Μωρέ, τι μας λες! Μόνη τους έγνοια, δηλαδή, οι αναγκεμένοι ήτανε; Καθόλου δεν τους ένοιαζε το ποιος θα πιάσει τα ηνία και θα κατευθύνει το κάρο, έχοντας τους περισσότερους δικούς του στη Βουλή; Ποιος θα ᾽χει τους περισσότερους από τους ανθρώπους του διορισμένους στο Δημόσιο; […] «Πονοψυχιάσανε και ήρθανε για να ταΐσουν τους φτωχούς ή για να εξασφαλίσουνε ποιος θα ᾽χει τον πρώτο λόγο στο γκουβέρνο;», της ήρθε απότομα, στην κουβέντα τους πάνω, να τον ρωτήσει, αλλά ευτυχώς κρατήθηκε. Δεν θα ’βγαινε τίποτα ακόμα κι αν τον ρώταγε. Τόσον καιρό κακός χαμός γινότανε με τους διορισμούς όλων αυτών των ξενόφερτων, μα ο Νικόλας κουνούσε το κεφάλι του και κρατούσε τ᾽ αυτιά του κλεισμένα, δεν άκουγε τίποτα, τόσο σίγουρος ήτανε ότι εκείνος ξέρει.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αθήνα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια. Έχουν προηγηθεί τα χρόνια του αγώνα ενάντια στον Τούρκο δυνάστη, οι δύο αιματηροί εμφύλιοι, καθώς και οι διάφορες μικρότερης σημασίας διενέξεις. Οι ήρωες, ελεύθεροι πλέον πολίτες κράτους, που διαθέτει ένα κατ᾽ εξαίρεση για την εποχή του δημοκρατικότατο Σύνταγμα, το Σύνταγμα της Επιδαύρου, αδυνατούν προφανώς να συνειδητοποιήσουν αυτή την κοσμογονική αλλαγή και εξακολουθούν να μάχονται με πάθος τον ίδιο τους τον εαυτό· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].
«Παιχνίδια που παίζει καμμιά φορά η τύχη. Θυμήθηκε και το ξάφνιασμα, από τη δική τώρα μεριά, όταν άκουσε τον πεθερό της, ν’ αναφέρεται σ’ αυτό το βιβλίο με τρόπο που καταλάβαινες ότι όχι απλώς το είχε διαβάσει, κυριολεκτικά το κατείχε. Ότι και καλλιεργημένος ήταν και αγαπούσε το διάβασμα το ήξερε, αλλά την Ελληνική Νομαρχία; Το βιβλίο δεν κυκλοφορούσε πια. Ο πατέρας της, άνθρωπος των γραμμάτων και παθιασμένος όπως ήταν με την πατρίδα του, είχε βεβαίως βρει ένα αντίτυπο και το φύλαγε σαν τα μάτια του μαζί με μια σπάνια έκδοση των ποιημάτων του Ανδρέα Κάλβου, αλλά ένας πάμπλουτός επιχειρηματίας, όπως ο Κωνσταντίνος Κουμάντος, άλλη έγνοια δεν είχε; Στο κάτω – κάτω ο συγγραφέας της Νομαρχίας ενάντια στους πλούσιους συμπατριώτες του, τους εγκατεστημένους στα ξένα σαν κι αυτόν, που δεν επέστρεφαν στην πατρίδα μιλούσε, σ’ όλους αυτούς που έχουν ξεχάσει τον τόπο τους. Στην τεράστια Κουμανταίϊκη βιβλιοθήκη, που εκείνη την επισκέπτονταν συχνά, το έψαξε ύστερα για να διαπιστώσει όμως ότι εκεί σίγουρα δεν υπήρχε. Αργότερα μόνον έμαθε ότι συγκαταλέγονταν στα λιγοστά βιβλία που ήταν στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του πεθερού της μαζί με την Ιλιάδα, την Κόλαση του Δάντη (δίγλωσση έκδοση), μια έκδοση με τους Ολυμπιόνικους του Πινδάρου και την Utopia του Thomas More. Ο Περικλής της είχε αναφέρει ότι ο πατέρας του μεταχειριζόταν συχνά τη φοβερή εκείνη πρόταση με την οποία ο συγγραφέας της Νομαρχίας κατήγγελλε όσους ξεχνούν την πατρίδα τους, αυτό όμως δεν σήμαινε τίποτα. Η φράση κυκλοφορούσε ευρέως, πολλοί Έλληνες που ζούσανε στη ξενιτιά την ανέφεραν, δεν χρειαζόταν να έχεις διαβάσεις το βιβλίο για να την ξέρεις».
ΙΣΜΗΝΗ ΚΑΠΑΝΤΑΗ. (2020). Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 215-216.
Η Ισμήνη Καπάνταη δεξιοτέχνις του ιστορικού μυθιστορήματος. Εξαιρετική πλοκή και απαράμμιλο λογοτεχνικό ύφος γραφής! Η Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, κορυφαίο πεζογράφημα των προεπαναστατικών χρόνων - εκδόθηκε στα 1806 - σήμερα, δια μέσου της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, έρχεται να ξαναφωτίζει τους επιγόνους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
ΑπάντησηΔιαγραφή