Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι.
ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Σε νέες περιπέτειες
φαίνεται να μπαίνει το μάθημα των Θρησκευτικών. Η επιμονή όσων αρνούνται την
εφαρμογή των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών (ΝΠΣ), επικαλούμενοι μόνο νομικές
αποφάσεις, δεν προέρχεται μόνο από τη γνωστή για τις θεολογικές και
παιδαγωγικές αγκυλώσεις της Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), αλλά κι από
εξέχοντες ιεράρχες της Εκκλησίας, οι οποίοι για τους δικούς του λόγους ο
καθένας – πολλά «παίζονται» όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο εκκλησιαστικό
πεδίο, με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ) - υιοθετούν την αδικαιολόγητη
κι ανελέητη πολεμική των ΝΠΣ της ΠΕΘ. Η παρέμβαση του Σεβασμιωτάτου Ναυπάκτου
και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, στην εφημερίδα (Έθνος)
δείχνει τις παλινωδίες που υπάρχουν εντός της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της
Ελλάδας[1], αφού ο εν λόγω μητροπολίτης προτείνει διάλογο της Εκκλησίας με
το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, στη βάση των προηγούμενων Προγραμμάτων
Σπουδών που ίσχυαν πριν το 2016, δηλαδή των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών,
αρνούμενος καθώς γράφει η Εκκλησία να ασχοληθεί ξανά με τα ΝΠΣ, αφού θεωρεί ότι
αυτά από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έχουν κριθεί αντισυνταγματικά (βλ.,
αποφάσεις 660/2018 και 926/2018)· προτείνοντας αόριστα βελτίωση του «προηγουμένου
Αναλυτικού Προγράμματος, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό» - επισημαίνω
ιδιαίτερα, πόσο αόριστο είναι αυτό το «πιο ελκυστικό» -
τονίζοντας παράλληλα και την εφαρμογή της ομόφωνης απόφασης της «Ιεραρχίας
της 9η Μαρτίου 2016», της οποίας ήταν εισηγητής, «διότι φαίνεται
καθαρά ότι η πρόταση και η απόφαση εκείνη ήταν η πιο ρεαλιστική και σύμφωνη με
τις αποφάσεις του ΣτΕ, και τους στόχους της νέας κυβέρνησης». Δυστυχώς, και
λυπάμαι βαθύτατα που το λέγω αυτό, θεωρούσα τον Σεβασμιώτατο Ναυπάκτου της
μέσης οδού ιεράρχη. Είναι δυνατόν να μην έχει καταλάβει ότι από το 2016 μέχρι
και σήμερα, τα ΝΠΣ έχουν αναθεωρηθεί, ύστερα από σχετικές παρεμβάσεις της ίδιας
της Εκκλησίας; Εν πάση περιπτώσει, τέτοιες πρακτικές ύστερα από τρία χρόνια
εφαρμογής των ΝΠΣ στα σχολεία, με τα όποια προβλήματά τους στη διδακτική πράξη,
περίτρανα δείχνουν τις παλινωδίες της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας για
το μτΘ. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το μτΘ, με την παραπληροφόρηση που ουκ
ολίγοι ιεράρχες, εδώ και μια δεκαετία, δέχονται από ακραίες ομάδες, εντός και
εκτός της Εκκλησίας, μπαίνει σε νέες περιπέτειες, τις οποίες υφίστανται κυρίως
οι θεολόγοι καθηγητές, οι «καθ’ ύλην
αρμόδιοι», όπως σωστά επισημαίνει ο καλός συνάδελφος και φίλος Γ.
Βαρδαβάς [Ερώτημα
ρητορικόν περί Θρησκευτικών].
Απεναντίας, η παρέμβαση του
Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας στον τηλεοπτικό σταθμό [ΣΚΑΪ]
(μετά το 1.58΄), θεωρώ πως ξεκαθαρίζει κάπως τη σημερινή κατάσταση: για την
Εκκλησία και τον διάλογο που η ίδια επιθυμεί με την Πολιτεία, για να
διαβουλευτεί σε ζητήματα των σχέσεων μαζί της, και για το μτΘ, αναμένει τη νέα
απόφαση του ΣτΕ και βάση αυτής, κατά τον ίδιο ιεράρχη, θα αποφασιστεί ο τρόπος
που (μόνο;) η Ιεραρχία θα συζητήσει με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Κι όπως κανείς καταλαβαίνει, για πολλοστή φορά, οι «καθ’ ύλην» αρμόδιοι για το μτΘ, είτε
αυτοί είναι οι σχολικοί σύμβουλοι θεολόγων, είτε οι θεολόγοι των σχολικών
τάξεων, μένουν απ’ έξω. Γνωστή αυτή η τακτική της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος, χρόνια τώρα. Έρχεται στη σκέψη μου η άποψη του Μάριου Μπέγζου, που σ’
ένα άρθρο του σε αφιερωματικό τεύχος του παλαιού καλού περιοδικού Διαβάζω στη «Θεολογία» [τχ.
251 (1990), σ. 54], σχολιάζοντας την κρίσιμη καμπή της νεοελληνικής θεολογίας
σήμερα, έγραφε πως «όταν η θεολογία δεν εκκλησιάζεται, τότε κι εκκλησία
δεν θεολογεί. Ανάμεσα στη μάνα εκκλησία και την κόρη – θεολογία εμφιλοχωρεί
κατιτί που τις αποξενώνει κάνοντάς τες αγνώριστες μεταξύ τους». Λίγα χρόνια
μετά, στα 1994, παρόμοια ήταν και η άποψη του μακαριστού π. Μιχαήλ Καρδαμάκη.
Στο βιβλίο του για την εκκλησιαστική παιδεία κι αυτός έγραφε τα εξής
αποκαλυπτικά: «έχουμε αναρίθμητους Θεολόγους, που διατηρούν ατομικές
και αφ’ υψηλού σχέσεις με την Εκκλησία, σχέσεις απόλυτα τυπικές και
ευσεβιστικές. Αλλά έχουμε και την Εκκλησία, που, δια των Κληρικών της, διατηρεί
σχέσεις αντιπαλότητος και διαστάσεως με τους Θεολόγους (εμείς η Εκκλησία –
εσείς οι Θεολόγοι)»[2].
Νηφάλιες φωνές - όπως αυτή του
κ. Δημήτριου Ν. Μόσχου, Αναπληρωτή Καθηγητή στη Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ, που σε
άρθρο του στον ημερήσιο Τύπο (Επανεκκίνηση
και μεγάλη σύνεση), τονίζει ότι το μτΘ επί μια δεκαετία τώρα, «υφίσταται
μια εκτεταμένη αναμόρφωση», με στόχο να «απευθύνεται σε όλους τους
μαθητές», αποτρέποντας παλαιές κακές πρακτικές κατακερματισμού των μαθητών,
εντός των σχολικών τάξεων, σε Ορθοδόξους και μη Ορθοδόξους - μπαίνουν στο
στόχαστρο με βάρβαρο και κίβδηλο τρόπο. Συγκεκριμένα, μετριότητες και
κιβδηλοποιοί, χωρίς θεολογικό αλλά ούτε και παιδαγωγικό ήθος, που έχουν χάσει
το μέτρο, τη γεύση και την αγωνία της αλήθειας, με σχόλια κι άλλα φληναφήματα,
με τη «ναρκωτική θρησκοληψία» που τους διακρίνει, προσπαθούν
να ρίξουν στον κάλαθο των αχρήστων[3] τον με αυταπάρνηση αγώνα που κάμουν
εκατοντάδες θεολόγοι καθηγητές, να στεριώσουν στο πολύπαθο ελληνικό
εκπαιδευτικό σύστημα, ένα μτΘ ανοικτό, με βάση την εν Χριστώ εμπειρία,
οικουμενική πέρα για πέρα, εμπειρία που βάζει στην άκρη ιδεολογήματα -
δεκανίκια ομάδων περίκλειστων στον εγωκεντρικό εαυτό τους.
Εφαρμόζοντας το ΝΠΣ στο Λύκειο,
συχνά μαθητές και γονείς με ρωτούν: ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που κάμει το
μτΘ με αυτόν τον ομαδοσυνεργατικό – βιωματικό τρόπο διδασκαλίας ενδιαφέρον[4];
Και τους απαντώ: Πρώτον, οι μαθητές μαθαίνουν να σκέφτονται, μαθαίνουν πώς να
μαθαίνουν. Δεύτερον, η «θεολογική ταυτότητα»[5] των ΝΠΣ δεν στερεί
από τους μαθητές την ελευθερία της γνώμης, της γνώσης, την ομορφιά στο να
αναζητούν πολυτροπικά οι ίδιοι το
θρησκευτικό φαινόμενο. Τρίτον, και το σπουδαιότερο, η γνώση της ορθόδοξης
χριστιανικής πίστης, προφέρεται όχι με τον γνωστό για δεκαετίες κατηχητισμό.
Ακόμη κι αν κάποιοι μαθητές δηλώνουν άθρησκοι, άθεοι, αδιάφοροι, με το ΝΠΣ
έχουν την ευκαιρία με ελεύθερο τρόπο, να γνωρίσουν ό,τι όπως η Αρχαία Τραγωδία
και Φιλοσοφία που διδάσκονται στα Αρχαία Ελληνικά και την Ιστορία, είναι
μορφωτικά αγαθά που ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά και παράδοσή μας, έτσι
και Επιτάφιος Θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής κι ο Ακάθιστος Ύμνος είναι
μορφωτικά αγαθά, αφού ως κορυφαίες και αριστουργηματικές ποιητικές συνθέσεις κι
αυτές νοηματοδοτούν τη μακραίωνη πολιτιστική κληρονομιά μας· κάποιες φορές
μάλιστα μπορούν να λειτουργήσουν και ως μια αγωνιώδη ατραπό προς την πίστη,
φτάνει αυτή η πίστη να μην τους δίνεται ως ένας εύχρηστος τυφλοσούρτης, για να
λένε ότι κάπου πιστεύουν.
Κοντά σ’ όλα τα παραπάνω, που
κάμουν το μτΘ ενδιαφέρον, είναι και μια σειρά ζητημάτων τα οποία αφορούν του
ίδιους τους νέους, ειδικότερα τους εφήβους[6]. Είναι ζητήματα που ο θεολόγος
καθηγητής, μέσω του διαλόγου με τους μαθητές, αγωνιά για το αν θα τους
προσφέρει ερεθίσματα μιας παιδείας ωφελιμιστικής ή μιας παιδείας όπου η ζωή, ως
το τελευταίο κύτταρό της έχει αξία[7], όταν λόγου χάριν λαμβάνονται υπ’ όψιν η
ειρήνη, τα επιτεύγματα των επιστημών και ο διάλογο της θεολογίας με αυτές, η
διάσωση του πλανήτη μας από την οικολογική καταστροφή, η αλληλεγγύη και η
συνύπαρξη με κάθε άνθρωπο, τον πολιτισμικά «άλλον»,
όποιος κι αν είναι αυτός, ο έρωτας και η αγάπη, η δικαιοσύνη κ.ά.
Προς τι, λοιπόν, το μένος και η
στείρα πολεμική που δέχονται τα ΝΠΣ από τους «ακραίους οπαδούς της
θεολογίας ως θρησκόληπτης καταστολής»; Γιατί οι κατήγοροι τους δεν
ξεβολεύονται από τη χρόνια βόλεψη του ενός και μοναδικού διδακτικού
εγχειριδίου, το οποίο ως τυφλοσούρτη πολλές φορές χρησιμοποιούν στη σχολική
τάξη κάνοντας το μάθημά τους; Γιατί τίμια και θαρραλέα, δίχως αγκυλώσεις και
αναστολές, δεν αναμετριούνται με το πλουσιότατο διδακτικό υλικό που προσφέρουν
σε διδάσκοντες και διδασκόμενους οι Φάκελοι
των Μαθημάτων[8], ούτως ώστε να δημιουργήσουν δικά τους μαθήματα,
βασιζόμενοι σε οδηγίες διδακτικής μεθοδολογίας, με την αντίστοιχη ακόμη
βιβλιογραφία, που προσφέρουν οι Οδηγοί
Εκπαιδευτικών, οι οποίοι αναθεωρήθηκαν τα τρία τελευταία σχολικά
έτη, ύστερα από διάλογο με την Εκκλησία; Γιατί όπως σωστά έχει υποστηριχθεί,
σοβαρά δεν συζητείται η επιτακτική ανάγκη, η θρησκευτική εκπαίδευση στο
σύγχρονο ελληνικό σχολείο να γίνει «μετασχηματιστική» και «μεταμορφωτική;»[9] λαμβάνοντας, ωστόσο, υπ’
όψιν την εμπειρία δεκαετιών γύρω από το διάλογο που γίνεται για το μτΘ[10];
Γιατί η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, δεν μπήκε
στον κόπο να μελετήσει τα ΝΠΣ[11], αλλά βασίστηκε μόνο στην παραπληροφόρηση που
της παρείχε η παραπάνω ομάδα των «ακραίων οπαδών της θεολογίας ως
θρησκόληπτης καταστολής;» Μήπως ήρθε η ώρα, μετά από αυτόν τον χρόνιο
εμφύλιο θεολογικό πόλεμο, η Ιεραρχία και γενικότερα οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας
να πάρουν ξεκάθαρη θέση και να δώσουν τέλος στις παλινωδίες τους; Ή στηρίζουν ή
δεν στηρίζουν τις αλλαγές στο μτΘ. Λογοκρισία ή διαβούλευση επιζητούν; Αν επιζητούν
λογοκρισία [Τρικυμία,
σαν μάθημα θρησκευτικών], λυπάμαι αλλά με αυτόν τον τρόπο μάλλον
έχουν ξεχάσει την αποστολή τους [Μια χούφτα
ξεθυμασμένο αλάτι]. Αν, όμως, επιζητούν διαβούλευση, αυτή είναι
αποδεκτή κι ωφέλιμη· οι απόψεις τους όμως οφείλουν να είναι ξεκάθαρες στον
διάλογο με τους «καθ’ ύλην αρμόδιους» (θεολόγους
καθηγητές), το Υπουργείο Παιδεία και Θρησκευμάτων, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής
Πολιτικής, και ειδικότερα ο διάλογος με την εκάστοτε κυβέρνηση να γίνεται στη
βάση των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας.
Με βάση τα παραπάνω, με
καλοπροαίρετη διάθεση, οφείλουμε να ανταποκριθούμε στις αλλαγές που γίνονται
στη θρησκευτική εκπαίδευση. Κατά συνέπεια, λοιπόν, τα ΝΠΣ του μτΘ συντάχθηκαν
στην παιδαγωγική αρχή της πολυπρισματικής
εκπαίδευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το αναφαίρετο δικαίωμα των Ελλήνων
μαθητών να διδαχθούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη αφαιρείται και αλλοιώνεται,
όπως συχνά λένε οι επικριτές των ΝΠΣ. Ο μύθος ότι αυτά μετατρέπουν σε θρησκειολογικό το χαρακτήρα του μτΘ, είναι
παραπλανητικός και κάλπικος. Και συνεχώς αναπαράγεται από δαύτους, διότι ο
μόνος ρόλος που επιθυμούν στο σχολείο είναι αυτός του απολογητή και κατηχητή
μαθητών. Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, «σε
ποιες πλάτες παράγεται σήμερα θεολογία και σε ποια χέρια ξεψυχά;»[12]
καθώς ορθότατα διερωτάται ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου.
[1]
Και δεν είναι καινούργιες. Θυμίζω τον αντίλογο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου
Αθηνών Χριστόδουλου για το μτΘ κατά τη δεκαετία του ’90: «Σας ερωτώ,
είναι μάθημα Θρησκευτικών αυτό που κάνουν τα παιδιά μας στα σχολεία; Είναι
μάθημα όπως το ονειρεύονται αυτοί οι δήθεν ευρωπαϊστές, οι ευρωλιγούρηδες».
[2]
π. ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΡΔΑΜΑΚΗΣ. (1994). Εκκλησιαστική Παιδεία. Η περιπέτεια ενός
οράματος. Αθήνα: Ακρίτας, σ. 50.
[3]
Κυριολεκτώ εδώ, αφού σχόλιο τέτοιου αναγνώστη σε σχετικό με το μτΘ blog,
δείχνει πόσο η «ναρκωτική θρησκοληψία» ζει και βασιλεύει στον
θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο.
[4]
Απαραίτητη εδώ είναι η υποσημείωση ότι το μτΘ πάντοτε ήταν ελκυστικό, χάρη σε
πολλούς θεολόγους καθηγητές, των οποίων η διδασκαλία δεν εξαντλούνταν μόνο στην
έκθεση θεολογικών αξιωμάτων και αρχών, ούτε στο δασκαλοκεντρικό μονόλογο, ούτε
στην τυφλή εξέταση, ούτε στον απλό βαθμό τριμήνου παλαιότερα, τετραμήνου
σήμερα, ούτε στην προβολή θρησκευτικών ιστοριών με βιντεάκια. Απεναντίας, ήταν
και συνεχίζει να είναι μάθημα ζωής, αληθινής συνάντησης των θεολόγων με τους
μαθητές τους. Πλειάδα τέτοιων θεολόγων έχουν περάσει από τις σχολικές τάξεις
και συνεχίζουν, πιστεύω, να περνούν. Αξίζει κανείς να διαβάσει το βιβλίο το π.
Αλέξανδρου Καριώτογλου, (22013). Μαθητικό Συναξάρι. Ιστορίες
παιδείας οδυνηρές και ωφέλιμες. Αθήνα: Γρηγόρη, για να επαληθεύσει την
παραπάνω άποψή μου.
[5]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ. (2013). «Η θεολογική ταυτότητα του Νέου
Προγράμματος Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών στην υποχρεωτική
εκπαίδευση», στο: http://religiouseduthraki.web.auth.gr/sites/default/files/k_Yfantis_Theologiki_taftotita.pdf [τελευταία
ανάκτηση: 22 / 07 / 2019].
[6]
Γι’ αυτό το θέμα ανεπιφύλακτα, εδώ, συνιστώ για διάβασμα το τελευταίο βιβλίο
του αγαπητού φίλου και συναδέλφου Ανδρέα Χ. Αργυρόπουλου. (2019). Ο
Θεός οι Νέοι και άλλες Rock ‘n Roll ιστορίες. Αθήνα: Αρμός.
[7]
Αξίζει να διαβάσει κανείς ένα παλαιότερο άρθρο για λύτρωσή του μτΘ από τους
γνωστούς και τότε άκρατους ευσεβισμούς. Βλ. ΑΛΕΞΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ. (1995). «Ώρα
(και πρόταση) κοινωνικής εξόδου από την ένδεια της παιδείας προς τον αληθινό
της λόγο και αιτία», στο: Έξοδος, 15(19): 19-26.
[8]
Πρόκειται για «διδακτικά εγχειρίδια» που δίνονται στους μαθητές, πραγματικές «βιβλιοθήκες», με δεκάδες αποσπάσματα από τη
θεολογική κι όχι μόνο βιβλιογραφία, τα οποία όμως δεν αποτελούν κείμενα για
αποστήθιση.
[9]
ΜΑΡΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑΣ – ΛΙΑΓΚΗΣ. (2017). «Η Θρησκευτική Εκπαίδευση στην Ελλάδα
αλλάζει: η παιδαγωγική και διδακτική καινοτομία των νέων ΠΣ», στο: Ζητήματα
Διδακτικής των Θρησκευτικών. Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Θεολόγων,
Θεσσαλονίκη, σ. 12· και: https://kmaked.pde.sch.gr/site/attachments/article/1650/praktikaSYNEDRIOU-THEOLOGIAS%20%2018-5-18.pdf [τελευταία
πρόσβαση 22 / 07 / 2019].
[10]
Ενδεικτικά αναφέρω: «Μάθημα των Θρησκευτικών. Αίτημα παιδείας ή συντεχνίας»,
στη: Σύναξη, τχ. 66 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1998). «Γιατί
“Θρησκευτικά σήμερα;» στο: Το μάθημα των Θρησκευτικών στο Ενιαίο Λύκειο.
Πρακτικά Διημερίδας, εποπτεία – συντονισμός ύλης Παντελής Καλαϊτζίδης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2000.
[11]
Η βιβλιογραφία για τα ΝΠΣ είναι εκτεταμένη. Θεολογικά και παιδαγωγικά είναι
εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη. Μακάρι οι Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδας
να τη μελετούσαν και θετικά να την χρησιμοποίησαν στα όσα λένε και γράφουν γι’
αυτά. Ενδεικτικά σημειώνω τον συλλογικό τόμο: (2013). Τα Θρησκευτικά
στο σύγχρονο σχολείο. Ο διάλογος και η κριτική για το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα
Θρησκευτικά Δημοτικού Γυμνασίου, επιμέλεια Σταύρος Γιαγκάζογλου – Αθανάσιος
Νευροκοπλής – Γεώργιος Στριλιγκάς. Αθήνα: Αρμός. Από το 2015 μέχρι σήμερα, η
βιβλιογραφία εστιάζεται σε νέες παραμέτρους των ΝΠΣ όπως οι έννοιες:
θρησκευτικότητα, θρησκευτική αγωγή, θρησκευτική εκπαίδευση,
πολυπολιτισμικότητα, πλουραλισμός, σύγχρονο σχολείο, διδακτική μεθοδολογία,
βιωματική μάθηση, οικουμενικότητα, θρησκευτική ετερότητα και, βέβαια, νέες
διαστάσεις της Ορθόδοξης θρησκευτικής εκπαίδευσης στο σύγχρονο ελληνικό
σχολείο.
[12]
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. (2005). «Προλογικό. Παιδείας παιδέματα», στη: Σύναξη,
τχ. 93 (Ιανουάριος – Μάρτιος) 8.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου