από τούδε εξής, θα ισχύει ο ΧΑΜ [Χέρια (πλένουμε), Αποστάσεις (κρατάμε), Μάσκες (φοράμε)] – προσοχή ΧΑΜ κι όχι Χαμ, δηλαδή ο γιος του Νώε, τον οποίο εξέχων θεολογών της «θεολογικής» μπλοκόσφαιρας ταύτισε με τον ΧΑΜ του κ. Νίκου Χαρδαλιά, Υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας – προσοχή, λοιπόν, ας λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν την ταλαιπωρία της Αντωνίας.
ΑπάντησηΔιαγραφή