Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ
Η ιστοριογραφία, ως στοχασμός του χρόνου και στις τρεις του διαστάσεις, είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση, την οποία ως ιστορικοί αλλά και ως αναγνώστες της ιστορίας θεωρώ ότι οφείλουμε να την προσεγγίζουμε με δέος. Όσον αφορά ειδικά τους ιστορικούς, οι οποίοι την περίοδο αυτή διεκδικούν κάπως και το ρόλο των λοιμωξιολόγων, ας τονίσουμε προκαταβολικά ότι δεν είναι ούτε ιδιοκτήτες ούτε διαιτητές της ιστορίας (ακόμη και αν το επιζητούν διακαώς...), αλλά δυναμικά ευαίσθητοι υπουργοί του αινίγματός της, αίνιγμα το οποίο ακριβώς συγκροτεί το ίδιο το μυστήριο του ανθρώπου και του κόσμου του. H Jacqueline de Romilly μάλιστα θα παρομοιάσει τον ιστορικό με έναν φωτογράφο, “από τον οποίο θα ζητούσαμε βεβαίως απόλυτη ακρίβεια στο έργο του, θα του αναθέταμε όμως να φωτογραφίζει ένα αδιάκοπα μεταβαλλόμενο αντικείμενο, χίλιες φορές πιο μεγάλο από το πεδίο του φακού του”. Χρειάζεται συνεπώς, όχι μια αλγοριθμική, αλλά μια βαθιά φιλοσοφική προσέγγιση της ιστορίας, που λογαριάζει λ.χ., περισσότερο τη ρευστότητα των υποκειμενικοτήτων από τον εκάστοτε ορθολογικό σχεδιασμό, ο οποίος επιβάλλεται μάλιστα στο παρελθόν εκ των υστέρων. Διότι, όπως θα τονίσει και ο Alan Munslow, «η άρνηση της ανάγκης για εκφιλοσόφηση της ιστορίας εισάγει την παρηγορητική αντίληψη ότι η ιστορία είναι μια επιστήμη που κατέχει την αλήθεια», ενώ πρόκειται ουσιαστικά για μια, πάντοτε εκκρεμή, «μορφή διανοητικής αλλά και συναισθηματικής δραστηριότητας που είναι ταυτόχρονα ποιητική, επιστημονική και φιλοσοφική».
Αν έλθουμε λοιπόν στο ζήτημα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με αφορμή την μεθαυριανή επέτειο των 200 χρόνων της, και θελήσουμε να υπερβούμε την προφανή αυτάρκεια της σχολικής ιστορίας, εμβαθύνοντας, επί πολύ όμως, στις πολυπληθείς πρωτογενείς πηγές της Ελληνικής Επανάστασης, τότε είναι πιθανό ότι θα αντικρίσουμε ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από αυτό που περιμέναμε. Τότε, όπως συμβαίνει ειδικά με κάθε μεγάλη ρήξη μέσα στον χρόνο, τόσο οι αμιγώς ηρωολατρικές όσο και οι αμιγώς ηρωοπληκτικές διαστάσεις εκείνου του εξαιρετικού φαινομένου ενδεχομένως να υποχωρούσαν μπροστά στο ουσιαστικά απροσπέλαστο μυστήριό του, το οποίο συχνά κρυσταλλώνουμε, ακινητοποιούμε, στην προσπάθειά μας να το κατανοήσουμε για να το χρησιμοποιήσουμε, στο παρόν μας. Όρος όμως εγγενής κάθε αινίγματος είναι το διαρκώς αλυσιτελές των ερμηνειών του. Πάντα κάτι περισσεύει, πάντα κάτι ελλοχεύει, πάντα κάτι προσμένει τη μελλοντική ή και εσχατολογική του αποτίμηση, εφόσον και ο ίδιος ο άνθρωπος, ο πρωτουργός της ιστορίας, αποτελεί πάντοτε ένα ιδιόμορφο «ον της περίσσειας», σύμφωνα με τον Μπατάιγ. Το εγχείρημα λοιπόν να περικλειστεί σε αδιάβροχες, θετικές ή αρνητικές, νόρμες το εκάστοτε αίνιγμα, και συνεπώς η Ελληνική Επανάσταση, μπορεί να εξυπηρετεί βεβαίως πολιτικές, πολιτιστικές ή άλλες σκοπιμότητες [κι αυτό, από την άλλη μεριά, είναι βαθιά ανθρώπινο…], αλλά του αφαιρεί την διαρκώς απερίσταλτη γονιμότητά του να δημιουργεί νέους κόσμους νοήματος που τέμνουν εγκάρσια την πραγματικότητά του. Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν και τα αινίγματα στον κόσμο: για να δραπετεύουμε από τον εγκλεισμό στο δεδομένο, στο παγιωμένο και στο προφανές, για να μελετήσουμε την ιστορία ως το κατ’ εξοχήν βασίλειο της ελευθερίας. Και η Επανάσταση εκείνη ήταν πράγματι ένα ανεξάντλητο μεταλλείο των ορυκτών που αποτελούν το ίδιο το ανθρώπινο είδος, μέσα στις δαιδαλώδεις στοές του οποίου οι πιο ανεξήγητες συμπεριφορές, οι πιο τρελές προσδοκίες, τα πιο ηρωικά ανδραγαθήματα αλλά και οι πιο αλλόκοτες βιαιοπραγίες βρήκαν τον βαθύτατο χαρακτήρα τους.
Στην πάντοτε αινιγματώδη λοιπόν υφή της προσερχόμαστε για να καταθέσουμε κάποιες, κατά τη γνώμη μας, ιδιάζουσες όψεις της. Θα προσπαθήσουμε να αρθρώσουμε λόγο για «μια παιδαγωγούσα Επανάσταση», μια Επανάσταση που εξέπεμψε θετικές, αρνητικές, αλλά και μεικτές, αμφίσημες παιδαγωγίες κατά τη διάρκειά της, καθώς και μετά από αυτήν, μέχρι σήμερα. Γιατί όμως τις ονομάζουμε «παιδαγωγίες»; Διότι αποτελούν μηνύματα και διαδικασίες που εκπαίδευσαν τους ανθρώπους τότε, αλλά και εκπαιδεύουν όλους μας έκτοτε, σε έναν βαθύτατο στοχασμό πάνω στην πάντοτε μεικτή ανθρώπινη φύση, η οποία στην περίπτωση της Επανάστασης υπέστη έναν εντατικό και βίαιο, ηφαιστειώδη μετασχηματισμό. Βασισμένοι λοιπόν στις, οπωσδήποτε υποκειμενικές και διαμεσολαβημένες, ιστορικές πηγές της εποχής, τις μόνες δηλαδή που έχουμε, θα επιχειρήσουμε να ψηλαφήσουμε τα είδη και τις ποιότητες αυτών των παιδαγωγιών.
Πρώτη και θεμελιώδης λοιπόν παιδαγωγία, πολύ σημαντική μάλιστα για τους επιγόνους, εμάς δηλαδή, είναι το εντέλει ανέφικτο μιας καθαρολογικής προσέγγισης της Επανάστασης. Συμπλέκοντας μαξιμαλισμούς με μινιμαλισμούς και επιτελώντας πολλές φορές μια ετεροχρονισμένη και αναχρονιστική ερμηνεία των προσώπων και των γεγονότων από τη δραστική ερημία του γραφείου μας, επιχειρούμε να εξηγήσουμε ενέργειες και καταστάσεις που βρίσκονται πολύ μακριά, μα πολύ μακριά από τη δική μας βιωτή, από το δικό μας περίγυρο, από τη δική μας αντίληψη και εμπειρία των πραγμάτων. Γι’ αυτό και κάθε προσέγγιση, κάθε ερμηνεία εκείνων των γεγονότων πρέπει να γίνεται με δέος, με αφουγκρασμό, με περίσκεψη και, αν θέλετε, με σεβασμό, με εικασίες και όχι με τελεσίδικες εξηγήσεις. Νομίζω ότι καμιά σύγχρονη ενσυναίσθηση, λέξη με μεγάλη καταχρηστική όμως διασπορά σήμερα, δεν είναι ικανή να αγγίξει εκείνον τον πυρετώδη κόσμο της Επανάστασης. Μας είναι ολότελα ξένος. Έτσι κι αλλιώς το παρελθόν είναι πάντοτε ανεπίσκεπτο, και, όπως θα τονίσει ένας Ολλανδός ιστορικός, στην ιστορία «το μόνο που έχουμε είναι κείμενα» και «μπορούμε να συγκρίνουμε μόνο κείμενα με κείμενα», χωρίς να «έχουμε τη δυνατότητα να επαληθεύσουμε τα συμπεράσματά μας, συγκρίνοντας τα κείμενα αυτά με το ίδιο το παρελθόν». Επιτρέψτε μου λοιπόν να προτείνω ότι, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε έστω και λίγο το πνεύμα της Επανάστασης, θα πρέπει να επιχειρήσουμε ίσως μια κένωση, μια κενωτική λειτουργία, γνωστή εξάλλου και από τη θρησκευτική μας παράδοση, να παραιτηθούμε δηλαδή προκαταβολικά από το συχνά αλαζονικό δικαίωμα και την πεποικιλμένη ικανότητα ενός ιστορικού ή ενός αναγνώστη της ιστορίας που λειτουργεί αφ’ υψηλού, θα λέγαμε σήμερα, ως drone.
Για να εισέλθουμε στην ατμόσφαιρα αυτής της κενωτικής λειτουργίας, ας επιχειρήσουμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε, αρχικά, μια εικόνα μόνο των επαναστατικών συναισθημάτων που βρίσκουμε μέσα στις ίδιες τις ιστορικές πηγές, για να δούμε τι θα μπορούσε να ξεπηδήσει από μέσα τους. Πώς ξεκινάει λοιπόν η Επανάσταση; Θα τολμούσα να πω ότι αρχίζει μέσα σε μια αμφίρροπη κατάσταση ζήλου, φόβου, πόθου, μυστικοπάθειας, εκδίκησης, σχεδιασμών, αποκοτιάς, αναμονής, εξαπάτησης και ρομαντισμού, στοιχεία που τα βρίσκουμε σε διαφορετικές ποσοστώσεις στις διαφορετικές πάντα ιδιοσυγκρασίες της Επανάστασης. Και σαν να ήταν μοιραίο, ήδη από την αρχή αχνοφαίνονται και στη συνέχεια γιγαντώνονται οι διχασμοί, οι εμφύλιες συγκρούσεις, οι δολοφονίες των αγωνιστών από φίλια πυρά, οι παρεξηγήσεις, οι συκοφαντικές φήμες, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες, τα πείσματα, οι δειλίες, οι δολιότητες, τα «ανοσιουργήματα»… Κι όλα αυτά, τα όντως τρομερά για την Επανάσταση εμπόδια, τίθενται αιφνιδίως κατέναντι πολυάριθμων οθωμανικών στρατιών που κατέβαιναν μανιασμένες να πάρουν εκδίκηση από τους «αχάριστους», όπως τους έλεγαν Έλληνες, οι οποίοι είχαν όλα τα προνόμια και τις διευκολύνσεις, έβγαζαν άπειρα χρήματα και πηγαινοέρχονταν ελεύθερα στην Ευρώπη, όμως κάποια στιγμή, παράδοξα, τα αψήφησαν όλα για να ταράξουν την ολύμπια, πολυ-ανεκτική γαλήνη της σουλτανικής κυριαρχίας.
Απέναντι λοιπόν σε αυτές τις οργισμένες στρατιές, που απαιτούσαν το δικό τους εκδικητικό δίκαιο, στέκεται ο αγωνιστής, η ανθρωπογεωγραφία του οποίου είναι βεβαίως ποικίλη, αλλά για την οικονομία του χρόνου θα σημειώσουμε μερικές μόνο από τις όψεις της. Είναι αυτός που αντιμετωπίζει τον εχθρό στη αρχή χωρίς όπλα, με ξύλα και βούκεντρα, χωρίς εφόδια επίσης, με το ένα μάτι στον εχθρό και το άλλο στα λάφυρα. Τον τρώει όμως και η αρχηγία που πήρε ο συναγωνιστής του, το δίπλωμα που του έδωσε η κυβέρνηση, τα γρόσια που εξασφάλισε πριν από κείνον, τον καταναλώνει η δόξα που θα στεφανώσει πρώτα εκείνον κι από κοντά τον συνέχει κι ο πειρασμός της λιποταξίας, όταν δυσαρεστείται ή απελπίζεται. Νιώθει πολύ συχνά μετέωρος, εκτεθειμένος στους πέντε ανέμους του πολέμου, και έχει και πίσω του οικογένεια, παιδιά και γέροντες, που ίσα που πρόλαβε να τους ασφαλίσει σε μια σπηλιά στα μετόπισθεν κι όταν τελειώσει ετούτη η μάχη θα τους πάει σε άλλη σπηλιά παρακάτω και από κει σε άλλη, σε άλλη…
Πεινάει πολύ, διψά, είναι κατάκοπος, βρεγμένος ως το κόκκαλο, γεμάτος αφόρητες ψείρες, έχει και πέντε λαβωματιές από την τελευταία μάχη, τα εφόδια συνεχώς αργούν, κρύβει τον φόβο μέσα του να μην εκδηλωθεί ούτε στον εαυτό του, πρέπει πάση θυσία να κατατροπώσει τον εχθρό, για να δώσει δύναμη στον εαυτό του και στους συντρόφους του… Κι όλη αυτή η υπομονή και η επιμονή που καταβάλλει θα ονομαστεί αργότερα ηρωισμός, κι έτσι θα μοιάσει στους προγόνους του, του λένε, κι αυτός θέλει δεν θέλει, μπορεί δεν μπορεί, το πιστεύει, πρέπει να το πιστέψει, δεν έχει άλλη επιλογή, δεν έχει άλλον ορίζοντα: ελευθερία ή θάνατος! Και απάνω απ’ όλα, πρέπει να σκοτώσει, ξανά και ξανά… Πότε και ποιος τον έμαθε να σκοτώνει; Τον αλλόφυλο μαχητή, τον ομόφυλο κατάσκοπο ή τον προσκυνημένο από απόγνωση ή δειλία, αλλά και τον αιχμάλωτο εχθρό, τα γυναικόπαιδα, με τα άφωνα παρακάλια στα μάτια; Ποιος του δίδαξε το θάνατο του εχθρού; Πού φώλιαζε όλη αυτή η εκδίκηση τεσσάρων αιώνων; Ο ηρωισμός συνεπαγόταν τότε άμετρη βία, αλλά η βία καθαγιάζεται πάντοτε με ηρωισμό; Από την άλλη μεριά, τι να τους κάνει όμως τους αιχμαλώτους, όταν κατέβαιναν δρομαίως οι οθωμανικές στρατιές; Πού να τους φυλάξει; Ποιος να τους φυλάξει, ώστε να μην αυτομολήσουν αργότερα στους συμπατριώτες τους με διπλάσιο μίσος, γιατί εκείνος και οι σύντροφοί του σκότωσαν προηγουμένως τους δικούς τους, λεηλάτησαν το βιός τους, έκαψαν το σπίτι τους;
Έπρεπε όμως να νικήσει! Γιατί τον περίμενε ο ανασκολοπισμός, όπως πριν τη μάχη στο Βαλτέτσι, όταν οι Τούρκοι ξεκινώντας από την Τρίπολη, «ητοίμασαν και έως διακόσια παλούκια και τα εχρωμάτισαν να τα πάρουν μαζί τους διά να παλουκώσουν τούς αρχηγούς και υπαρχηγούς των Ελλήνων, τους οποίους είχον την πεποίθησιν ότι θα τους συλλάβουν ζώντας»… Έπρεπε να νικήσει! Αλλιώς ας έπεφτε στην Αραπίτσα, ας ανατιναζότανε στο Μεσολόγγι, γιατί τον περίμεναν άγρια βασανιστήρια. Γι’ αυτό και ο αποκεφαλισμός από τον εχθρό ήταν μάλλον μια ακαριαία παρηγοριά, γιατί σε μια μονάχα στιγμή άλλαζε ταχύτατα το στρατόπεδο των ζωντανών, αυτό που διαστιζόταν από τον πλήρη τρόμο, με το βασίλειο των νεκρών, όπου «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος»... Γιατί αυτή την ατελεύτητη ζωή του έταζαν οι ιερείς, γι’ αυτήν του κήρυτταν στεντόρεια πριν από κάθε μάχη οι αρχιερείς: θα γίνει μάρτυρας, θα κατοικήσει στον Παράδεισο, λίγος πόνος εδώ και μετά ένα φως απόκοσμο θα τον τυλίξει απρόοπτα, βραβεύοντας τον αγώνα και την αγωνία του… Παρόμοια όμως έταζαν και οι δερβίσηδες στους απέναντι μαχητές, μάρτυρες του Αλλάχ, γαζήδες που οσονούπω θα απολάμβαναν τα ουρί του παραδείσου…
Μια δεύτερη παιδαγωγία που αντλούμε από τη μελέτη των ιστορικών πηγών είναι ότι η Επανάσταση επιτάχυνε εξαιρετικά και σε πολλές περιπτώσεις κατέστησε ακαριαία την «επαναστατική στιγμή» όλων των εμπλεκομένων. Υπήρξε δηλαδή ένα σοκ, όχι μόνο γι’ αυτούς που υπέστησαν απρόοπτα την επαναστατική πίεση, όπως οι Οθωμανοί, αλλά ακόμη και γι’ αυτούς που την προετοίμαζαν μυστικά για χρόνια, ένας αιφνιδιασμός που έπρεπε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να τον συνειδητοποιήσουν και να διαχειριστούν τα κέρδη και τις ζημιές. Το επαναστατικό πρόταγμα μιας δυναμικής, αν και ετερόκλητης, μειοψηφίας, στηριγμένο οπωσδήποτε στη μακροχρόνια οθωμανική αδικοπραγία, διέσπειρε τον επαναστατικό ζήλο στους υπόλοιπους Έλληνες πότε με την πειθώ, πότε με απατηλές ή μη υποσχέσεις, ακόμη και με εκβιασμούς, συντομεύοντας ριζικά τον αδρανή χρόνο της καθημερινότητας. Κάθε επανάσταση αφήνει εποχή. Και, όπως θα σημειώσει ο Μικαέλ Λεβύ, «το να αφήσεις εποχή δε σημαίνει να επέμβεις παθητικά στη χρονολογία, σημαίνει να επισπεύσεις τη στιγμή». Έτσι εκείνη η στιγμή μετέτρεψε, κάποτε κεραυνοβόλα, την αμηχανία, τον φόβο, τον δισταγμό, τη δειλία αλλά και τη σύνεση, δηλαδή εντελώς φυσιολογικά ανθρώπινα συναισθήματα, σε ορμή, σε αφοβία, σε ηρωισμό, σε ασυγκράτητη βιαιότητα, δηλαδή σε αναβαθμούς, όπου τα ανθρώπινα συναισθήματα μετέρχονται μιας ριζοσπαστικής κορύφωσης.
Θα γράψει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος: «…Στην αρχή της Επανάστασης οι περισσότεροι από τους προσερχόμενους να αγωνιστούν ήσαν χωρίς άρματα και άλλοι είχαν μαχαίρας, άλλοι σουγλιά, και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήσαν οι τσεμπέρες των γυναικών των· τότε ερωτούσαν οι απλοί Έλληνες ο ένας τον άλλον ‘διατί εμαζώχθημεν εδώ και τι θα κάμωμεν;’ Οι δε καπεταναίοι τους έλεγαν, ότι εμαζώχθημεν να σκοτώσωμεν τους Tούρκους δια να ελευθερωθώμεν…». Κι αργότερα θα περιγράψει μια συνταρακτική σκηνή, ιδρυτική, νομίζω, εκείνης της Επανάστασης: «…Aφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επιστρέψαμεν εις το χωριό Bαλτέτσι ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Eκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους… O δε Kολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας, ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν».
Μια τρίτη παιδαγωγία της Επανάστασης ήταν η σταδιακή κατάρτιση όλων των εμπλεκομένων στην αμφισημία, την αβεβαιότητα, την αστάθεια και την ανασφάλεια. Ίσως ήταν μια από τις σημαντικότερες και τις πιο βασανιστικές παιδαγωγίες ειδικά των επαναστατημένων, αν λάβει κανείς υπόψη τη διαφορά δυναμικού των δυο αντιπάλων στα στρατεύματα, την εκπαίδευση, τις επιμελητείες, τις εφεδρείες και τη στρατιωτική προϋπηρεσία. Αν λάβει υπόψη τις ματαιωμένες υποσχέσεις και ελπίδες των υπόδουλων, την παλιμβουλία των Μ. Δυνάμεων αλλά και τις εσωτερικές διαμάχες, τις προδοσίες, τις πρόσκαιρες αποσύρσεις ηγετών και ομάδων κ.λπ. Ήταν μια εκπαίδευση στο ρίσκο, στην παράδοξη εναλλαγή νικών και ηττών, στα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας, ήταν μια εντατική συγκατεργασία της ελπίδας με την απόγνωση. Η μανιώδης αντίδραση των Τούρκων, βασισμένη στον αιφνιδιασμό που υπέστησαν αλλά και στην παραπλανητική ιδέα που έτρεφαν για την ελληνική «αχαριστία» απέναντι σε μια δήθεν «ανεκτική» οθωμανική διοίκηση, η αμφίρροπη στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά και η εξαιρετική δυναμική των εκάστοτε συγκυριών, άνοιγε έτσι ένα ευρύ πεδίο ανάμεσα στη νομοτέλεια και την τυχαιότητα. Η μόνη σταθερά της Επανάστασης ήταν λοιπόν η διακινδύνευση και η αντιφατικότητα, από την οποία πήγαζε όμως και η αλλοτριοφαγία, εντός ή εκτός του ιδίου στρατοπέδου, κάποτε και η ανήθικη, για ηθικιστικά όμως βλέμματα, διγλωσσία: «Ωχ αδελφέ Στορνάρη», φώναξε κάποτε ο Καραϊσκάκης στον συναγωνιστή του, «κάνεις ωσάν να διαπραγματεύεται η Ρωσσία με την Τουρκιά! Κλείω την ειρήνην τώρα· δεν με άρεσεν μεθαύριον, την αποπατώ κ’ εγώ, κ’ εσύ, και όλοι μας!».
Μια τέταρτη παιδαγωγία ήταν η αναζήτηση, η ανάδειξη ή και η «κατασκευή» ηγετών, καθ΄ όλη μάλιστα τη διάρκειά της. Απέναντι σε έναν αναποφάσιστο ή φοβισμένο λαό, φορτωμένο με τις αιματηρές μνήμες παλαιότερων αποτυχημένων εξεγέρσεων, έπρεπε να αναζητηθεί, να αλληλο-συμφωνηθεί, να προβληθεί αλλά και να επιβληθεί μια ηγεσία, η οποία με πειθώ, με το προσωπικό ηρωικό παράδειγμα, αλλά και με απάτη ή βία, θα μετέβαλε τον τρεμάμενο σπινθήρα της Επανάστασης σε πυρσό και εντέλει σε πυρκαγιά. Μια πυρκαγιά, η οποία μάλιστα έπρεπε να τροφοδοτείται συνεχώς για να μη σβήσει, όπως συνέβαινε όταν κυριαρχούσαν οι Τούρκοι ή οι εμφύλιες διαμάχες. Μια πυρκαγιά που κινδύνευε εξαιρετικά μέσα στην πανταχού και πάντοτε παρούσα πολυ-ηγεσία της Επανάστασης.
Μια πέμπτη παιδαγωγία ήταν η αιφνίδια ή η σταδιακή κατάρτιση στον ηρωισμό, μια λέξη που έχει αποκτήσει σήμερα διφορούμενη σημασία, όταν οι ήρωες είναι μάλλον πρότυπα υπερκατανάλωσης. Τι περικλείει όμως αυτή η έννοια για εκείνη την εποχή; Θα μπορούσαμε να την αναλύσουμε με μια σειρά από συνώνυμες λέξεις, όπως ανδρεία, αυτοθυσία, αφοβία, σκληραγωγία σώματος και ψυχής, ευψυχία, σταθερότητα αποφάσεων, ευφυΐα και ευελιξία, επιμονή, αντίσταση στη μηδενιστική απόγνωση και την υποταγή και, τέλος, σκληρότητα. Όλα αυτά τα συναντούμε σε πολλούς αγωνιστές της Επανάστασης, αλλά και στους Τούρκους. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτοι Έλληνες ιστορικοί, που έχουν συχνά κατηγορηθεί για μεροληψία, τολμούσαν να μνημονεύουν ακόμη και την ανδρεία των Οθωμανών. Αλλά βεβαίως είναι ανάγκη να θυμηθούμε ότι ο ηρωισμός του ενός μεταφραζόταν σχεδόν πάντα σε εξαιρετική σκληρότητα προς τον άλλον, και η Επανάσταση συμπεριέλαβε εντός της τέτοιες συμπεριφορές.
Μια έκτη παιδαγωγία ήταν αυτή στο μίσος και στην εκδίκηση, ως στοχασμός πάνω στα εξαμβλώματα της ανθρώπινης φύσης. Όχι μόνο οι νίκες, αλλά και τα αντίποινα απέναντι κυρίως στους αμάχους ή τους αιχμαλώτους, έσπερναν μεν τον τρόμο στους ηττημένους αλλά και αναμόχλευαν την αντεκδίκησή τους. Ήταν αντίποινα που δεν χώνευαν αλλά αναπαρήγαγαν τη βία, η οποία, πρέπει να σημειώσουμε, ότι προερχόταν συχνά και από τον προσωπικό, οικογενειακό, τοπικό ή γενικό μετεωρισμό, τη βαθιά αβεβαιότητα δηλαδή που τους κατείχε απέναντι στο εγγύς μέλλον. Όπως θα τονίσει ο Άγγλος ιστορικός της Επανάστασης George Finley, «όταν ένα έθνος λαχταράει την ανεξαρτησία του, η Επανάσταση είναι ενδεχόμενη, όταν όμως, μαζί με το πάθος για την ελευθερία, το έθνος αυτό οιστρηλατείται και από την ορμή για εκδίκηση, τότε η Επανάσταση είναι αναπόφευκτη». Ο Jean-Paul Sartre, μιλώντας για αυτή την αντίστροφη γενοκτονία, αυτή που διαπράττουν «όχι πλέον οι εξουσιαστές αλλά οι υπόδουλοι», θεωρεί ότι οι τελευταίοι, μέσω ακριβώς αυτών των βιαιοπραγιών, «ανακαλύπτουν ξανά τη χαμένη τους αθωότητα», επανιδρύοντας έτσι τον εαυτό τους. Και η Lindner αναλύοντας ειδικά τα αισθήματα της ταπείνωσης που βιώνουν οι υπόδουλοι αλλά και τον φόβο για μια νέα ταπείνωση που θα έρθει από την ενδεχόμενη αποτυχία της εξέγερσης, θα αναγνωρίσει ότι αποτελούν «την πυρηνική βόμβα των συναισθημάτων… το πιο δυνατό όπλο μαζικής καταστροφής».
Μια έβδομη παιδαγωγία ήταν αυτή που αφορούσε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Επανάστασης, ο οποίος απαντάται και στις δυο αντίπαλες παρατάξεις. Δεν μπορούμε να μην βεβαιώσουμε ένα είδος «ιερού πολέμου» μεταξύ τους. Η θρησκευτική αναφορά όλων των εμπολέμων ήταν συνεχής, πριν, κατά και μετά τις μάχες, ιδρύοντας το πλαίσιο ενός δυναμικού εθνικο-θρησκευτικού συντονισμού, ο οποίος τους πρόσφερε αφειδώλευτα και δωρεάν το δυναμωτικό και ιαματικό ακούμβησμα του ουρανού πάνω στις τραγωδίες της γης. Σε αυτό μπορούμε να εντάξουμε τίς προσευχές που αναπέμπονταν κάθε πρωί πριν από τη μάχη και από τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα, καθώς και πολλές άλλες καθημερινές θρησκευτικές εκδηλώσεις, οι οποίες στον χώρο των Ορθοδόξων περιλαμβάνουν τον εκκλησιασμό, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, τις παρακλήσεις, τις νηστείες, την ενεργό παρουσία πολλών ιερωμένων στις μάχες, είτε ως εμψυχωτών είτε ως οπλαρχηγών, τις δοξολογίες και τις ευλογίες των όπλων, τους θρησκευτικούς όρκους, τις λιτανείες κ.λπ.
Η ιστοριογραφία της Επανάστασης είναι πράγματι ένα ανεξάντλητο μεταλλείο και είναι αμέτρητες οι παιδαγωγίες, τα νοήματα, τα διδάγματα και οι προσανατολισμοί, που μπορεί να αντλήσει κανείς από εκείνη τα μακρινά γεγονότα, τα ιδρυτικά του νεοελληνικού μας κράτους. Μόνο ελάχιστες προσπάθησα σήμερα να αρθρώσω σε αυτή την εισήγηση, την οποία θα ολοκληρώσω ευθύς αμέσως με μια όγδοη παιδαγωγία, που αφορά την αναπόφευκτη μυθοποίηση των επαναστατικών γεγονότων. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, αν και συχνά το αγνοούμε ή το λοιδορούμε, ότι χωρίς μύθο και μυθοποίηση δεν νοείται εξέγερση και επανάσταση. Διότι δεν νοείται καν ζωή, ούτε επιβίωση. Κάθε εποχή, επαναστατική ή μη, στηρίζεται κυρίως στις μυθοπλασίες της, εφόσον «για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από αυτήν», όπως θα μας θυμίσει ο Οδυσσέας Ελύτης στη “Μαρία Νεφέλη”, προβάλλοντας την αναγκαιότητα του ονειρικού/οραματικού ισοδύναμου της ανθρώπινης ύπαρξης. Μάλιστα, όσο πιο μεγάλο, βίαιο, αινιγματικό, αδυσώπητο είναι ένα ιστορικό γεγονός, τόσο περισσότερο υποχρεωτικά και αθέλητα μυθοποιείται: είναι στη φύση την ανθρώπινη, είναι στη γλώσσα την ανθρώπινη, να διαστέλλει τις εγκαυστικές ειδικά εμπειρίες της, να υπερχειλίζει τους λόγους της, να λειτουργεί με αλληγορίες, μετωνυμίες, μεταφορές και σχήματα καθ’ υπερβολήν. Εξάλλου, «μια ολόκληρη μυθολογία είναι εγκατεστημένη στη γλώσσα μας», θα μας προειδοποιήσει και ο Βιτγκεστάιν. Αν λοιπόν η ίδια η ιστορία του εκάστοτε παρελθόντος δεν λειτούργησε ποτέ με μοντέλα και αλγορίθμους, ας μην επιμένει να το κάνει η ιστοριογραφία. Ας αναγνωρίσει επιτέλους ότι χωρίς ρομαντικές, οικοδίαιτες και βιοπάροχες μυθοπλασίες μόνο ίσως οι μισθοφόροι κάθε εποχής πολεμούν, αν και αυτοί μετέρχονται οπωσδήποτε το δικό τους προσωπικό μύθο. Από την άλλη μεριά, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι και οι σύγχρονες, θριαμβολογικές απομυθοποιήσεις βασίζονται πάντα σε κάποιον άλλο, ανομολόγητο, μύθο, διότι δεν υφίσταται ποτέ και πουθενά κανένα μυθολογικό κενό στην ανθρώπινη ιστορία. Αν αυτό λοιπόν γίνει από όλους αρχικά αποδεκτό, τότε μπορούμε στη συνέχεια να αρχίσουμε νόμιμα να ανιχνεύουμε και τα εκάστοτε ψήγματα αλήθειας ή τους εντελώς ανθρώπινους συνδυασμούς αληθειών και μυθοπλασιών που κυκλοφορούν ελεύθερα και χωρίς λογιστικές δεσμεύσεις μέσα στους λόγους του παρελθόντος. Διότι, ό,τι περιέσωσε εντέλει την Ελληνική Επανάσταση ήταν ακριβώς η μυθοπλασία της, δηλαδή το πλειοψηφικά μονοδιάστατο όραμα της απελευθέρωσης, που δοκιμάστηκε όμως ανηλεώς και πολυτρόπως μέσα στο αφόρητο καμίνι των αβεβαιοτήτων και των αμφισθενειών, των ανθρώπων και των πραγμάτων εκείνης της πραγματικά κεκαυμένης εποχής. Γιατί ήταν αυτή η μυθοπλασία που γέννησε και την περίφημη αντοχή του ελληνικού λαού, η οποία, σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Mark Μαζάουερ, κινητοποίησε στο τέλος και τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μεσολαβήσουν δραστικά στην εξελισσόμενη εκείνη τραγωδία, εφόσον τους έγινε κάποια στιγμή περισσότερο από σαφές ότι «οι Έλληνες αντέχουν και δεν θα υποχωρήσουν». Έτσι, δυο αιώνες μετά, ο Μαζάουερ θα υπομνηματίσει πρόθυμα τον Μακρυγιάννη, ο οποίος, προβάλλοντας λαϊκότροπα τη σταθερή απόφαση της ελευθερίας, θα διακηρύξει πως “αυτείνη την λευτερίαν δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμε εύκολα πίσω εις του αυγού το τζόφλιο”… Σας ευχαριστώ!
Εισήγηση στην Ημερίδα: «1821 ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ» του ΠΕΚΕΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ· ΛΑΜΙΑ, (Τρίτη 23.03.2021). Ο Αντώνης Λ. Σμυρναίος είναι διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει ως Αναπληρωτής Καθηγητής το γνωστικό αντικείμενο «Νεοελληνική Ιστορία – Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης – Διδακτική της Ιστορίας», στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μέσα από το πρίσμα της Φιλοσοφίας της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας της Παιδείας. Είναι Διευθυντής του Εργαστηρίου Εκπαιδευτικής και Τοπικής Ιστορίας του ΠΤΔΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφή