Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

Και το όνομα αυτής «Αχρίδος»

Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Γράφαμε προ τετραετίας σχεδόν στην «Ελευθερία» (04.02.2018, σελ. 6η) για την εκκλησιαστική πτυχή του «Μακεδονικού ζητήματος» και αναλύαμε την πρόταση για την επίλυση του προβλήματος μέσω της (μετ-)ονομασίας της (αυτοαποκαλουμένης ως) «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» - της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας Μακεδονίας (ΠΓΔΜ)- σε «Aρχιεπισκοπή Αχρίδος», επί τη βάσει της «Συμφωνίας του Νις» (2002) και των προϋποθέσεων περί (διοικητικής) αυτονομίας μιας τοπικής Εκκλησίας τις οποίες έθεσε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η συνελθούσα τον Μάιο του 2016 στην Κρήτη. Την ίδια πρόταση επαναδιατυπώσαμε στο υπό τον τίτλο: «Η εκκλησιαστική πτυχή του «Μακεδονικού» ζητήματος. Νομοκανονική προσέγγιση» εκτενέστερο μελέτημά μας, προ τριετίας, στην εξαμηνιαία περιοδική επιστημονική έκδοση «Αχιλλίου Πόλις» (τεύχος 2, Νοε. 2019, σσ. 327-346) της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης. Έτσι, κι ενώ εν τω μεταξύ είχε ψηφισθεί η Συμφωνία των Πρεσπών που συνομολογήθηκε μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων και με την οποία δόθηκε στο γειτονικό μας κράτος η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», συνεχίσαμε να εμμένουμε στην άποψη ότι η μόνη εφικτή λύση που μπορεί να υπάρξει στη βάση ιστορικών και εκκλησιολογικών κριτηρίων είναι να ονομασθεί η Εκκλησία των Σκοπίων «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» και ο προκαθήμενός της να φέρει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων». Επεξηγώντας εν προκειμένω ότι η χρήση (ακριβώς ειπείν: ο σφετερισμός) του όρου «Μακεδονική» για την Εκκλησία των Σκοπίων θα έθιγε όχι μόνο την ιστορική, αλλά και την εκκλησιολογική υπόσταση των Μητροπόλεων της Βορείου Ελλάδος που διαθέτουν στούς τίτλους τους πατριαρχικές «υπερτιμίες» και «εξαρχίες» δοθείσες κανονικώς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά την παραχώρηση των Μητροπόλεων αυτών, το 1928, στην επιτροπική διοίκηση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ἑλλάδος.
Τέτοιους πατριαρχικούς τίτλους φέρουν οι πλείστοι εκ των Μητροπολιτών της Βορείου Ελλάδος, ως π.χ., ο Καστορίας ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανω Μακεδονίας», ο Γρεβενών ως «υπέρτιμος και έξαρχος Νοτίου Μακεδονίας», ο Λαγκαδάως «υπέρτιμος και έξαρχος Κεντρικής Μακεδονίας», ο Φιλίππων ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανατολικής Μακεδονίας», ο Γουμενίσσης ως «υπέρτιμος και έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας». Συνεπώς, η αναγνώριση της χρήσεως του (ιδίου) ονόματος «Μακεδονία» (ή παραγώγου του) για άλλη εκκλησιαστική επαρχία, και μάλιστα γειτονικού της Ελλάδος κράτους, όπως η τέως ΠΓΔΜ και νυν Βόρεια Μακεδονία, θα αποτελούσε παραχάραξη της ιστορίας και εκκλησιο-κανονική εκτροπή.
Όλα αυτά τα ήξερε και τα ξέρει πολύ καλά το πρωτόθρονο και πρωτεύθυνο στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, το οποίο ενεργώντας τα δέοντα στο πλαίσιο των ιστορικοκανονικών αρμοδιοτήτων και προνομίων του, αποδέχθηκε την περασμένη Δευτέρα την έκκλητη προσφυγή της εν σχίσματι τελούσης Εκκλησίας των Σκοπίων. Ειδικότερα αποδέχθηκε το αίτημά της για επαναφορά στη κανονικότητα υπό το όνομα της «Αρχιεπισκοπής Αχρίδος» (χωρίς τον όρο «Μακεδονική» και τα τοιαύτα) θεραπεύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την πληγή ενός σχίσματος που διήρκεσε για 55 ολόκληρα χρόνια και συγκεκριμένα από το 1967, όταν η σκοπιανή – σλαβομακεδονική εκκλησιαστική ηγεσία υπηρετώντας τα ευρύτερα πολιτικά σχέδια του καθεστώτος Τίτο για δημιουργία «μακεδονικού» κράτους, ανεκήρυξε de facto την πλήρη ανεξαρτησία της από την Εκκλησία της Σερβίας ανακηρύσσοντας μονομερώς τη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» ως αυτοκέφαλη για να γίνει έτσι από τότε φανερό ότι το «μακεδονικό» εκκλησιαστικό πρόβλημα δεν ήταν εκκλησιαστικό, αλλά – και εξ υπαρχής – πολιτικό.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανεκοίνωσε ότι «δέχεται εις ευχαριστιακήν κοινωνίαν την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό της υπό τον Αρχιεπίσκοπον κ. Στέφανον Εκκλησίας ταύτης, θεραπεύουσα την πληγήν του σχίσματος και επιχέουσα εις το τραύμα των εκείσε αδελφών ημών Ορθοδόξων «έλαιον και οίνον» (...)», εκδίδοντας προς τούτο, και τη σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη». Βάσει αυτής (της ΠΣΠ) «αναγνωρίζεται ως όνομα της Εκκλησίας ταύτης το "Αχρίδος" (νοουμένης της περιοχής δικαιοδοσίας αυτής μόνον εντός των ορίων της επικρατείας του κράτους της Βορείου Μακεδονίας), ως υπεσχέθη εγγράφως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο προκαθήμενος αυτής, αποκλείουσα τον όρον "Μακεδονική" και oιοδήτι άλλο παράγωγον της λέξεως "Μακεδονία"».
Τέλος, το Πατριαρχείο αρκούμενο στην εξέταση της εκκλήτου προσφυγής δεν υπεισήλθε πιο βαθιά στο ζήτημα αφήνοντας στο Βελιγράδι την ευχέρεια των κινήσεων για την ολοκλήρωση των διαδικαστικών του ζητήματος εναποθέτοντας («επαφίησιν») στη «Μητέρα Εκκλησία» της εκκλησιαστικής επαρχίας των Σκοπίων - ήτοι στη Εκκλησία της Σερβίας - «τη ρύθμιση των μεταξύ αυτής και της εν Βορείω Μακεδονίας Εκκλησίας (της από του νυν "Αρχιεπισκοπής Αχρίδος") διοικητικών θεμάτων, εν τω πλαισίω της ιεροκανονικής και εκκλησιαστικής παραδόσεως».
Με το άκουσμα της ανακοίνωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας (09.05.2022) οι καμπάνες πολλών ναών στη γειτονική χώρα άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα αναγγέλλοντας την ιστορική γι’ αυτούς απόφαση. Ένα σχίσμα έκλεισε, μια πληγή θεραπεύθηκε. Οι (προσ-) ευχές «υπέρ ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών» έπιασαν τόπο, δίνοντας χώρο στην ενότητα και δι’ αυτής στην αγάπη.
Θεωρούμε ότι η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επέλυσε το ζήτημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αποσοβώντας τον κίνδυνο που θα δημιουργούσε η ύπαρξη του όρου «Μακεδονία» ή παραγώγου του στην ονομασία της επανεντασσομένης στη κανονικότητα Εκκλησίας των Σκοπίων, με παρεπόμενα προβλήματα, εκκλησιαστική και πολιτικά. Το Πατριαρχείο διεφύλαξε και διεσφάλισε την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποκαθιστώντας τη βάσει των Ιερών Κανόνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου