Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
«Θα ήθελα να ήμουν ένας από τους Επτά Κοιμωμένους της Εφέσου. Οι χριστιανοί αυτοί αδελφοί, κατά τη διάρκεια του διωγμού του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251) είχαν φυλακιστεί σε μια σπηλιά, της οποίας εν συνεχεία χτίστηκε το στόμιο. Στις αρχές του 5ου αιώνα, κατά τη βασιλεία ενός εκ των διαδόχων του Δεκίου, του Θεοδοσίου Β΄(408-450), ξύπνησαν για να διαφωτίσουν τον εν λόγω χριστιανό μονάρχη επί ενός σημείου του δόγματος που αφορούσε την έγερση των νεκρών. Φανταστείτε την έκπληξή τους όταν, μπαίνοντας στην πόλη, είδαν το Σταυρό τοποθετημένο πάνω από την κύρια πύλη, άκουσαν ανθρώπους να ορκίζονται ελεύθερα στο όνομα του Χριστού, είδαν να έχει χτιστεί μια εκκλησία, τον χριστιανικό κλήρο να ασχολείται με την επισκευή των τειχών της πόλης, και αντιλήφθηκαν ότι τα ασημένια νομίσματα των παγανιστών αυτοκρατόρων εξέπλησσαν τους ανθρώπους στην αγορά»[1]. Έτσι αρχίζει το βιβλίο του ο Peter Brown για την Ύστερη Αρχαιότητα, όρο που ο ίδιος καθιέρωσε, μελετώντας τον θρησκευτικό πολιτισμό της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[2], μιας εποχής που αργά και σταθερά σηματοδότησε το τέλος του παγανιστικού κοσμοειδώλου της.
Από 1ο π.Χ., αιώνα μέχρι και τα μέσα του 4ου μ.Χ., στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, με κέντρο τη Ρώμη, κυρίαρχος υπήρξε ο ρόλος της ρωμαϊκής θρησκευτικότητας[3], η οποία σε αντίθεση με τη χριστιανική που ήταν υπό απηνή διωγμό, συντηρούνταν χάρη στον κρατικό μηχανισμό. Σύμφωνα με τον Brown, οι πολλαπλές θρησκευτικές αλλαγές που συνέβησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας, «μπορούν να θεωρηθούν ανακατανομή και επανορχήστρωση συστατικών που επί αιώνες προϋπήρχαν στον μεσογειακό χώρο». Για τον εκκλησιαστικό ιστορικό που μελετά αυτήν την περίοδο, η παραπάνω άποψη είναι εξαιρετικά σημαντική, στη θεώρηση τόσο της παγανιστικής[4] όσο και της χριστιανικής μορφής της -ιδιαίτερα της χριστιανικής- όπου ο άνθρωπος αντιμετώπιζε το υπερφυσικό ως ένα σύνολο δοξασιών μέσω των οποίων εκδηλωνόταν η «θεία δύναμη»[5].
Ο Χριστιανισμός έκαμε την εμφάνισή του εντός του γεωγραφικού χώρου της Παλαιστίνης, ταχύτατα όμως ήρθε σε επαφή και με τον κόσμο των εθνικών, γεγονός που δείχνει την προσπάθεια των πρώτων ευσεβών χριστιανών να ξεχωρίζουν την ορθή πίστη από τις ποικίλες αιρέσεις. Υπ’ αυτήν την έννοια η σημερινή έρευνα κατατείνει στην άποψη ότι, στην πρώιμη φάση της η χριστιανική πίστη ήταν ένα «εξελισσόμενο προϊόν της ιστορίας». Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το γεγονός ότι, καθώς ο Χριστιανισμός «αναπτυσσόταν και προόδευε, είχε διαρκώς να αντιμετωπίσει νέες καταστάσεις και προβλήματα». Κορύφωμα αυτών προβλημάτων ήταν ο 3ος αιώνας, αιώνας συγκρούσεων και σχισμάτων «γύρω από την αντιμετώπιση εκείνων που είχαν λιποψυχήσει σε καιρούς διωγμών»[6].
Στον τρόπο που η χριστιανική πίστη αντιμετωπίστηκε από τους εθνικούς, ζήτημα ευρύ και ιδιαίτερα πολύπλοκο, κυρίαρχα θέματα της μεταξύ τους φιλονικίας δεν ήσαν μόνο τα δογματικά αλλά και οι αντιλήψεις για το θείο, με αποτέλεσμα ανάμεσα σε χριστιανούς και εθνικούς να δημιουργηθεί μια «ψυχολογική διαχωριστική γραμμή». Η διαμάχη εμφανίστηκε σε πολλά κοινωνικά και πνευματικά επίπεδα, με ανθρώπους ιδιαίτερα μορφωμένους και καλλιεργημένους, όπως ο Ωριγένης από τη μερίδα των χριστιανών, ο Πορφύριος και ο Κέλσος από τη μερίδα των εθνικών. Σύμφωνα με τον E. R. Dodds, η σχέση χριστιανών και εθνικών πέρασε από τρεις καθοριστικές φάσεις. Στην πρώτη (2ος αιώνας), καμιά μερίδα, ούτε η παγανιστική ούτε η χριστιανική είχαν διαμορφωθεί ως ένα «κλειστό και ομοιογενές σύστημα». Από την πλευρά των εθνικών η ελληνική φιλοσοφία αναζητούσε τη σύνθεση. Την ολοκλήρωσε έναν αιώνα αργότερα ο Πλωτίνος. Από την πλευρά των χριστιανών «η ορθοδοξία δεν χωριζόταν από την αίρεση με σαφή όρια· ήταν εύκολο να γλιστρήσει κάποιος από τη μια στην άλλη, όπως ο Τάκιτος που προσχώρησε από την ορθοδοξία στον βολεντινιανισμό και ο Τερτυλλιανός που πέρασε στο μοντανισμό». Εδώ, σημαντική υπήρξε η συνεισφορά των Απολογητών Πατέρων προς τους μορφωμένους εθνικούς και το άνοιγμα που έκαμαν προς αυτούς, ώστε να γνωρίσουν τη χριστιανική πίστη. Η δεύτερη φάση εκτείνεται από τις αρχές του 3ου αιώνα και φτάνει μέχρι το διωγμό του Δεκίου το 249. Σ’ αυτή κυριαρχεί ο Ωριγένης και το έργο του Κατά Κέλσου. Για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία η περίοδος αυτή ορθά χαρακτηρίστηκε ως εποχή ανασφάλειας και αθλιότητας, ενώ για τον Χριστιανισμό ως εποχή κάποιας ελευθερίας από το καθεστώς των διωγμών και, βέβαια, εποχή κάποιας αριθμητικής ανάπτυξης και εξέλιξης[7]. Αντίθετα η τρίτη φάση ήταν πολύ διαφορετική. Αρχίζει με το Δέκιο[8] και τελειώνει με το μεγάλο διωγμό του Διοκλητιανού το 311[9]. Ο Δέκιος, φανατικός διώκτης των χριστιανών, πίστευε ότι για την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κύρια ευθύνη έφερε η νέα πίστη του Χριστιανισμού. Ο διωγμός των χριστιανών επί Διοκλητιανού εξαπλώθηκε σ’ όλη την αυτοκρατορία, από τις πόλεις της Αρμενίας και Μεσοποταμίας μέχρι τη Λισσαβώνα και από την Αραβία, την Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική μέχρι τα βρετανικά νησιά. Σ’ αυτήν την περίοδο ο Πορφύριος, γύρω στα 270, γράφει το επιθετικότατο βιβλίο του Κατά Χριστιανών και ο Ιεροκλής την πραγματεία με τίτλο Οι εραστές της αλήθειας, όπου εκθειάζεται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ως αντίπαλος του Χριστού. Υπ' αυτές τις συνθήκες ξεκίνησαν οι σκληροί διωγμοί κατά των χριστιανών χωρίς, όμως, να κλονίσουν το σκληρό πυρήνα της νέας πίστης[10]. Η εξάπλωση και εδραίωση του Χριστιανισμού μέσα από αιματηρά μαρτύρια των πρώτων χριστιανών, για ένα διάστημα αρκετά μεγάλο –αυτό καλύπτει περίπου δυόμιση περίπου αιώνων (μέσα 1ου αιώνα – Διάταγμα Μεδιολάνων 313)[11]– δεν ήταν μια αναπότρεπτη και σταδιακή διαδικασία. Θωρείται «αναπάντεχη» και «εντυπωσιακή» η εξάπλωση της Χριστιανικής Εκκλησίας γιατί έγινε υπολογίσιμη δύναμη, κυρίως στις πόλεις της Μεσογείου. Ετούτο έγινε γιατί ο Χριστιανισμός διέφερε ριζικά από τις άλλες ανατολικές λατρείας, μυστηριακού κυρίως χαρακτήρα. Παρόλο που αυτές παρείχαν ειδικές διδασκαλίες για τη σωτηρία των πιστών τους, ποτέ δεν ωφελήθηκαν από τους διωγμούς των χριστιανών, κυρίως σ’ ό,τι αφορά την προσχώρηση πιστών. Η μεγαλύτερη πρόοδος που σημείωσαν οι χριστιανοί ήταν σε περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, θρησκευτικά ρευστές· σε αντίθεση με τις πόλεις της Μ. Ασίας, όπου το χριστιανικό στοιχείο σχεδόν παρέμεινε ανέγγιχτο[12].
Δεν χωρά αμφιβολία πως η θρησκευτική ιστορία της περιόδου των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων, όπως αυτή καταγράφεται στις πηγές, η σύγκρουση παγανισμού και Χριστιανισμού ταυτόχρονα εκδηλωνόταν στο εσωτερικό και των δύο. Γνωρίζουμε ότι, περί τα μέσα του 2ου μ.Χ., αιώνα στο στρατόπεδο των παγανιστών δύο «προφήτες» ο Αλέξανδρος ο «Ψευδομάντης» και ο Μοντανός ο «Ψευδοπροφήτης», προσπάθησαν να καταδείξουν τι ήταν αυτό που έλειπε από το θρησκευτικό περιβάλλον της εποχής τους. Ο Δημήτρης Κυρτάτας υποστηρίζει πως, ενώ ο «κόσμος της αρχαιότητας εισερχόταν στην τελική του φάση, αυτήν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ύστερη, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που επιθυμούσαν να δουν ένα θεό να γεννιέται ή ένα θεό να κατεβαίνει στη γη, όπως ακριβώς είχαν δει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, οι πρόγονοί τους». Στο αντίπαλο στρατόπεδο, του Χριστιανισμού, η «εσωτερική κρίση» ήταν πιο ορατή. Ενώ ο Μοντανός με τις προφητείες γοήτευε το ποίμνιό του, τα μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων, χάρη στο απαράμιλλο σθένος των ηγετών τους, ανήκαν σε «καλά οργανωμένες θρησκευτικές ομάδες της αυτοκρατορίας. Διέθεταν ένα συγκροτημένο ιερατείο με ισχυρούς επισκόπους σε κάθε πόλη, και ένα δίκτυο επαφών που επεκτεινόταν σε ολόκληρη της Μεσόγειο». Κι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαν «ένα σαφώς προσδιορισμένο και κλειστό κανόνα ιερών γραφών»[13]. Η εξέγερση που ακολούθησε εναντίον των μοντανιστών από τους ηγέτες των χριστιανών, έγινε όχι γιατί είχε τεθεί σε αμφισβήτηση η διδασκαλία της Χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά η δομή και η οργάνωσή της.
[1] PETΕΡ ΒΡΟWΝ. (2001). Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, μτφρ. Θεοδόσης Νικολαΐδης. Αθήνα: Εστία, σ. 21.
[2] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (2003). Κατακτώντας την Αρχαιότητα. Ιστοριογραφικές διαδρομές. Αθήνα: Πόλις, σσ. 189-202.
[3] M. L. CLARKE. (2004). Το ρωμαϊκό πνεύμα. Ιστορία της ρωμαϊκής σκέψης από τον Κικέρωνα ως τον Μάρκο Αυρήλιο, μτφρ. Πολυξένη Δημητριάδου – Λεωνίδας Τρομάρας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σσ. 139-154. PETER GARNSEY & RICHARD SALLER. (1999). Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός, μτφρ. Β. Αναστασιάδης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 227-246.
[4] Η νεότερη ιστορική έρευνα θεωρεί πως η χρήση του όρου παγανισμός, σ’ ό,τι αφορά τη θρησκευτικότητα της Ύστερης Αρχαιότητας δεν είναι δόκιμη. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται είναι δύο. Πρώτον, ο παγανισμός εάν δεν ήταν τόσο θρησκεία με όλες τις πρακτικές που συνθέτουν ένα θρησκευτικό φαινόμενο, τότε υπάρχει ο κίνδυνος θεώρησής του ως μιας παραπλανητικής και μονολιθικής εικόνας της ειδωλολατρίας. Και δεύτερον, επειδή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους ίδιους τους χριστιανούς, η λατινική λέξη paganus, που σημαίνει χωρικός και πολίτης, ενίσχυσε την αντίληψη γιατί η ειδωλολατρία ήταν ιδιαιτέρως ισχυρή στην ύπαιθρο, σε αντίθεση με τις πόλεις όπου ο Χριστιανισμός είχε μεγαλύτερη απήχηση. Ως εναλλακτικός όρος προτείνεται ο πολυθεϊσμός, όρος που καλύπτει τις παραπάνω ενστάσεις. Βλ. Α. ΝΤΑΓΚ ΛΗ. (2000). Παγανιστές και Χριστιανοί στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα ανθολόγιο πηγών, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου. Αθήνα: Ενάλιος, σσ. 47-48.
[5] PETΕΡ ΒΡΟWΝ. (2001). Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, σσ. 29 κ.ε.
[6] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (1992). Επίκρισις. Η κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα, Αθήνα: Εστία, σσ. 159-160.
[7] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κόμμοδου (180-192), ενός κακού αυτοκράτορα, του οποίου η στάση έναντι των χριστιανών εικάζεται ότι ήταν εξαιρετικά ήπια. Σ’ αυτό τον επηρέαζε η ευνοούμενη παλλακίδα Μαρκία που ήταν χριστιανή. Την πληροφορία διασώζει ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (1999). «Η παλλακίδα, η τροφός και η βασιλομήτωρ», στο: Απόκρυφες ιστορίες. Μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων χριστιανών. Αθήνα: Άγρα, σσ.129-138.
[8] Σημαντικά είναι εδώ όσα γράφει ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΛΑΒΙΝΑΣ. (1992). Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην προκωνσταντίνεια εποχή. Κατερίνη: Τέρτιος, σσ. 161-181.
[9] Αυτόθι, σσ. 213-234.
[10] Και τις τρείς φάσεις αναλύει ο E. R. Dodds. (1995). Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, μτφρ. Κώστας Αντύπας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σσ. 161-211. Για τη νεωτερική προσέγγιση στο χριστιανικό φαινόμενο που κάμει ο Dodds αξίζει κανείς να λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ι. ΖΙΑΚΑ. (2005). Αυτοείδωλον εγενόμην… Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας. Ειδική εισαγωγή. Αθήνα: Αρμός, σσ. 120 κ.ε. Για την περίοδο των διωγμών σημαντικό είναι και το βιβλίο του C. E. M. DE STE. CROIX. (2005). Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, μτφρ. Ιωάννα Κράλλη, επιλογή κειμένων – επιμέλεια – πρόλογος Δημήτρης Ι. Κυρτάτα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Μολονότι το εν λόγω βιβλίο σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της δουλείας δέχθηκε σφοδρότατες επικρίσεις, πιστεύω πως παραμένει έργο αναφοράς. Θεώρησή του βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (2003). Κατακτώντας την Αρχαιότητα, σσ. 169-187.
[11] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ. (2008). Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η πρώτη χιλιετία, τ. Α΄. Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 53-56.
[12] PETER BROWN. (1998). Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 71.
[13] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ, (επιμέλεια). (2001). Λουκιανός: Αλέξανδρος ή ο Ψευδομάντης. Μοντανός ο Ψευδοπροφήτης, εισαγωγή Δ. Ι. Κυρτάτας – P. E. Dauzat. Αθήνα: Άγρα, σσ. 39-40.
Πρώτη δημοσίευση στο: https://blogs.sch.gr/akalamatas/2017/08/04/me-aformi-ti-giorti-ton-agion-epta-paid/. Εδώ, αναδημοσιεύεται με δύο βιβλιογραφικές προσθήκες: την κριτική που ασκεί ο Θεόδωρος Ι. Ζιάκας στον E. R. Dodds, και όσα για την εποχή των πρώτων χριστιανικών χρόνων γράφει ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας στο νέο βιβλίο του: Η οδός και τα πρώτα βήματα των πρώτων χριστιανών. Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Αθήνα 2020.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια το ζήτημα της σχέσης του Χριστιανισμού με τον αρχαίο κόσμο, ζήτημα πολύπλοκο και με ζωηρές, κατά καιρούς, συζητήσεις θεωρώ απαραίτητο να παραπέμψω στη θέση του καλού συναδέλφου Θανάση Ν. Παπαθανασίου: κατά την εποχή της Ύστερης Αρχαιότητας μεταξύ αρχαίου και χριστιανικού κόσμου υπήρξε «συνέχεια», «υπό την έννοια ότι η επικράτηση του χριστιανισμού στην κοινωνία ούτε από τη μια μεριά στην άλλη έγινε, ούτε με αυτόματη μεταβολή των κοινωνικών "γλωσσαρίων"». Στην περίπτωση μετατροπής παγανιστικών ιερών τόπων σε χριστιανικούς, ως ιστορικό γεγονός, κατά τον Θ. Ν. Παπαθανασίου δικαιολογείται σαν ένα είδος "διαδοχής θεών"», με κύριο στόχο την πίστη στον «αληθή Θεό». Βλ. ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, «(Αυτο)Κριτική ερμηνεία της καταστροφής παγανιστικών ιερών από χριστιανούς», Σύναξη, τχ. 69 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1999) 54-56.