Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

1919-1922: Οι εφημερίδες της Λέσβου αφηγούνται

Του ΤΖΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΕΛΛΗ· Φιλολόγου - Συγγραφέα - Δημοσιογράφου


Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι του καλού βιβλίου.

Είναι μεγάλη η χαρά, αλλά και η συγκίνηση -ας μού επιτραπεί να πω- που με διακατέχει για την αποψινή επίσημη παρουσίαση ενός, από κάθε άποψη, σπουδαίου βιβλίου. Ενός βιβλίου το οποίο, ασχέτως των όσων ακούστηκαν ή θα ακουστούν στη συνέχεια, έχει ήδη σημειώσει την αξιοσημείωτη διττή επιτυχία της ευρείας διάχυσης, καθώς και της θερμής αποδοχής και επιβράβευσης του αναγνωστικού κοινού. Στοιχεία τα οποία, φυσικά, ουδόλως σχετίζονται με τη διαδικασία της δωρεάν διανομής του, αλλά αντιθέτως με τη θεματική, τη δομή και την αισθητική του, με το αναμφίβολα εξαιρετικά εμπνευσμένο εξώφυλλο του Soloύp, ακόμη και τους καλαίσθητους, ομόθεμους συνοδευτικούς σελιδοδείκτες. Πρωτίστως, όμως, το περιεχόμενό του και τη διαχείρισή του από εκείνες που το εμπνεύστηκαν και το υλοποίησαν.
Ο λόγος φυσικά για τις κυρίες Μαρία Γρηγορά (Διευθύντρια της Δ.Κ.Β.Μ.) και Φανή Μαρωνίτου (Βιβλιοθηκονόμο), οι οποίες αποτελούν την ψυχή και το μυαλό της Μεγαλύτερης Βιβλιοθήκης της πόλης μας. Θα ήθελα, εκ προοιμίου, να τις ευχαριστήσω που μού έκαναν την τιμή να αναλάβω τη γλωσσική-φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου και που ανέχτηκαν την -ελπίζω όχι πιεστική- ενθάρρυνσή μου (πολύ ευγενικά το γράψατε στις ευχαριστίες της έκδοσης), προκειμένου η πολύ σπουδαία δουλειά τους να πάρει την εκδοτική μορφή που της πρέπει.
Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν; Το «1919-1922: Οι εφημερίδες της Λέσβου αφηγούνται» είναι ένα βιβλίο, το οποίο προφανώς συγκαταλέγεται στις πιο αξιόλογες εκδόσεις που δρομολογήθηκαν και πήραν έντυπη ζωή από φορείς, συλλόγους και μεμονωμένους συγγραφείς, στο πλαίσιο του έτους μνήμης, εθνικής περισυλλογής και αυτοκριτικής, ενταγμένο σε μια σειρά επιστημονικών, καλλιτεχνικών, εκπαιδευτικών και εκδοτικών δράσεων για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα βιβλίο αφιερωμένο «Στα χιλιάδες θύματα του Μικρασιατικού Ελληνισμού και του ένδοξου ελληνικού στρατού…», όπως αναφέρεται στη σχετική αφιέρωση.
Εγχείρημα όμορφο, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο («Είναι πολύ δύσκολο συναισθηματικά να διαβάζεις τις περιγραφές των γεγονότων της Μικρασιατικής Καταστροφής», δηλώνει η κ. Γρηγορά), αυτό με το οποίο καταπιάστηκαν οι δύο συγγραφείς. Στα όρια της όμορφης αποκοτιάς. Μήπως, όμως, έτσι δεν παίρνουν σάρκα και οστά τα ξεχωριστά και τα σπουδαία; Για άλλη μια φορά ιστορία γράφουν οι παρέες. Είχα την τύχη να βιώσω, σε ένα βαθμό, τον ιερό ζήλο των δημιουργών του βιβλίου. Με τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς, κυρίως μετά το πέρας του κανονικού εργασιακού ωραρίου. Την ενδελεχή αναζήτηση στα ψηφιοποιημένα και έγχαρτα αρχεία της Βιβλιοθήκης. Την ψύχραιμη και προσεκτική επιλογή και ανθολόγηση του διαθέσιμου υλικού. Τη σαφή και απαρέγκλιτη στοχοθεσία. Την αφηγηματική ψυχραιμία στηνπαρουσίαση ακόμη και των πιο λεπτών ιστορικών ζητημάτων. Και φυσικά, τις αμέτητρες ώρες των μεταξύ τους συζητήσεων, προτάσεων, αντιπροτάσεων, προβληματισμών και δημιουργικής σκέψης. Είναι τέτοια και τόση η ταύτισή τους, όχι μόνο ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο, αλλά ακόμη και ως προς τον υφολογικό χαρακτήρα (σε εντυπωσιακό ομολογουμένως βαθμό), που αν κάποιος δεν γνωρίζει ότι το βιβλίο δημιουργήθηκε από δύο συγγραφείς, άνετα μπορεί να θεωρήσει ότι είναι έργο ενός ανθρώπου!
Πάνω απ’ όλα, όμως, θα πρέπει να επισημανθεί η μετρημένη συναισθηματική διαχείριση των δύσκολων ανθρώπινων πτυχών του θέματος. Ενδεικτικά αναφέρω την αποφυγή της παράθεσης ακραία φρικαλέων στιγμιοτύπων από τον Διωγμό που θα μπορούσαν να σοκάρουν το αναγνωστικό κοινό. Αντιθέτως, χωρίς αποσιωπήσεις ή ρηχούς μελοδραματισμούς, διεκτραγωδείται, προσεκτικά και τεκμηριωμένα, το σκηνικό του πόνου και της απόγνωσης, αλλά και της μάχης για την αξιοπρεπή επιβίωση των προσφύγων που στήθηκε και στις δύο ακτές του Αιγαίου.
Τι επιχειρούν οι συγγραφείς του σήμερα παρουσιαζόμενου βιβλίου; Να μελετήσουν και να ανθολογήσουν μέρος του τοπικού Τύπου της Λέσβου (εφημερίδες Σάλπιγξ και Ελεύθερος Λόγος της περιόδου 1919-1924) της υπό εξέτασης ιστορικής περιόδου και των καταιγιστικών γεγονότων που σημάδεψαν την εποχή και χαράχτηκαν έκτυπα και ανεξίτηλα στην ατομική και κυρίως τη συλλογική μνήμη. «Από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τη 2α Μαίου 1919, έως τις πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα, την κατάρρευση του μετώπου, την εσπευσμένη εκκένωση της Μικράς Ασίας και την καταστροφή της Σμύρνης, τον Αύγουστο του 1922» –όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης. Ταυτόχρονα, αξιοποιούν σημαντικό υλικό από το βιβλίο του Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Λογοκρισίας της Αρμοστίας της Σμύρνης, Μιχαήλ Ροδά, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η Ελλάσα στη Μικράν Ασία: 1918-1922, καθώς και από ορισμένες αμερικανικές εφημερίδες από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.
Η συνολική εξέτασή του σώματος των εφημερίδων και περιοδικών που κυκλόφορησαν στη Λέσβο τη συγκεκριμένη τριετία θα ήταν αδιανόητο να υλοποιηθεί μόνο από δύο ανθρώπους, και μάλιστα παράλληλα με τις ουκ ολίγες καθημερινές -πάγιες και έκτακτες- ανάγκες της εύρυθμης λειτουργίας της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της πόλης μας.
Εντούτοις, η ποσοτικά και ποιοτικά υπερεπαρκής επιλογή και προσέγγιση των συγκλονιστικών γεγονότων μέσα από δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων (μαρτυρίες διασωθέντων, ρεπορτάζ, ανταποκρίσεις, άρθρα, επιφυλλίδες, χρονογραφήματα κ.ά.) δίνουν όχι μόνο ένα σαφές, ευθύγραμμα και εξελικτικά προβαλλόμενο ιστορικό πλαίσιο, αλλά και μια σταθερή προσέγγιση γεμάτη με βαθύ σεβασμό απέναντι στον άνθρωπο ως πρωταγωνιστικό ιστορικό υποκείμενο και τα βασανά του. Με μια στιβαρή και ρωμαλέα, σχεδόν καθηλωτική σε ορισμένα σημεία, αφήγηση η Μαρία Γρηγορά και η Φανή Μαρωνίτου κατορθώνουν αυτό που, δυστυχώς, πολλές φορές, λησμονά ο μεγαλόσχημος ιστορικός ακαδημαϊσμός. Ότι, δηλαδή, επίκεντρο της ιστορίας είναι ο άνθρωπος και η ατομική και συλλογική ευτυχία ή τραγωδία του –δυστυχώς συνήθως το δεύτερο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση τον άνθρωπο με την ιδιότητα του πρόσφυγα και του κατοίκου του τόπου υποδοχής. Του απλού, καθημερινού Έλληνα που βιώνει στιγμές συμφοράς και ηρωισμού, αυτοθυσίας και προδοσίας, ανθρωπιάς και αναλγησίας. Αλλά και του Έλληνα που με πόνο και περηφάνια μάχεται, για άλλη μια φορά στη μακραίωνη και πολύπαθη ιστορία του, απέναντι στο κακό που θα τον κάνει, με θυσίες και αγώνα, να βγει σε ευλογημένη μέρα. Μια εθνική καταστροφή ανέξελεγκτων διαστάσεων, η οποία θα γίνει μήτρα αναγέννησης και προόδου, με πρωταγωνιστές τους εξ Ανατολών ξεριζωμένους αδερφούς μας και με όχημα το όμαιμον, τον ομόθρησκον και το ομόγλωσσον.
Οι περισσότερες οικογένειες έχουν συγγενείς με ρίζες στη Μικρά Ασία ή στον Πόντο. Οι περισσότεροι από εμάς, ειδικά όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο νησί της Λέσβου, δεν μπορεί να μην έτυχε να ακούσουν τη διήγηση των γεγονότων εκείνης της δραματικής τριετίας (1919-1922), αλλά και αργότερα, από το στόμα μιας γιαγιάς ή ενός παππού, κάποιου φίλου, γνωστού ή γείτονα. Ειδικά τα όσα έζησαν εκείνες τις τραγικές μέρες του ξεριζωμού.
Εντούτοις, σε αρκετά εκτεταμένα τμήματα της κοινωνίας -της λεσβιακής και όχι μόνο- υπάρχει μια σχετική άγνοια για τα γεγονότα. Οι πρωταγωνιστές και το ιστορικό περιβάλλον απέμεναν «σκονισμένα» στο ράφι του συλλογικού υποσυνειδήτου ή απεκρύβησαν τεχνηέντως –η μνήμη και οι επέτειοι, βλέπετε, τις περισσότερες φορές πονάνε, για αυτό και προσεγγίζονται επιλεκτικά και επιδερμικά. Είναι προφανές ότι η πληγή αυτή ήταν πολύ μεγάλη και βαθιά και δεν επέτρεπε πάντα ψύχραιμες προσεγγίσεις (οι σύγχρονοι της καταστροφής ήθελαν να ξεχάσουν, οι επόμενοι να θυμηθούν και κατόπιν να μάθουν, οι σημερινοί να αναστοχαστούν και να τιμήσουν). Ίσως, πάλι, επειδή οι πολιτικές συνέπειες της καταστροφής να δίχασαν βαθιά και για πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία, γεννώντας αλλά και στηρίζοντας ιδεολογίες και ιδεολογήματα.
Ίσως η οικτρή αποτυχία της διαδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας στα σχολειά μας να μεγέθυνε το πρόβλημα (ενδιαφέρον θα είχε η προφανώς αυτονόητη πρόταση το βιβλίο να φτάσει σε κάθε σχολειό της Λέσβου, και όχι μόνο, και κυρίως να αξιοποιηθεί διδακτικά, αλλά μάλλον εις ώτα μη ακουόντων…). Ίσως πάλι η άτολμη ακαδημαϊκή προσέγγιση για τον ρόλο προσώπων, θεσμών και παρατάξεων. Ίσως ο πανδαμάτορας χρόνος και η καθημερινή τύρβη, που αργά αλλά και σταθερά, μάς απομακρύνουν από τα γεγονότα και τον αντίκτυπό τους. Ίσως η βιολογική φυγή όσων τα έζησαν από πρώτο χέρι και τα κράτησαν ζωντανά με τις αφηγήσεις τους. Ίσως και όλα αυτά μαζί…
Γράφει σε σχετική τοποθέτησή του ο σπουδαίος Ελληνοκύπριος πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός Πασχάλης Κιτρομηλίδης: «Επειδή μιλούμε για χαμένες πατρίδες και βλέπουμε αυτόν τον κόσμο ως κάτι το απόμακρο, πρέπει να αποβάλουμε αυτή την αντίληψη. Είναι ένας ενιαίος κόσμος και δεν είναι νοητή η ιστορία του ελληνικού κόσμου χωρίς τη Μικρά Ασία. Μπορεί να απωλέσθηκε εθνολογικά, αλλά είναι πάντα μαζί μας ως πνευματική κληρονομιά, ως ιστορική μνήμη, ως μια σειρά σημαντικών επιτευγμάτων μέσα στους αιώνες».
Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή λειτούργησε ως δημιουργικό έναυσμα και εφαλτήριο για την έκδοση της Δ.Κ.Β.Μ. Αυτό που αρχικά προοριζόταν για θεματικό-επετειακό ημερολόγιο εύλογα και σχεδόν αναπόδραστα εμπλουτίστηκε, αρτιώθηκε και μετεξελίχθηκε σε βιβλίο σπουδαίο. Ψύχραιμο, μεθοδικά δουλεμένο, εύληπτο και ευσύνοπτο, αφού οι συνολικά 182 σελίδες τους άνετα θα μπορούσαν να είναι πολλαπλάσιες αναφορικά με ένα μάλλον ανεξάντλητο θέμα.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και μια απλή ανάγνωση των περιεχομένων του αρκεί για να καταδείξει την ευρύτητα και ποικιλία της θεματικής του. Είναι αξιοσημείωτο ότι η συντριπτική πλειονότητα των τίτλων των κεφαλαίων προέρχονται αυτούσιοι από δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής. Ορισμένα με άξονα τη λογική (Η ώρα τη ελευθερίας, Αλλαγή πολιτικού σκηνικού, Στέγαση, Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σίτιση) και άλλα βασισμένα στο συναίσθημα (Η ωραία Ιωνία σας στέλλει ύστατον χαιρετισμόν, Η Σμύρνη μας δεν υπάρχει πλέον, Ο στρατός μας δεν ηττήθη, Πώς διάγουν οι αιχμάλωτοι, Η Μυτιλήνη ας τους λυπηθεί κ.ά.). Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποδεικνύει και την αξιοσημείωτη ισορροπία της καταγραφής των γεγονότων και συγκινησιακών εξάρσεων που εύλογα προκύπτουν και καταγράφονται στις εφημερίδες της Μυτιλήνης.
Το βιβλίο που επιμελήθηκαν οι κυρίες Γρηγορά και Μαρωνίτου αποτελεί ένα πόνημα ιστορικά τεκμηριωμένο, με ισόρροπα κατανεμημένες τις πτυχές της συγγραφικής αφήγησης και της παράθεσης των πηγών, χωρίς εθνικιστικές κορώνες, δίχως συγκαλύψεις, συμψηφισμούς και στρογγυλοποιήσεις. Πράγμα κάθε άλλο παρά αυτονόητο για καταστάσεις ταυτισμένες με το ύψιστο ανθρώπινο δράμα της απώλειας προσώπων αγαπημένων, του βίαιου εκπατρισμού, της προσφυγιάς και όλων των σωματικών και ψυχικών πληγών…
Πάνω απ’ όλα, όμως, μακριά από την αναπόδραστη σε πολλές περπτώσεις ανάλογων έργων συναισθηματική αποστείρωση, σε περίοπτη και δεσπόζουσα θέση, θα τοποθετούσα την ψυχή και το συναίσθημα που γεννά και επιδαψιλεύει το βιβλίο σε όσους περιδιαβαίνουν με προσοχή στις σελίδες του. «Δεν υπήρχε μέρα που διαβάσαμε κάτι με τη Μαρία χωρίς να συγκλονιστούμε», λέει χαρακτηριστικά η κ. Μαρωνίτου, σε πρόσφατη συνέντευξή της. Άλλωστε, τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους, υπερβαίνοντας τις όποιες ιδιαιτερότητες και εν θερμώ αναφορές των πρωτότυπων κειμένων που ανθολογούνται. Ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες θυμούνται και όλοι -ανεξαρτήτως ηλικίας- μαθαίνουν από αυτό.
Τα δάκρυα του με μικρασιατικές καταβολές, 93χρονου σήμερα κ. Γιώργου Αμβαζά (τον ευχαριστώ θερμά που μού επιτρέπει την ονομαστική αναφορά), διαβάζοντας το βιβλίο στο μπαλκόνι του σπιτιού του, στη σκιά του Κάστρου της Μυτιλήνης, στο Κιόσκι, είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές αντιδράσεις που αλίευσα και θα ήθελα να μοιραστώ απόψε μαζί σας.
Και μια προσωπική κατάθεση. Συνήθως, όταν αναλαμβάνω τη γλωσσική- φιλολογική επιμέλεια ενός βιβλίου, προσπαθώ να αποστασιοποιούμαι από το περιεχόμενο, χωρίς όμως να αδιαφορώ γι’ αυτό, προκειμένου να μην αποσπαστώ από την κατεξοχήν εργασία μου, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει, έστω και στο ελάχιστο, την ποιότητά της. Τούτη τη φορά, όμως, δεν σας κρύβω ότι ήταν ουκ ολίγα τα σημεία στα οποία αναγκάστηκα να διακόψω, προκειμένου να βάλω τις σκέψεις και -κυρίως- τα συναισθήματά μου σε μια τάξη και να συνεχίσω την πορεία μου στα γλωσσικά-εκφραστικά μονοπάτια του βιβλίου.
Φυσικά, είναι βέβαιο ότι κάθε αναγνώστης θα σταθεί ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα σημεία, τα οποία θα διεγείρουν τη λογική και το συναίσθημά του. Επιλέγω τρία σύντομα και πολύ χαρακτηριστικά. Το πρώτο από τη σελίδα 61 και το δεύτερο από τη σελίδα 62, (αποσπάσματα από τον Ελεύθερο Λόγο της 31ης Αυγούστου του 1922 αμφότερα), με τους χαρακτηριστικούς τίτλους Λουκούμι και Τα τζιεράκια. Το τρίτο, στις σελίδες 113-114, πάλι από τον Ελεύθερο Λόγο, της 19ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Τίτλος του Το προσφυγόπουλο.
Κυρίες και κύριοι. Φίλες και φίλοι. Είθισται στις βιβλιοπαρουσιάσεις -σε σημείο που να αγγίζει, πλέον, την κοινοτοπία- να ευχόμαστε «καλοτάξιδο» στο εκάστοτε υπό παρουσίαση συγγραφικό έργο. Το παρόδοξο με το βιβλίο που σήμερα παρουσιάζουμε είναι ότι ήδη έχει ανοίξει πανιά και αρμενίζει, και μάλιστα με γοργό πλου, ασφάλεια και σταθερότητα, στη θάλασσα της φιλαναγνωσίας και της εκτίμησης του αναγνωστικού κοινού. Σαν εκείνο το ποιητικό Τρελοβάπορο του Οδυσσέα Ελύτη, που «είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο».
Συνεπώς, αντί οποιουδήποτε άλλου επιλόγου, ένα μεγάλο «ευχαριστώ» προς τις κυρίες Γρηγορά και Μαρωνίτου που με προσκάλεσαν να επιβιβαστώ κι εγώ σε αυτό το όμορφο, γερό σκαρί που έχτισαν, από το ναυπηγείο μέχρι την αποψινή επίσημη καθέλκυσή του! Και σε άλλα σπουδαία βιβλία, λοιπόν! Και σε άλλα όμορφα ταξίδια!
Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας.

1 σχόλιο:

  1. Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου: 1919-1922, Οι εφημερίδες της Λέσβου αφηγούνται, της Μαρίας Γρηγορά και της Φανής Μαρωνίτου, την 19η Νοεμβρίου 2022, στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πρότυπου ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή