Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Σεπτέμβρης μιας άλλης εποχής...

Ο Τρυγητής

Ο μήνας των σταφυλιών, του μούστου και των κρασιών. Αυτός όμως έχει τʼ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη. Κατά τη λαϊκή παράδοση, τη χάρη την έχει ο Φλεβάρης, ο οποίος μάλιστα χάρη σʼ αυτή τη... χάρη του κατάντησε κουτσοφλέβαρος.
Κάποτε, λέει, ο Τρυγητής μάζεψε από τα καλύτερα σταφύλια της σοδειάς ‒μοσχάτα, κέρινα, ροδίτες‒ κι έφτιασε ένα βαρέλι κρασί θαύμα. Το πρόσφερε δώρο σʼ όλα τʼ αδέρφια του ‒τα δώδεκα παιδιά του χρόνου‒ για να το πιούνε όλοι μαζί στην υγειά του. Ο Φλεβάρης ήτανε πονηρότερος απʼ όλα τʼ αδέρφια και πρότεινε, επειδή το βαρέλι ήτανε «κοινό και αδιαίρετο», να το μοιράσουνε. Επειδή όμως δεν είχανε δώδεκα βαρελάκια που χρειάζονταν για το σκοπό αυτό, τους είπε να βάλουνε στην ξύλινη πρόσοψη του βαρελιού ισάριθμες κάνουλες. Ο καθένας τη δική του. «Εγώ τη δική μου θα τη βάλω κάτω κάτω, στον πάτο του βαρελιού, γιατί μʼ αυτούς τους χρόνιους ρευματισμούς που έχω ‒στη δική μου θητεία είναι όλες οι υγρασίες κι οι νοτιάδες‒ δεν μπορώ να σκαρφαλώνω ψηλά να ρουφάω ...».
Το ʼχαψαν το κόλπο οι έντεκα μπουνταλάδες κι έμπηξαν δώδεκα κάνουλες στο βαρέλι. Ο καθένας είχε το κλειδί της δικής του κάνουλας κι όταν γούσταρε θα την άνοιγε για νʼ απολάψει το ξανθό νέκταρ. Ο Φλεβάρης όμως, προτού ακόμα οι άλλοι δοκιμάσουν την κάνουλά τους, πήγε κρυφά και με την κάνουλά του που ήτανε στον πάτο του βαρελιού το άδειασε.
Όταν πήγαν αργότερα τʼ αδέρφια του, τον βρήκαν φέσι στο μεθύσι. Δοκιμάζουν τις κάνουλες και τις βρίσκουνε ξηρές. Τότε κατάλαβαν οι κουτεντέδες το ρεζιλίκι που πάθανε από τον παμπόνηρο αδερφό τους. Ούτε μια σταλιά δεν έμεινε για το δωρητή τον Τρυγητή που το ʼφτιασε με τόσες φροντίδες. Αγανακτισμένοι απʼ αυτό το ανεπάντεχο χνέρι ρίχνονται καταπάνου του φαρσέρ και τον ρέψανε στο ξύλο. Του σπάσανε με τα ρόπαλα και το ʼνα του ποδάρι.
Από τότε κουτσάθηκε και τον βγάλανε Κουτσοφλέβαρο. Θυμάται δε πάντοτε ο φουκαράς αυτό το ξύλο και βάζει τα κλάματα. Γιʼ αυτό οι πιο πολλές μέρες του είναι βροχερές. Από τα πολλά τα κλάματα.
Έτσι την έπαθε ο απονήρευτος τρυγητής με το ωραίο του κρασάκι, που έφτιανε από τα εκλεκτότερα σταφυλάκια του. Από τη συγκομιδή των σταφυλιών ο λαός μας τον ονόμασε Τρυγητή. Γενικεύεται τώρα ο τρύγος κι ετοιμάζονται οι καινούργιοι μούστοι. Το ερυθρωπό νέκταρ είναι η μεγάλη προσδοκία παραγωγών και καταναλωτών.
Με όση ευκολία το παρήγαγε κάποτε ο Ναζωραίος στο γάμο του μικρού χωριού της Παλαιστίνης, της Κανά, με τόσα βάσανα και αγωνίες φθάνει κάθε χρόνο την εποχή αυτή στις κάδες και τα βαρέλια των κρασοπούλων. Αλλά τα βάσανα δεν έχουν ακόμα τελειώσει. Φροντίδες άγρυπνες για το καλό πλύσιμο και το προσεκτικό καθάρισμα των βαρελιών. Ο χημικός θα δώσει τα σκονάκια του για τη συντήρηση του μούστου. Ευαίσθητο υγρό, υπόκειται σε χίλιους κινδύνους, όχι μόνο στα χέρια ή μάλλον στις κάδες των αμπελουργών, αλλά και του ταβερνιάρη.
Έσκασε από το κακό του ‒λέει μια λαϊκή παράδοση‒ ένας αμπελουργός που του ξίνισε το κρασί και το ξεπούλησε τζάμπα, για ξίδι, τρεις παράδες την οκά. Από τότε γυρίζει μεταμορφωμένος σʼ ένα τοσοδούλικο πράσινο πουλάκι (ο κρασοπούλος) στα ρουμάνια και τους κάμπους και διαλαλάει τον καημό του ασίγαστα:
Τρεις ‒ τρεις ‒ τρεις, τρεις παράδες το κρασί!
Ας χαρούμε όμως σήμερα το μεγάλο γιορταστικό γλέντι των αμπελοχωριών. Την απόλαυση του φρέσκου μούστου σʼ ένα σωρό είδη εγχώριας ζαχαροπλαστικής. Σύντομη είναι η ζωή του γλυκού μούστου. Γρήγορα το σταφυλοζάχαρο ζυμώνεται σε οινόπνευμα. Στη σύντομη όμως ζωή του οι αμπελουργοί προφταίνουν να φτιάσουν τις μουσταλευριές τους, τα μουστοκάρυδα (σουτζούκια) και τα ριτζέλια τους. Ύστερα ο μπρούσκος μούστος θα διοχετευθεί στις τεράστιες γαστέρες των βαρελιών. Αυτές που βλέπομε την εποχή αυτή σε παράταξη για καθάρισμα στις παραλίες.
Αγναντεύουν, όπως έγραφε παλιός δημοσιογράφος, χωρίς φθόνο το μακρινό πέλαγος, γιατί ξέρουν πως σε λίγο θα κλείσουν μέσα τους φουρτούνες και τρικυμίες που δε γνώρισε κανένας ωκεανός.
Ο Τρυγητής είναι ακόμη ο μήνας του απόδημου φτερωτού κόσμου.
«Του Σωτήρος τα λελέκια, του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) τα χελιδόνια...», λέει ένα λαϊκό ρητό. Αυτόν τον μήνα φεύγουν τα χελιδόνια και τʼ άλλα αποδημητικά πουλιά μας για τα υπερπόντια ταξίδια τους.
Τον ίδιο μήνα γυρίζουν από τα ορεινά χωριά οι παραθεριστάδες των αστικών μας κέντρων. Προχτές κιόλας παρακολούθησα τη σκηνή του γυρισμού. Καμιά δεκαριά οικογένειες μάζεψαν τα μπαγάζια τους και τα φόρτωναν σε δυο φορτηγά αυτοκίνητα. Τα μικρά παιδιά τους ‒γιʼ αυτά κυρίως γίνεται ο παραθερισμός‒ σκαρφάλωσαν με χαρούμενες φωνές ανάμεσα στους μπόγους. Οι ντόπιοι συνομήλικοι τούς αποχαιρετάνε με υγρά μάτια. Αλλά και οι γυναίκες του χωριού δακρύζουν. «Σας μάθαμε τόσο όλο το καλοκαίρι και τώρα μας φαίνεται πως ρημάζει το χωριό μας...». Στην υγρασία των ματιών προσθέτει ο συννεφιασμένος ουρανός τα δικά του δάκρυα. Είναι τα χινοπωριάτικα πρωτοβρόχια.

Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς, Ιστορίες του χωριού, Αθήναι, σσ. 96 - 98. [Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].


Τρύγος. Ξυλογραφία του Α. Τάσσου με θέμα το άπλωμα της σταφίδας στο αλώνι. (1953. 41,5Χ5,60 εκ. [στο: Α. Τάσσος. Χαρακτική 1922-1985, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1988].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου