Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Γνωστό είναι πως ο Μυτιληνιός λογοτέχνης και κριτικός Ασημάκης Πανσέληνος σχετίσθηκε με αρκετούς ανθρώπους των γραμμάτων μας, με τους οποίους αρκετές φορές συμπορεύτηκε, κι ας ακολούθησαν αργότερα διαφορετικούς ιδεολογικούς ατραπούς. Όλες τις περιγράφει στο λογοτέχνημά του Τότε που ζούσαμε. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Γιώργος Θεοτοκάς. Συμφοιτητές στη Νομική Σχολή Αθηνών ήταν και οι δύο τους. Από τότε αρχίζει η φιλιά τους. Κι αυτή, από την πλευρά του Μυτιληνιού λογοτέχνη, όπως άλλωστε ο ίδιος γράφει, για κάποια στιγμή φάνηκε να περνά μια κρίση, αφού για το βιβλίο του Θεοτοκά Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, έγραψε μια «μοχθηρή κριτική». Με αυτή ο Πανσέληνος αντέκρουε τον Θεοτοκά όχι μόνο για τις ιδέες του αλλά και γιατί ο τελευταίος στο περιοδικό Ιδέα, που έβγαζε ο Σπύρος Μελάς «χτυπούσε με άκριτο τρόπο τον Βάρναλη». «Τον αποκαλούσε», γράφει ο Πανσέληνος, «αν θυμάμαι καλά, στιχουργό όπως ο Σούτσος, και θέλησα να τον πειράξω προσωπικά». Όμως, η φιλία των δύο ανδρών, με αφορμή αυτή την αρνητική κριτική του Πανσέληνου, αν και θα μπορούσε να έχει τελειώσει, έγινε πιο ισχυρή, χάρη στη γενναιοδωρία και των δύο. Ας αφήσουμε τον Πανσέληνο να μας την εξιστορήσει:
«Ο Θεοτοκάς μου μήνυσε τα παράπονά του μέσω του Μυριβήλη, αλλά εγώ ήμουν κιόλας μετανιωμένος. Αυτού του είδους οι προσωπικοί λίβελοι μου φαινόταν πάντα αταίριαστοι σε ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους ένα πνευματικό όπλο σαν τον μαρξισμό. Πέρασαν χρόνια που δεν κόντεψε ο ένας τον άλλον. Μια από τις πρώτες μέρες που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, συναντηθήκαμε τυχαία στην οδό Αλωνιών της Κηφισιάς, πλησιαστήκαμε αυτόματα, σαν να μην είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας. Κι αφήσαμε την πίκρα μας να ξεχυθεί.
- Τι θα κάνεις τώρα; Τον ρώτησα.
- Θα κρατώ σημειώσεις.
Από τότε δεν χάλασε αυτή η μικρή μας φιλία. Ο Θεοτοκάς αγαπούσε πραγματικά την ελευθερία κι εχτιμούσε την σύγκρουση ιδεών, κι αυτό ήταν όπλο ακατήχητο στα χέρια του. Ήταν συνάμα και ψυχολογικά συντηρητικός. Η αντιφατική πολιτική του ιδεολογία, έβρισκε έκφραση στην αστική δημοκρατία. Του εξασφάλιζε στο έπακρο τις φιλελεύθερες τάσεις του και κατοχύρωνε με τον ασφαλέστερο τρόπο τον κόσμο του.
Όταν ύστερα από πολλά χρόνια έβγανε το “Δοκίμιο για την Αμερική” του έγραψα ένα γράμμα πλατύ με τις παρατηρήσεις μου κι άνοιξε μεταξύ μας μια εγκάρδια αλληλογραφία για την αξία του δυτικού πολιτισμού και των πολιτισμών της Ασίας (και του άλλου κόσμου), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Συνέχεια” τεύχος 5, Ιούλιος 1973 και βγήκε σε ανάτυπα».
«Ο Θεοτοκάς μου μήνυσε τα παράπονά του μέσω του Μυριβήλη, αλλά εγώ ήμουν κιόλας μετανιωμένος. Αυτού του είδους οι προσωπικοί λίβελοι μου φαινόταν πάντα αταίριαστοι σε ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους ένα πνευματικό όπλο σαν τον μαρξισμό. Πέρασαν χρόνια που δεν κόντεψε ο ένας τον άλλον. Μια από τις πρώτες μέρες που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, συναντηθήκαμε τυχαία στην οδό Αλωνιών της Κηφισιάς, πλησιαστήκαμε αυτόματα, σαν να μην είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας. Κι αφήσαμε την πίκρα μας να ξεχυθεί.
- Τι θα κάνεις τώρα; Τον ρώτησα.
- Θα κρατώ σημειώσεις.
Από τότε δεν χάλασε αυτή η μικρή μας φιλία. Ο Θεοτοκάς αγαπούσε πραγματικά την ελευθερία κι εχτιμούσε την σύγκρουση ιδεών, κι αυτό ήταν όπλο ακατήχητο στα χέρια του. Ήταν συνάμα και ψυχολογικά συντηρητικός. Η αντιφατική πολιτική του ιδεολογία, έβρισκε έκφραση στην αστική δημοκρατία. Του εξασφάλιζε στο έπακρο τις φιλελεύθερες τάσεις του και κατοχύρωνε με τον ασφαλέστερο τρόπο τον κόσμο του.
Όταν ύστερα από πολλά χρόνια έβγανε το “Δοκίμιο για την Αμερική” του έγραψα ένα γράμμα πλατύ με τις παρατηρήσεις μου κι άνοιξε μεταξύ μας μια εγκάρδια αλληλογραφία για την αξία του δυτικού πολιτισμού και των πολιτισμών της Ασίας (και του άλλου κόσμου), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Συνέχεια” τεύχος 5, Ιούλιος 1973 και βγήκε σε ανάτυπα».
Μελετώντας κανείς την παραπάνω αλληλογραφία διαπιστώνει πως οι διακλαδώσεις της ελληνικής σκέψης - σε περίοδο όπου ο Ελληνισμός από τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας περνούσε στη δημοκρατία - ήταν πελώριες. Και λογοτέχνες όπως ο Θεοτοκάς και ο Πανσέληνος, μολονότι όπως παραπάνω ετόνισα ακολούθησαν διαφορετικούς ιδεολογικούς ατραπούς, νομίζω πως γι’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελληνικότητα, εμίλησαν καθάρια. Φτάνει να σκεφτούμε το εξής: η συγκεκριμένη περίοδος που έζησαν και οι δύο τους, για τον ελληνικό λαό χαρακτηρίζεται μια περίοδος που διατηρούσε ακόμη ένα πνευματικό προσανατολισμό, τέτοιον που μπορούσε να γεννά λογοτέχνες με χαρακτήρα και διαμέτρημα ανάλογο των προσδοκιών τους. Αυτό, κυρίως, φάνηκε μέσα από το έργο του Θεοτοκά. Και για να μιλήσω από θεολογικής πλευράς, ο Θεοτοκάς ήταν ο πρώτος που στην τότε Ελλάδα μίλησε για τη νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας, με μια γλώσσα της «επίκαιρης ανάγκης και δίψας του ανικανοποίητου». Στα υπέροχα δοκίμιά του Επιστροφή στις πηγές, Εθνική συνείδηση, το Βυζάντιο και ο Ελληνισμός, όλα δημοσιευμένα στον τόμο Πνευματική πορεία, μιλά για τα καίρια της Ελληνοορθοδοξίας, με «κατασταλαγμένη διαύγεια», μακριά από τη θολούρα του ευσεβισμού, που στην εποχή του κατέτρωγε ολάκερο το σώμα Ελληνισμού. Αυτήν την πλευρά του Θεοτοκά μπορεί να την κριτίκαρε ο Πανσέληνος, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συμβολή των δύο λογοτεχνών μας στη σπουδή και αξιολόγηση της ελληνικότητας δεν υπήρξε καθοριστική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου