Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Εδώ και χρόνια, από ιστορικούς της εκπαίδευσης, έχει διαπιστωθεί ότι το ελλαδικό κρατίδιο πιθηκίζει την Ευρώπη: αντιγράφουμε ξένα εκπαιδευτικά συστήματα και πιστεύουμε ότι επιτελούμε σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, μια καλοστημένη προπαγάνδα θεωρεί ότι η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της τεχνολογίας γενικότερα τόσο στη διδασκαλία όσο και σ’ όλες τις δομές λειτουργίας του σχολείου, είναι μια από τις πιο σημαντικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις· σ’ αυτή από πέρυσι να προστεθεί και η εγκατάσταση σε σχολικές μονάδες 24.000 διαδραστικών πινάκων. Ψηφιακό Σχολείο ονομάζεται ετούτη η «μεταρρύθμιση». Εκπαιδευτική πολιτική και ιδεολογία πλήρως εξαρτημένη από την τεχνολογία, με τη γνωστή τα τελευταία χρόνια ιδεολογία και λογική του αεί καινοτομείν. Φετιχισμός της καινοτομίας και της πληροφορικής; Ναι, δεν χωρά αμφιβολία. «Πληροφορική βόμβα» την ονομάζει ο Πωλ Βιριλιό, Γάλλος πολεοδόμος, φιλόσοφος και συγγραφέας.
Στη διδακτική πράξη, εκπαιδευτικοί και μαθητές είναι συνεπαρμένοι με τη χρήση της εικόνας, μεγεθυμένης με οθόνες σε τοίχους σχολικών τάξεων. Ό,τι διδάσκεται, ό,τι ακούγεται κι ό,τι προβάλλεται στις οθόνες, με λαμπρότητα ντύνεται τον μανδύα της διδακτικής καινοτομίας. Ακόμα και οι οδηγίες που στέλνονται προς τους εκπαιδευτικούς για το πώς θα διδάξουν τα μαθήματά τους, είναι μια άνευ προηγούμενου συστηματική απόπειρα πληροφόρησης υπέρ των διαδραστικών συστημάτων μάθησης. Οι διαδραστικοί πίνακες είναι εργαλεία υποστηρικτικά και απαραίτητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με στόχο την μαθητοκεντρική διδασκαλία. Τι κι αν εδώ και χρόνια, στη σχετική με την παιδαγωγική και τη διδακτική μεθοδολογία βιβλιογραφία, γίνεται λόγος για ιδιαίτερα προβληματικό πεδίο στη μετάδοση της γνώσης. Τι κι αν το φιλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο εκθειάζουμε και αντιγράφουμε ως επιδέξιοι «πίθηκοι» που είμαστε, ξαναγυρνά στην άσκηση της γραφής με χαρτί και μολύβι και του διαβάσματος μόνο με βιβλίο. Χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να διαπιστώσουν οι Φινλανδοί ότι στις σχολικές τάξεις η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, από τη μικρή ηλικία, δημιουργεί προβλήματα στην ανάγνωση και τη γραφή. «Η κρίση μετάδοσης του σχολείου σημαίνει ότι οι μαθητές δεν μαθαίνουν. Αποκτούν δεξιότητες, διπλώματα, κοινωνικότητα, αλλά όχι παιδεία. Δεν μαθαίνουν ούτε καν τα στοιχειώδη: να γράφουν, να διαβάζουν, να λογαριάζουν», υποστηρίζει -συμφωνώ απόλυτα μαζί του- ο Σταύρος Ζουμπουλάκης[1].
Στην καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, δάσκαλοι και μαθητές είναι εθισμένοι με την εισβολή της σύγχρονης τεχνολογίας στην εκπαίδευση. «Σχεδιάζω τα μαθήματά μου με Τεχνητή Νοημοσύνη και συμμετέχω σε επιμορφωτικά σεμινάρια που έχουν θέμα την TN (AI)» καυχώνται πολλοί εκπαιδευτικοί. Ένα τεράστιος όγκος πληροφοριών για την τεχνολογία στην εκπαίδευση, κάθε μέρα είναι στη διάθεση των εκπαιδευτικών, ούτως ώστε να μυηθούν στη χρήση της και να την εφαρμόσουν στη διδασκαλία τους. «Η είσοδος των υπολογιστών στο σχολείο και η εκμάθησή τους από το νηπιαγωγείο θεωρείται ως η πεμπτουσία του εκσυγχρονισμού αλλά και η πεμπτουσία της ίδιας της παιδαγωγικής πράξης»[2]. Το ζήτημα είναι ζωτικής σημασίας, πνευματικής κυρίως, για το μέλλον των επόμενων γενεών. Ετούτη η εκπαιδευτική πολιτική ούτε καν μπαίνει στον κόπο να «υπενθυμίσει στους εκστασιασμένους χρήστες των υπολογιστών, οι οποίοι είναι υπερβέβαιοι για τη νοημοσύνη του οργάνου και, χρησιμοποιώντας το στην απομόνωση του ιδιωτικού χώρου, φαντασιώνονται ότι ενσωματώνονται κάπως μαζί του και μεταλαμβάνουν κάτι από την περιλάλητη ισχύ του», υποστηρίζει ο Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Jean Baudrillerd. «Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν έχει άλλο. Γι’ αυτό δεν είναι νοήμων. Διότι η νοημοσύνη μας έρχεται από το άλλο, πάντα. Γι’ αυτό έχει τέτοιες επιδόσεις. Οι πρωταθλητές στο νοητικό υπολογισμό, οι ηλίθιοι υπολογιστές, είναι αυτιστικοί, πνεύματα για τα οποία δεν υπάρχει άλλο, και τα οποία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι προικισμένα με παράξενες δυνάμεις. […] Είναι η δύναμη της αφαίρεσης. Οι μηχανές πάνε πιο γρήγορα επειδή είναι αποσυνδεδεμένες από κάθε ετερότητα. Και τα δίκτυα τις συνδέουν σαν ένας τεράστιος ομφάλιος λώρος ανάμεσα σε μια νοημοσύνη και μια δίδυμη νοημοσύνη. Σ’ αυτήν όμως την ομοιοστασία του ταυτού με το αυτό, η ετερότητα έχει δημευτεί από τη μηχανή. […] Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι μια άγαμη μηχανή»[3]. Οποιοσδήποτε αντίλογος για άρνηση εκτεταμένης χρήσης της τεχνολογίας στη διδακτική πράξη, αυτομάτως θεωρείται ως «τεχνολογική υστέρηση» του εκπαιδευτικού. Ωστόσο, ο κίνδυνος με σαφήνεια είναι διατυπωμένος από τον Baudrillerd: «αν οι άνθρωποι ονειρεύονται πρωτότυπες και μεγαλοφυείς μηχανές είναι είτε επειδή τους πιάνει απόγνωση για τη δική τους πρωτοτυπία, είτε επειδή προτιμούν να παραιτηθούν από την πρωτοτυπία τους και να την απολαμβάνουν μέσω μηχανών. Γιατί οι μηχανές αυτές προσφέρουν το θέαμα της σκέψης, και οι άνθρωποι, όταν τις χειρίζονται, αφοσιώνονται μάλλον στο θέαμα της σκέψης παρά στη σκέψη την ίδια»[4].
Μια τελευταία παρατήρηση. Τείνω να πιστεύω ότι η χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση εκεί που, πράγματι, στο παρελθόν έλυσε κάποια προβλήματα, τελικά σήμερα, καθώς φαίνεται, δημιουργεί ακόμα περισσότερα. Η τεχνολογία έχει γίνει η εξελιγμένη θυμική μας φύση. Δείχνει πώς αισθανόμαστε, πως νιώθουμε, πως συμπεριφερόμαστε στους άλλους, στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς, στους μαθητές μας, ακόμα και πως βιώνουμε, σχεδιάζουμε και διδάσκουμε τα μαθήματά μας, αν είναι μεστά νοήματος. Παρά ταύτα, δεν είναι η στιγμή να επιδοθούμε μόνο στην κριτική της αρνητικής χρήσης της στην εκπαίδευση. Αυτή πάντοτε γίνονταν. Χάριν όμως της σαφήνειας των επιχειρημάτων για την αρνητική χρήση της, οφείλουμε να ξαναθυμηθούμε και να αναδείξουμε τα θετικά στοιχεία της.
[1] Ζουμπουλάκης, Σταύρος. (2017). Για το σχολείο. Αθήνα: Πόλις, 31.
[2] Σμυρναίος, Λ. Αντώνης. (2009). Λατρεία και νεύρωση την Παιδαγωγική της Καινοτομίας. Σημειώσεις σε μια μετανεωτερική φιλοσοφία της παιδείας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σ. 153.
[3] Σμυρναίος, Λ. Αντώνης. Ό.π., σσ. 155-156· το παράθεμα από το βιβλίο του Baudrillerd, Η διαφάνεια του κακού. Δοκίμιο πάνω στα ακραία φαινόμενα, μτφρ. Ζήση Σαρίκας. Αθήνα (1996): Εξάντας, σσ. 140, 65.
[4] Σμυρναίος, Λ. Αντώνης. Ό.π., σ. 156· το παράθεμα από τον Baudrillerd στη σ. 63.
Εντουάρ Μανέ, «Ο Μικρός Φλαουτίστας», 1866. Ελαιογραφία σε μουσαμά, 1,61Χ0,96μ. Μουσείο Ορσαί. Παρίσι. ΠΗΓΗ: ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ. (1994). Μια ιστορία της Ζωγραφικής. (Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση και από τους Ιμπρεσιονιστές στον Πικάσο). Αθήνα: Καστανιώτη, σ. 331.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου