Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Έρως κι αγάπη

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Συγκρουσιακός ο έρωτας με την αγάπη; Είναι διαφορετική η αγάπη από τον έρωτα; Δύσκολη, πράγματι, η απάντηση. Πάντως ο έρωτας είναι βάσανος όσο και η αγάπη! Αυτό είναι το συμπέρασμα από την προχθεσινή συζήτηση που, ημέρα γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου και γιορτής του Έρωτα, είχα με μαθητές και μαθήτριές μου στην Γ΄ Λυκείου. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράξενο, οι νέοι-μας σήμερα έχουν άποψη και για τον έρωτα και για την αγάπη. Όταν ακούς μαθητή να λέει ότι ο έρωτας είναι: «βασικά… δεν ξέρω… αυτά!» και σε κοιτάζει στα μάτια με ένα βλέμμα διερευνητικό, σημαίνει πως ο 17άρης, στη μετάβασή του από την εφηβική ηλικία προς την ενηλικίωση, ψάχνει να βρει τη συλλειτουργία και τη σύνθεση έρωτα κι αγάπης. Και για να θυμηθώ εδώ την «Ωδή σ' έναν χαμένον έρωτα» του Άγγελου Σικελιανού, που ‘ρχεται και ξανάρχεται από την αντίπερα όχθη... του άλλου πελάγους..., προς το τέλος της διδακτικής ώρας, στους μαθητές και στις μαθήτριές μου, για γόνιμο προβληματισμό έδωσα ένα κείμενο του Νίκου Χ. Γιανναδάκη, ταπεινού διευθυντή του περιοδικού Παλίμψηστον κι αξέχαστου Εφόρου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, αντλημένο από το παλαιό καλό περιοδικό Αντί (τχ. 658· Παρασκευή 10 Απριλίου 1998). Πρόκειται για σχόλιό του που μεταδόθηκε από το Ρ/Σ Ηρακλείου και δημοσιεύθηκε, με τίτλο «Αυτοβιογραφικό», στην εφημερίδα Μεσόγειος του Ηρακλείου, στις 15 Φεβρουαρίου 1998, μια ημέρα μετά τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. 


Γράφει ο αξέχαστος Νίκος Γιανναδάκης: 
«Αν κάποτε με ρωτούσαν για την αγάπη, θάλεγα, έτσι, χωρίς τίποτε άλλο να σκεφτώ, τη λέξη “θάλασσα”. Είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που παρουσιάζεται με χιλιάδες πρόσωπα, που μένει κλεισμένο ερμητικά στον εαυτό-του, που κρύβει το μυστήριο μ’ ένα χάδι απαλό, που ο θάνατός του κάνει τη ζωή να ανθήσει… Την ίδια λέξη θα έλεγα και σήμερα. Ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, σαν την καλύτερη εικόνα της αγάπης. 
Μα ενώ η θάλασσα απλώνεται δίπλα-μας, η αγάπη ολοένα και πιο πολύ στην αφάνεια διολισθαίνει και χάνεται. 
Και βέβαια δεν εννοώ εδώ την αγάπη την πάνδημον, αλλά την άλλη, που μόνον αμυδρά απεικάσματά της σε τούτο τον κόσμο μπορούμε εξαίφνης να ζήσουμε. Αυτήν την άλλην αγάπη, που ο λόγος ο πλατωνικός την ονόμασε ουράνιον, νιώθουμε πως χρειαζόμαστε, όσο περνούνε τα χρόνια, σαν το αστεράκι που ο οδοιπόρος της νύχτας θέλει από τα μάτια του ποτέ να μη χάνει. Και νοιώθουμε ακόμα πως το φθάσιμο σε τούτην την αγάπη από εκείνον τον δρόμο γίνεται που ο ποιητής ακολουθεί για να βρει της ψυχής-του το δάκρυ το τετράφυλλο. 
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλοί τον έρωτα και τον θάνατο τον είδαν σαν ένα και το ίδιο πράγμα. Το απόλυτο σβήσιμο του εγώ μέσα στον Άλλον και το οποίο σβήσιμο της ύπαρξης μέσα στον Άλλο, με τη συνακόλουθη φυσική και μεταφυσική “αναβίωση” τόσο του εγώ όσο και της ύπαρξης, είναι στοιχεία σύμφυτα στη φύση και του έρωτος και του θανάτου. Και, επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλοί τον έρωτα και τον θάνατο τα είδαν σαν μια κάποιας λογής “αναχώρηση”. Στην πρώτη περίπτωση, η “αναχώρηση” παίρνει της μορφή ενός πετάγματος, από την περιοχή της τύρβης και της τριβής στην περιοχή του ονείρου της ανέκπτωτης ομορφιάς. Στη δεύτερη περίπτωση, η “αναχώρηση” παίρνει τη μορφή του “πάσχα” – της “διόδευσης”, δηλαδή, απ’ τον κοινό σταυρικό θάνατο στην υπερβαίνουσα κάθε νου ζωή
Τις μέρες αυτές ένιωσα τη λογικά ανεξήγητη επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα στη Σοφία και στον Χαραλάμπη. Είναι, όμως, παιδιά – σκέφτηκα – και είναι νωρίς, ίσως, για να τα καταλάβουν. Για αυτό λοιπόν – σκέφτηκα πάλι – καλό θα είναι να γράψω λίγα έστω από εκείνα που ήθελα να τους πω, έτσι, σαν να έγραφα ένα γράμμα, που ίσως φτάσει στα χέρια τους κάποτε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου