«Το μάτι του Μύστη ξεκρίνει και στο πιο ταπεινό σκουλήκι αλάκερο το όραμα του Θεού. Ποτέ δε θα ξεχάσω το όνειρο που είδα μια νύχτα: Ένα μαμούδι μικρό, σα μαύρη μέλισσα, γιομάτο ολοτρίγυρα από μεγάλες, μαυρογάλαζες κεραίες, δύο μικρότατα ολόμαυρα μάτια, που γυάλιζαν βαθιά, θλιμμένα, γλυκύτατα. Φόβος με κυρίεψε ιερός, σαν το Μωυσή ομπρός στη φλεγόμενη βάτο, και στάθηκα φρίσσοντας κ’ είπα: “ο Θεός!” Κι ως ξύπνησα τρομαγμένος, το προσκεφάλι μου ήτανε μουσκεμένο στα δάκρυα», (Νίκος Καζαντζάκης, (2009), Συμπόσιον, Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη, σ. 33).
Δεν θα ήταν υπερβολή η σύνδεση αυτού του αποσπάσματος με την παρακάτω αφήγηση του αγίου Γέροντα Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη: «Μια μέρα, ένα πρωινό επροχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντί σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι· ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται· μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πω, πω πω! Να ‘χα ‘ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει: Μου ήλθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον Γερο-Δημά. Ήταν η δεύτερη φορά που τα δοκίμαζα», (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, (2003), Βίος και Λόγοι, Χανιά: Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, σ. 86).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου