Του ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ
Όταν τις πρώτες ημέρες της μεταπολίτευσης άκουσα τους συμπολίτες μας να μιλάνε, με πολύ τρυφερότητα και στοργή για «τα παιδιά του Πολυτεχνείου», κάτι αντέδρασε με σφοδρότητα μέσα μου. Αργότερα κατάλαβα πως μ’ αυτή την φράση είχε αρχίσει η αποδόμηση της εξέγερσης της 17ης Νοεμβρίου του 1973. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην αντιδικτατορική πάλη από το 1972 μέχρι το 1974, φοιτητές των πανεπιστημίων της χώρας, δεν ήταν παιδιά. Είχαν ωριμάσει και μάλιστα απότομα αντιμετωπίζοντας την χούντα των συνταγματαρχών, τις σκληρές διώξεις, τους φόβους αλλά και έχοντας αποκτήσει μια πολύτιμη αίσθηση τιμής για το βάρος που είχαν σηκώσει. Αίσθηση που θα διαπερνούσε το υπόλοιπο της ζωής τους.
Το Πολυτεχνείο αποτελεί σταθμό στην μεταπολεμική μας πολιτική ιστορία. Ήδη η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο προετοιμαζόταν, έλειπε η αφορμή και η χούντα έδινε εγγυήσεις υποχωρήσεων. Τέλη του 1967 ο Παπαδόπουλος απέσυρε την Μεραρχία του Ελληνικού στρατού από την μεγαλόνησο που είχε στείλει ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964. Υπήρξαν απλοί άνθρωποι που είχαν καταλάβει και προβλέψει τις θλιβερές εξελίξεις, και που δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν με το πραξικόπημα των χουντικών στην Κύπρο τον Ιούλιο του ’74, την εισβολή των Τούρκων και την κατοχή μέρους του νησιού. Ακόμη συλλογίζομαι γείτονά μου κάποιας ηλικίας, που πολύ νωρίς μου είχε πει: Αυτοί παιδί μου (οι χουντικοί) δεν θα τσακιστούν να φύγουν παρά μόνο αφού ξεπουλήσουν την Κύπρο. Η χούντα των συνταγματαρχών παρέπαιε, η προδοσία καιροφυλακτούσε. Έμενε το τελευταίο κακό· το ξεπούλημα. Κι από κοντά η συντήρηση του εμφυλιοπολεμικού κλίματος που αποτελούσε γνώμονα και καθοδηγητικό πνεύμα των επίορκων τεράτων της 21ης Απριλίου.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Δυναμική και αποφασιστική, που έθετε καθαρό στόχο την πτώση της χούντας και την επαναφορά της Δημοκρατίας, χωρίς βέβαια τις ατασθαλίες που έδιναν κι έπαιρναν προδικτατορικά (εμφυλιοπολεμικό κλίμα, διώξεις αριστερών, βασιλικές παρεμβάσεις, παραβιάσεις του συντάγματος, κ.λπ). Και η απόφαση για το συγκεκριμένο πρόταγμα ήταν αποτέλεσμα πολιτικής σωφροσύνης και μέτρου. Αίσθηση μέτρου πολύ σπάνιου στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Ήταν απόφαση που υπερίσχυσε άλλων ακραίων προτάσεων. Είχε πέσει ακόμα και το σύνθημα για «Λαοκρατία» που αν μη τι άλλο θα απογύμνωνε την κατάληψη, ενώ κατά την διάρκειά της έπρεπε να αντιμετωπιστεί η πρόταση της ΚΝΕ και του Ρήγα για εγκατάλειψη του χώρου, διασκορπισμό των φοιτητών στους γύρω δρόμους και μικρές διαδηλώσεις στις Αθηναϊκές γειτονιές. Ευτυχώς η πολιτική απόφαση, όπως αυτή ξεπήδησε από τις συνελεύσεις των σχολών και επιβεβαιώθηκε από τον ραδιοσταθμό και την συντονιστική επιτροπή του Πολυτεχνείου, με την ορθότητά της –πτώση της χούντας και δημοκρατικές εκλογές– έδωσε διάρκεια στην κατάληψη και έφερε την συμπαράσταση χιλιάδων πολιτών που ήδη το απόγευμα της 16ης είχαν συγκεντρωθεί κατά χιλιάδες στους γύρω δρόμους.
Μέχρι σήμερα, εδώ και πενήντα χρόνια το Πολυτεχνείο έχει διαβληθεί, συκοφαντηθεί και υπονομευθεί με πολλούς τρόπους. Οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονται από πολιτικά κέντρα που δεν αντέχουν το βασικό γνώρισμα της εξέγερσης. Η εξέγερση ήταν αυτόνομη και ακαθοδήγητη. Κανένα κόμμα ή πολιτικός οργανισμός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οργάνωσε, σχεδίασε και καθοδήγησε την εξέγερση. Ή έστω κάτι από αυτά. Σίγουρα υπήρξαν μικρές ομάδες που έπαιξαν θετικό ρόλο. Μα ακόμη και χωρίς αυτές τα πράγματα θα είχαν την ίδια εξέλιξη. Έτσι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξέγερσης του Νοέμβρη του ’73 αποτελεί η απουσία καθοδηγητικού κέντρου, ενώ γίνεται σαφές πως η δύναμη και η αποφασιστικότητα ξεπετάγονταν από τους φοιτητές και τις συνελεύσεις των φοιτητών, οι οποίοι στον ένα χρόνο του αντιδικτατορικού αγώνα είχαν ενσωματώσει σημαντική πολιτική εμπειρία. Ένας τόσο καθαρός αγώνας δεν μπορούσε να γίνει ανεκτός από όλους εκείνους που είχαν σταθερή πολιτική πρόθεση να ελέγχουν τα πράγματα. Κόμματα και οργανώσεις, που μόλις είχαν προσπαθήσει, έστω κάτω από τις συνθήκες της χουντικής βίας και εν μέσω παρανομίας, να προβάλουν πρόσωπο, είχαν μείνει πολύ πίσω.
Η πρώτη αναταραχή, καλύτερα η πρώτη αθλιότητα, ήρθε όταν στην Πανσπουδαστική, Νο 8, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 1974, αντιστασιακό έντυπο της Αντι-ΕΦΕΕ, που ήταν μετωπική οργάνωση της ΚΝΕ, γράφτηκε ότι έγινε «Προσχεδιασμένη εισβολή στον χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη 14 του Νοέμβρη 350 περίπου πρακτόρων της ΚΥΠ, σύμφωνα με προβοκατόρικο σχέδιο»… Ήταν κι αυτός ένας τρόπος υπονόμευσης της εξέγερσης. Θυμάμαι και σκέφτομαι όλα αυτά όταν αργότερα κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης και επί σειρά ετών σε κάθε επέτειο οι δρόμοι περί το Πολυτεχνείο γέμιζαν σημαίες της συγκεκριμένης οργάνωσης, σημάδι πως και η εξέγερση ήταν εντελώς δική της. Έτσι το είχαν προβάλλει αυτοδιαφημιζόμενοι. Σκέφτομαι ακόμα τις επετειακές εκδηλώσεις που με τον καθιερωμένο και πανηγυρικό τους τρόπο αποτελούσαν προσβολή στην ανιδιοτελή αγωνιστικότητα νέων ανθρώπων εκείνης της περιόδου, οι οποίοι όλο και περισσότερο απουσίαζαν πλέον από την καθοδηγούμενη εορταστική παλαβομάρα. Σκέφτομαι την φράση που με είχε ενοχλήσει τις πρώτες ημέρες της μεταπολίτευσης: «τα παιδιά του Πολυτεχνείου» που μπορεί και να σήμαινε κάτι σαν: «καλά παίξατε τώρα θα αναλάβουμε τον σοβαρό αγώνα εμείς οι έμπειροι κομματικοί και κομματάρχες».
Και οδηγηθήκαμε στην θλίψη της μεταπολίτευσης, της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Με την αριστερά, ξύλινη –τι ξύλινη; κούτσουρο!– ή της πλάκας (γράφω ενώ μαίνεται η Kεντρική Επιτροπή Κασσελάκη). Στέκομαι ακόμη πιο πολύ σε κάποιες σκόρπιες μα τελικά πολύ συγκροτημένες κουβέντες των τελευταίων χρόνων. Επί μνημονίων έπαιρναν και έδιναν. «Η Γενιά του Πολυτεχνείου έφαγε, ρήμαξε, για αυτό και εμείς οι νεότεροι δεν βρίσκουμε τίποτα, ούτε δουλειά, ούτε θέσεις. Τίποτα». Για ποια γενιά μιλάνε. Δεν υπήρξε γενιά Πολυτεχνείου. Κάθε αγώνας μόνον Αρετή και Τόλμη θέλει. Και αυτό μόνο είχαν οι νέοι και οι νέες του ’73. Δεν υπήρξε γενιά παρά πρόσωπα αδερφών και όλοι που είχαν γίνει ένας. Και αγώνας και τρόμος και κίνδυνοι μεγάλοι. Κι ο Τάδε που τον πέταξαν στην απομόνωση με ένα στρώμα που είχε παλιά ξεραμένα αίματα επάνω του. Κι ο φίλος μας ο Βασίλης κι αυτός στην απομόνωση μ’ ένα δάχτυλο νερό στο πάτωμα. Κι άλλοι πολλοί, χειρότερα, πολύ χειρότερα. Τέρμα, δεν ήταν γενιά και δεν είναι εύκολη η κατηγοριοποίηση αυτών των ανθρώπων. Γιατί οι στιγμές που έζησαν ήταν μοναδικές· κι αυτούς όλους φτάνει που τους ξέρει η ιστορία, που οι ίδιοι της έστρωσαν τον δρόμο.
«Η γενιά του Πολυτεχνείου, λοιπόν έφαγε και ρήμαξε και δεν μας άφησε τίποτα»… Θα ήθελα να καταλάβω καλύτερα την φράση τους. Την άκουσα από πολύ νεότερούς μου και με ξένισε. Ναι, ζούμε πια σε μια Ελλάδα που δεν αντέχει τον αγώνα, κουράστηκε να αγωνίζεται, σιχάθηκε τον αγώνα. Άφησε την μισή Κύπρο σε κατοχή και βολεύτηκε στην ευμάρεια. Ποια ευμάρεια τέλος πάντων; Κι οι νέοι και οι νέες εκείνης της εποχής που έβαλαν στη νιότη τους την απόφαση της εξέγερσης στέκονται σήμερα απέναντι. Αφού κατάλαβαν το φιάσκο της μεταπολίτευσης από τις πρώτες του στιγμές, αυτοεξορίστηκαν στον ίδιο τους τον τόπο. Ενώ η σημερινή Ελλάδα δεν θέλει ούτε να τους ξέρει, ούτε να θυμάται τις καλές της στιγμές. Φτωχή μου και δύσμοιρη πατρίδα.
ΠΗΓΗ:ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου