4. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὠφέλησε τὸ ἀνθρώπινο γένος πρὶν ἀκόμη ἔρθῃ ὁ καιρὸς τῆς γενικῆς σωτηρίας: Ἀλλὰ κι ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ παρουσιάσθηκε ὁ οὐράνιος ἀγγελιοφόρος, πάλι ἔλαβε ἐνεργητικὸ μέρος στὴ σωτηρία μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι πίστεψε σὲ ὅ,τι τῆς εἶπε καὶ δέχθηχε νὰ ἀναλάβῃ τὴ διακονία ποὺ τῆς ζήτησε ὁ Θεός. Γιατὶ ἦταν κι αὐτὰ ἀπαραίτητα καὶ χρειάζονταν ὁπωσδήποτε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂν ἡ Παρθένος δὲν τηροῦσε αὐτὴ τὴ στάση, καμμιὰ πιὰ ἐλπίδα δὲν θὰ ἀπόμενε στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἦταν βέβαια δυνατό, ὅπως εἶπα πιὸ πάνω, νὰ προσβλέψῃ ὁ Θεὸς μὲ εὐμένεια πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ νὰ θελήσῃ νὰ κατέβῃ στὴ γῆ, ἂν δὲν εἶχε προπαρασκευασθῆ ἡ Παρθένος, ἂν δὲν ὑπῆρχε δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὴν ὑποδεχόταν, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ διακονήσῃ στὴ σωτηρία. Κι οὔτε πάλι ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἂν δὲν πίστευε σ᾿ αὐτὸ ἡ Παρθένος καὶ δὲν δεχόταν νὰ διακονήσῃ. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ μὲν Γαβριὴλ μὲ τὸ «χαῖρε» ποὺ εἶπε στὴν Παρθένο καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ὀνόμασε «κεχαριτωμένη» τελείωσε τὴν ἀποστολή του, φανέρωσε ὁλόκληρο τὸ μυστήριο. Ὅση ὅμως ὥρα ἡ Παρθένος ζητοῦσε νὰ μάθῃ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ γινόταν ἡ κύηση, ὁ Θεὸς δὲν κατερχόταν. Ἐνῷ τὴ στιγμὴ ποὺ πείσθηκε κι ἀποδέχθηκε τὴν πρόσκληση, ὁλόκληρο τὸ ἔργο μὲ μιᾶς πραγματοποιήθηκε: ὁ Θεὸς πῆρε ἐπάνω Του σὰν ἐνδυμασία τὸν ἄνθρωπο κι ἔγινε μητέρα τοῦ Κτίστου ἡ Παρθένος.
Ἀλλὰ τὸ ἀκόμη πιὸ θαυμαστὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὁ Θεὸς οὔτε προειδοποίησε τὸν Ἀδὰμ οὔτε τὸν ἔπεισε νὰ τοῦ δώσῃ τὴν πλευρά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ δημιουργηθῇ ἡ Εὔα. Τὸν ἐκοίμισε κι ἔτσι, ἔχοντάς του ἀφαιρέσει τὶς αἰσθήσεις, τοῦ ἀπέσπασε τὸ μέλος. Ἐνῷ γιὰ νὰ προχωρήσῃ στὴ δημιουργία τοῦ Νέου Ἀδὰμ ἐδίδαξε προηγουμένως τὴν Παρθένο καὶ περίμενε τὴν πίστη καὶ τὴν παραδοχή της. Γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ Ἀδὰμ πάλι συσκέπτεται μὲ τὸν μονογενῆ του Υἱὸ λέγοντας: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον». Ὅταν ὅμως χρειάσθηκε νὰ «εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον»-αὐτὸν τὸν «θαυμαστὸν Σύμβουλον» -»εἰς τὴν οἰκουμένην», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, καὶ νὰ πλάσῃ τὸν δεύτερο Ἀδάμ, παίρνει στὴν ἀπόφασή του αὐτὴ συνεργάτη τὴν Παρθένο. Ἔτσι τὴ μεγάλη ἐκείνη «βουλὴ» τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἡσαΐας, τὴν ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς καὶ τὴν ἐπεκύρωσε ἡ Παρθένος. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἔργο ὄχι μόνο τοῦ Πατρός, ποὺ «εὐδόκησε», καὶ τῆς Δυνάμεώς του, ποὺ «ἐπεσκίασε», καὶ τοῦ Πνεύματος, ποὺ «ἐπεδήμησε», ἀλλὰ καὶ τῆς θελήσεως καὶ τῆς πίστεως τῆς Παρθένου. Γιατὶ, ὅπως χωρὶς ἐκείνους δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ καὶ νὰ προσφερθῇ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἔτσι χωρὶς τὴν προσφορὰ τῆς θελήσεως καὶ τῆς πίστεως τῆς Πανάγνου ἦταν ἀδύνατη ἡ πραγματοποίηση τῆς θείας βουλῆς.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ. (1995). Ἡ Θεομήτωρ. Τρεῖς Θεομητορικὲς Ὁμιλίες. (Κείμενο - Μετάφραση - Εἰσαγωγὴ – Σχόλια: Παναγιώτης Νέλλας. Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, σσ. 131, 133.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου