Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ
Βράδιασε πια εκείνο το Μεγάλο Σάββατο, που μεγαλύτερο δεν γινότανε, αφού το μόνο που είχαν να κάνουν οι κάτοικοι της μικρής μας πόλης, ήταν να περιμένουν την ώρα του φαγητού, μετά το Χριστός Ανέστη. Άλλο τίποτα δεν μπορούσαν, αφού ζούσαν την πιο μακρά περίοδο απομόνωσης και απραξίας, περιμένοντας να νικήσουν την τρισκατάρατη πανδημία, που είχε φέρει τ’ απάνω κάτω, σ’ όλον τον κόσμο.
Η Μεγάλη Εβδομάδα πέρασε χωρίς τελετές και ακολουθίες, που γινόντουσαν σε κλειστές εκκλησίες και σήμερα οι καμπάνες για την Ανάσταση θα σήμαιναν λίγο πριν τις εννέα. Με το πανηγυρικό χτύπημα της καμπάνας κάθισαν στο τραπέζι για το πασχαλινό δείπνο. Οι δυο τους. Ο ένας απέναντι στην άλλη. Σερβιρίστηκε η σούπα, τσούγκρισαν τα κόκκινα αυγά τους, δοκίμασαν το τουλουμοτύρι[1], ήπιαν από δυο γουλιές κόκκινο κρασί του αμπελιού τους, έτσι για το καλό, ψιθυρίζοντας Kristi Eshte Ringiallur.
Καθολικός αυτός, δηλαδή έτσι του είπαν, αφού όταν γεννήθηκε δεν υπήρχαν στην πατρίδα του, ούτε εκκλησιές, ούτε θρησκείες. Άθεη αυτή, δηλαδή έτσι της είπαν, αφού ο πατέρας της, ήταν μεγάλος αξιωματούχος του καθεστώτος. Δεν είχε ποτέ ακούσει τίποτα για τις γιορτές των Χριστιανών, αλλά ούτε γι αυτές των άλλων θρησκειών. Πώς βρέθηκαν κι αγαπήθηκαν, ήταν ιστορίες που ίσως θα μπορούσαν να τις θυμηθούν άλλες ώρες. Τότε προείχε η επιβίωση.
Πήρε τους δρόμους, μαζί με όλους τους νέους που έφευγαν την μαύρη εκείνη περίοδο, γεμάτοι φόβο και αγωνία, τραβώντας προς τον Νότο. Βουνά, λαγκάδια, απάτητες βουνοκορφές, ποτάμια, ζωσμένος με μια στρατιωτική χλαίνη κι ένα ζευγάρι, αμφίβολης ανθεκτικότητας παπούτσια, που τον εγκατέλειψαν στη διαδρομή, κατηφόρισε όπως μπορούσε, για να βρεθεί τελικά σ’ ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου. Απ’ αυτά που τα είχαν αφήσει πίσω τους, κυνηγώντας καλύτερη τύχη στην Αφρική, την Αυστραλία ακόμα και την Γερμανία οι περισσότεροι από τους νέους τους.
Δεν ήξερε τίποτα και κανέναν ο Ανδρέας, που αυτό το όνομα βρήκε εύκολο, να ξαναρχίσει τη ζωή του στον ξένο τόπο. Και πολλοί συμπατριώτες του, αυτό το όνομα επέλεξαν, ίσως γιατί περνούσε εύκολα. Τί να έλεγαν όταν τους έπιανε καμιά φορά κάποιος αστυνομικός; Εκερέμ, Μουσταφά, Αλή; Δε θα καλοπερνούσαν Άλλωστε δεν είχαν κάποιο έγγραφο, που να πιστοποιεί την ταυτότητά τους.
Περίοδος ελαιοσυγκομιδής ήταν την εποχή που έφτασε στη μικρή πόλη της εγκατάστασής του και οι μεγάλης ηλικίας κάτοικοί της, βρίσκονταν σε απόγνωση. Δεν είχαν χέρια να δουλέψουν τις ελιές. Κι αυτή η απόγνωση ήταν η ευκαιρία για τον Ανδρέα και τους συμπατριώτες του. Βρέθηκε μπροστά σ’ έναν άνθρωπο με περισσή κατανόηση και περισσότερο μυαλό απ’ τους άλλους. Που έψαχναν τις τοπικές εφημερίδες να ανακαλύψουν την πανομοιότυπη καθημερινή είδηση. «Βεβήλωση εξωκκλησίου» ή «κλοπή σε αφύλακτο εξοχικό» ή «απόπειρα βιασμού» με την πάντοτε σίγουρη κατάληξη. «Εικάζεται ότι ο δράστης είναι αλλοδαπός» που, φυσικά, δεν είχε συλληφθεί.
Έκαναν μια συμφωνία. Ο Ανδρέας θα μάζευε τον ελαιόκαρπο και ο ιδιοκτήτης θα του παραχωρούσε στέγη σ’ ένα παλιό σπιτάκι, σχεδόν ερείπιο, χτισμένο στο μεγάλο του κτήμα, χωρίς θέρμανση και νερό, την καθημερινή τροφή του κι ένα μεροκάματο, μισό απ’ αυτό που ζητούσαν οι ελάχιστοι πια ντόπιοι εργάτες γης. Δεν ήξερε τίποτα από ελιές, μαθαίνοντας σε πολύ λίγο να ραβδίζει, να μαζεύει τον καρπό κι αργότερα να κλαδεύει, να λιπαίνει, να γίνει τέλος πάντων ένας σωστός ελαιοκαλλιεργητής. Κι εκεί πάνω που άρχισε να στηρίζεται στα πόδια του, έφερε και την γυναίκα του με το πρώτο παιδί τους από την Αλβανία. Νόμιμα τώρα. Συνέχισε να δουλεύει σε κήπους, σε αγρούς, σε οικοδομές. Γεννήθηκε και το δεύτερο παιδί του. Ήθελε πια να γίνει πολίτης της χώρας, όπου ζούσε. Με πρώτο βήμα κοινωνικής ενσωμάτωσης το θρήσκευμα των παιδιών. Ορθόδοξα. Γιατί στη μικρή μας πόλη, όπως άλλωστε και στη μικρή μας χώρα, όλα έπρεπε να είναι δικά μας. Να είναι κάτι από μας. Κι αυτός παρότι δεν ξεχνούσε, όπως του είπαν, πως είναι Καθολικός, πήγαινε τακτικά στην (Ορθόδοξη προφανώς) εκκλησία, μετέχοντας στις τελετές και τις εκδηλώσεις. Κι αυτό όμως δεν το έβλεπαν με καλό μάτι οι ακραιφνείς Έλληνες, δεν ήταν δα και πολλοί στην μικρή μας πόλη και δεν ξεχνούσαν να του κάνουν κάπου - κάπου και καμιά ζημιά. Πότε στο αγροτικό του, πότε στο μηχανάκι του, πότε στα εργαλεία που χρησιμοποιούσε, τονίζοντας ταυτόχρονα και το σύνθημα που επικράτησε για πολλά χρόνια: «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ!»
Κάπως έτσι σκεφτότανε κι ο δον Μπαζίλιο εφημέριος της εκκλησίας που πήγαινε η μητέρα του, που την επισκέπτονταν δύο φορές το χρόνο, όταν έμαθε πως τα παιδιά του θα τα βαφτίσει Ορθόδοξα. «Δεν μπορεί να γίνει αυτό, προσβάλεις τη μνήμη του παππού σου που υπηρέτησε με ζήλο την εκκλησία και του πατέρα σου που έκανε το ίδιο όσο μπορούσε και του επέτρεπαν οι συνθήκες. Αν επιμένεις, θα διαγραφείς από τα μητρώα της Κοινότητας, με όλες τις συνέπειες». Τί ήξερε τις συνέπειες, αλλά τα παιδιά του έπρεπε να συμβαδίζουν με την κοινωνία στην οποία ζούσαν. Δεν είχε ποτέ σχεδόν την επιθυμία να τραγουδήσει, αλλά βιώνοντας όλα αυτά του έρχονταν στο νου οι στίχοι ενός τραγουδιού, που δεν θυμόταν πού το είχε ακούσει: «Παλιά πατρίδα μου χαμένη / Σύνορα κλειστά στο χθες / Και καινούργια μου πιο ξένη / Ξένος είμαι δυο φορές»[2].
Τα παιδιά του τελείωσαν το σχολείο κι έπρεπε να διαλέξουν τους δρόμους που θα πάρουν. Ο ένας έφυγε για το Λονδίνο, η άλλη τέλειωσε ελληνικό πανεπιστήμιο, πέφτοντας όμως στην μεγάλη οικονομική κρίση, πήρε κι αυτή των ομματιών της για το Λονδίνο, για δουλειά. Όμως η πανδημία του κορωνοϊού σε συνδυασμό με το brexit, δεν της επέτρεπε να γυρίσει στην πατρίδα.
Τρεις βδομάδες πριν, είχαν ανταλλάξει πασχαλινές ευχές με τη μητέρα του και τον αδερφό του στη Ρώμη, που ως Kαθολικοί, συναντούσαν πιο γρήγορα την Ανάσταση. Είπανε το Kristi Eshte Ringiallur, θυμήθηκαν παλιές ιστορίες και κλείσανε το τηλέφωνο. Σχεδόν ευχαριστημένοι. Το ίδιο όμως έγινε και με τα παιδιά του, που κι αυτά στο Λονδίνο την ίδια Ανάσταση είχανε, λέγοντας στο τέλος καλή αντάμωση. Για τον γιο του δεν το πίστευε και πολύ, αφού είχε παντρευτεί και του είχε χαρίσει ένα εγγονάκι, μ’ ένα περίεργο όνομα. Ούτε αλβανικό, ούτε ελληνικό, ούτε εγγλέζικο. Όπως και να το κάνουμε ρίζα του ήταν και δάκρυζε όταν άκουγε απ’ τα χειλάκια του, τη λέξη παππού. Για την κόρη όμως είχε ελπίδες. Επιστήμων ήταν, νέα, έξυπνη, κέρδιζε τους ανθρώπους.
Όλα γύριζαν στο κεφάλι του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κόκκινο κρασί, απ’ το δικό του, άφησε να λειώσει στο στόμα του κι ένα κομμάτι τουλουμοτύρι από κατσικίσιο γάλα δικό του και είπε Χριστός Ανέστη, αυτή τη φορά στα ελληνικά, εισπράττοντας από την γυναίκα του, ένα συγκαταβατικό κούνημα της κεφαλής. Του ήρθε να πει το τραγούδι που τον σημάδεψε, κάπως διασκευασμένο, αλλά δεν ήθελε να πικράνει τη γυναίκα του. Το σκεφτόταν όμως τονίζοντας, πως με τις καταστάσεις που ζούσε οι ρίζες του είχαν τρεις ίσως και περισσότερες ξένες. Ύστερα πήρε το κινητό και κάλεσε με Viber τα παιδιά του, να δει και ν’ ακούσει τον εγγονό του, που δεν ήξερε ακόμα για Αναστάσεις πρώιμες και όψιμες. Προσπαθώντας μόνο να συλλαβίζει λέξεις. Τη μάνα του δεν θα την έπαιρνε, τουλάχιστον σήμερα, γιατί πού να μπερδεύεται η γυναίκα με Χριστούς Καθολικούς και Ορθόδοξους. Αυτή έναν ήξερε και σ’ αυτόν συνέχιζε να ελπίζει, παρ’ όλο που τη γλύκα του δεν την είδε ως τα σήμερα.
Κωνσταντίνος Παρθένης, Η Ανάσταση, (1917-1919)· Λάδι σε καμβά 123,5Χ135,5.
[1] Τουλουμοτύρι, μαλακό κατσικίσιο (συνήθως) τυρί, πηγμένο σε τουλούμι (ολόκληρη προβιά μικρού ζώου) με γάλα, πιπέρια και λίγο λάδι, συνηθισμένο πολύ στη Λέσβο το Πάσχα.
[2] Στίχοι από το τραγούδι: «Δυο ξένοι» του Νίκου Πορτοκάλογλου.
Διαβάζοντας το ωραίο διήγημα του αγαπητού φίλου Ξενοφώντα Μαυραγάνη, ήρθε στο νου μου το βιβλίο του παπα-Βασίλη Θερμού. (2005). Οι δικοί μου οι ξένοι. Αθήνα: Εν πλω, όπου στο δεύτερο μέρος δημοσιεύει δυο – τρία κείμενά του για τη σχέση της Ορθοδοξίας με το Έθνος και την Πολιτική. Σ’ ένα μάλιστα απ’ αυτά, το: «Ο ξένος, η πατρίδα, η Εκκλησία. Στοχασμοί με αφορμή τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών», ο παπα-Βασίλης γράφει τα εξής εκπληκτικά, τα οποία με τη λογοτεχνική του μαστοριά επιβεβαιώνει κι ο φίλος Ξενοφώντας: «Γι’ αυτή την αμυντική φαντασιακή ταυτότητα η διαφορετικότητα του ξένου έγκειται “κατά σύμπτωση” συνήθως σε ελαττώματα: στην ανεπάρκεια και την πονηριά του. Σπάνια αντιμετωπίζουμε τη διαφορετικότητα του άλλου θετικά διότι θα έπρεπε αναγκαστικά να δούμε τον εαυτό μας περισσότερο κριτικά. Τι άλλο είναι, όμως, η διαφορετικότητα του ξένου παρά η εξιδιασμένη κατάθεσή του στον κοινό πολιτισμό της ανθρωπότητας; Με τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της βέβαια, όπως και η δική μας κατάθεση. Μόνο μια λογική αυτάρκειας θα μπορούσε να απορρίπτει εξ αρχής τα καλά που έρχονται από τη διαφορετικότητα», (σ. 163). Μέρες αναστάσιμες όπως είναι αυτές που περνάμε, οφείλω, εδώ, να σημειώσω πως ακράδαντα πιστεύω «στον κοινό πολιτισμό της ανθρωπότητας», που οι αξίες του: ελευθερία, αλληλεγγύη, ειρήνη, αγάπη, ισότητα, δικαιοσύνη πάντα θα έχουν αναστάσιμο πρόσημο. Εκείνο, όμως, που με πειράζει μερικές φορές είναι η μανία κάποιων ρασοφόρων να ταυτίζουν την Ορθόδοξη πίστη με εθνικιστικές κορώνες και ατάκες. Προς επίρρωση της σκέψης μου αναφέρω ένα παράδειγμα: ο Σεβ. Χίου, Ψαρών και Οινουσών κ. Μάρκος, στο εφετινό πασχάλιο μήνυμά του, μπροστά στην Ωραία Πύλη του μητροπολιτικού ναού Χίου κρέμασε δύο γαλανόλευκες σημαίες: πομπώδες κήρυγμα, μακρυά από το παρηγορητικό και αναστάσιμο μήνυμα: «θανάτω θάνατον πατήσας». Έχω τη γνώμη πως αυτή η εικόνα του Σεβ. Χίου, επιβεβαιώνει τα γραφόμενα στα Collectanea του αξέχαστου Ζήσιμου Λορεντζάτου: «Τίνα θέλετε απολύσω υμίν; Ο κόσμος μοιάζει να λησμόνησε πως σταυρώθηκε ο Χριστός, και πως ο Βαραββάς γυρίζει ελεύθερος. Εμείς δε θελήσαμε την απόλυσή του. Τώρα ζητάμε τα ρέστα. Εμείς τον απολύσαμε», (σ. 143 [298])».
ΑπάντησηΔιαγραφή