Του ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
«Τὸ μὲν ἐπιτιμᾷν οὐ μέγα· ῥᾷστον γὰρ, καὶ τοῦ βουλομένου παντός.
Τὸ δὲ ἀντεισάγειν τὴν ἑαυτοῦ γνώμην, ἀνδρὸς εὐσεβοῦς καὶ νοῦν ἔχοντος».
«Το να επιπλήττουμε δεν είναι σπουδαίο πράγμα. Είναι πανεύκολο
και μπορεί να το κάνει όποιος θέλει. Αλλά το να αντιπαραθέτει κάποιος την άποψή του, είναι χαρακτηριστικό ανθρώπου και ευσεβούς και μυαλωμένου».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος κθ’.
Λόγος θεολογικός τρίτος περί Υιού, PG 36, 73Α.
Εδώ και χρόνια το τελείωμα κάθε καλοκαιριού μού επισφραγίζει και μία διάψευση. Κάθε χρόνο περνά το καλοκαίρι δίχως να ʼχω μπορέσει να βρω τον χρόνο που περίμενα ώστε να μαζέψω, να ανοίξω, να ξαναδώ, να τακτοποιήσω το αρχείο μου. Υλικό δεκαετιών πλέον, και πολύ ποικίλων διαδρομών, το οποίο αυγαταίνει κι από πάνω, αφού τα τρεχάματα δεν καταλαγιάζουν…
Προσπάθησα να ανασκαλέψω κάπως το αρχείο μου όταν –λίγο πριν ξεψυχήσει ο Αύγουστος– ήρθε η είδηση θανάτου του εκ των δασκάλων της γενιάς μας Χρήστου Γιανναρά. Ανασκαλεύοντας, προσπάθησα να ψαχουλέψω το δέος που ξαναχτυπά την πόρτα, καθώς μαζεύονται δεκαετίες στην καμπούρα μας, οι απώλειες από ψιχάλα γίνονται πια βροχή και καταλαβαίνεις ότι μιλώντας για τον εκλιπόντα ή την εκλιπούσα στοχάζεσαι όχι μόνο τη δική τους διαδρομή, αλλά και τη δική σου – αφού η ύπαρξή τους και η παρουσία τους συν-έθεσε τους βηματισμούς σου. Η εκδημία του Χρήστου Γιανναρά εύλογα συσχετίστηκε με αυτήν του άλλου μεγάλου, Ιωάννη Ζηζιούλα, ενάμιση χρόνο νωρίτερα (2 Φεβρουαρίου 2023). Στη δική μου αίσθηση σχετίζεται και με άλλες δύο αναχωρήσεις: της Καίτης Χιωτέλλη πριν τέσσερα ολόκληρα χρόνια (30 Ιουνίου 2020) και του Γιάννη Παπαδόπουλου μόλις πριν δυο μήνες (29 Ιουνίου φέτος). Είναι δυο άνθρωποι άλλου διαμετρήματος, που συνδέονταν με τον Γιανναρά προσωπικά, με το εγχείρημα της θεολογίας του ’60 αλλά και με τους ποικίλους δρόμους των κατοπινών δεκαετιών. Ιδίως η σχέση μου με τον Γιάννη Παπαδόπουλο (μεταφραστή του Φλωρόφσκυ το 1972[1], μέλος της συντακτικής επιτροπής της Σύναξης από το 1995 και συνομιλητή του Γιανναρά) εμπλούτιζε την σχετική πληροφόρηση και όξυνε τα κριτήρια – κριτικά και αυτοκριτικά.
Δίχως λοιπόν να έχω κατορθώσει να μπω όσο ήθελα στο αρχείο μου, ανασύρω κάποια πράγματα για τον Χρήστο Γιανναρά, κι ελπίζω σε περισσότερα κάποια άλλη στιγμή. Τώρα που έκλεισε το επίγειο ταξίδι του, χρειαζόμαστε ανασκούμπωμα για ήρεμη, γερή και ειλικρινή δουλειά πάνω σε όσα έχει καταθέσει, αλλά και πάνω σε όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν[2].
Καθώς στα βιβλία που αγοράζω σημειώνω ημερομηνία απόκτησης (και στη συνέχεια πολλά και διάφορα άλλα), βλέπω ότι το πρώτο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά που διάβασα ήταν το Ορθοδοξία και Δύση: Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, στην πρώτη του έκδοση, των 174 σελίδων[3]. Το είχα αγοράσει από τον «Γρηγόρη» στις 20 Φεβρουαρίου 1979. Ήμουν 19,5 ετών και φοιτητής Νομικής. Ακολούθησαν τα άλλα του. Βλέπω τώρα μάλιστα (από τις σημειώσεις μου πάνω τους) ότι κάποια τα αγόρασα από την πώληση θεολογικών βιβλίων που οργανώναμε κάθε τόσο στην ενορία του Αγίου Δημητρίου Βύρωνα μια νεανική παρέα, με την οποία είχαμε αναλάβει τα κατηχητικά. Φέρναμε δηλαδή στους ενορίτες βιβλία των συγγραφέων που τότε –στη δεκαετία του 1980– ταρακουνούσαν ελπιδοφόρα και πάσχιζαν να αφαιρέσουν λέπια από τα μάτια. Βλέπω, για παράδειγμα, ότι από εκεί είχα πάρει το Τίμιοι με την Ορθοδοξία[4] το 1981 και τις Κριτικές Παρεμβάσεις[5] το 1983. Ας παρεμβάλω εδώ ότι το 1979 ήταν η χρονιά γνωριμίας μου και με τη σκέψη του Παναγιώτη Νέλλα. Τότε εκδόθηκε το Ζώον Θεούμενόν του, λίγο μετά γνωρίστηκα με τον ίδιο.
[1] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού. Μία ορθόδοξος ερμηνεία της Εκκλησίας, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1972 [μερική επανέκδοση, στη δημοτική, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999].
[2] Έγραψα στο facebook δύο μέρες μετά την κοίμησή του: «Πολλά πολλών ετών, πολλές συναντήσεις, πολλές αναμετρήσεις, πολλές συμφωνίες και πολλές διαφωνίες, και σεβαστικά και παρρησιασμένα, όλα με νόημα, όλα ως στοίχημα για μαθητεία στα πολύτιμα που μας ξεπερνούν όλους, έχουν φορτωθεί στον νου και στην καρδιά μου από το απόγευμα της 24ης, που έφυγε ο Χρήστος Γιανναράς. Πολλά. Από τα τέλη της δεκαετίας του ʼ70 μέχρι τούτες τις μέρες. Μα δεν το μπόρεσα να βάλω πενιά πριν γίνει ή έστω πριν ανακοινωθεί η κηδεία του[2]. Απομένει δουλειά να γίνει, ή μάλλον να συνεχιστεί… Τι πράμα είναι τούτο το καλοκαίρι, ή μάλλον η τελευταία μιάμιση χρονιά… Φιλοσόφησης αφορμές. Οι κρίσεις που έχουμε επί χρόνια διατυπώσει, φτάνουν μπροστά σε έναν μυστήριο επίλογο, που οι ναρκισσιστές θαρρούν πως αφορά μόνο τους άλλους: την Κρίση. Είτε δηλώνεις ένθεος είτε δηλώνεις άθεος, Κρίση σημαίνει το να λογάς πως δεν είσαι ο αφέντης της τελείας».
[3] Εκδ. Αθηνά (σειρά «Σύνορο»), Αθήνα 1972.
[4] Εκδ. Αστήρ, Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1968.
[5] Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983.
Η συνέχεια του άρθρου εδώ: Φρέαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου