Του ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Στις μέρες μας (εδώ και 10-15 χρόνια) εκδηλώνεται στη χώρα μας μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Ιεραποστολή. Την αναζωπύρωση αυτή εντούτοις χρειάζεται να την ακτινογραφήσουμε, διότι σε αυτήν εγγράφονται τάσεις και αντιφάσεις που χρειάζεται να τις λογαριάσουμε.
Από τη μια είναι υπέροχο το ότι αυξήθηκαν στον θεολογικό χώρο πυρήνες και άνθρωποι οι οποίοι κοπιάζουν για το αντικείμενο της Ιεραποστολής, για την έρευνα και για την διδασκαλία του (κάμποσοι από τους ανθρώπους αυτούς βρίσκονται εδώ σήμερα, και αυτό είναι χαρά μεγάλη).
Από την άλλη όμως, στον ευρύτερο εκκλησιαστικό και κοινωνικό χώρο, υπάρχει μια αναζωπύρωση που χαρακτηρίζεται από υποχώρηση της στοχαστικής ματιάς. Ενισχύεται ο ελληνοκεντρισμός και ο πατερναλισμός, μέχρι και κάποιες «ιεραποστολικές» συμπεριφορές σε χώρες του Παγκόσμιου Νότου, συμπεριφορές οι οποίες στην πραγματικότητα εξευτελίζουν τους ιθαγενείς – όχι με κάποιον γκροτέσκο ρατσιστικό λόγο (τέτοιος λόγος δεν εμφανίζεται πλέον), αλλά μέσω κεφαλοκλειδωμάτων τα οποία γίνονται με αγκαλιές και ευεργεσίες. Αυτού του είδους η αναζωπύρωση τρέφεται από τα ξυλοκέρατα θριαμβολογικών αφηγήσεων, από έκσταση για εξάπλωση του βυζαντινισμού και συχνά… από καπατσοσύνη για χρηματικές ροές. Και πώς δένουν όλα αυτά; Με ομερτά απέναντι σε ανοιχτά θεολογικά ερωτήματα και σε χρόνια ζητήματα. Πώς λέμε, στρίβειν δια του αρραβώνος…;
Θα αναφέρω ενδεικτικά τέσσερα πεδία όπου χρειαζόμαστε μελέτες και κόπους. Τα πεδία αυτά αφορούν την συνάντησή μας με ολότελα άλλους πολιτισμούς, αλλά (τηρουμένων των αναλογιών) αφορούν και την συνάντηση του θεολόγου με τους εφήβους στην ελλαδική πραγματικότητα, όπου πλέον οι νεότερες γενιές βιώνουν εν πολλοίς διαφορετική πολιτισμική πραγματικότητα από προηγούμενες γενιές και από όσα έχουν αποκρυσταλλωθεί ως μορφές στην εκκλησιαστική γλώσσα και τις δομές. Χρειαζόμαστε λοιπόν μελέτες και κόπους:
- για την λειτουργική ζωή των νεόφυτων, συνυφασμένη με τα πολιτισμικά και γεωγραφικά τους δεδομένα,
- για το μπόλιασμα της εκκλησιαστικής τέχνης με την προίκα των άλλων πολιτισμών,
- για την διατύπωση της παραδεδομένης πίστης (του δόγματος) και με τα εννοιολογικά εργαλεία άλλων πολιτισμών, οι οποίοι δεν σκέφτονται με οντολογικές έννοιες («ουσία», «υπόσταση», «πρόσωπο», όπως εμείς – και γενικά όπως η δυτική σκέψη και το Ισλάμ), αλλά σκέφτονται με εικόνες και παραστάσεις. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τον πελώριο κινέζικο πολιτισμό.
- για το τι κομίζει όχι μόνο ο ιεραπόστολος στον άλλον λαό, αλλά και αυτός ο άλλος λαός στην οικουμενική Εκκλησία. Πώς δηλαδή αυτός που δέχεται τον ευαγγελισμό δεν είναι άδειο δοχείο για γέμισμα, αλλά ήδη διαθέτει δικό του πλούτο, ο οποίος θα εμπλουτίσει και μας, αν υποψιαστούμε ότι οι ιθαγενείς δεν έχουν μόνο αυτιά, αλλά έχουν και στόμα… Εννοώ στόμα για να μιλάνε, κι όχι μονάχα για να πιπιλάνε φιλάνθρωπες καραμέλες.
Σχηματικά μιλώντας, θα έλεγα ότι τρεις είναι οι θέσεις για το τι εστί και (συνακόλουθα) τι ρόλο έχει η Ιεραποστολή. Και τις τρεις θέσεις τις συναντάμε αδιάκοπα, και στον θεολογικό χώρο, και στην ευρεία κοινωνία και, φυσικά, στον χώρο του σχολείου.
Άποψη πρώτη: Η Ιεραποστολή είναι πράγμα κακό, διότι είτε με το στανιό είτε με χαϊδολόγημα αποτελεί πολιτισμικό ιμπεριαλισμό και αλλοιώνει την ταυτότητα του άλλου. Συνεπώς, η Ιεραποστολή απορρίπτεται συλλήβδην. Η άποψη αυτή υπάρχει σε μη-χριστιανικούς κύκλους, όμως υπάρχει και παραϋπάρχει και σε χριστιανικούς. Καλώς δονείται από αγανάκτηση κατά της αποικιοκρατίας, ωστόσο μένει απελπιστικά ακατέργαστη, και ως εκ τούτου είναι σαρωτική. Και σχετίζεται με το διαβόητο αίσθημα ενοχής (the guilt feeling) του δυτικού ανθρώπου για την αποικιοκρατική Ιεραποστολή των νεώτερων χρόνων. Αυτό το αίσθημα ενοχής έχει οδηγήσει σε κάτι πολύ θετικό και σε κάτι πολύ αρνητικό:
Το θετικό είναι ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιτάχυνε στην δυτική χριστιανοσύνη την σπουδαία, αξιοθαύμαστη αυτοκριτική και τον ριζικό αναστοχασμό της Ιεραποστολής, με την ανάπτυξη πάρα πολύ σημαντικής σκέψης – για την οποία βέβαια, στην πλειονότητά του, ο καθ’ ημάς εκκλησιαστικός και ακαδημαϊκός ναρκισσισμός έχει μαύρα μεσάνυχτα.
Το αρνητικό είναι ότι με την ουσιοκρατική απόρριψη κάθε έννοιας Ιεραποστολής, κάποιοι χριστιανοί δημιουργούν την χίμαιρα ενός χριστιανισμού ο οποίος στην πραγματικότητα τίποτα δικό του δεν έχει να κομίσει, και δεν αντέχει το φορτίο της ίδιας του της πίστης.
Η άποψη που αφθονεί στον θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο λέει ότι η Εκκλησία έχει Ιεραποστολή, η οποία Ιεραποστολή είναι γέννημα, προϊόν του εαυτού της Εκκλησίας. Δηλαδή (στην οπτική αυτή) πρώτα υπάρχει ο εαυτός της Εκκλησίας, και κατόπιν αυτός παράγει διάφορα, ανάμεσα στα οποία και την Ιεραποστολή. Αυτή η (θετική, ας πούμε) προσέγγιση έχει, κατά τη γνώμη μου, το εξής πρόβλημα: Δεν θεωρεί την Ιεραποστολή δομικό, συστατικό στοιχείο του εκκλησιαστικού εαυτού, αλλά κάτι παρεπόμενο του εκκλησιαστικού εαυτού. Όμως κάτι παρεπόμενο, καλό είναι αν υπάρχει, αλλά δεν έσταξε και η ουρά του γαϊδάρου αν δεν υπάρχει.
Άποψη τρίτη, την οποία και συμμερίζομαι: Η Εκκλησία όχι μόνο «έχει», αλλά, πολύ περισσότερο, «είναι» Ιεραποστολή. Ο ίδιος της ο εαυτός είναι γεγονός Ιεραποστολής, απλούστατα διότι η Εκκλησία δεν είναι το τέρμα, δεν είναι η Βασιλεία. Είναι η πρόγευση, ο διάκονος, το «σημείον» της Βασιλείας. Εκ φύσεως απευθύνεται παντού, χωρίς χρονικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς. Ακόμα και η θεία Ευχαριστία, όπου χτυπά η καρδιά της Εκκλησίας, δεν είναι μόνο πηγή Ιεραποστολής. Η ίδια η Ευχαριστία πηγάζει από ιεραποστολικό γεγονός, δηλαδή από την πρωτοβουλία του Θεού και την ανταπόκριση του ανθρώπου, δηλαδή από την μεταξύ τους σύναψη Διαθήκης. Και γι’ αυτό στη θεία Λειτουργία η ομολογία της πίστης προηγείται της τέλεσης της Ευχαριστίας.
Όντας λοιπόν δομικό στοιχείο του εκκλησιαστικού εαυτού, τι είναι η Ιεραποστολή;
Είναι η κίνηση για συνάντηση του Ευαγγελίου με τον άλλον, με κάθε τρόπο (και με λόγο και με πράξη, ακόμα και με σιωπή), παντού και πάντα. Είναι η μαρτυρία η οποία συνιστά διάσχιση συνόρων (συνόρων υπό οιαδήποτε έννοια). Οτιδήποτε στην εκκλησιαστική ζωή δεν είναι διάσχιση συνόρων, δεν είναι Ιεραποστολή. Προς τούτο δεν αρκεί να επαναλαμβάνουμε απλώς τους δογματικούς ορισμούς της Εκκλησίας ή να τελούμε απλώς τα της θείας λατρείας. Χρειαζόμαστε τον ιεραποστολικό στοχασμό, δηλαδή χρειαζόμαστε εκείνη την θεολογική δουλειά, η οποία αφορά ειδικά την έξοδο της Εκκλησίας και συγκεκριμένα τη συνάντηση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της κάθε ανθρώπινης συνάφειας. Χωρίς την ιδιαίτερη, Ιεραποστολική θεολόγηση, θα έχουμε την αυτοαναίρεση μιας Εκκλησίας η οποία θα μιλά με δογματική ακρίβεια για την Πεντηκοστή, και θα τελεί με ακρίβεια την συγκλονιστική Ακολουθία της Πεντηκοστής, αλλά δεν θα είναι γεγονός Πεντηκοστής. Θα είναι μια Εκκλησία που την Μεγάλη Είσοδο την έχει μόνο ως τελετουργία, και δεν την πράττει – δεν την ζει στη ζωή. Θυμίζω ότι Μεγάλη Είσοδος είναι η πράξη της εισόδευσης του κόσμου στην Εκκλησία, πράξη που εμπεριέχει την έξοδο στα χωράφια του κόσμου, την πρόσληψή του και κατόπιν την εισόδευσή του στην Λειτουργία ως άρτου και οίνου, για να διαχυθεί κατόπιν στον κόσμο ως νέα πρόταση ζωής.
Την αποστολή της η Εκκλησία την επιτελεί τόσο με ρηματική μαρτυρία, όσο και μεταφέροντας / διαχέοντας την αγάπη του Τριαδικού Θεού και έρχεται σε ρήξη με τις δυνάμεις της κοινωνικής αδικίας, της υποτέλειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Είναι ρήξη χάριν των εικόνων του Χριστού, δηλαδή χάριν όλων απολύτως των ανθρώπων, και όχι συντεχνιακή δράση μόνο για τα μέλη της ή marketing για καμάκωμα νέων μελών. Η ρήξη με την κοινωνική αδικία είναι «σημείον» της Βασιλείας: φέρνει το φως των εσχάτων στο σήμερα και μαρτυρά τι λογής είναι η μέλλουσα Βασιλεία της αγάπης του Τριαδικού Θεού.
Είπα ότι Ιεραποστολή είναι η διάσχιση συνόρων. Αυτό σημαίνει, το Ευαγγέλιο να συναντά τον άνθρωπο μέσα στη συγκεκριμένη χρονική, πολιτισμική, κοινωνική και τοπική συνάφειά του. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου συνάφειες. Όχι μόνο πολιτισμούς υπό την γενική και αφηρημένη εννόησή τους (π.χ., γαλλικός πολιτισμός, νιγηριανός πολιτισμός, κορεάτικος πολιτισμός), σαν οι πολιτισμοί να είναι στατικές ουσίες. Κάθε πολιτισμός αναπλάθεται μέσα στον χρόνο, ζει διαδικασίες ανταλλαγών με άλλους πολιτισμούς και κανένας δεν είναι συμπαγής. Όλοι συντίθενται από υπο-πολιτισμούς, από ελίτ και από ευάλωτους, από δυνάμεις της ζωής και από δυνάμεις του θανάτου και του άδικου. Επιπλέον ζούμε την εμφάνιση νέων, υβριδικών πολιτισμικών μορφών στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, δηλαδή και μέσα στον πολιτισμό της καθημερινότητάς μας – τον σύγχρονο δυτικό. Το ζητούμενο λοιπόν είναι, πώς τα ζωηφόρα δεδομένα κάθε συνάφειας θα γίνουν αποκαλυπτικό υλικό, δηλαδή νέα σάρκα του Χριστού.
Και προσοχή: Ιεραποστολή δεν είναι «η κήρυξη του ευαγγελίου του Χριστού» – τελεία. Είναι η κήρυξη του ευαγγελίου του Χριστού με τον τρόπο του Χριστού. Δηλαδή με την κένωση. Κήρυξη του ευαγγελίου χωρίς τον τρόπο του Χριστού γίνεται κήρυγμα αντί-χριστου. Αν μία Καινή Διαθήκη την χειριστούμε όπως ένα τούβλο, τότε ανοίγουμε κεφάλια.
Με αυτά φτάνουμε σε κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο.
Η αποστολή της Εκκλησίας καλείται να είναι συνέργεια στην Ιεραποστολή του όντως Ιεραποστόλου, του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι και η ίδια η Εκκλησία καλείται να μαθητεύει (ενεστώτας διαρκείας) στον Χριστό. Ο ζωντανός Θεός εργάζεται ακατάπαυστα για τη σωτηρία του σύμπαντος, με τρόπους φανερούς και με τρόπους αθέατους και (πολύ βασικό) με τρόπους που εκπλήσσουν. Είναι παρών και δρα πάντα και παντού: και μέσα στην Εκκλησία του, και πέρα από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας του. Τα κανονικά όρια της Εκκλησίας δεν είναι όρια του Θεού. Ο Θεός προσκαλεί και δέχεται στη Βασιλεία του (στην έσχατη προκοπή του σύμπαντος) όλους τους ανθρώπους, ακόμα και ανθρώπους που δεν θα γίνουν ποτέ –με τον τρόπο που εμείς γνωρίζουμε– μέλη της Εκκλησίας του (η περίπτωση των αβάπτιστων αγίων είναι ενδεικτική). Η Εκκλησία δηλαδή δεν εγκιβωτίζει τον Κύριό της, αλλά καλείται να είναι η διακόνισσά του και η δειγματική φανέρωση της Βασιλείας του.
Περνώ στο τελευταίο μέρος, για το πλαίσιο της διδακτικής πράξης στο εκπαιδευτικό σύστημα:
Μάθημα για την αποστολή της Εκκλησίας ή μαθήματα διαποτισμένα από την αποστολή της Εκκλησίας οφείλουν εξ αντικειμένου να παρουσιάσουν την πρόταση και πρόσκληση που κομίζει η χριστιανική πίστη. Αυτό μπορεί να ξενίζει ανθρώπους οι οποίοι ακούγοντας «πρόταση» και «πρόσκληση» καταλαβαίνουν προπαγάνδα και κατηχητικό στρατωνισμό. Χρειάζεται λοιπόν και μια έξτρα δουλειά για την νομιμοποιητική βάση αυτών των μαθημάτων σε ένα σχολείο για όλους (το οποίο σχολείο για όλους συνεχίζουμε και υπερασπιζόμαστε, ακόμα κι αν τα πράγματα δεν πάνε προς αυτή την κατεύθυνση).
Πρώτα απ’ όλα, χριστιανοί και μη-χριστιανοί να είμαστε ξεκάθαροι: Δεν υπάρχει κανένας ισχυρισμός ερμηνείας και νοηματοδότησης του ανθρωπίνου βίου (δηλαδή καμία ηθική, καμία πολιτική, καμία θρησκεία, καμία φιλοσοφία) η οποία δεν εμπεριέχει πρόταση και πρόσκληση – ακόμα και υπαρξιακή δόνηση από αυτή την πρόσκληση και πρόταση. Και απλό ρεπορτάζ να κάνουμε για την Αντιγόνη, αυτά τα στοιχεία συνθέτουν την Αντιγόνη: πρόταση και πρόσκληση και δόνηση. Ακόμα και το ουδετερόθρησκο κράτος, επιλογή αποτελεί: εμπεριέχει πρόταση και πρόσκληση. Κατάφαση κάποιων αξόνων, άρνηση άλλων αξόνων.
Λέω λοιπόν το εξής: Η Ιεραποστολή εδράζεται σε μια πανίσχυρη ανθρωπολογική σπουδαιότητα, την οποία πρέπει να κατανοήσουν όλοι. Όχι όλοι να αποδεχτούν ντε και καλά την άποψη του Χριστιανισμού, αλλά όλοι να κατανοήσουν την πανανθρώπινη ανθρωπολογική βάση της: Η Ιεραποστολή συνδέεται άρρηκτα με την έννοια της μεταστροφής. Ο ζωντανός Θεός καλώντας τον άνθρωπο στην αγάπη Του, τον καλεί αποφασιστικά σε μεταστροφή. Ακόμα και στις μυστικές περιπτώσεις εκτός θεσμικής Εκκλησίας (όπως οι περιπτώσεις του σπερματικού Λόγου), το κλειδί είναι η ανταπόκριση, η μεταστροφή του ανθρώπου σε αυτό που σπέρνει ο Θεός. Η δυνατότητα μεταστροφής είναι κορυφαία δυνατότητα του ανθρώπου, δίχως την οποία ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος. Σημαίνει την δυνατότητα του κάθε ανθρώπου προσωπικά, να επιλέγει ο ίδιος τον προσανατολισμό του, να εγκολπώνεται το νόημα εκείνο που πείθει την ύπαρξή του, να απορρίπτει ό,τι δεν την πείθει, και εν τέλει να αλλάζει ο ίδιος και να αναπροσανατολίζει και τον πολιτισμό του. Με άλλα λόγια η Ιεραποστολή υπενθυμίζει ότι δεν είμαστε αντικείμενα καθηλωμένα εκεί όπου η τυχαιότητα μας έριξε, αλλά είμαστε, όπως λέει ο Τέρυ Ήγκλετον, «πηλός στα ίδια μας τα χέρια».
Οπότε, αν όντως κατανοούμε τον ιεραποστολικό εαυτό του Χριστιανισμού, ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσουμε τραγικά δημοφιλείς διατυπώσεις όπως «Η Ορθόδοξη πίστη βρίσκεται στο DNA του λαού μας… Η απόδοση της θρησκευτικής ταυτότητας στο DNA (του όποιου λαού), άρα η θεώρηση της θρησκευτικής ταυτότητας ως στοιχείου ανεπίλεκτου, όπως τα βιολογικά μας δεδομένα, αποτελούν ριζική άρνηση του χριστιανικού Ευαγγελίου, το οποίο ζητά από κάθε άνθρωπο προσωπική, ελεύθερη και ολόκαρδη αποδοχή.Εν τέλει, το κάλεσμα ο άνθρωπος να εγκολπώνεται ή να απορρίπτει υπεύθυνα, αφορά ακριβώς ό,τι μισούν όλα τα συστήματα χειραγώγησης του ανθρώπου, θρησκευτικά και πολιτικά: Αφορά την κριτική ματιά «εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου».
Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα της ομότιτλης εισήγησης του συγγραφέα (5-9-2025) στην 8η Πανελλήνια Συνάντηση του Πανελληνίου Θεολογικού Συλλόγου «Καιρός» με γενικό θέμα «H Ιεραποστολή της Εκκλησίας και η αποστολή του σχολείου σε διάλογο. Μαρτυρία χτες και σήμερα», 5-7 Σεπτεμβρίου 2025, Ελληνογαλλική Σχολή Ουρσουλίνων, Νέο Ψυχικό, Αθήνα. Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιεραποστολικής,Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών. Διευθύνει το περιοδικό «Σύναξη» και είναι μέλος της European Society for Intercultural Theology and Interreligious Studies. Διδάσκει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ζει στην Αθήνα με την σύζυγό του Ελένη Ταμαρέση και τον γιο τους Αλέξανδρο-Αρέθα.
ΠΗΓΗ: πολυμερώς και πολυτρόπως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου