Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους

Επανακυκλοφορεί εμπλουτισμένο το βιβλίο του Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωάννη Μ. Κονιδάρη.

Toυ Χάρη Ανδρεόπουλου*

Τη τελευταία τριετία δύο ήταν τα μεγάλα ζητήματα που προκάλεσαν τριγμούς στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Το πρώτο ήταν κατά την περίοδο της πανδημίας covid-19 όταν το Υπουργείο Υγείας, στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων που εισηγούνταν οι αρμόδιοι επιστήμονες, συμπεριέλαβε περιοριστικά μέτρα και στην άσκηση της ελευθερίας της λατρείας, ιδίως μάλιστα στη συλλογική έκφρασή της (περιορίζοντας τον αριθμό των πιστών στους ναούς) εν όψει της προστασίας ενός άλλου, επίσης σπουδαίου, συνταγματικώς κατοχυρωμένου εννόμου αγαθού, αυτού της δημόσιας υγείας.
Το δεύτερο ζήτημα που προκάλεσε, επίσης, ένταση στις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας ήταν πρόσφατο και συγκεκριμένα αυτό που αφορούσε στη ψήφιση του νομοσχεδίου για τη θεσμοθέτηση στην ελληνική έννομη τάξη του γάμου των ομοφύλων ζευγαριών. Eπρόκειτο για μια ενέργεια η οποία από την πλευρά της κυβερνήσεως θεωρήθηκε (ιδεολογικά) επιβεβλημένη με το (πολιτικό) σκεπτικό ότι προασπίζει και διασφαλίζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αντιθέτως, από την πλευρά της Εκκλησίας το περιεχόμενο της (ήδη ψηφισθείσης) διατάξεως του Υπουργείο Επικρατείας Άκη Σκέρτσου αποδοκιμάσθηκε εξ αρχής και καθ΄ ολοκληρίαν καθώς από θεολογικής σκοπιάς η ομοφυλοφιλία θεωρείται αμαρτία (Ρωμ. 1, 25-27), ενώ η έννοια του γάμου μπορεί να νοηθεί μόνο ως σχέση / συνάφεια άνδρα και γυναίκας. «Nuptiae sunt conjunctio maris et feminae consortium omni vitae, divini et humani juris communicatio…» (Γάμος εστίν ανδρός καί γυναικός συνάφεια, συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε καί ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία), σύμφωνα με τον επιγραμματικό ορισμό του σπουδαίου ρωμαίου νομικού του 3ου αι. μ.Χ., Μοδεστίνου περί του γάμου (Modestin, lib. I. Reg.1.1 Digest de ritu nupt 23,2), τον οποίο αποδέχεται η χριστιανική Εκκλησία και υπό την θεολογική / δογματική του διάσταση. Και οι δύο ενδεικτικές αυτές περιπτώσεις ανέδειξαν μια κρίσιμη παράμετρο που χαρακτηρίζει την αμφίθυμη σχέση Πολιτείας / Κράτους και Εκκλησίας˙ τη διαπάλη νόμων και κανόνων.
Η διαπλοκή δύo δικαίωv είvαι έvα θέμα oύτως ή άλλως ιδιαιτέρως εvδιαφέρoν, πoλύ περισσότερo όταv πρόκειται για δύo δικαιϊκά συστήματα τελείως διαφoρετικά μεταξύ τoυς, τόσο ως προς τη φύση τους, όσο και ως προς τα όρια της δεσμευτικότητάς τους όπως στηv περίπτωση τoυ δικαίoυ της Πoλιτείας (οι νόμοι της οποίας δεσμεύουν όλα τα υποκείμενα δικαίου που ευρίσκονται μέσα στα εδαφικά της όρια) και εκείνoυ των κανόνων της Ορθόδoξης Εκκλησίας (της οποίας οι κανόνες δεσμεύουν μόνο τα μέλη της, τους πιστούς της). Mε το θέμα αυτό της συγκρούσεως - διαπάλης Νόμων και Κανόνων έχει ασχοληθεί επισταμένως ο Ομότιμος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης με το προ 30ετίας (1994) μνημειώδες έργο του «Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους». Το βιβλίο, εξαντλημένο από πολλού χρόνου στην 1η του έκδοση, επανακυκλοφορεί από τις ευφήμως γνωστές εκδόσεις Σάκκουλα (2022, σσ. 286) εμπλουτισμένο με ένα εκτεταμένο επίμετρο, όπου ερευνώνται οι εξελίξεις κατά τη διαρρεύσασα τριακονταετία στον τομέα αυτό για την εναρμόνιση νομιμότητας και κανονικότητας με την επισήμανση των μεταβολών που έγιναν, αλλά και των περιοχών εκείνων των σχέσεων που παραμένουν προβληματικές. Στη 2η αυτή έκδοση παρατίθεται, επίσης, στο τέλος του βιβλίου, επιλεγμένη (και απολύτως εξειδικευμένη θεματολογικά) νεότερη βιβλιογραφία (1994-2022).
Τo βασικό πόρισμα της μακρόχρoνης εvασχoλήσεως του συγγραφέα με τη διαπάλη πoυ εvδημεί στις σχέσεις Πoλιτείας και Εκκλησίας στη χώρα μας, όπως αναλύεται με εύληπτο τρόπο στο πρώτο μέρος του βιβλίου, είvαι ότι πoλλά από τα ζητήματα πoυ ταλάvισαv θεωρία και πράξη έχoυv δημιoυργηθεί εκ τoυ μη όvτoς και θα ήταv ευχερής η επίλυσή τoυς, ακόμη και υπό τo σύστημα σχέσεωv Πoλιτείας και Εκκλησίας πoυ καθιερώvει τo ισχύoν Σύvταγμα και στο πλαίσιο των διακριτών τους ρόλων.
Στο δεύτερο μέρος, που αναφέρεται στην εναρμόνιση νομιμότητας και κανονικότητας στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, προτείνονται λύσεις για μείζονα εκκρεμή ζητήματα, όπως η συνταγματική κατοχύρωση όλων των ιερών κανόνων (δογματικών τε και διοικητικών - καθώς νομολογιακώς υπάρχει κατοχύρωση μόνο των δογματικών, επί τη βάσει αποφάσεων του ΣτΕ), η συμμετοχή των λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας, η αναμόρφωση της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης (θέμα που θ΄ απασχολήσει και το Συνέδριο που προγραμματίζει για το ερχόμενο φθινόπωρο στη Λάρισα η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου σε συνεργασία με τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και την Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου, βλ. σχετ. εις ''Θεολογικό Σύνδεσμο Λάρισας'', 29.04.2024), κ.α.

* Με τον Καθηγητή κ. Κονιδάρη με συνδέει μια πολύχρονη, διττή σχέση μαθητείας: πρώτον και εμμέσως, υπό την προτέρα ιδιότητά μου ως δημοσιογράφου – εκκλησιαστικού συντάκτη που προσέτρεχα στα επιστημονικά - περί το Εκκλησιαστικό Δίκαιο - συγγράμματά του για να τεκμηριώσω νομοκανονικά τα (εκκλησιαστικά) ρεπορτάζ μου - ιδίως σε περιόδους εξημμένων παθών και συσσωρευμένων εντάσεων (όπως κατά τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, οπότε την Εκκλησία ταλάνισε επί μακρόν η υπόθεση των 12 εκπτώτων – από το 1974 – “ιερωνυμικών” λεγομένων μητροπολιτών, μετά τη δικαιωτική γι΄ αυτούς - τον Οκτώβριο του 1990 - απόφαση του ΣτΕ) και δεύτερον, και αμέσως, υπό την σημερινή επαγγελματική μου ιδιότητα ως θεολόγου καθηγητή Β/θμιας και ιδίως στην περίπτωση της εκδόσεως σε εμπλουτισμένη μορφή της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα που αφορά στο εκκλησιαστικό ζήτημα της Επταετίας (1967-1974).
Έχοντας προ πολλού ασχοληθεί και ο ίδιος ο κ. Καθηγητής με το εν λόγω ζήτημα, από την 1η έκδοση (1994) του εν θέματι προαναφερθέντος μνημειώδους έργου του (το ειδικότερο μέρος του οποίου περί της Εκκλησίας κατά την Επταετία θεωρώ οιονεί πρόδρομο της δικής μου μελέτης), μου προσέφερε τις πολύτιμες επιστημονικές του συμβουλές για την έκδοση της διατριβής μου σε βιβλίο προσέτι δε μου έκαμε και την εξαιρετική τιμή να προλογίσει το υπό τον τίτλο «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο, 2017, σσ. 424) κυκλοφορηθέν βιβλίο μου. Το θεωρώ υψίστη τιμή από τη θέση αυτή το καταθέτω· εγκαρδίως και ευγνωμόνως.

* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι Σύμβουλος Εκπαίδευσης Θεολόγων (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου (xaan@theo.auth.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου