Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Αύριο γιορτή, πανηγύρι χαράς: της Αγίας Σοφίας και των τριών θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης

«Μητέρα τριών θυγατέρων παρθένων και καλλινίκων μαρτύρων, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης[*]. Τις ανέθρεψε χριστιανικά, υπομένοντας η ίδια μακροχρόνια χηρεία. Πρόσεχε η Σοφία ώστε τα ονόματα των θυγατέρων της να έχουν συμφωνία με την πολιτεία τους. Πράγματι, κατόρθωσε η φιλότεκνη μητέρα να γεμίσει τις καρδιές τους από αρετές, των οποίων τα ονόματα έφεραν. Γι’ αυτή την πίστη, ελπίδα και αγάπη τους προς τον Χριστό παρουσιάζονται ν’ απολογηθούν. Η ομολογία της μητέρας ξαφνιάζει τον άρχοντα. Κολακείες, υποσχέσεις κι απειλές δεν επηρεάζουν καμμιά τους. Μετά από το μαρτυρικό τέλος των τριών παρθένων, η μακαρία μητέρα έμενε ευχαριστημένη για την προσφορά της. Τρεις ημέρες μετά το τέλος της τελευταίας κόρης της, την βρήκε ο θάνατος προσευχόμενη στο κοινό τους μνήμα. Οι πιστοί την έθαψαν μαζί με τις τρεις παρθενομάρτυρες (Ρώμη, 2ο αιώνας)».


+Αγιορείτου Μοναχού Μωυσέως. (1995). Οι έγγαμοι Άγιοι της Εκκλησίας. Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 162-163, 170.



[*] Η μνήμη τους τιμάται την ίδια ημέρα. Η Πίστη ήταν 12, η Ελπίς 10 και η Αγάπη 9 ετών.

Αύριο γιορτή, πανηγύρι χαράς: της Αγίας Σοφίας και των τριών θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης. Η μακαρίτισσα γιαγιά μου, ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχή της, ευλαβούνταν πάρα πολύ την Αγία Σοφία και τις Αγίες κόρες της. Ακόμα θυμάμαι την εικόνα που είχε στο εικονοστάσι του δωματίου της. Α.Ι.Κ.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

«Ο Άγιος Σεπτέμβριος των Σχολείων» και τα κινητά τηλέφωνα

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Με τα μαθήματα να αρχίζουν στις σχολικές τάξεις, άρχισαν και οι αποβολές. Μαθητές που σε ώρα μαθήματος χρησιμοποίησαν τα κινητά-τους, κάτω από το θρανίο, αποβλήθηκαν. Το λέει ο νόμος: μία ημέρα αποβολή από τον διευθυντή στον μαθητή και η παραμονή-του στο σπίτι. Και παλαιότερα υπήρχαν οι σχετικές εγκύκλιοι του ΥΠΑΙΘΑ αλλά, δυστυχώς, συν τω χρόνω, ατόνησε η «κινητοαπαγόρευση». Αμφιβάλλω αν οι μαθητές συνειδητοποιήσουν με βαθιά υπευθυνότητα τη ρητή απαγόρευση χρήσης του κινητού τηλεφώνου στο σχολείο. Η εφαρμογή της νέας «παιδαγωγικής κινητοαπαγόρευσης», δεν είναι μόνο πρόβλημα που το σχολείο καλείται να επιλύσει. Κυρίως είναι πρόβλημα της οικογένειας. Αλλά ποιάς οικογένειας; Εκείνης που η μαμά και ο μπαμπάς στο πάρκο, στη βόλτα, στην καφετέρια, στην ταβέρνα, από τη νηπιακή ηλικία «παρκάρουν» τα παιδιά-τους στα κινητά τηλέφωνα; 
Στη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα όπου ο εκπαιδευτικός πέραν των διδακτικών καθηκόντων-του είναι επιφορτισμένος με πάρα πολλές εξωδιδακτικές υποχρεώσεις, καλείται να λύσει ακόμα ένα πρόβλημα. Πρόβλημα μιας κοινωνίας που, στην κυριολεξία, είναι εξαρτημένη από την όλο και περισσότερο εξελιγμένη τεχνολογία. Το κινητό τηλέφωνο είναι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της τεχνολογίας, όχι μόνο για τους μαθητές-μας αλλά και για όλους εμάς, εκπαιδευτικούς και γονείς. Η επιφόρτιση ακόμα μιας υποχρέωσης στους εκπαιδευτικούς, ρητά να απαγορεύουμε τη χρήση του κινητού τηλεφώνου –προφανώς σωστή και απαραίτητη, δεν διαφωνώ- φέρνει στο προσκήνιο και κάτι άλλο, που σε πολλούς είναι αθέατο: την «αυτοεξάλειψη» της παιδαγωγικής σχέσης δασκάλου - μαθητή όχι μόνο στη σχολική τάξη αλλά και στον ευρύτερο σχολικό χώρο, τη στιγμή μάλιστα που αποθεώνουμε την τεχνολογία και τη χρήση-της στις αίθουσες διδασκαλίας, παρουσιάζοντάς την στον εκπαιδευτικό ως τη «βασιλική εκείνη οδό που εθελουσίως θα τον αντικαταστήσει, υπακούοντας στα προτάγματα μιας καίριας παιδαγωγικής εντροπίας. Τι ευτυχία να ‘ναι ο δάσκαλος στο κοντρόλ, πίσω από τη σκηνή και να κινεί την τάξη μέσω των ηλεκτρονικών μέσων, όπως στις μαριονέτες, να μην συμφύρεται μαζί-της, να μην αναλώνεται, όπως ακριβώς κάνουν οι ίδιοι οι ηλεκτρονικοί προπαγανδιστές!»[1] 
Να θυμίσω εδώ ότι στην περίοδο της πανδημίας αλλά και σε καιρούς καταλήψεων των σχολείων, όλοι οι εκπαιδευτικοί καλούμαστε να διδάξουμε τα μαθήματά μας μέσω Webex. Με μαθητές, στην αντίπερα όχθη, να βρίσκονται στο σπίτι τους ή στο δωμάτιό τους, να «συμμετέχουν» στο μάθημα, και με τη χρήση του κινητού τηλεφώνου-τους, με κλεισμένες τις κάμερες. Αναρωτηθήκαμε, όσοι τουλάχιστον έχουμε σχέση με την εκπαίδευση: υπουργείο παιδείας, εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές, τι ακριβώς έχει γίνει και συνεχίζεται να γίνεται πίσω από τις κλειστές κάμερες; Ας είμαστε ρεαλιστές: τα παιδιά είναι εθισμένα στην τεχνολογία και ο εθισμός-τους δεν μπορεί να σταματήσει μόνο με την απαγόρευση στο σχολείο.
Πριν τρεις δεκαετίες, ένας φωτισμένος δάσκαλος, εδώ στη Μυτιλήνη, ο αλησμόνητος θεολόγος Γιάννης Καλδέλλης, στο βιβλίο-του Σχολείο: φως που τυφλώνει; έγραφε τα εξής αποκαλυπτικά: 
«Ενώ το σχολείο σταθερά επαινεί τον υπάκουο μαθητή, ψελλίζει ταυτόχρονα για αντιαυταρχική εκπαίδευση. Τελικά επιτυγχάνει την αναρχία, γιατί γνωρίζει την έννοια της υπακοής, όχι όμως και τη βαθύτερη έννοια της πειθαρχίας. Είναι όμως γνωστό πια πως η πνευματική και ηθική πειθαρχία δημιουργούν μια καλύτερη ισορροπία του συμπαθητικού συστήματος, μια άρτια εκδήλωση των οργανικών και πνευματικών λειτουργιών. Είναι η πειθαρχία ο εκούσιος περιορισμός που οδηγεί στην ελευθερία. Χωρίς την άσκηση της βούλησης ο νους αδέσμευτος παραπαίει, αποσυντίθεται, αυτοκαταστρέφεται. Ο Εμμ. Καντ το γνώριζε άριστα, γι’ αυτό είπε πως η παραμέληση της πειθαρχίας είναι μεγαλύτερο κακό από την παραμέληση της μόρφωσης, διότι το δεύτερο μπορεί να επανορθωθεί αργότερα. Στην εποχή-μας έχει εγκαταλειφτεί η άσκηση της πειθαρχίας από γονείς και δασκάλους. Ύψιστη επιδίωξη η άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών, επομένως ο νέος αγνοεί κάθε είδους περιορισμό. Αυτό πάλι σημαίνει εγκατάλειψη αρχών και σκοπών, οι οποίοι για να εξυπηρετηθούν απαιτούν εγκατάλειψη πολλών που είναι δυνατόν να γίνουν, αλλά δεν πρέπει»[2]· [η υπογράμμιση δική μου].
Επανέρχομαι στην απαγόρευση των κινητών τηλεφώνων. Τι κάνουμε λοιπόν; Υπάρχει λύση. Ας την αναζητήσει ο αναγνώστης στο παραπάνω απόσπασμα του σοφού δασκάλου από τη Μυτιλήνη.


«Ο Άγιος Σεπτέμβριος των Σχολείων». Ντόνα Πλατανιώτου, 2001, τέμπερα σε χαρτόνι. ΠΗΓΗ: Επτά Ημέρες της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ (02 Σεπτεμβρίου 2001).

[1] ΑΝΤΩΝΗΣ Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ. (2009). Λατρεία και νεύρωση στην Παιδαγωγική της Καινοτομίας. Σημειώσεις σε μια μετανεωτερική φιλοσοφία της παιδείας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, σσ. 395-396.
[2] ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΛΗΣ. (1991). Σχολείο: φως που τυφλώνει;. Αθήνα: Βιβλιογωνία, σσ. 21-22.

Σεπτέμβρης μιας άλλης εποχής...

Ο Τρυγητής

Ο μήνας των σταφυλιών, του μούστου και των κρασιών. Αυτός όμως έχει τʼ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη. Κατά τη λαϊκή παράδοση, τη χάρη την έχει ο Φλεβάρης, ο οποίος μάλιστα χάρη σʼ αυτή τη... χάρη του κατάντησε κουτσοφλέβαρος.
Κάποτε, λέει, ο Τρυγητής μάζεψε από τα καλύτερα σταφύλια της σοδειάς ‒μοσχάτα, κέρινα, ροδίτες‒ κι έφτιασε ένα βαρέλι κρασί θαύμα. Το πρόσφερε δώρο σʼ όλα τʼ αδέρφια του ‒τα δώδεκα παιδιά του χρόνου‒ για να το πιούνε όλοι μαζί στην υγειά του. Ο Φλεβάρης ήτανε πονηρότερος απʼ όλα τʼ αδέρφια και πρότεινε, επειδή το βαρέλι ήτανε «κοινό και αδιαίρετο», να το μοιράσουνε. Επειδή όμως δεν είχανε δώδεκα βαρελάκια που χρειάζονταν για το σκοπό αυτό, τους είπε να βάλουνε στην ξύλινη πρόσοψη του βαρελιού ισάριθμες κάνουλες. Ο καθένας τη δική του. «Εγώ τη δική μου θα τη βάλω κάτω κάτω, στον πάτο του βαρελιού, γιατί μʼ αυτούς τους χρόνιους ρευματισμούς που έχω ‒στη δική μου θητεία είναι όλες οι υγρασίες κι οι νοτιάδες‒ δεν μπορώ να σκαρφαλώνω ψηλά να ρουφάω ...».
Το ʼχαψαν το κόλπο οι έντεκα μπουνταλάδες κι έμπηξαν δώδεκα κάνουλες στο βαρέλι. Ο καθένας είχε το κλειδί της δικής του κάνουλας κι όταν γούσταρε θα την άνοιγε για νʼ απολάψει το ξανθό νέκταρ. Ο Φλεβάρης όμως, προτού ακόμα οι άλλοι δοκιμάσουν την κάνουλά τους, πήγε κρυφά και με την κάνουλά του που ήτανε στον πάτο του βαρελιού το άδειασε.
Όταν πήγαν αργότερα τʼ αδέρφια του, τον βρήκαν φέσι στο μεθύσι. Δοκιμάζουν τις κάνουλες και τις βρίσκουνε ξηρές. Τότε κατάλαβαν οι κουτεντέδες το ρεζιλίκι που πάθανε από τον παμπόνηρο αδερφό τους. Ούτε μια σταλιά δεν έμεινε για το δωρητή τον Τρυγητή που το ʼφτιασε με τόσες φροντίδες. Αγανακτισμένοι απʼ αυτό το ανεπάντεχο χνέρι ρίχνονται καταπάνου του φαρσέρ και τον ρέψανε στο ξύλο. Του σπάσανε με τα ρόπαλα και το ʼνα του ποδάρι.
Από τότε κουτσάθηκε και τον βγάλανε Κουτσοφλέβαρο. Θυμάται δε πάντοτε ο φουκαράς αυτό το ξύλο και βάζει τα κλάματα. Γιʼ αυτό οι πιο πολλές μέρες του είναι βροχερές. Από τα πολλά τα κλάματα.
Έτσι την έπαθε ο απονήρευτος τρυγητής με το ωραίο του κρασάκι, που έφτιανε από τα εκλεκτότερα σταφυλάκια του. Από τη συγκομιδή των σταφυλιών ο λαός μας τον ονόμασε Τρυγητή. Γενικεύεται τώρα ο τρύγος κι ετοιμάζονται οι καινούργιοι μούστοι. Το ερυθρωπό νέκταρ είναι η μεγάλη προσδοκία παραγωγών και καταναλωτών.
Με όση ευκολία το παρήγαγε κάποτε ο Ναζωραίος στο γάμο του μικρού χωριού της Παλαιστίνης, της Κανά, με τόσα βάσανα και αγωνίες φθάνει κάθε χρόνο την εποχή αυτή στις κάδες και τα βαρέλια των κρασοπούλων. Αλλά τα βάσανα δεν έχουν ακόμα τελειώσει. Φροντίδες άγρυπνες για το καλό πλύσιμο και το προσεκτικό καθάρισμα των βαρελιών. Ο χημικός θα δώσει τα σκονάκια του για τη συντήρηση του μούστου. Ευαίσθητο υγρό, υπόκειται σε χίλιους κινδύνους, όχι μόνο στα χέρια ή μάλλον στις κάδες των αμπελουργών, αλλά και του ταβερνιάρη.
Έσκασε από το κακό του ‒λέει μια λαϊκή παράδοση‒ ένας αμπελουργός που του ξίνισε το κρασί και το ξεπούλησε τζάμπα, για ξίδι, τρεις παράδες την οκά. Από τότε γυρίζει μεταμορφωμένος σʼ ένα τοσοδούλικο πράσινο πουλάκι (ο κρασοπούλος) στα ρουμάνια και τους κάμπους και διαλαλάει τον καημό του ασίγαστα:
Τρεις ‒ τρεις ‒ τρεις, τρεις παράδες το κρασί!
Ας χαρούμε όμως σήμερα το μεγάλο γιορταστικό γλέντι των αμπελοχωριών. Την απόλαυση του φρέσκου μούστου σʼ ένα σωρό είδη εγχώριας ζαχαροπλαστικής. Σύντομη είναι η ζωή του γλυκού μούστου. Γρήγορα το σταφυλοζάχαρο ζυμώνεται σε οινόπνευμα. Στη σύντομη όμως ζωή του οι αμπελουργοί προφταίνουν να φτιάσουν τις μουσταλευριές τους, τα μουστοκάρυδα (σουτζούκια) και τα ριτζέλια τους. Ύστερα ο μπρούσκος μούστος θα διοχετευθεί στις τεράστιες γαστέρες των βαρελιών. Αυτές που βλέπομε την εποχή αυτή σε παράταξη για καθάρισμα στις παραλίες.
Αγναντεύουν, όπως έγραφε παλιός δημοσιογράφος, χωρίς φθόνο το μακρινό πέλαγος, γιατί ξέρουν πως σε λίγο θα κλείσουν μέσα τους φουρτούνες και τρικυμίες που δε γνώρισε κανένας ωκεανός.
Ο Τρυγητής είναι ακόμη ο μήνας του απόδημου φτερωτού κόσμου.
«Του Σωτήρος τα λελέκια, του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) τα χελιδόνια...», λέει ένα λαϊκό ρητό. Αυτόν τον μήνα φεύγουν τα χελιδόνια και τʼ άλλα αποδημητικά πουλιά μας για τα υπερπόντια ταξίδια τους.
Τον ίδιο μήνα γυρίζουν από τα ορεινά χωριά οι παραθεριστάδες των αστικών μας κέντρων. Προχτές κιόλας παρακολούθησα τη σκηνή του γυρισμού. Καμιά δεκαριά οικογένειες μάζεψαν τα μπαγάζια τους και τα φόρτωναν σε δυο φορτηγά αυτοκίνητα. Τα μικρά παιδιά τους ‒γιʼ αυτά κυρίως γίνεται ο παραθερισμός‒ σκαρφάλωσαν με χαρούμενες φωνές ανάμεσα στους μπόγους. Οι ντόπιοι συνομήλικοι τούς αποχαιρετάνε με υγρά μάτια. Αλλά και οι γυναίκες του χωριού δακρύζουν. «Σας μάθαμε τόσο όλο το καλοκαίρι και τώρα μας φαίνεται πως ρημάζει το χωριό μας...». Στην υγρασία των ματιών προσθέτει ο συννεφιασμένος ουρανός τα δικά του δάκρυα. Είναι τα χινοπωριάτικα πρωτοβρόχια.

Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς, Ιστορίες του χωριού, Αθήναι, σσ. 96 - 98. [Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].


Τρύγος. Ξυλογραφία του Α. Τάσσου με θέμα το άπλωμα της σταφίδας στο αλώνι. (1953. 41,5Χ5,60 εκ. [στο: Α. Τάσσος. Χαρακτική 1922-1985, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1988].

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΤΑΥΡΟΣ: το σύμβολο της δύναμης και της χαράς

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Η Εκκλησία μας σήμερα εορτάζει την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Ο Σταυρός δεν είναι ένα «νεκρό» σύμβολο, αλλά είναι μια πρόταση ζωής. Ο Σταυρός είναι το καύχημά μας, είναι η ελπίδα μας, είναι η απόδειξη της αγάπης του Θεού. Ο Σταυρός είναι αυτός που «άνοιξε» τις πύλες του παραδείσου. Εφόσον υπάρχει ο Σταυρός, εφόσον πάνω σ’ αυτόν σταυρώθηκε ο Χριστός, μπορούμε και ελπίζουμε.
Μέσα στην Εκκλησία συμβαίνουν πράγματα περίεργα, πράγματα που αντιβαίνουν στην ανθρώπινη λογική. Άραγε, πώς ένα ξύλο, ένας σταυρός, μπορεί να είναι «τίμιο» και να το προσκυνούμε; Πώς αυτό το σύμβολο «αισχύνης» για μας είναι σύμβολο «δύναμης» και «χαράς»; Γι’ αυτό ελπίζουμε: Επειδή έχουμε ένα Θεό που σταυρώθηκε για μας. Ποιος μπορεί να απελπίζεται;
Ο Σταυρός από «ήττα» έγινε «νίκη». Γιατί αυτό; Διότι όταν ηττάσαι για χάρη του άλλου, τότε κερδίζεις. Όταν θυσιάζεσαι για τον άλλον με επίγνωση και λόγο αγάπης, τότε είσαι πραγματικός νικητής. Αυτό είναι μια ανατροπή της λογικής του κόσμου: Ο «ηττημένος» είναι ο «νικητής». Ουσιαστικά, «νικητής» είναι ο άνθρωπος που «βγήκε απ’ τον εαυτό του», «γεφύρωσε» την απόσταση απ’ τον πλησίον του και έγινε διάκονος των ανθρώπων. Μέσα στην Εκκλησία ο «νικητής» είναι αυτός που δέχεται να χάσει. Εμείς όταν αγωνιούμε να νικήσουμε τον άλλον, να φανούμε πιο ισχυροί, πράττουμε τη μεγαλύτερη προσβολή προς τον Σταυρό. Αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε υποψιαστεί ποια είναι η ουσία της πνευματικής ζωής.
Απ’ τη μια, λοιπόν, ο Σταυρός είναι το καύχημά μας, αλλά, ταυτόχρονα, είναι και μια πρόταση ζωής. Αν δεν επιλέξουμε αυτή την οδό της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας, δεν μπορούμε να «γευτούμε» τη χάρη του Θεού. Διευρύνονται οι εσωτερικοί ορίζοντες του ανθρώπου που ζει μ’ αυτή την προοπτική και ο ίδιος αποκτά μια άλλη αίσθηση και «γεύση» ζωής. Μια αίσθηση ζωής που καταλαβαίνουν μόνο οι πονεμένοι και δυσκολεμένοι άνθρωποι, οι οποίοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Σταυρό.
Έναν πόνο, όμως, που τον προσεγγίζουμε εν Χριστώ. Δηλαδή, όχι με αντίσταση, όχι με παράπονο, αλλά τον αποδεχόμαστε ησυχαστικά και μ’ εμπιστοσύνη στον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός του σταυρού και του πόνου έχει αποκτήσει μια προσωπική σχέση με το Θεό. Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πόνος. Σήμερα μας έχει διαλύσει η άνεση. Έχουμε μια ψευδαίσθηση της πνευματικής ζωής. Θεωρούμε πως πνευματική ζωή είναι να μας πηγαίνουν όλα καλά, να ζούμε τη χαρά του Θεού και να μην αγωνιζόμαστε για τίποτα.
Ο αληθινά ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που ταύτισε το θέλημά του με το θέλημα του Θεού. Όμως, επειδή είμαστε ως επί το πλείστον εγωιστές, είναι οδυνηρό να ταυτίσουμε το θέλημά μας με το θέλημα του Θεού. Χωρίς αυτή την προσπάθεια να ξεπεράσουμε τις «αγκυλώσεις» μας, δεν μπορεί ν’ ανοιχτεί για μας η πνευματική οδός. Ο Σταυρός αυτό σημαίνει: Σταυρώνω τον εγωισμό μου και το θέλημά μου, γιατί πάνω απ’ το δικό μου θέλημα ζητώ το θέλημα του Θεού. Βλέποντας ο Θεός αυτόν τον αγώνα, μου «ανοίγει» δρόμους. Μου δίνει τη χαρά που δεν γνωρίζει ο κόσμος. Μου δίνει το φωτισμό που δεν γνωρίζουν οι σοφοί του κόσμου.
Ο κόσμος θέλει τα πολλά για να νιώσει γεμάτος. Όμως, αν κατορθώσουμε να «γευτούμε» τους «καρπούς» της σταυρικής θυσίας και της αναστάσεως, θέλουμε να μην έχουμε τίποτα, ώστε να μπορέσουμε να «γευτούμε» το παν που είναι ο Θεός. «Αδειάζουμε» θεληματικά, διώχνουμε τα πάντα από πάνω μας, για να είμαστε άνετοι ενώπιον του Θεού. Δεν μας βαραίνουν μόνο οι αμαρτίες. Μας βαραίνουν, επίσης, και οι επιδιώξεις μας, οι απαιτήσεις μας και οι αγωνίες μας.
Τι σημαίνουν αυτά; «Θέλω να βρω αυτό στο οποίο στοχεύω. Ποιο; Έναν ικανοποιημένο εαυτό». Όμως, ένας «ικανοποιημένος» εαυτός είναι ένας «νεκρός» εαυτός. Ο αληθινά «ζωντανός» άνθρωπος είναι αυτός που δεν έχει θελήματα και κρατά «ζωντανό» μόνο το θέλημα της καρδιάς του, που είναι ο Χριστός. Αυτός είναι ο «δρόμος» του Σταυρού.
Δυστυχώς, μας έχει διαλύσει η άνεση. Κοροϊδεύουμε τους «κοσμικούς» ανθρώπους, αλλά ζούμε όπως αυτοί. Έχουμε τις ίδιες επιθυμίες και τις ίδιες επιδιώξεις. Απλώς, τι κάνουμε; Βάζουμε το «ένδυμα» του χριστιανού, μετέχουμε τυπικά στα μυστήρια της Εκκλησίας, για να λάβουμε μια ευχαρίστηση και όχι να μπούμε σ’ αυτή την πορεία να «σηκώσουμε» τον σταυρό μας, να σταυρώσουμε τους λογισμούς μας και τη φιλαυτία μας. Κάθε μέρα είμαστε «καλεσμένοι» να κάνουμε την καρδιά μας «αγία τράπεζα». Να θυσιάζουμε το θέλημά μας και τις επιθυμίες μας. Αυτό, φυσικά, να γίνει στο όνομα του «Χριστού» και όχι στο όνομα του «εαυτού» μας.
Όμως, πρέπει να ρωτήσουμε την καρδιά μας: «Θέλουμε τον Χριστό ή τους πόθους μας; Θέλουμε τον Χριστό ή τις φαντασιώσεις μας;». Αυτό χρειάζεται να το ξεκαθαρίσουμε. Αν δεν το ξεκαθαρίσουμε, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική πνευματική ζωή. Μόλις, όμως, ξεκαθαρίσουμε ότι ο Χριστός είναι το παν, όπως έλεγε ο Άγιος Πορφύριος, τότε, κάθε μέρα για χατίρι του Χριστού και της σχέσης μαζί Tου αρνούμαι να ικανοποιώ τον εαυτό μου, ώστε να βρω την πραγματική ικανοποίηση της καρδιάς μου.

Ο αρχιμανδριτισμός, ασθένεια της Εκκλησίας

Αναδημοσιεύω το παρακάτω άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη -γράφτηκε πριν δύο σχεδόν δεκαετίες (27.02.2005), επίκαιρο όμως- γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι πολλοί αρχιμανδρίτες, με τη δίχως προηγούμενο αυτοπροβολή τους στο Διαδίκτυο είναι μόνιμη απειλή για την Εκκλησία. Α.Ι.Κ. 
 
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ


Η κρίση που συγκλονίζει την Εκκλησία της Ελλάδος και έχει επεκταθεί, για την ώρα, και στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δεν είναι ασφαλώς κρίση προσώπων, όπως προσπαθούν πολλοί επίσκοποι και πολιτικοί να την παρουσιάσουν προκειμένου να την υποβαθμίσουν – χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι όσοι ενέχονται δεν πρέπει να υποστούν τις κυρώσεις που προβλέπουν οι κανόνες της Εκκλησίας και οι νόμοι του κράτους. Η κρίση είναι θεσμική, ηθική και πνευματική. Είναι τόσο βαθιά μάλιστα, που τίποτε από εδώ και πέρα δεν θα είναι για την Εκκλησία της Ελλάδος όπως πριν, κάθε επιστροφή στην προ της παρούσης κρίσεως κατάσταση είναι πλέον αδύνατη. Ποια θα είναι η νέα πραγματικότητα θα εξαρτηθεί από το πόσο η Εκκλησία θέλει και μπορεί να συζητήσει εις βάθος τα αίτια αυτής της δίχως προηγούμενο κρίσης και να πράξει ανάλογα.
Τα αίτια της κρίσης μπορούν να αναζητηθούν σε πολλές κατευθύνσεις. Θα κάνουμε λόγο και εμείς εδώ για ένα από αυτά, θεσμικού χαρακτήρα, μέσα από το οποίο, ωστόσο, μορφοποιείται και εκφράζεται όλη η ηθική και πνευματική παθολογία της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα μιλήσουμε για τον αρχιμανδριτισμό. Είναι τυχαίο ότι όλοι για τους οποίους γίνεται δυσφήμως λόγος τις μέρες αυτές είναι αρχιμανδρίτες ή πρώην αρχιμανδρίτες (δηλαδή επίσκοποι);

Κληρικοί καριέρας

Τι είναι οι αρχιμανδρίτες; Είναι άγαμοι ιερείς εν τω κόσμω, χωρίς όμως να είναι μοναχοί – είναι απλώς εγγεγραμμένοι για τυπικούς λόγους στο μοναχολόγιο μιας μονής. Το τρίτον τούτο γένος, πέραν των εγγάμων παπάδων και των μοναχών, είναι κληρικοί καριέρας. Φόρεσαν τα ράσα, σε νεαρότατη συνήθως ηλικία, ορεγόμενοι εκκλησιαστικών αξιωμάτων και κυρίως βέβαια επισκοπής. Γίνονται αρχιμανδρίτες για να γίνουν δεσποτάδες. Άγαμοι ιερείς στον κόσμο υπήρχαν πάντοτε στην Εκκλησία, μόνο σήμερα όμως και κυρίως στα όρια της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν συγκροτήσει χωριστό σώμα και έχουν αποκτήσει τόση δύναμη. Η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία κυβερνιέται –διάβαζε: δυναστεύεται– από τους αρχιμανδρίτες, από αυτό το σώμα φιλόδοξων, αθεολόγητων, απαίδευτων, αυταρχικών και ψυχολογικά προβληματικών –ίνα μη τι χείρον είπωμεν– ανθρώπων. Όταν ένα χριστιανόπουλο, δεκαεφτά ή δεκαοχτώ χρόνων, θέλει να βάλει τα ράσα, όχι για να γίνει παπάς ή καλόγερος αλλά αρχιμανδρίτης, κάτι δεν πάει καλά εξαρχής με την ψυχική ισορροπία του. Οι αρχιμανδρίτες ξέρουν καλά ένα μόνο πράγμα, αυτό ακριβώς που ξέρει κάθε καριερίστας, την τέχνη των συμμαχιών: σε ποιον να προσκολληθούν, με ποιον και πότε να συμμαχήσουν, με ποιους να συνάψουν σχέσεις δοσοληψίας, οι οποίες, όπως έδειξε η παρούσα κρίση, μπορεί να φτάσουν και πολύ μακριά.

Νοσηρό φαινόμενο

Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να εμποδίσει, στη σύγχρονη κοινωνία των ατομικών δικαιωμάτων, έναν άνθρωπο να γίνει άγαμος παπάς, όπως κάποιος άλλος γίνεται άγαμος δάσκαλος, δικαστής ή υδραυλικός. Ούτε εμείς είμαστε αντίθετοι σε κάτι τέτοιο. Το νοσηρό φαινόμενο του αρχιμανδριτισμού, στο οποίο επωάζονται όλα αυτά που ακούμε και βλέπουμε τούτες τις μέρες, είναι εκείνο που πρέπει να λάβει οριστικό τέλος, και όχι η άγαμη ιεροσύνη. Υπάρχουν κανονικά μέσα για να γίνει αυτό. Θα αναφέρουμε τρία.
Το ηλικιακό όριο που θεσπίζουν οι εκκλησιαστικοί κανόνες για τη χειροτονία σε διάκονο (το εικοστό πέμπτο) και σε πρεσβύτερο (το τριακοστό) να αυξηθεί, προκειμένου περί αγάμων κληρικών, κατά πέντε έτη (τριάντα και τριάντα πέντε αντιστοίχως), ώστε η απόφαση για άγαμη ιεροσύνη να είναι, όσο γίνεται περισσότερο, ώριμη, στερεή και δοκιμασμένη.
Οι άγαμοι κληρικοί στον κόσμο να μην παίρνουν το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Το οφίκιο αυτό να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στα μοναστήρια, στους ηγουμένους των μονών, στους επικεφαλής της μάνδρας. Θα διορίζονται δηλαδή άγαμοι ιερείς στους ενοριακούς ναούς και δεν θα γίνονται με την πρώτη, όπως εν τοις πράγμασι συμβαίνει σήμερα, προϊστάμενοι των ναών ούτε βεβαίως θα προΐστανται στις ακολουθίες. Θα γίνονται και αυτοί προϊστάμενοι με τα ίδια ακριβώς κριτήρια που γίνονται και οι έγγαμοι. Δεν είναι νοητό νεανίσκοι είκοσι τόσων χρόνων να δυναστεύουν, ελέω επανωκαλυμμαύχου, παπάδες με τριάντα και σαράντα χρόνια ιεροσύνης. Επίσης να μην καταλαμβάνουν κατ’ αποκλειστικότητα ούτε καν κατά προτεραιότητα τα λογής εκκλησιαστικά αξιώματα και υψηλές διοικητικές θέσεις (αρχιερατικοί επίτροποι, πρωτοσύγκελλοι, ιεροκήρυκες μητροπόλεων κ.λπ.). Δεν θα αποκλείονται από αυτά, αλλά θα δικαιούνται να τα λάβουν εξίσου όπως και οι έγγαμοι. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι είναι αποτελεσματικότερο τις κρίσιμες διοικητικές θέσεις που απαιτούν μακρά πείρα και γνώση (όπως αίφνης η θέση του αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου) να τις αναλαμβάνουν έγγαμοι ιερείς για να εξασφαλίζεται μια απρόσκοπτη διοικητική συνέχεια. Οι σημερινοί αρχιμανδρίτες τις θεωρούν τις θέσεις αυτές, όπως και πράγματι είναι, προθάλαμο του επισκοπικού θρόνου.
Να εκλέγονται επίσκοποι και από τις τάξεις των εγγάμων ιερέων. Η αγαμία των επισκόπων δεν ίσχυε ανέκαθεν στην Ανατολική Εκκλησία (μέχρι και τον 5ο αι. οι περιπτώσεις εγγάμων επισκόπων δεν είναι σπάνιες), νομοθετείται από τον Ιουστινιανό τον 6ο αι., επικυρώνεται με τον ιβ΄ κανόνα οικονομίας της Πενθέκτης (691-692), και είναι καιρός πλέον να αρθεί. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα υπέρ της. Κανένα απολύτως. Τουναντίον μάλιστα η τραγική έλλειψη ικανών και άξιων εκκλησιαστικών ανδρών επιβάλλει, κατά στοιχειώδη λογική, να διευρυνθεί το πεδίο επιλογής των επισκόπων, να συμπεριλάβει κατ’ ανάγκην και τους εγγάμους.

Όσο απομένουν Χριστιανοί...

Οι αποφάσεις της συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (18 - 19 Φεβρουαρίου) επιβεβαίωσαν, για άλλη μια φορά, ότι οι επίσκοποι είναι βαθιά νυχτωμένοι, ότι εθελοτυφλούν και υποκρίνονται. Ούτε είχα ούτε έχω καμιά ελπίδα ότι θα θελήσουν οι άνθρωποι αυτοί να απαλλάξουν την Εκκλησία από τον νοσηρό εναγκαλισμό του αρχιμανδριτισμού, είναι όλοι τους άλλωστε σαρξ εκ της σαρκός του αρχιμανδριτικού γένους.
Θέλω ωστόσο να αισιοδοξώ ότι οι ελάχιστοι μυαλωμένοι επίσκοποι που υπάρχουν θα θελήσουν να λάβουν στις επαρχίες τους κάποια ουσιώδη μέτρα για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς κρίσης και ότι μέσα στο πλαίσιο των μέτρων αυτών θα επαναθεωρήσουν και το ρόλο των άγαμων κληρικών στην Εκκλησία. Ό,τι κάνουν πάντως ας το κάνουν όσο απομένουν ακόμη Χριστιανοί στον τόπο μας.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ [και στο: Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο. Πίστη ή πολιτική ταυτότητα; εκδ. Εστία, Αθήνα 2010, με τίτλο: «Ο αρχιμανδριτισμός, θανάσιμη ασθένεια της Εκκλησίας].

Του Σταυρού σήμερα... με χλιδάτους ρασοφόρους

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Σε παλαιότερες παραδοσιακές κοινωνίες, στις εκκλησιές μας, η ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού δεν είχε τα χαρακτηριστικά της γιορτής, όπως αυτή στις μέρες μας τελείται. Κυριαρχούσε η απλότητα και η ιεροπρέπεια. Τυχαία, σήμερα, σε μια σύντομη πλοήγησή μου στο Διαδίκτυο, η ματιά μου έπεσε σε ναό του «Νέου Κόσμου», όπου η μετάδοση του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας, με τον γνωστό σε πολλούς «τελετάρχη» αρχιμανδρίτη Νικόδημο Καβαρνό, να τραβά το φακό της «θείας δημοσιότητας». Για πολλούς, ο εν λόγω αρχιμανδρίτης, θεωρείται άριστος και καλλίφωνος ψάλτης. Έχω αντίθετη άποψη. Όπως τον βλέπω στην οθόνη του υπολογιστή, δείχνει άνθρωπος που έχει χάσει το Θεό από μέσα του. Γι’ αυτόν ο υπολογιστής είναι μέσο προκλητικής προβολής του προσώπου του. Αποκαλυπτικές είναι οι εικόνες όταν ψάλλει: μικρόφωνο στα χέρια και φωνή σαν μουεζίνη. Βέβαια, δεν είναι ο μόνος. Σε πολλούς ναούς, σε πανελλήνια κλίμακα, υπάρχουν αντίστοιχες γραφικές φιγούρες, ιερέων και ιεροψαλτών. 
Ο αρχιμανδρίτης Καρβαρνός σήμερα, ημέρα της Υψώσεως του Σταυρού, το παράκανε: όπως τον έπιανε ο φακός της «θείας δημοσιότητας», στο πρόσωπό του ψεύτικος ο συναισθηματισμός, παντελώς ξένος προς την παράδοση της Εκκλησίας. Δεν λέω, σίγουρα έχει καλές γνώσεις της ψαλτικής τέχνης και υμνολογίας. Εκείνο, όμως, που προσωπικά μού φαίνεται ότι αγνοεί είναι πως, η γνώση είναι προεχόντως δωρεά, όπως σημειώνει σ' ένα άρθρο του για την εικόνα - πληροφορία ο Χρήστος Μαλεβίτσης. Κι ότι γνωρίζοντας τελείς υπό το βλέμμα του Δημιουργού Θεού. «Κύριε γνώρισόν μοι και γνώσομαι», με καίριο τρόπο διατυπώνει ο Ιερεμίας. Το να κρατάς στα χέρια σου το Σταυρό του Κυρίου, στολισμένο με βασιλικό και να τον υψώνεις με θεατρινίστικο τρόπο, νομίζω ότι επαληθεύεις αυτό που γράφει ο κυρ Φώτης Κόντογλου:
«“Σαν ακούς πολλά κεράσια, πάρε μικρό καλάθι”. Πολλοί σταυροί μα λίγη πίστη σ’ Αυτόν που σταυρώθηκε απάνω στον σταυρό. Πήραμε το ξύλο κατάξερο χωρίς να πάρουμε Εκείνον που το πότισε με το αίμα του. Εκείνον “δι’ ου το του σταυρού ζωηφόρον εν γη πεφυτούργητε δένδρον”. Δεν πιστεύουμε στο Σταυρό, γιατί δεν πιστεύουμε στο Χριστό, αφού πιστεύουμε μόνο στον εαυτό μας. Για μας είναι κούφια λόγια κι ο Χριστός κι ο Σταυρός».


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. (1977). «Ο σταυρός. Το ζωηφόρον φυτό», στο: Μυστικά Άνθη. Ήγουν κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής. Αθήναι: «Αστήρ». Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, σ. 60.

Πορεία κάτω από το Σταυρό




Π. Β. ΠΑΣΧΟΣ. (1987). «Πορεία κάτω από το Σταυρό», στο: Έρως Ορθοδοξίας. Βίοι Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και κατανυκτικά κεφάλαια ορθοδόξου πνευματικότητος στολισμένα με πολλές βυζαντινές εικόνες. Αθήνα: Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σσ. 185-186.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Καλό Βράδυ!!!

 

ΠΗΓΗ: Paul Moran

Από τη μαθητική ζωή μιας παλαιότερης γενιάς (δεκαετίας 1950)...

Τα μαθητάκια των χωριών μας

«Κάθε πέρυσι και καλύτερα», λένε οι χωρικοί μας, για να εξάρουν την αξία των παλιών καιρών και των πατριαρχικών παραδόσεων που αλλοιώνονται με τη ροή του χρόνου. Δεν μπορούμε όμως να πούμε πως αυτό είναι απόλυτα και πέρα για πέρα σωστό. Η κάθε πρόοδος έχει μαζί με τα κακά, ψυχρά κι ανάποδα, που είναι μέσα στο... αίμα της, έχει, λέμε, και τόσα πολλά και αναμφισβήτητα καλά. Αυτό το διαπιστώνω ακόμα μια φορά, που μου γέννησε κιόλας αυτές τις σκέψεις καμαρώνοντας τα σχολειταρούδια, τους μικρούς δηλαδή μαθητάς των γυμνασίων, την ώρα που κυκλώνουν σαν τα κλωσσοπούλια τα υπεραστικά λεωφορεία που κουβαλούν από τα χωριά τους τα κοφίνια, τα βάζα και τα ντορβαδάκια. Πού τέτοια κελεπούρια στα χρόνια μου! Μονάχοι μας κουβαλούσαμε στον ώμο τότε από το ορεινό χωριό τρεις, έξι και πιο πολλές ώρες πορείας το σιτηρέσιο της εβδομάδας και καμιά φορά των δεκαπέντε και πιο πολλών ημερών. «Κόκαλο» γινότανε το ψωμί ως τη μακρινή ημέρα του ανεφοδιασμού. Από τις άλλες τροφές δύο μονάχα είδη αντείχαν σε τέτοιες προθεσμίες. Το τυρί κι οι τηγανητοί κεφτέδες, που καταντούσαν κι αυτοί... κοτρώνια. Ίδιος καημός έδερνε τη ζωή μας στην υπόγεια άξενη καμαρούλα της πόλεως μʼ εκείνον της κλεφτουριάς στα χρόνια της σκλαβιάς, όπως τον μελώδησε η δημοτική μούσα:
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα ...!
Τώρα όμως τα μαθητάκια των πιο πολλών χωριών τρώνε φρέσκο καθημερινό φαΐ. Πρωί πρωί το ετοιμάζει η μάνα, το κλείνει με προσοχή ‒μαζί με τη φλόγα της ψυχής της‒ μέσα στο καλαθάκι και το παραδίνει με τις ύστατες διάτες της στο «βοηθό», τον εισπράκτορα δηλαδή του λεωφορείου. Στο πρακτορείο που θα φθάσει το τροχοφόρο ύστερʼ από μία, δύο και τρεις ώρες γίνεται αληθινή πολιορκία από τους ανήσυχους παραλήπτες. Προχτές είδαμε κι επάθαμε να μπορέσομε να κατεβούμε από το λεωφορείο. Μόλις φρενάρισε στην πλατεία δίπλα στο πρακτορείο, έπεσαν οι διμοιρίες των μαθητών σαν το μελίσσι απάνω του. Δεν άνοιγαν οι πόρτες.
«Μην κάνετε έτσι, βρε παιδιά. Αφήστε πρώτα να κατέβει ο κόσμος ...», φωνάζει ο οδηγός.
Οι μικροί όμως μαθηταί ήσαν ακράτητοι στην παραλαβή των θησαυρών που τους έφερνε το αυτοκίνητο από το μακρινό χωριό τους. Κι αυτό γίνεται σχεδόν κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα ταξιδεύει το υπεραστικό αυτοκίνητο και διανυκτερεύει συνήθως στο χωριό. Τις προάλλες παρακολουθούσα τις προετοιμασίες του σπιτιού που έμεινα αποβραδίς. Ο πατέρας εκμεταλλεύτηκε την όψιμη εφετινή παγωνιά και πήγε με το δίκαννο στον κοντινό βάλτο, όπου σκότωσε δύο ζευγάρια αγριόπαπιες. Τις μαγείρεψε τις δύο η γυναίκα του με πιλάφι και τις έβαλε στον «τενεκέ», το φορητό δηλαδή τενεκεδένιο δοχείο, που κάνει τα τακτικά ταξίδια του aller - retour από το χωριό στην πόλη. Ένα φρεσκότατο καλοζυμωμένο καρβέλι που μοσχοβολούσε κομμένο στα δύο και λίγα αβγά βρασμένα. Γεμάτο τώρα το καλάθι σκεπάστηκε με την πετσέτα και ράφτηκε η κορυφή του με το πανί που έγραφε τη διεύθυνση του ξενιτεμένου κανακάρη. Κάποια στιγμή που πετάχτηκα στην κουζίνα, έπιασα τη γριά βάβω σε μια... λαθραία της ασχολία. Κρυφά απʼ τους άλλους ξήλωσε λίγο την άκρη του πανιού και στρύμωξε στο κοφινάκι λίγα ξερά σύκα και καρύδια. Σαν να ʼκανε επιλήψιμη πράξη, θέλησε να μου δικαιολογηθεί. Κι όταν της είπα πως θα πρέπει να τον αγαπάει τόσο πολύ τον εγγονό της, μʼ αποκρίθηκε:
«Αχ, η ψυχούλα μʼ ! Εγώ το τράνεψα. Η μάνα τʼ ήταν τότε τρία χρόνια άρρωστη. Εμένα γνώρʼσε για μάνα τότε... Κι εμένα έτσουξε πιο πολύ αυτός ο χωρισμός. Αχ αυτή η έρʼμη η Λαμία, πόσο την οχτρεύομαι...».
Τη μισούσε που της έκλεψε τον εγγονό της. Και τον κρυφό της πόνο ντρεπότανε να τον κάνει κοινωνό των άλλων. Ούτε και θα τον φανέρωνε ίσως μια μέρα στον ίδιο τον εγγονό της, που θʼ αγνοούσε τον ιδιαίτερο αποστολέα των πρόσθετων δώρων. Δεν της ένοιαζε αυτό της γιαγιάς. Ούτε ακόμα αν τη θυμότανε ο εγγονός της. Αρκεί να ζήσει μαζί του νοερά τις στιγμές της χαράς, όταν εκείνος θʼ άνοιγε βιαστικά το καλαθάκι και θα ʼβγαζε τα λίγα καρύδια και τα πολυκαιρισμένα σύκα στα οποία μετουσιώθηκε όλη η λαχτάρα και η λατρεία μιας απλοϊκής γριούλας, που δεν γνωρίζει αν θα ζήσει ως το Πάσχα, για να ξανασφίξει στην αγκαλιά της το ίνδαλμά της που τʼ ανάστησε η ίδια σαν δεύτερη μάνα.
Κι όλες σχεδόν οι γιαγιές των χωρικών μας είναι οι δεύτερες μάνες που μεγαλώνουν τα χωριατόπουλα. Γιατί ο χρόνος της μάνας μοιράζεται συνήθως μεταξύ των χωραφιών, των περιβολιών, του λόγγου και των ημιοικόσιτων ζωντανών του σπιτιού. Η γριά βάβω είναι ο μόνιμος θαλαμοφύλακας του σπιτιού και ο φύλαξ άγγελος της νήπιας ζωής του χωριού. Αυτή στα τρυφερά της «ταχταρίσματα», στα τραγούδια της δηλαδή που έχουν για επωδό τη φράση: «τάχταρι και τάχτι του», κατευοδώνει τα εγγονάκια της με όνειρα άρχοντα και ρήγα. Κι όταν γλυκομιλάει μαζί του απάνω από την κούνια του στη δική του νηπιακή γλώσσα, πλάθει γιʼ αυτό παλάτια μαγικά κάποια μακρινή ημέρα, όταν αυτή θα βρίσκεται πέεερα στα χώματα. Κανείς δεν ξέρει, εκτός από τις μοίρες που το παραστέκουν, αν το άσημο χωριατόπουλο δεν θα είναι αύριο ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ένδοξος στρατηγός ή και κυβερνήτης του τόπου. Κάποτε τα όνειρα της απλοϊκής βάβως, που πλάθονται στο ισόγειο καλυβόσπιτο του χωριού, γίνονται ωραία πραγματικότητα.

Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς, Ιστορίες του χωριού, Αθήναι , σσ. 108 - 110· [Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].


ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Μητέρα Γραμματική», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (16 / 10 / 2017).

Mεταφέρουν τον πόλεμο μέσα στην κοινωνία: Ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός

 

ΠΗΓΗ: IRIS TV

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Για τα «ολυμπιακά πανηγύρια μας»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Συνιστά πρόκληση η «θεοποίηση» αθλητών και αθλητριών που διακρίνονται σε ελληνικούς και παγκόσμιους αθλητικούς αγώνες. Η υποδοχή που τους επιφυλάσσεται από τοπικές αρχές, εκπαιδευτικούς θεσμούς, με την ανάλογη βέβαια προβολή τους από τα ΜΜΕ, είναι άνευ προηγουμένου. Για να προλάβω πιθανή παρεξήγηση να σημειώσω το εξής: σαφέστατα κάθε διάκριση στον αθλητισμό αξίζει τον έπαινο! Όμως, όσοι αρέσκονται στο να προβάλλουν διακριθέντες αθλητές και διακριθείσες αθλήτριες, οφείλουν να μην υπερβαίνουν τα όρια του καθώς πρέπει επαίνου. Η υπερβολή βλάπτει. Και μάλιστα η υπερβολή που σχετίζεται με τον αθλητισμό.
Εχθές, εδώ στη Μυτιλήνη, ζήσαμε στιγμές απείρου κάλλους, με την υποδοχή δύο νεαρών κοριτσιών που διακριθήκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι. Τοπικοί Άρχοντες, εκπρόσωποι της εκπαίδευσης (ακόμη και πανεπιστημιακοί, ο ίδιος ο σεβασμιότατος Μυτιλήνης κ. Ιάκωβος Γ΄ και αρκετοί Λέσβιοι πολίτες), ζητωκραύγαζαν λες και ήταν σε κομματική συγκέντρωση. Το έχω επισημάνει κι άλλοτε, το επισημαίνω και τώρα: οι Ολυμπιακοί Αγώνες του σήμερα ουδεμία σχέση έχουν με  της αρχαιότητας. Ούτε η υποδοχή και το στεφάνωμα των νικητών μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της αρχαιότητας. 
Αλλ’ από πού αντλώ το δικαίωμα να υποστηρίζω κατ’ αυτόν τον τρόπο όσα γράφω παραπάνω; Η έδρασή μου επ’ αυτών έχει σχέση με την εξής διαπίστωση και την εξής ερώτηση. Διαπίστωση: στα εκπαιδευτικά πράγματα πολλοί είναι οι μαθητές/τριες και οι φοιτητές/τριές μας, που κάθε χρόνο διακρίνονται σε διαγωνισμούς, ελληνικούς και παγκόσμιους, σε όλες σχεδόν τις επιστήμες. Ερώτηση: γι’ αυτούς, οι εκάστοτε τοπικοί άρχοντες και εκπαιδευτικοί θεσμοί πότε οργάνωσαν αντίστοιχες εκδηλώσεις τιμής και προβολής τους;
«Καλόν εν παντί το ίσον. Υπερβολή δε και έλλειψις ου μοι δοκεί», Δημόκριτος.


Ανδρέας Γεωργιάδης (1892 - 1981), Ποτήρι με χρυσάνθεμα και σκορπισμένα μήλα. ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Ημέρες Παπαδιαμάντη 2024

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ 


Τιμώντας τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα, η Περιφέρεια Θεσσαλίας εγκαινιάζει στη Σκιάθο το τετραήμερο 19-22 Σεπτεμβρίου έναν ετήσιο κύκλο εκδηλώσεων αφιερωμένων στο έργο του. Οι Ημέρες Παπαδιαμάντη 2024 περιλαμβάνουν ένα πλούσιο πρόγραμμα ομιλιών, συζητήσεων, λογοτεχνικών αναγνώσεων, συναυλιών και ξεναγήσεων σε ιστορικούς τόπους της Σκιάθου και διοργανώνονται με την πολύτιμη αρωγή του Δήμου Σκιάθου.
Κορμός των Ημερών Παπαδιαμάντη κάθε χρονιά θα είναι το Συμπόσιο της Σκιάθου στο οποίο θα πάρουν μέρος εφέτος 35 διακεκριμένοι συγγραφείς, στοχαστές, επιστήμονες και καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στην Εναρκτήρια Τελετή της Πέμπτης (Μπούρτζι, Πολιτιστικό Κέντρο Σκιάθου, 18:30) ο Περιφερειάρχης κ. Δημήτρης Κουρέτας θα απονείμει το Βραβείο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στον φιλόλογο κ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, επιμελητή της ιστορικής Κριτικής Έκδοσης των Παπαδιαμαντικών Απάντων (Δόμος, 1981-1988). Το νέο Βραβείο θα απονέμεται κάθε χρόνο, εναλλάξ σε έναν εξέχοντα μελετητή και σε έναν ομότεχνο του κορυφαίου Σκιαθίτη, Έλληνα ή ξένο.
Η Εναρκτήρια Τελετή θα κλείσει με συναυλία του τραγουδοποιού Ορφέα Περίδη ελεύθερη για το κοινό (Μπούρτζι, Ανοιχτό Θέατρο, 20:30). Οι Ημέρες Παπαδιαμάντη θα συνεχιστούν ώς το μεσημέρι της Κυριακής 22.09.2024 οπότε και θα ολοκληρωθούν με την ξενάγηση των συνέδρων στο Κάστρο.
Η προσωπογραφία του Α. Παπαδιαμάντη που κοσμεί τα έντυπα της διοργάνωσης είναι έργο του ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου, φιλοτεχνημένο ειδικά για τις Ημέρες Παπαδιαμάντη 2024. Την ευθύνη για την κατάρτιση και τον συντονισμό του προγράμματος έχει ο συγγραφέας Κώστας Κουτσουρέλης.

Ακολουθεί το πλήρες πρόγραμμα

Ο Φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης για την ελληνική γλώσσα

«… Ἄν δέν θέλετε, κύριοι τοῦ ὑπουργείου, νά κάνετε φωνητική ὀρθογραφία, τότε πρέπει νά ἀφήσετε τούς τόνους καί τά πνεύματα, γιατί αὐτοί πού τούς βάλανε ξέρανε τί κάνανε.
Δέν ὑπῆρχαν στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιατί ἀπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στίς ἵδιες τίς λέξεις. Αὐτοί, οἱ Κριαρᾶς καί οἱ ἄλλοι, τά κτήνη τά τετράποδα πού ἔκαναν αὐτές τίς μεταρρυθμίσεις -αὐτό παρακαλῶ νά γραφεῖ στίς ἐφημερίδες δέν ξέρουν τί εἶναι γλῶσσα.
Δέν ξέρουν αὐτό πού γνώριζε ἡ κόρη μου στά τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη καί μετά έψαχνε γιά τίς συγγενεῖς της. Αὐτό εἶναι μὶα γλῶσσα. Ἕνα μάγμα, ἕνα πλέγμα ὅπου οἱ λέξεις παράγονται οἱ μέν ἀπό τίς δέ, ὅπου οἱ σημασίες γλιστρᾶνε ἀπό τή μία στήν ἄλλη, εἶναι μία ὀργανική ἐνότητα ἀπό τήν ὀποία δέν μπορεῖς νά βγάλεις καί νά κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μίας ψευτοκυβερνήσεως, καθισμένος σ’ ἕνα γραφεῖο στό ὑπουργεῖο Παιδείας.
Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καί τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, πού εἶναι τελικά ἡ κατάργηση τῆς συνέχειας. Ἤδη, τά παιδιά δέν μποροῦν νά καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ἐλύτη, γιατί αὐτοί εἶναι γεμάτοι ἀπό τόν πλοῦτο τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Δηλαδή, πᾶμε νά καταστρέψουμε ὅ,τι κτίσαμε. Αὐτή εἶναι ἡ δραματική μοῖρα τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ».

Βόλος, 16/02/1989


«Το καλάθι του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη είχε μόνο δουλειές για να κερδίσουν οι φίλοι του!»

 

ΠΗΓΗ: Militaire News

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Γραικύλοι

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

«Η Ελλάδα ως κυρίαρχη χώρα δεν υφίσταται», γράφει έγκυρος δημοσιογράφος, από τους λίγους, απ’ όσους τουλάχιστον έχουν απομείνει. Το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο της Ελλάδας, ομολογουμένως, μας λέει ψέματα. Όσοι το συναπαρτίζουν είναι ψεύτες. Το γνωρίζουν πολύ καλά και οι ίδιοι. 
Για λίγο, το μεσημέρι, στην τηλεόραση είδα τον Πρωθυπουργό της πατρίδας μας, στη συνέντευξη του στη ΔΕΘ να απαντά σε ερωτήσεις πληρωμένων «δημοσιογράφων»: οργίστηκα. 
Η φοβερότερη δουλεία είναι να σε πείθουν οι πολιτικοί –κι όλοι τους έχουν αυτό το «προνόμιο», υπάρχουν οι μέθοδοι και οι τρόποι- ότι ναι, ρε, περνάς καλά και ταυτόχρονα να σε έχουν πισθάγκωνα δεμένο, δούλο σε κομματόσκυλα, κι ενώ το έχεις πάρει είδηση, χρόνια τώρα, εσύ σαν καλός γραικύλος που είσαι, σκύβεις το κεφάλι, τους λες: «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω».

«Κοιταζόμαστε και μελετιούμαστε και στεναχωριούμαστε και φωνάζουμε και ο καθένας γυρεύει να ναυρή το χαρακτηρισμό του, τον εαυτό του, τι είναι και που πηγαίνει, και δεν μπορεί, γιατί όλα είναι μπερδεμένα… Που ναυρεθή το ελληνικό ιδανικό ανάμεσα σε τόση ανακατοσούρα;». ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. (1976). Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες 1903-1909. Αθήναι, σ. 24.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Ελληνοπαιδεία

«Παπαγαλίζουν οι ορθοτομούντες ανεμαζωξάρηδες από την παρδαλή Εσπερία ενσκήπτουν ξεχαρβαλωμένα συγκροτημένοι, όπως μας τους εκπέμπουν οι ποικιλώνυμοι εκτοξευτές των μητροπολιτικών κέντρων, αρειμάνιους και χαζοχαρούμενους πλασιέ.
»Παπαγαλίζουν τους ινστρούχτορές τους και ταλανίζουν τα παιδιά μας. Όλα τα υποπροϊόντα, που γυαλίζουν στα ξένα σούπερ-μάρκετ του πνεύματος, γίνονται η νέα φιλοκαλία και φυσικά μαραίνεται κι η στοιχειώδης ελληνογνωσία που θρέφει πάντοτε τους ξένους. Τα δείγματα είναι πάντοτε πιο βασιλικά από τα υποδείγματα.
»Γίνονται ψυχοβγάλτες αγνοώντας το περί ψυχής, διδάσκουν κοινωνία χωρίς Νόμους και Πνευματικά Γυμνάσματα, αδολεσχούν περί πολιτικής χωρίς Πολιτικά και το θουκυδίδειο Η93, φλυαρούν περί ύφους και δεν ψέλνουν τον Ακάθιστο, δεν αντιγράφουν τον Νικόδημο τον Αγιορείτη, βαλτώνουν μέσα στην αμοιβαία τους ηχορύπανση και δεν ξέρουν να ξεστραβώνονται ακούγοντας Λορεντζάτο».



ΚΩΣΤΑΣ ΖΟΥΡΑΡΙΣ. (1999). «Ελληνοπαιδεία», στο: Μισγάγκεια Απερινόητη. Συμβολή στην πολιτική αυτογνωσία της Ελλάδας. Αθήνα: Αρμός: σσ. 193-195.

Πίστη: Το πλάτεμα της υπάρξεώς μας

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΔΟΥΜΟΥΖΗ – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Ιω. Γ΄ 13-17) αναφέρει: «Όποιος πιστεύει σε μένα δε θα χαθεί, αλλά θα έχει ζωή αιώνια». Ουσιαστικά, λέει ότι η πίστη στο πρόσωπό Του είναι η σωτηρία μας. Ένα ερώτημα που κατέχει καίρια θέση στην πνευματική ζωή του πιστού, είναι το εξής: «Τι σημαίνει πίστη στο πρόσωπο του Χριστού;».
Η πίστη στο Θεό δεν είναι μια προσπάθεια να παραδεχτούμε την ύπαρξή Του. Η πίστη στο Θεό δεν είναι μια προσπάθεια να παραδεχτούμε την ανωτερότητά Του. Η πίστη είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που νομίζουμε και πιστεύουμε. Χωρίς αμφιβολία, η αρχή και η βάση της πνευματικής ζωής είναι η επίγνωση και η αληθινή πίστη στο Θεό. Όμως, σήμερα ο Κύριος κάτι άλλο θέλει να πει.
Γνωρίζουμε πως και ο διάβολος πιστεύει στο Θεό. Ποιο είναι, όμως, το πρόβλημα; Δεν ταπεινώνεται και δεν σχετίζεται μαζί Του. Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε πως όταν μιλάει ο Χριστός για την «πίστη», εννοεί την «εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Του». Δηλαδή, να δεχθώ ότι Αυτός είναι η ζωή μου και η χαρά μου. Αυτός μου προσφέρει μια πληρότητα στην ύπαρξή μου. Η πίστη – εμπιστοσύνη είναι κάτι πολύ βαθύ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν απελπίζομαι, διότι μετάνοια που έχει μέσα απελπισία είναι μια «άρρωστη κατάσταση».
Εμπιστεύομαι σημαίνει δεν απελπίζομαι στα αδιέξοδα της ζωής. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι αυτός που λέει «να ‘ναι ευλογημένο» και δεν απελπίζεται. Υπάρχει και κάτι άλλο βαθύτερο: Είναι σημαντικό μέσα σ’ αυτή την αναζήτηση του λόγου της ύπαρξής μου, στην προσπάθεια που κάνω να βρω για ποιο λόγο ζω, σ’ αυτό το «κυνήγι» του Θεού, εκεί να μην απελπίζομαι. Εκεί που αστοχώ, εκεί που κάνω λάθη, εκεί που ζω μια κόλαση, δεν απελπίζομαι, αλλά εμπιστεύομαι το πρόσωπο του Θεού.
Αυτή είναι η πίστη, αυτή είναι η εμπειρία του Χριστού: Να είμαι στον Άδη και να μην απελπίζομαι. Αυτός είναι ο ταπεινός άνθρωπος και αυτός που πιστεύει βαθιά. Να έχει χίλια δυο προβλήματα, αλλά αυτός να πεισμώνει και να πιστεύει – εμπιστεύεται τον Χριστό. Λέει ο Άγιος Χρυσόστομος κάτι τολμηρό και περίεργο: «Και ο ίδιος ο Θεός να κατέβει και να σου πει ότι χάθηκες, εσύ να μην τον πιστέψεις, γιατί πολλές φορές αλλάζει γνώμη και ο Θεός». Μια τέτοια ψυχή δεν το βάζει κάτω και διαρκώς ζητά τον Χριστό, όχι γιατί ψάχνει ένα μάγο να του λύσει τα προβλήματα, αλλά γιατί παραδέχεται ότι χωρίς Χριστό δεν αξίζει η ζωή.
Επομένως, «τι είναι πίστη»; Πίστη σημαίνει να δεχθώ μέσα μου πως «θησαυρός» της ζωής μου είναι ο Χριστός και τίποτα άλλο. Εμείς, συνήθως, έχουμε άλλους «θησαυρούς» και θεούς στους οποίους επενδύουμε. Το Θεό τον θέλουμε να μας ικανοποιεί απλώς τις επιθυμίες και τις προσδοκίες μας. Έτσι, όμως, είμαστε αποτυχημένοι πνευματικά. Δεν έχουμε πραγματική ζωή και χαρά. Μπορεί να ερχόμαστε στην Εκκλησία, να κοινωνούμε και να εξομολογούμαστε, αλλά, αν ρωτήσουμε την καρδιά μας «ποιο είναι το κέντρο της ζωής μας» και είμαστε ειλικρινείς, δύσκολα θα πούμε πως είναι ο Χριστός.
Λέει ο Απόστολος Παύλος: «Τι είμαστε χωρίς την αγάπη του Χριστού;». Εμείς στο βάθος για πολύ μικρά πράγματα τρελαινόμαστε και ο Χριστός είναι απλώς μια ιδέα. Όμως, ο Χριστός είπε: «Λάβετε, φάγετε». Δεν είπε «λάβετε, σκεφτείτε». Δηλαδή, είναι ζωή ο Χριστός, είναι «γεύση», είναι αίσθηση και εμπειρία ζωής. Χριστιανισμός δεν σημαίνει τα ξέρω όλα. Σημαίνει ότι, ίσως, δεν ξέρω τίποτα, αλλά, ωστόσο, μπορώ και εμπιστεύομαι. Όταν ζητάμε κάτι απ’ το Θεό πρέπει να έχουμε την πίστη ότι ήδη μας έχει δοθεί. Πίστη σημαίνει να προσεύχεσαι για να βρέξει και ήδη εσύ να αισθάνεσαι τα πόδια σου λασπωμένα.
Δεν μπορεί να γίνει αυτό, όμως, αν δεν λειτουργούμε «σταυρικά». Τι σημαίνει «σταυρικά»; Καθημερινά «ν’ αδειάζουμε» απ’ τους ψευδό-θεούς και να γεμίζουμε απ’ τον Χριστό. Συνέχεια μας δίνονται οι δυνατότητες. Όταν έρχεται ένας κλονισμός στη ζωή μας και μια δυσκολία, εκεί δοκιμάζεται η ύπαρξή μας να δούμε πού στρέφεται η καρδιά μας και γιατί στενοχωριόμαστε. Οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας ήταν στα μαρτύρια και δεν τους ένοιαζε τίποτα. Εμείς, σαφώς, δεν έχουμε φτάσει σ’ αυτό το μέτρο, αλλά απλά είναι τα πράγματα. Να μην χαλιόμαστε με ασήμαντα πράγματα. Αυτό δεν είναι προτροπή ηθικού περιεχομένου, αλλά είναι μια προτροπή που αποδεικνύει την πνευματική μας κατάσταση.
Αν χαλιόμαστε εύκολα για ασήμαντα πράγματα, δεν υπάρχει Χριστός μέσα μας. Λέει κάποιος: «Εγώ αγαπώ τον Χριστό, αλλά είμαι ευαίσθητος». Αυτά είναι αστεία πράγματα. Δεν είναι ευαισθησία, αλλά ένας πληγωμένος εγωισμός. Πόσοι άνθρωποι έχουμε πληγωμένους εγωισμούς και νομίζουμε πως είμαστε ευαίσθητοι; Ερχόμαστε στην Εκκλησία δήθεν για να ζητήσουμε τη βοήθεια του Θεού. Θέλουμε ένα Θεό να ικανοποιεί τις συναισθηματικές μας πληγές και να είμαστε το κέντρο του κόσμου. Ο Χριστός για μας, στην ουσία, είναι το «εγώ» μας.
Γι’ αυτό, μας προτείνεται ο σταυρός σε λίγες μέρες. Μας καλεί να σταυρώσουμε τον εγωισμό μας και το θέλημά μας, ώστε να κυριαρχήσει μέσα μας ο Χριστός. Να πιστέψουμε αληθινά και, τότε, είμαστε ελεύθεροι και επιβεβαιώνεται ο λόγος του Κυρίου μας: «Όποιος πιστεύει σε μένα δε θα χαθεί, αλλά θα έχει ζωή αιώνια». Η πίστη στο Θεό είναι το πλάτεμα της υπάρξεώς μας. Ζωή είναι ο Χριστός και κάθε άνθρωπος είναι ο Χριστός σε ετέρα μορφή.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Μύηση!!!

Από τη Ζιζέλ στο Κούρσκ

Του ΜΑΝΩΛΗ ΒΑΡΔΗ


«Είναι ενδεικτικό της ψυχολογικής τους κατάστασης το γεγονός ότι συχνά μετατρέπονται σε θύματα της δικής τους προπαγάνδας. Διαβάζεις σε συστημικά Μίντια από κατά τα άλλα σοβαρούς δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, διπλωμάτες και στρατιωτικούς ότι η γραμμή του μετώπου έχει ελάχιστα αλλάξει κι ότι σε λίγες ημέρες οι Ουκρανοί κατέλαβαν περισσότερο έδαφος στο Κουρσκ από όσο έχουν καταλάβει οι Ρώσοι στο Ντονμπάς από την αρχή του χρόνου» (πηγή)
Τις προάλλες άκουγα από την εκπομπή Bookfly του Δημήτρη Τρίκα στο ραδιοφωνικό 3ο Πρόγραμμα για τη δύναμη της προπαγάνδας στους πολέμους. Πολλά παραδείγματα κατατέθηκαν στη συνέντευξη από διάφορους σύγχρονους πολέμους- δεν άκουσες όμως κάτι για τη δυτική προπαγάνδα στο Ουκρανικό. Αντίθετα, παίζει πολύ η Γάζα και τα εγκλήματα των Ισραηλινών. Κλασικές αριστερόστροφες αντιδράσεις, θα έλεγε κανείς. Δεν τους επιτρέπει να καταλάβουν πως η επίθεση στην Πολτάβα των Ρώσων εξαύλωσε δεκάδες δυτικούς μισθοφόρους, ενώ τα ΜΜΕ στην Ελλάδα τραύλιζαν στην αρχή για αθώα παιδιά και μετά… σιώπησαν. Δεν είναι πολύ δύσκολο στην εποχή μας να καταλάβεις τι διαδραματίζεται επί του πεδίου. Δύσκολο είναι να δει κανείς στρατηγικές και βαθύτερες συναρτήσεις. Μπορεί όμως να καταλάβει πως, τελικά, πέτυχαν οι Ρώσοι, π.χ., τον στόχο τους στο επιμελητειακό κέντρο στην Πολτάβα. Αρκεί να είναι κάποιος στοιχειωδώς ψύχραιμος και να τσεκάρει αντιδράσεις των Μέσων από εδώ και απο εκεί. Προφανώς, επειδή (θεωρούν ότι) οι μάζες είναι ηλίθιες, και επειδκή είναι και οι δημοσιογράφοι ηλίθιοι, μας προκύπτουν οι ειδήσεις κατ’ αυτό τον τρόπο. H απουσία ιδεολογικής συγκρότησης και ένα κατ’ ουσία ιδεολόγημα περί κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού (την πλήρωσε από αυτό και ο μακαρίτης Γιανναράς) δεν επιτρέπουν να δει κανείς τη συνάρτηση της βιασθείσας κατ’ εξακολούθηση Ζιζέλ (Πελικότ) στη Γαλλία με τον υπαρξιακό πόλεμο στα σιτάρια του Κουρσκ. Ο δυτικός άνθρωπος παραδομένος εδώ και πολλές γενιές στη διεστραμμένη ηδονή του δίνει μάχες οπισθοφυλακών δι’ αντιπροσώπου στη μακρινή Ουκρανία. Προσπαθεί να καλύψει το εσωτερικό του μέτωπο με κάθε τρόπο. Νομοτελειακά θα πεθάνει. Ενδιάμεσα μπορεί να μας θάψει.

ΠΗΓΗ: manolisgvardis

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Κάθε Σεπτέμβριο... τα ίδια και τα ίδια...

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Κάθε Σεπτέμβριο, αρχή σχολικής χρονιάς, εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς ακούμε και διαβάζουμε τα ίδια και τα ίδια: πόλεμο αναμεταξύ Υπουργείου Παιδείας και συνδικαλιστών ΟΛΜΕ - Τοπικών ΕΛΜΕ για τα κενά στις ειδικότητες, που δεν υπάρχουν λέει το πρώτο και που υπάρχουν λένε οι συνδικαλιστές, διευθύνσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να «μαγειρεύουν» ποιοι ημέτεροί τους θα καλύψουν πρώτοι τα κενά και μετά οι αναπληρωτές να μοιράζονται σε δύο, τρία και τέσσερα σχολεία για να καλύψουν το υποχρεωτικό ωράριό τους και, βέβαια, τις επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών από τους σχολικούς συμβούλους. Για τις τελευταίες, εδώ και πολλά χρόνια, ακούγονται πολλά ευτράπελα: επιμορφωτές που παπαγαλίζουν όσα έχουν ακούσει από το ΙΕΠ, μονόλογοι χωρίς σταματημό, απαιτήσεις από τους εκπαιδευτικούς, που ούτε οι ίδιοι ως σχολικοί σύμβουλοι μπορούν να φέρουν εις πέρας, με βαρύγδουπους τίτλους εισηγήσεων που, στην κυριολεξία, προς τους εκπαιδευτικούς δεν προσφέρουν τίποτα. Αξίζει κανείς να ρωτήσει επιμορφούμενους ή «παραμορφούμενους» εκπαιδευτικούς τι αποκομίζουν από αυτές τις επιμορφώσεις. Είμαι σίγουρος ότι ένα μεγάλο ποσοστό θα απαντήσει: σχεδόν τίποτα το σπουδαίο, τόσο στο τομέα της διδακτικής μεθοδολογίας όσο και στον τομέα της παιδαγωγικής. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου επιμορφωτές σχολικοί σύμβουλοι «σπάνε αυγά και κάνουν ομελέτα», τουτέστιν δεν είναι παπαγαλάκια και πολλαπλασιαστές του ΙΕΠ και του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων... από πέρυσι και Αθλητισμού· αυτό μας μάρανε, «όλα τα ‘χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει».
Οι σχολικοί σύμβουλοι, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν αντικατέστησαν τους επιθεωρητές, για λίγα –μόνο λίγα– χρόνια ήταν ένας θεσμός που πρόσφερε πάρα πολλά στο διδακτικό και παιδαγωγικό έργο των εκπαιδευτικών. Γρήγορα όμως κατάληξαν να είναι ένας θεσμός που «γρήγορα έγινε παλιός». Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά οι σχολικοί σύμβουλοι είναι κλεισμένοι στα γραφεία-τους. Το έργο-τους, κυρίως, είναι γραφειοκρατικό. Και εκεί που έπρεπε να βρίσκονται σε σχολικές τάξεις, μαζί με συναδέλφους εκπαιδευτικούς να κάνουν μάθημα, κατέληξαν να είναι «ο ένας που ξεχωρίζει», και «που οδηγεί και παρασέρνει τους άλλους στη δίνη των μετριοτήτων», κατά τον σοφό λόγο του Χρήστου Π. Φράγκου, σπουδαίου παιδαγωγού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Προσωπική σκέψη κάνω, και δεν θέλω να με παρεξηγήσουν οι γνωστοί καλοί φίλοι και συνάδελφοι σχολικοί σύμβουλοι. Χρόνια περιμένω να συζητήσω σε μια επιμορφωτική συνάντηση μηνός Σεπτεμβρίου το εξής βασικό πρόταγμα της Παιδαγωγικής Επιστήμης. Το καταγράφω όπως το διαβάζω σ’ ένα από τα πολύ καλά βιβλία στην παιδαγωγική βιβλιογραφία: «που βρίσκεται ο πυρήνας του παιδευτικού ενεργήματος, εκείνος που χρωματίζει κάθε παιδαγωγική πράξη και στην οποία οφείλεται η παιδαγωγία, η αυθεντική μορφωτική ανάπτυξη του παιδαγωγούμενου;» Την απάντηση, βέβαια, τη δίνει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Κοσμόπουλος, στο βιβλίο-του Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του Προσώπου, αλλά πολλοί εκπαιδευτικοί της σχολικής τάξης επίμονα ζητούν από τους σχολικούς συμβούλους να θέσουν προς συζήτηση στις επιμορφωτικές-τους συναντήσεις το παραπάνω πρόταγμα. Η απάντηση είναι καίρια: «δε βρίσκεται ούτε στην προσωπικότητα του δασκάλου ούτε στο διδακτικό αγαθό. Βρίσκεται μέσα στην υψηλής ποιότητας παιδαγωγική σχέση, που αναπτύσσεται ως δυναμική τρίτη οντότητα ανάμεσα στον παιδαγωγό και στον παιδαγωγούμενο, τόσο στην οικογένεια όσο και στο σχολείο», τουτέστιν στην πραγματικότητα του «συνυπάρχειν» μέσα στην οικογένεια, μέσα στη σχολική τάξη, στους σχολικούς διαδρόμους, στους αύλειους χώρους των σχολείων. Δύσκολα, πράγματι, πράγματα!
Καλή σχολική χρονιά!


Πίνακας του Rene Magritte. 1956. ΠΗΓΗ: αντικλείδι

Υ.Γ. Το παρόν άρθρο το έγραψα πέρυσι, αρχές Σεπτεμβρίου, λίγες ημέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία. Το αναδημοσιεύω, γιατί από την 1η Σεπτεμβρίου τρέχοντος έτους, που πήγα στο σχολείο, ακούω και διαβάζω τα ίδια και τα ίδια.

Στέλιος Ράμφος: Οι νεοορθόδοξοι δεν είχαμε πιει μαζί ούτε καφέ

Του ΣΑΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ



Χειρόγραφες σημειώσεις στο γραφείο του Χρήστου Γιανναρά. «Ήταν πολύ καλός συγγραφέας και χειριστής της γλώσσας. Η γλώσσα του διατηρεί την αριστοκρατική ομορφιά της ελληνικής, κάτι που αποτυπώνεται και στον ίδιο τον γραφικό του χαρακτήρα», λέει ο Στέλιος Ράμφος. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Από τον χειμώνα του 1967 στο Παρίσι ξεκίνησε «μια συζήτηση», δημόσια και ιδιωτική, μεταξύ του Στέλιου Ράμφου και του Χρήστου Γιανναρά, που συνεχίστηκε για περισσότερο από μισό αιώνα. Ο Ράμφος σπούδαζε τότε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ενώ ο Γιανναράς, που έφυγε από τη ζωή στα 89 του χρόνια, ετοίμαζε τη διδακτορική του διατριβή, επίσης για τη Σορβόννη. Ο 85χρονος σήμερα συγγραφέας είχε μόλις ξεκινήσει την ανάγνωση των πατερικών βιβλίων, ενώ ο λίγο μεγαλύτερός του θεολόγος εντρυφούσε στα Ασκητικά. «Συζητούσαμε για τη δικτατορία και την κατάσταση στη χώρα, αλλά αυτό που τον ενδιέφερε πάρα πολύ ήταν το πνευματικό πρόβλημα της Ελλάδας. Μπορούσα από τότε να δω την ορμή ενός ανθρώπου που ήταν έτοιμος να σπάσει φραγμούς».

– Ποιο ήταν το πνευματικό πρόβλημα που έβλεπε στην Ελλάδα;

– Με κέντρο και με άξονα το εκκλησιαστικό γεγονός, προσπαθούσε να ελευθερώσει τον Θεό της θρησκείας και της θρησκευτικότητος από μια αντίληψη του Θεού στη Δύση και στα καθ’ ημάς, ως πρώτης αιτίας των πραγμάτων, και περνούσε σε μία σκέψη για τον Θεό, ως πεδίο αυθυπερβάσεως του ανθρώπου, αυτό που ονόμαζε Πρόσωπο.

– Πώς αντιλαμβανόταν, δηλαδή, τον άνθρωπο;

– Ο Γιανναράς έβλεπε τον άνθρωπο σε ένα επίπεδο σχέσεως με τον άλλο άνθρωπο και αυτό ήταν το Πρόσωπο. Πρόσωπο – άπειρο – ο Θεός, Πρόσωπο και ο άνθρωπος. Δηλαδή, έβλεπε το Πρόσωπο ως υπέρβαση μιας ατομικότητος εγωκεντρικής, την οποία συνδύαζε με τη Δύση. Γι’ αυτό και έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην ενορία, ως συμβολικό και πραγματικό στοιχείο και κατ’ επέκταση στην κοινότητα. Μέσα σε αυτήν την προσέγγιση υπήρχε, κατά τη γνώμη μου, ένα κενό, το οποίο αποτελούσε πολλές φορές θέμα συζητήσεως μεταξύ μας. Εκείνος θεωρούσε ότι η ατομικότητα και το ατομικό εγώ είναι η αιτία όλων των κακών στον σημερινό κόσμο, στην Ελλάδα αλλά και στη Δύση. Σκεφτόταν το εγώ ως «κλειστότητα», όχι ως δυνατότητα ανοίξεως. Αυτό έχει μία βάση και μία λογική, αλλά δεν παύει να προϋποθέτει έναν άνθρωπο, μια ατομικότητα της οποίας η εσωτερική άνοιξη πρέπει να είναι μια θεμελιώδης, υπαρξιακή δυνατότητα, κάτι το οποίο εκείνος δεν έβλεπε.

– Αυτό ήταν τα κύριο σημείο της διαφωνίας σας;

– Δεν θα έλεγα η διαφωνία, ήταν η συζήτησή μας. Αργότερα ο Γιανναράς βρήκε τον Λακάν και τον ενδιέφερε πολύ η γέννηση της υποκειμενικότητας μέσα στον Λακάν. Αυτό δείχνει ότι δεν είχε αφήσει το θέμα κλειστό και ο ίδιος το ζύμωνε μέσα του. Αλλά η θεμελιώδης θέση του ήταν αυτή, ότι η αυθυπέρβαση γίνεται από έναν άνθρωπο ως σχέση και ότι η ατομικότητα ήταν κάτι καταδικασμένο.

– Πολεμήθηκε ο Γιανναράς από θρησκευτικούς κύκλους για τις θέσεις του;


– Πολεμήθηκε, αλλά και αγαπήθηκε από πάρα πολύ κόσμο. Γιατί πολλοί άνθρωποι έβρισκαν μια ανάσα σ’ αυτά που έγραφε. Υπήρξε μια δυσκολία στη σχέση του με εκκλησιαστικές οργανώσεις, όπως η Ζωή, στην οποία ανήκε και ο ίδιος μέχρι μια ορισμένη στιγμή. Για τα βιώματα εκείνης της εποχής είχε γράψει το «Καταφύγιο Ιδεών», ένα βιβλίο με πολλά πραγματικά στοιχεία, αλλά φορτισμένο ακόμη με πολεμικά συναισθήματα.



«Οι φήμες έλεγαν ότι ήμασταν φοβεροί εχθροί, ασυμφιλίωτοι. Όχι…», λέει ο Στέλιος Ράμφος για τη σχέση του με τον Χρήστο Γιανναρά. «Η μεταξύ μας σχέση ήταν ο δεσμός δύο ανθρώπων που καταλαβαίνουν αρκετά ο ένας τον άλλον», προσθέτει. [ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ]

– Ποιο θεωρείτε το πιο σημαντικό έργο του; Ποιο ξεχωρίζετε;

– Κατ’ αρχάς δεν μιλάμε για ένα βιβλίο. Δεν υπάρχει καλύτερο βιβλίο του, αλλά δέσμη βιβλίων όπου τα θέματά του διασταυρώνονται συμπληρωματικά. Ας πούμε: «Οντολογία του Προσώπου», «Ορθοδοξία και Δύση στη Νεότερη Ελλάδα», «Το Πρόσωπο και ο Έρως», «Ελευθερία του Ήθους», «Αλφαβητάρι της Πίστης», «Ενάντια στη Θρησκεία». Ο Γιανναράς ήταν πολύ καλός συγγραφέας και χειριστής της γλώσσας. Η γλώσσα του διατηρεί την αριστοκρατική ομορφιά της ελληνικής, κάτι που αποτυπώνεται και στον ίδιο τον γραφικό του χαρακτήρα. Εν πάση περιπτώσει, ο Γιανναράς, ακόμη και όταν θεωρούσε την Ελλάδα τελειωμένη υπόθεση, μετείχε στην προσπάθεια εθνικής αυτογνωσίας για να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της, μια προσπάθεια που αρχίζει τον 18ο αιώνα και συνεχίζεται με σκαμπανεβάσματα έως σήμερα.

– Πολλοί τον κατηγορούν για επαναληπτικότητα.


– Οι επαναλήψεις και οι υπερβολές στο έργο του δείχνουν ότι εκείνο που κρατούσε στα χέρια του με τον καιρό άρχισε να ανακυκλώνεται. Καθώς ο χώρος Ανατολή – Δύση ήταν πολύ ισχυρότερος στη σκέψη του από τον χρόνο Ανατολή – Δύση. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να κρίνουμε το έργο του ως μια σειρά βιβλίων. Είναι μια διαρκής προσπάθεια. Ολόκληρη η εργασία του είχε στόχο στρατηγικό, τον οποίο υπηρετούσε με πολύ θάρρος. Σε αυτό το πλαίσιο, είχε μια σταθερή αναφορά σε κομβικά στοιχεία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, διότι πίστευε ότι η αδιάκοπη, αναστοχαστική, σχέση με τον πολιτισμό αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνον απλής επιβιώσεως, αλλά και ανανεώσεως. Έλεγε ότι έχουμε τελειώσει και εμείς και η Ευρώπη, αλλά ταυτοχρόνως τόνιζε: «Ναι, αλλά για την Ιστορία δεν μπορείς να πεις οριστικά πράγματα». Γι’ αυτό και έγραφε βιβλία.

– Είχε την αίσθηση μιας αποστολής;

– Είχε την αίσθηση ότι υπηρετούσε αυτή την ιδέα και νομίζω ότι την υπηρέτησε με συνέπεια. Ίσως γνωρίζετε ότι ετοιμαζόταν για το Πολυτεχνείο, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και προς κατάπληξη μεγάλη της οικογενείας του, είπε «θέλω να πάω στη Θεολογική». Ο συναισθηματισμός του, δηλαδή η αγάπη για το υψηλό, τον έσπρωχνε κάπου αλλού και δικαιώθηκε στο τέλος. Η επιμονή του στο υψηλό δεν ήταν αντιδημοκρατική επιλογή, αλλά ζωτικής σημασίας διάκριση μεταξύ ισότητος και ανομοιότητος. Είμαστε πολιτικά ίσοι, αλλά ταυτόχρονα ανόμοιοι μεταξύ μας. Αυτό όμως τον υποχρέωσε να προχωρήσει και να κάνει έναν συγκερασμό, να συνδυάσει τη θεολογία με τη φιλοσοφία. Επομένως, η προσχώρησή του στη θεολογία είχε και κάτι παραπάνω. Από τα κεντρικά βιβλία του είναι νομίζω «Η Ελευθερία του Ήθους». Είναι το σημείο που δείχνει καθαρά το στίγμα της αποστολής του. Πριν από αυτό είχε ανακαλύψει τον Χάιντεγκερ και του έδειχνε μια προσήλωση για ένα πολύ μεγάλο διάστημα της ζωής του. Τον τελευταίο καιρό, όμως, δεν επέμενε ιδιαίτερα. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι όλη η σκέψη του Γιανναρά ήταν για τη ζωή, ενώ ο Χάιντεγκερ είναι στοχαστής του θανάτου. Είναι κάτι το οποίο δεν ήθελε να προσέξει ο Γιανναράς ή του διέφυγε.

– Πολλοί έχουν εντάξει τον Γιανναρά και εσάς σε ένα κίνημα που ονομάστηκε νεοορθοδοξία. Συμφωνείτε εσείς με αυτόν τον τίτλο;

– Αυτός ο τίτλος είναι δημιούργημα ενός δημοσιογράφου και παλιού συμφοιτητή, του Πέτρου Μακρή, ο οποίος έκανε ένα ρεπορτάζ στη μεταδικτατορική «Ελευθεροτυπία» και έπλασε τη λέξη για να περιγράψει μια κίνηση ανθρώπων που έχουν αγάπη για την παράδοση και εξίσου αγάπη για τη ζωή. Η λέξη παρέμεινε, αλλά το σχήμα με σάρκα και οστά δεν υπήρχε. Δηλαδή, οι αποκαλούμενοι νεοορθόδοξοι, ο Γιανναράς, ο Ζουράρις, ο Σαββόπουλος, ο Μοσκώφ, εγώ, δεν είχαμε πιει όλοι μαζί ούτε καφέ. Ο ένας ήξερε τον άλλον, αλλά δεν είχαμε καμία οργάνωση. Αν υπήρχε οργάνωση, θα είχε πεθάνει εξαρχής. Υπήρχε όμως ένα πνεύμα αλλαγής την περίοδο της μεταπολιτεύσεως, που διαπέρασε σαν ρεύμα την κοινωνία και αυτό παρέμεινε.

– Υπήρχε κάτι που προετοίμασε τη σκέψη του Γιανναρά;

– Προϋπήρχε η νεοπατερική θεολογία του ’60, όπως και η θεολογική παρουσία του καθηγητή Νίκου Νησιώτη, ο οποίος προσπάθησε να φέρει κοντά την ορθόδοξη βιωματική εμπειρία και τον υπαρξισμό, ένας πολύ συμπαθής άνθρωπος που διακονούσε τη θεολογία και προπονούσε τον Πανελλήνιο στο μπάσκετ. Από αυτήν την ανησυχία βγαίνουν ο Χρήστος Γιανναράς, ο Ιωάννης Ζηζιούλας και άλλοι. Έβαλε τη σφραγίδα της στη νεότερη ορθόδοξη θεολογία με έντονο το περσοναλιστικό στοιχείο, μια φιλοσοφία που είχε στον πυρήνα της την προσωπική σχέση ανθρώπου και Θεού. Στην προσωπική αυτή σχέση τα πάντα ανάγονται σε αξία. Η έννοια της σχέσης έχει να κάνει με την εμπειρία ανοίξεως και προσφοράς του ανθρώπου προς τον άπειρο θεό. Εκεί μπορεί να αναζητήσει κανείς την έννοια του Προσώπου – σχέσεως στην οποία πατάει και η φιλοσοφική έννοια του έρωτος στον Γιανναρά. Με μία διαφορά, ότι ο Έρως είναι άνοιξη του εγώ στο άπειρο φως και με κλειστό εγώ είτε χωρίς εγώ, έρως δεν μπορεί να υφίσταται.

– Πολλοί ξεχωρίζουν τα βιβλία του Χρήστου Γιανναρά σε σχέση με τις επιφυλλίδες του. Εσείς παρακολουθούσατε την αρθρογραφία του;

– Το γεγονός ότι στις επιφυλλίδες του επανέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, στα ίδια θέματα έχει να κάνει με προτεραιότητες συγκυριακές. Όμως, όπως είπαμε και προηγουμένως, δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων των οποίων τα βιβλία διαβάζονται ως ξεχωριστά πονήματα. Έχει μια στρατηγική σκέψη που μπορεί να περιοριστεί σε μια επιφυλλίδα ή να αναλυθεί σε τόμους. Και στις επιφυλλίδες του, πάντως, έχει μια χροιά φιλοσοφική, όταν έβλεπε τη φθορά των πραγμάτων που οφείλονταν, κατά την άποψή του, σε μια προϊούσα ακατανοησία των συστατικών αληθειών ενός πολιτισμού. Οι επιφυλλίδες ήταν ένα κομμάτι της προσωπικότητάς του, καθώς τον αφορούσε και τον ενδιέφερε πάρα πολύ το καθημερινό, το εμπειρικό, όπως έλεγε ο ίδιος.

– Υπάρχει μια μυθολογία γύρω από τη σχέση σας όλα αυτά τα χρόνια. Πώς ήταν πραγματικά; Είχατε επαφές;

– Ήταν φιλικά αμφίθυμη. Η τελευταία μας επικοινωνία ήταν πριν από κανένα μήνα, όταν μου τηλεφώνησε για ένα βιβλίο μου που τον ενδιέφερε, ένα βιβλίο που περιελάμβανε τα άρθρα μου στην «Καθημερινή» για τα 200 χρόνια από το 1821. Η τελευταία φορά που είχαμε ανταμώσει και φάγαμε παρέα ήταν πριν από αρκετά χρόνια, στο Ιντεάλ. Όπως τρώγαμε, πέρασε κάποιος από δίπλα μας και κατάπληκτος είπε: «Εσείς οι δυο μαζί;». Και γυρίζει ο Χρήστος και του απαντάει: «Ποιος είναι ο κακός;». Οι φήμες έλεγαν ότι ήμασταν φοβεροί εχθροί, ασυμφιλίωτοι. Όχι, ο καθένας αντιμετώπιζε με τον τρόπο του τα πράγματα, αλλά η μεταξύ μας σχέση ήταν ο δεσμός δύο ανθρώπων που καταλαβαίνουν αρκετά ο ένας τον άλλο.

– Πολλοί αναρωτιούνται ποιος είναι ο σωστός τρόπος να μιλάμε για δημόσια πρόσωπα όταν φεύγουν από τη ζωή. Να κρίνουμε ή όχι το έργο τους; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με άλλον τρόπο για τον Γιανναρά;

– Μιλάμε για κάποιον όπως τον γνωρίσαμε όταν ζούσαμε μαζί του. Η δική μου σχέση με τον Χρήστο ήταν μια σχέση και μια συνομιλία για το πού πάει ο τόπος και ο κόσμος. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για πράγματα ιδιωτικά. Πάντα η κουβέντα μας, όποτε τύχαινε να ανταμώσουμε, να μιλήσουμε, ήταν αυτά τα θέματα. Επομένως, πολύ λίγα πράγματα θα είχα να θυμηθώ από προσωπικές κουβέντες, όπως ήταν η πρώτη μας συνάντηση στο δωμάτιό μου στο Παρίσι χάρη σε έναν κοινό αγαπημένο φίλο, τον Γιάννη Καλεώδη. Είμαι και εγώ μανιακός με ορισμένα πράγματα και άρα οι δύο μανίες μας δεν είχαν άλλο πεδίο να συναντιούνται. Εξ ου και δεν θεωρώ αυτή τη συνέντευξη επίλογο, αλλά διάλειμμα ενός διαλόγου.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ