Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Ποιοι οι όμοιοί μου;

Του ΛΑΚΗ ΠΡΟΓΚΙΔΗ· Συγγραφέα και εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού L’Atelier du Roman


Tο 2007 ο Καναδάς άρχισε να εγκαθιστά στους δρόμους τις κάμερες παρακολούθησης. Έτυχε να ζω στο Μοντρεάλ εκείνη την περίοδο. Η κυβέρνηση, πριν φέρει το σχέδιο νόμου στο Κοινοβούλιο, έκρινε σκόπιμο να σφυγμομετρήσει την κοινή γνώμη: «Είστε σύμφωνοι ή όχι με την απόφαση της κυβέρνησης, κ.λπ;» Άκουσα το αποτέλεσμα της έρευνας στο ραδιόφωνο. Απάντηση του εβδομήντα πέντε τοις εκατό των ερωτηθέντων: «Γιατί όχι; Δεν έχω τίποτα να κρύψω, εγώ». Απάντηση των υπολοίπων: «Όχι».
Στο άκουσμα των αριθμών, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τα βάλω με την υποτιθέμενη επιστήμη της στατιστικής. Ακόμα μια φορά, είπα μέσα μου οργισμένος, οι στατιστικολόγοι μας φτιάχνουν ερωτηματολόγια τελείως ανεδαφικά. Ο άνθρωπος από την ίδια του τη φύση έχει αναγκαστικά να κρύψει πράγματα. Μόνο τα πρόβατα δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Το δείγμα τους είναι αναξιόπιστο. Αποδεικνύει ότι ανακάτεψαν απροειδοποίητα πρόβατα και ανθρώπους.
Είναι βέβαια αδύνατον το σύνολο των συμφωνούντων να έδωσε αυτή την απάντηση. Αλλά έστω κι αν ένας και μοναδικός πολίτης πρόφερε τη φράση την οποία επέλεξε ο σχολιαστής του ραδιοφώνου για να παρουσιάσει την απάντηση των πολλών, το ζήτημα δεν αλλάζει. Στις μιντιακές δημοκρατίες μας οι φράσεις που επιλέγει η εξουσία για να βάλει στο στόμα μας είναι ταυτόχρονα και οι φράσεις της τεράστιας πλειοψηφίας.
Αργότερα, αφού καταλάγιασε η οργή, άρχισα να σκέφτομαι το ζήτημα πιο ψύχραιμα. Κατ’ αρχήν μέμφθηκα τον εαυτό μου. Με ποιο δικαίωμα και βασιζόμενος σε ποια γνώση μιλούσα στο όνομα των προβάτων; Γιατί τάχα κι αυτά τα ζωντανά, όπως και τα μυρμήγκια, όπως και όλα τα υπόλοιπα ζωντανά, δεν θα είχαν κάτι να κρύψουν; Τί ξέρω, εγώ ο άνθρωπος; Από που ανακρατούσε η παραπάνω αυτόματη αντίδρασή μου; Εντούτοις το εβδομήντα πέντε τοις εκατό από εμάς τους εξ ορισμού ανθρώπους –και το ποσοστό τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές θα έχει σίγουρα ανέλθει σ’ αυτή την υποδειγματική για το μέλλον της ανθρωπότητας χώρα– επιθυμεί απ’ ότι φαίνεται την έλευση ενός κόσμου όπου οι κάτοικοί του δεν θα έχουν τίποτα να κρύψουν. Αν δεν είναι πρόβατα, τί είναι;
Ας εξετάσουμε τις δύο ομάδες στις οποίες χωρίστηκαν οι ερωτηθέντες. Οι της μειοψηφούσας ομάδας δεν έχουν ανάγκη να σκεφτούν καν πριν απαντήσουν. Απαντούν για να το πούμε έτσι ενστικτωδώς. Ο αυτοματισμός τους εξηγείται από το γεγονός ότι απαιτούν να ζουν σ’ ένα κόσμο αξιών και ότι, κατά συνέπεια, χειρίζονται με αξιολογικά κριτήρια τα προβλήματα αυτού του κόσμου. Όχι, λένε στη κυβέρνηση, δεν έχετε δικαίωμα να τις εγκαταστήσετε αυτές τις κάμερες, τελεία και παύλα. Δεν δέχονται την παραμικρή συζήτηση επί του θέματος. Δεν αφήνουν στον κατ’ επίφαση συνομιλητή τους καμιά δυνατότητα για να υπερασπιστεί το σχέδιο του. Η αρνητική τους τοποθέτηση είναι τελείως άκαμπτη.
Ποιο είναι τώρα το χαρακτηριστικό αυτών που συγκροτούν την πλειοψηφούσα ομάδα; Είναι θύματα του πανσχετικισμού, της ιδεολογίας που κατατρώει τα σωθικά των σύγχρονων κοινωνιών. Ας ακούσουμε ξανά τις πρώτες λέξεις της απάντησής τους. Το «γιατί όχι;» τους είναι το σύγχρονο όπιο των λαών. Χάρη στη μαζική χρήση του μπορούν να επιβληθούν οι πιο αντι-ανθρώπινοι και οι πιο εγκληματικοί νόμοι. Παράδειγμα: Η αιμομιξία είναι ταμπού, έτσι δεν είναι; Ε λοιπόν, ρίξτε μια πρώτη σταγονίτσα «γιατί όχι;» και θα δείτε ότι δεν θ’ αργήσει να πάψει να είναι ταμπού. Και ούτω καθ’ εξής. Το ίδιο συνέβη και με τις κάμερες παρακολούθησης. Παρ’ όλο που απαγορεύεται η εξουσία, όποια κι αν είναι και ανά τους αιώνες, να παρακολουθεί τους πολίτες, ιδού που οι οπιομανείς του πανσχετικισμού είναι έτοιμοι να τις δεχτούν απεμπολώντας αρχές τελεσίδικες και αδιαπραγμάτευτες.
Χαμογελάς σίγουρα συγκαταβατικά με την αφέλειά μου, αγαπητέ αναγνώστη. Λες μέσα σου. «Μα τί μας λέει τώρα ετούτος εδώ; Δεν πήρε μυρωδιά τί συμβαίνει; Δεν βλέπει την πραγματικότητα; Δεν βλέπει πώς ανεβαίνει εκθετικά η ανασφάλεια των πολιτών σ’ όλο τον κόσμο; Δεν αντιλαμβάνεται τον υπαρκτότατο κίνδυνο της τρομοκρατίας;» Όχι, δεν κλείνω καθόλου τα μάτια μου μπροστά στη θλιβερή πραγματικότητα προς χάρη αφηρημένων αρχών. Απλά νομίζω ότι εάν δεν καταπιαστούμε πρώτα και κύρια με την πραγματικότητα των λόγων μας, την πραγματικότητα των φράσεων που εκστομίζουμε στην καθημερινή μας ζωή κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με τα προβλήματα που ταλανίζουν τις κοινωνίες μας, θα έχουμε θολή εικόνα της όποιας άλλης «πραγματικότητας» διατρέχοντας διαρκώς τον κίνδυνο να εκπέσουμε σε αντικείμενα χειραγώγησης. Αν δεν έχουμε ήδη εκπέσει. Αν ήδη όλο αυτό το μιντιακό σύμπαν που αυτοπαρουσιάζεται ως πραγματικότητα δεν είναι παρά μια απλή φενάκη και τίποτα άλλο. Η απελευθερωτική μέθη του πανσχετικισμού έχει θολώσει το μυαλό μας και μας εμποδίζει να αντιληφθούμε ότι ο περίφημος κόσμος της σχετικοποίησης όλων των πάλαι ποτέ αξιών είναι στην ουσία ο κόσμος της αντικατάστασής τους από μία και μοναδική ψευτο-αξία, άκαμπτη, απόλυτη, ακαταμάχητη: το χρήμα. Ανακρατάμε υποτίθεται από τον πολιτισμό που πίστεψε ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Ανεπαισθήτως πως, θα έλεγε ο ποιητής, γλιστρήσαμε στον κόσμο όπου το χρήμα έγινε το μέτρο των πάντων.
Ας μην ξεφύγουμε όμως από το θέμα μας. Λίγες μέρες μετά από τη βολιδοσκόπηση της καναδικής κοινής γνώμης σχετικά με τις κάμερες παρακολούθησης, διάβαζα το οικονομικό ένθετο του Μοντ (11 Οκτωβρίου 2007). Γενικός τίτλος: «Σελίδες για την ανταγωνιστικότητα». Οικονομολόγοι και άλλοι ειδικοί επιστήμονες διαπραγματεύονταν το θέμα της εβδομάδας: «Τα πιθανά κέρδη από την ασφάλεια». Αντιγράφω από το εισαγωγικό άρθρο του ενθέματος, «Η εκρηκτική άνοδος μιας αγοράς στρατηγικού χαρακτήρα”: Απέναντι στην αυξανόμενη ανάγκη για ασφάλεια, λύσεις κατάλληλες προωθούνται σε όλους τους τομείς: τεχνολογίας, βιομηχανίας, υπηρεσιών, τηλεπικοινωνιών… Αυτή η αγορά της “ολικής ασφάλειας” προορίζεται για ένα λαμπρό μέλλον: τα έσοδά της θα αυξάνονται κατά 15% στην επόμενη δεκαετία».
Συμπέρασμα: Επενδυτές, ορμήξτε! Είμαι σίγουρος ότι, κι αν ακόμα οι άνθρωποι που πήραν μέρος στην παραπάνω βολιδοσκόπηση είχαν διαβάσει αυτές τις γραμμές λίγες στιγμές πριν τους τεθεί το ερώτημα, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Όλοι μας το ξέρουμε, όλοι μας το αισθανόμαστε ότι η συλλογική ψύχωση της ανασφάλειας καλλιεργείται εν πολλοίς στις μέρες μας τεχνητά και ότι πίσω της κρύβονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα. Και λοιπόν ; Να που αυτή η γνώση δεν αρκεί για να προστατευτεί η αρχή της προσωπικής αξιοπρέπειας. Γιατί όταν μιλάμε για κυρίαρχη ιδεολογία σημαίνει ότι ο εγκέφαλος μας δουλεύει σύμφωνα με τα κελεύσματά της. Με άλλα λόγια, αφού έχουν σχετικοποιηθεί μέσα μας όλες οι αξίες, είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι, με την πρώτη δυσκολία, με την πρώτη απειλή, να τις εγκαταλείψουμε. Όλες, πλην μίας και μοναδικής, εννοείται. Αναφέρθηκε ήδη.
Ανακύπτει όμως εδώ ένα μεγάλο πρόβλημα. Ανέκυψε τουλάχιστον για μένα εκείνες τις μέρες του 2007 στο Μοντρεάλ. Αν τα πράγματα είναι έτσι όπως τα εξέθεσα, ήτοι, αν όλοι μας γνωρίζουμε ότι το αίσθημα της όλο και αυξανόμενης ανασφάλειας δεν είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι έχουμε παραδοθεί ψυχή τε και σώματι στις σκοτεινές δυνάμεις του homo economicus, δεν θα έπρεπε η απάντηση των περισσοτέρων να είναι κάπως έτσι: «Γιατί όχι, αν είναι για το καλό της οικονομίας;» Πώς εξηγείται η αποκλίνουσα από τον κύριο στόχο απόκρισή τους; Τί είναι αυτό το «Δεν έχω τίποτα να κρύψω»; Υποκρισία; Μα τί ανάγκη; Δεν λέμε με κάθε ευκαιρία, λίγο πολύ αισθανόμενοι ντροπή, είναι αλήθεια, ότι όλα είναι χρήμα; Ποιος ο λόγος να μην το επαναλάβουμε και μπροστά στους δημοσκόπους; Ασυναρτησία; Μήπως έχω λάθος να επιμένω ότι η γλώσσα, όσο κι αν την κακομεταχειριζόμαστε, σημαίνει πάντα κάτι το συγκεκριμένο; Μήπως σαν ανθρωπότητα μπήκαμε στη φάση της ασυνεννοησίας –παρ’ όλο που διαθέτουμε μέχρι κορεσμού τόσα και τόσα μέσα επικοινωνίας; Ευθυγράμμιση με την εκάστοτε βούληση της εξουσίας; Σ’ αυτή τη περίπτωση θα αρκούσε ένα απλό ΝΑΙ χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Αυτό το ΝΑΙ στο οποίο εθίζονται πια όλοι οι λαοί της γης απαλλάσσοντας τον εαυτό τους από κάθε υποχρέωση συμμετοχής στα κοινά… Αδύνατον να βρω λύση. ΄Η μάλλον, προς στιγμή, βρήκα μια κάποια λύση προσφεύγοντας στη ψυχολογία. Κατέληξα στη σκέψη ότι οι πολλοί απάντησαν έτσι όπως απάντησαν για να θολώσουν τα νερά. Ήταν σαν να έλεγαν ότι αφού όπως και να το κάνουμε, από την ύπαρξή μας και μόνο, έχουμε κάτι να κρύψουμε, ας πούμε ψέματα μπας και μπερδέψουμε τον Μεγάλο Αδελφό. Το μόνο μειονέκτημα των ψυχολογικών μου επιδόσεων ήταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο προσχωρούσα, μιας και συμφωνούσα με τη στάση των ολίγων, στη χορεία των ηλιθίων, των μη πονηρών, των αφελών οι οποίοι απαντώντας κατά συνείδηση αυτοορίστηκαν ύποπτοι. Μετά ο καιρός κύλησε και το πράγμα ξεχάστηκε.
Όχι παντελώς όπως αποδείχθηκε. Το 2015, στο Παρίσι, την 1η Σεπτεμβρίου, όπως κάθε μέρα την ώρα του πρωινού, άκουγα τον μουσικό ραδιοφωνικό σταθμό. Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε ή έναρξη μιας καινούργιας εκπομπής με τίτλο «Η φωνή». Η υπεύθυνη έπρεπε να κατατοπίσει τους ακροατές, όπως και το έκανε. «Η φωνή», γιατί η φωνή αποκαλύπτει τον συναισθηματικό μας κόσμο. «Η φωνή», γιατί η φωνή μας καλλιεργεί. «Η φωνή», γιατί η φωνή το ένα, γιατί η φωνή το άλλο, κ.λπ. Μέχρι που φτάσαμε στη τελική φράση: «Και “Η φωνή”, γιατί η φωνή είναι επίσης το μέσο που μας επιτρέπει να επικοινωνούμε με τους ομοίους μας, τα ρομπότ». Τα ρομπότ! Αυτόματα, σαν να μην είχε παρέλθει ο ελάχιστος χρόνος από την εποχή που εγκατέλειψα το αίνιγμα της μαζικής αποδοχής της αυθαίρετης παρακολούθησης των πολιτών, ψιθύρισα: Μα ναι, η τεράστια πλειοψηφία των όντων εχόντων όψη ανθρώπων, είναι ρομπότ. Μόνο τα ρομπότ δεν έχουν τίποτα να κρύψουν.

***

Νυχθημερόν οι τρόφιμοι της Σίλικον Βάλεϊ παιδεύονται να τελειοποιήσουν τα ρομπότ, να τα κάνουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει αμφιβολία, θα το καταφέρουν. Η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη. Γιατί, ανάντι στον χρόνο και πολύ πριν την άνθιση του σχετικού τομέα, ο πραγματικός άνθρωπος, ό άνθρωπος με σάρκα και οστά, είχε ήδη αρχίσει να μοιάζει με ρομπότ. Γιατί έγινε αυτή η ανθρωπολογική μεταστροφή, δεν το ξέρουμε. Το πεδίο είναι ανοιχτό για να διατυπωθούν διάφορες υποθέσεις. Άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο έγκυρες. Αυτό όμως που ξέρουμε με βεβαιότητα με βάση τα φαινόμενα είναι ότι για να επιτευχθεί η ρομποτοποίηση του ανθρώπου πρέπει ο άνθρωπος να απαλλαγεί από όλα τα αξιολογικά κριτήρια που συνδέθηκαν με την ύπαρξή του από τα βάθη των αιώνων. Και πρέπει στη θέση τους να βάλει άλλα κριτήρια, όπως αυτά της χρησιμοθηρίας, της αποτελεσματικότητας, της ισχύος, της ανταγωνιστικότητας, της αντικαταστασιμότητας, της μεγιστοποίησης της απόδοσης, της διαφάνειας, κ.λπ. Ήτοι να υιοθετήσει και να εφαρμόσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του τα κριτήρια της καλής λειτουργίας των μηχανών.
Όταν λοιπόν οι «επιστήμονες» μας πληροφορούν ότι σε λίγο καιρό τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν τον άνθρωπο σε όλους τους τομείς, ομολογούν απλά ότι το μοντέλο πάνω στο οποίο πειραματίζονται συμπεριφέρεται ήδη σαν ρομπότ. Από την ώρα που στα εργαστήριά τους το δείγμα που χρησιμοποιούν για τις έρευνές τους είναι ο συρρικνωμένος αξιολογικά άνθρωπος, είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα καταφέρουν να κατασκευάσουν το ομοίωμά του. Κι αν κρίνουμε από το υψηλό ποσοστό αυτών που διατείνονται (αν όχι καυχιόνται) ότι δεν έχουν, κατά τα πρότυπα των μηχανών, τίποτα να κρύψουν, δεν μπορεί να υπάρξει πια καμμιά ουσιαστική αντίσταση στην εκμηχανοποίηση του ανθρώπινου είδους.
Με αυτόν τον ρυθμό που πάνε τα πράγματα, τίθεται εύλογα το ερώτημα: πλησιάζουμε στο εκατό τα εκατό; Το υλικό των πειραματόζωων εντός των εργαστηρίων είναι ήδη πλήρως ανταλλάξιμο μ’ αυτό που υπάρχει ακόμα εκτός; Πιθανότατα. Αλλά δεν χρειάζεται να πανικοβαλλόμαστε. Πρώτον, γιατί ανάμεσα στο μηδέν και στο σχεδόν μηδέν το διάστημα είναι άπειρο και πάντα ανοιχτό στο θαύμα. Δεύτερον, γιατί οι στατιστικολόγοι μας λαθεύουν τελικά στην επιλογή του δείγματος. Όχι επειδή μπέρδεψαν πρόβατα και ανθρώπους αλλά γιατί μπέρδεψαν μηχανές και ζωντανά όντα. Τα ρομπότ και οι «όμοιοί» τους δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα απειροελάχιστο δείγμα σε σχέση με το σύνολο των μυρμηγκιών, των προβάτων και όλων των ζωντανών όντων που κατοικούν στον πλανήτη μας. Και αυτός ο κόσμος, ο κόσμος της ζωής, έχει αξιολογικά κριτήρια τα οποία δεν είναι διατεθειμένος να φανερώσει σε κανέναν, πόσο μάλλον στους τυφλούς και αναίσθητους Φραγκενστάιν μας.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατήρησε ήδη ότι δεν ασχολήθηκα με την τελευταία λέξη της απάντησης: «Εγώ». Ας την ξανακούσουμε την περίφημη φράση: «Γιατί όχι; Δεν έχω τίποτα να κρύψω, εγώ». Μετά από όσα προηγήθηκαν, το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι ο κόσμος των μηχανών είναι ο πολύ πια κοντινός ορίζοντας του ατομοκεντρικού πολιτισμού. Ένας κόσμος πολύχρωμων και πολυποίκιλων «εγώ», ελέγξιμων και ρυθμιζόμενων μέχρι το τελευταίο γραναζάκι.

ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου