«Συμπληρώνοντας τώρα το σχήμα που ζητώντας μού δόθηκε να φορέσω, επιστρέφω κι εγώ στη Θεσσαλονίκη απ’ όπου κατάγομαι και γεννήθηκα. Έρχομαι να τερματίσω στον τόπο της αφετηρίας μου. Πέρασα τους τρεις ποταμούς και πλησίασα προς μιάν άκρη του ημικυκλικού λιμένα, στο μυχό του κόλπου, όπου οι βόρειοι άνεμοι ανταμώνουν με τους μεσημβρινούς. Βλέπω, στις υπώρειες των βουνών με τις κορυφές Πατέρα, Περιστερά, Χριστός και Αδάμ, κάτω από τα τείχη του κάστρου, αμφιθεατρικά έως τη θάλασσα, όμορφα ανάμεσα στα δέντρα τα σπίτια της πόλης. Είναι πρωί, της πόλης το πρόσωπο ξεκούραστο από τον προηγούμενο κάματο, το σκεπάζουν ακόμα, με την τελευταία του ύπνου νωχέλεια, σύννεφα γεμάτα όνειρα, που μπορείς να ταξιδέψεις προς όλες τις διαστάσεις σε κάθε απόσταση. Όταν ο ήλιος ανέβηκε περισσότερο απ’ την ανατολή, φάνηκαν ρόδινοι οι καπνοί των σπιτιών. Ξυπνούσαν. Τότε θυμήθηκα τη διήγηση από ένα όνειρο που είχε δει επανειλημμένα η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, πως στο πατρικό μας σπίτι από κάτω ήταν εκκλησία θαμμένη. Της παρουσιάζονταν Σεβάσμια μορφή, που έδινε την εντολή να γκρεμίσουμε το σπίτι και να σκάψουμε, να βρούμε από κάτω την Εκκλησία».
ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ. (1987). Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση. Αθήνα: Άγρα, σσ. 152-153.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου