Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Η Ποίηση, εφέτος, είχε την τιμητική της στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Κι επειδή αύριο θα ανακοινωθούν οι βαθμοί των υποψηφίων, όσοι τουλάχιστον διαβάζουμε Ποίηση, καλό είναι να υποψιαστούμε έστω και λίγο, πόσο σημαντικό κατ’ εμέ ήταν ένα από τα ερωτήματα του Γ1 θέματος: «Ποιο ρόλο έχει η Ποίηση στην προσωπική σας ζωή;» Στα τόσα πολλά που γράφονται τις τελευταίες ημέρες, ότι δηλαδή ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό γραπτών των υποψηφίων είναι κάτω του μετρίου, έχω τη γνώμη πως οφείλει να προβληματίσει εμάς τους εκπαιδευτικούς της σχολικής τάξης, το εξής βασικό πρόβλημα: γιατί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπως διδάσκεται η Ποίηση είναι προφανές ότι δεν μαγεύει τους μαθητές. Γι’ αυτό και αρνούνται να διαβάζουν Ποίηση· όπως, βέβαια, αρνούνται να διαβάζουν και Λογοτεχνία γενικότερα. Κάτι λοιπόν λείπει. Χρόνια τώρα οι ειδικοί (κυρίως οι φιλόλογοι) ψάχνουν να βρουν την αιτία. Με τις προτάσεις όμως που πολλές φορές κάμουν, να μην δίνουν λύση στο πρόβλημα. Έχω την ταπεινή γνώμη πως από τη διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, λείπει αυτό που γράφει στο Χαμένο Κέντρο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, γράφοντας για τη Στροφή του Γιώργου Σεφέρη, λείπει η «μεταφυσική ρίζα της ζωής», με την οποία άμεσα συνδέεται η Λογοτεχνία, ειδικότερα η Ποίηση.
Νομίζω πως θα ‘χουν ενδιαφέρον αυτά που αύριο θα δούμε στις βαθμολογίες των υποψηφίων για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας. Επίσης, θα έχουν ενδιαφέρον και αυτά που σίγουρα θα διαβάσουμε από αναλυτές. Εκείνο, όμως, που άμεσα πρέπει να μας προβληματίσει είναι το γεγονός να μην ξαναμπούμε στον ίδιο δρόμο, να διδάσκουμε Ποίηση με το γνωστό τρόπο: «τι θέλει, άραγε, να πει ο ποιητής με το ποίημά του;» Αν συμβεί ξανά αυτό, τότε ας μη μας στενοχωρεί γιατί οι μαθητές μας θα συνεχίσουν να μην διαβάζουν Ποίηση· όλο και θα ξεμακραίνουμε από την ουσία του πράγματος: «η ποίηση είναι η πολυέξοδη, η δαπανηρότερη ματαιότητα, που όμως όλο και πιο δύσκολα πείθει ότι δεν είναι ανέξοδη και ελαφρόκαρδη. Είναι η φωνή που ανταρτεύει κι αφήνει πίσω της κρεουργημένες τις χορδές που την εκπέμπουν. Είναι ό,τι παραμυθητικό απομένει όταν πληθαίνει το μηδέν και δεσπόζει, κι ό,τι περιττεύει όταν υπάρχουν τα πάντα. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να κρυσταλλωθεί ο χρόνος και να κερδηθεί· μια πράξη δολιοφθοράς των ορίων, του πεπερασμένου, του βέβαιου τέλους· μια διαρκώς ατελεύτητη δοκιμή επανάκτησης του πλήρους λόγου. Η ποίηση είναι αυτό που συνεχώς ξεφεύγει ανυπότακτο και συνεχώς αυτοκαταργείται παράφορο (κι εδώ βρίσκεται η καταγωγή τού ολονέν εντονότερου πικρόχολου αυτοσχολιασμού της)», κατά πως γράφει ο Παντελής Μπουκάλας σ’ ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, (βλ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. (1996). «Η ποίηση σαν δικαίωμα δαπάνης», στο: Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Αθήνα: Άγρα, σ. 41).
Υ.Γ. Αν ήμουν φιλόλογος και δίδασκα Λογοτεχνία στη Γ΄ Λυκείου, θα πήγαινα κόντρα στο ρεύμα: «να προλάβω να τελειώσω την ύλη»· κάποιες διδακτικές ώρες, στις αρχές του διδακτικού έτους, θα τις αφιέρωνα δίνοντας στους μαθητές μου την ευκαιρία να διαβάσουν και να αναγνωρίσουν την αξία αποσπασμάτων από το Χαμένο Κέντρο του Ζήσιμου Λορεντζάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου