Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Η πολιτική ηγεσία (ανεξάρτητα από κόμματα) και η ανικανότητα των πολιτικών εγκεφάλων όχι απλά να παρακολουθήσουν αλλά και αποτελεσματικά να διαχειριστούν το ζήτημα της Μονής Σινά, θυμίζει τον Νεοϋορκέζο δόκτορα Σνακ, στο μυθιστόρημα Οι Καμπάνες του Γιώργου Θεοτοκά. Όσοι έχουμε διαβάσει τις Καμπάνες, θα θυμόμαστε τον πρωταγωνιστή τους, τον τραπεζίτη Κωστή Φιλομάτη και την αισθητή παρουσία του στο Όρος Σινά. Το δεύτερο, μάλιστα, μέρος του μυθιστορήματος έχει τίτλο «Ποιος είναι ο Δόκτωρ Σνακ;». Σε αυτό το ερώτημα, ο Θεοτοκάς μέσω του ήρωα Κωστή Φιλομάτη, δεν δίνει κάποια σαφή απάντηση, καθώς ο δόκτωρ Σνακ αποτελεί μέχρι τέλους το μυστηριακό πρόσωπο του κειμένου, του οποίου η ταυτότητα δεν διευκρινίζεται ποτέ: «[…] η διάφανη σκιά του δόκτορα Σνακ, δίχως μορφή ούτε περιεχόμενο, παράλογη, ασύλληφτη, αδιανόητη, αλλά πολύ πραγματική και αισθητή, όπως μια κρυμμένη αρρώστια που μας τρώει και δεν ξέρουμε τι είναι».
Για τις Καμπάνες έχει γράψει ένα ωραίο άρθρο ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας· με τίτλο: «Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά. Άτομο – Ιστορία – Μεταφυσική», είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Εστία, τχ 1784 (2005), σσ. 856-88. Σ’ αυτό ο Τζιόβρας υποστηρίζει ότι, ο Σνακ αντιπροσωπεύει «μια αόριστη απειλή, μια δαιμονιακή παρουσία, που τροφοδοτεί τις διαδόσεις και τη συνωμοσιολογία για πράκτορες, κατασκοπείες και διεθνή συμφέροντα», σαν κι αυτά που ακούγονται σήμερα για τη από δω και πέρα πορεία της περιοχής του Σινά, για σύγχρονους επενδυτές που θα οδηγήσουν τον κόσμο στην ευμάρεια και την ευτυχία. Ένας δηλαδή «κυνισμός του χρηματιστηρίου» και τον Σνακ, ως «άγγελο των καταστροφών», να προσπαθεί να μεταβάλει την περιοχή του Σινά σε περιοχή επένδυσης κεφαλαίων. Εδώ, θα ‘λεγα ότι ο Θεοτοκάς είναι άκρως προφητικός:
«Γνώρισμα της Βίβλου —τούτο, μάλιστα, θα σημείωνα ως το κύριο χαρακτηριστικό της— είναι ότι εφαρμόζεται κατά γράμμα σε κάθε τόπο και κάθε εποχή. Η χρυσή στάχτη του χωνευτού μόσχου του Σινά, που τον ήπιε ο λαός του Ισραήλ, κατά διαταγή του προφήτη Μωυσή, στη σημερινή μας γλώσσα λέγεται επένδυση κεφαλαίων».
Ο Τζιόβας το γράφει ξεκάθαρα πως, διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα «έχει την αίσθηση ότι η υπερβολή της γνώσης οδηγεί στη διατάραξη της ψυχικής και ηθικής ισορροπίας, ενώ η αναζήτηση μιας νέας κατεύθυνσης φαίνεται να συνοψίζεται στην άποψη» του ίδιου του Θεοτοκά:
«πως ο κόσμος έχει ανάγκη από μια πίστη πέρα από το λογικό, για να κατορθώσει να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του και, μάλιστα, για να την κάμει καλύτερη. Θα μπορούσε να είτανε μια θρησκεία ή και μια άλλη βαθιά ριζωμένη, αισιόδοξη, συλλογική βεβαιότητα, λόγου χάρη η πίστη στην αξία του ανθρώπου ή σε μια θεωρία της εξέλιξης ή ό,τι άλλο».
Οι Καμπάνες, σήμερα, με το ζήτημα της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, όπως εξελίσσεται, πράγματι, είναι ένα μυθιστόρημα: «που προσπαθεί να εκφράσει μέσα από εικόνες βιβλικών καταστροφών την εποχή της αμφιβολίας και της μεταφυσικής αγωνίας, θέτοντας το αίτημα της πίστης ως αντίδοτο στο πολιτισμικό αδιέξοδο του βιομηχανικού πολιτισμού. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ηθικής και μεταφυσικής, οράματος και φόβου, απόγνωσης και ελπίδας. Ένα μυθιστόρημα που θέλει να προβλέψει το μέλλον επιστρέφοντας στο παρελθόν, πού αρνείται το μηδενισμό και προβληματίζεται για το μέλλον της ανθρωπότητας».
Μόνο που, η πολιτική ηγεσία του τόπου μας (ανεξάρτητα από κόμματα), είναι ανίκανη να παρακολουθήσει και να διαχειριστεί ή και να προσεγγίσει τις σύγχρονες πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εξελίξεις.