Αν μπορεί η φαντασία, ας συλλάβει για λίγο τη μορφή των δαιμονικών του Δωδεκαήμερου.
Ο λαός τους καλικάντζαρους ανέκαθεν τους φανταζόταν άσχημους, αδύνατους, άλλους κοντούς και άλλους πανύψηλους. Να έχουν άγρια και τερατώδη όψη ή νάναι μικρόσωμοι, τόσο όσο οι νάνοι, με σκοτεινά πρόσωπα και μαλλιά αγκαθωτά ή λιγδιασμένα και μακριά. Ο λαός ακόμα δέχθηκε στη φαντασία-του τα δαιμονικά αυτά να έχουν νύχια γαμψά και βρωμερά και ποδιά στραβά και μπερδεκλωμένα που τους κάνουν να κουτσαίνουν κωμικά και γελοία. Άλλοτε τα πόδια, που και που, είναι παραπανίσια.
Λένε πως τα χέρια-τους είναι μακριά, όπως στις μαϊμούδες και τα νύχια-τους, σ’ αυτά τα χέρια, είναι τόσο μακριά όσο και τα δάχτυλα κι έτσι τα δαιμόνια μπορούν πιο εύκολα να γδέρνουν τα πρόσωπα των ανύποπτων που κυκλοφορούν νυχτιάτικα στις ερημιές.
Η παράδοση λέει ότι όσοι καλικάντζαροι πρωτοβγαίνουν στην επιφάνεια της γης και αρχίζουν τις περιπετειώδεις εξορμήσεις-τους, έχουν κατά κανόνα πόδια τραγίσια, απεχθή, εφιαλτικά. Καμιά φορά λένε πως φορούν παπούτσια, ξυλοτσόκαρα ή υποδήματα με σιδερένιες σόλες. Συχνά φορούν με καμάρι τσαρούχια φτιαγμένα από γουρουνίσιο δέρμα. Ό,τι κρύβει την αδιάντροπη γύμνια-τους είναι κουρέλια και ράκη και πάνω απ’ αυτά καμιά φορά ρίχνουν και καμιά τσοπάνικη καπότα, για το κρύο, για το μεγαλείο, για τη γραφικότητα των ημερών ή για την εναρμόνιση με την έρημη εξοχή όπου διαβιούν.
«Είνι κατ’ αθρουπέλλια πουλύ μκρα, τσι μοιάζιν σα κάτις (=γάτες) κι οι κώλ(ι) ντουν είνι αθρουπίσ’. Έχιν ουρά μακριγιά που φτάν(ι) ίσαμι τα πουδάρια ντουν, τσι κάτου – κάτου έχ(ι) μια φούντα, κι βγάζιν κατ’ φουνές άγριγις! σα τσι’ κάτι»[1].
Όπως μας πληροφορεί η παράδοση, «ο κάθε καλικάντζαρος έχει κι από ένα κουσούρι, άλλοι μονόματοι, άλλοι ολότελα στραβοί κι άλλοι μονοπόδαροι. Στραβομούρηδες, στραβοπρόσωποι, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, με λίγα λόγια πάνω-τους θα βρεις όλων των λογιών τα σακατιλίκια». Μερικοί ελαφροΐσκιωτοι, πίστεψαν πως τούτοι μπορεί να μοιάζουν με τον διάβολο και νάναι μαύροι σαν κατράμι και νάχουν μύτες σουβλερές κι αυτιά ολόιδια κατσικίσια, ίσως και γαϊδουρινά.
Και τι δεν έχει δει ο κοσμάκης με τη φαντασία-του όταν αισθάνεται τους καλικάντζαρους δίπλα-του! Λένε πως κάποιοι τους είδαν καβάλα πάνω στο σβέρκο γαϊδάρων ή να κάθονται σαν αφέντες πάνω στις πλάτες πετεινών. Επιπλέον, απ’ ό,τι λέει η παράδοση κι απ’ ότι οι ονειροπαρμένοι θαυμαστές των αερικών, τούτοι είναι εκπληκτικά ευκίνητοι και με ευκολία αναρριχώνται σε παράθυρα και τοίχους και κάνουν βόλτες στις σκεπές των σπιτιών κι όποτε τους έρθει, μπαίνουν στην καπνοδόχο και πηδούν στο σπιτικό.
Λένε επίσης πως έχουν αδυναμία στα θηλυκά, στις κοπελιάς που βγαίνουν τη νύχτα στη γειτονιά και στις χήρες. Μάλιστα κυνηγούν και τις μαμές που λόγω της φύσης της δουλειά-των, συνήθως τριγυρνούν στα βαθιά σκοτάδια κι ο παγανός θα τις πετύχει να τρέχουν αλαφιασμένες για να λευτερώσουν καμιά κοιλοπονεμένη και τότε θα τις πειράξει και θα τις τρομάξει και θάχουν τούτες να λένε καθώς ξεμαλλιασμένες και άυπνες θα γυρίσουν στο σπιτικό-τους, για τους καλικάντζαρους που τις ενόχλησαν στα πηχτά σκοτάδια και τις κατατρόμαξαν.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΟΛΙΝΟΣ. (2018). Οι καλικάντζαροι στην ελληνική λογοτεχνία. Αθήνα: Φιλιππότη, σσ. 61-63.
[1] Οι σύντομες τούτες διαπιστώσεις γύρω από τη μορφή των καλικάντζαρων προέρχονται από τη Λεσβιακή παράδοση.
Ξυλογραφία Ι. Μόραλη. Βλ. ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ. (2006). Τα Παγανά. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 91.
Δύο αφηγήσεις για τους καλικάντζαρους από τη Λεσβιακή παράδοση. Βλ. ΝΤΟΡΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ. (1979). Νεράιδες - Καλλικάντζαροι - Βρικόλακες στις Λεσβιακές παραδόσεις. Δοξασίες και αφηγήσεις. Αθήνα: Πανεκτυπωτική, σ. 44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου