Του ΜΑΝΩΛΗ Γ. ΒΑΡΔΗ
Δύο χρόνια από το έγκλημα των Τεμπών. Ήταν μία μοναδική ευκαιρία να πενθήσει συλλογικά κανείς. Νομίζω ότι την χάσαμε αυτή την ευκαιρία, διότι ναι μεν υπήρξε θλίψη και κλάμα, αλλά δεν μπόρεσε να υπάρξει συλλογικό πένθος. Πολλοί παράγοντες φρόντισαν να μην μεταβληθεί το εν Αθήναις (τουλάχιστον) παλλαϊκό συλλαλητήριο σε μία λυτρωτική παννυχίδα. Ο πρώτος ήταν οι λεγόμενοι «μπαχαλάκηδες»: ομάδες διόλου μεμονωμένες και ανοργάνωτες, αλλά με επιχειρησιακό σχεδιασμό που προκάλεσαν για μία ακόμη φορά τα όργανα ασφαλείας σε «εκκαθάριση» του χώρου από τους πάντες που θα ήθελαν να θρηνήσουν συλλογικά επί ώρες. Η συζήτηση για το εάν αυτοί είναι μεταμφιεσμένοι «ασφαλίτες» ίσως δεν έχει και τόσο σημασία, διότι το αποτέλεσμα και η κατάληξη δεν αλλάζουν. Θεωρώ πολύ πιθανό ότι σε τέτοιες ομάδες θα παρεισφρέουν και μυστικοί αστυνομικοί, όμως η βία τους είναι μία εκδήλωση πλήρους αδιαφορίας για τον κόσμο που τους περιβάλλει (αυτό φαίνεται, εάν παρατηρήσει κανείς τα videos, από τις εκφράσεις τους όταν κάποιοι διαδηλωτές τους αποπέμπουν). Είναι φορείς μίας πλήρους αδιαφορίας, σχεδόν απάθειας. Έχουν ενσωματώσει τον βίαιο ατομικισμό της κοινωνίας που τους περιβάλλει. Πραγματικά, εάν είναι κάποιος αρκούντως παρατηρητικός και ολίγον «κριτικός», δεν μπορεί παρά να δει πως τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις των ομάδων πολιτών στη διάρκεια όλου του έτους (και όχι για τα θύματα των Τεμπών) είναι ουσιαστικά αιτήματα και διεκδικήσεις διευρυμένων ατομικοτήτων. Από τα επιμέρους οικονομικά αιτήματα μέχρι τις κλαδικές κινητοποιήσεις και, εσχάτως, τα θέματα των δικαιωμάτων, έχουμε μία τεχνητή διόγκωση ατομικών (και καθόλου συλλογικών) επιθυμιών. Όπως αναφέρθηκε κάποτε και με αφορμή τις ταραχές στα γαλλικά προάστια: «οι εκπρόσωποι του κράτους; το έβαλαν στα πόδια μπροστά στους εκπροσώπους των μπίζνες. Αυτό δεν ζητούσαν οι υπερφιλελεύθεροι με όλο τους τον ζήλο; Όλα να ιδιωτικοποιηθούν, το ηλεκτρικό, οι αυτοκινητόδρομοι; Οι διαδηλωτές των προαστίων πήραν το μήνυμα. Ιδιωτικοποιούν τους δρόμους, τις γειτονιές, τις κατοικίες τους [..] Οι δημόσιοι [χώροι] από το να ξεπουλιούνται, καλύτερα να καίγονται», (δάνειο από τον Α. Πανταζόπουλο: Η Γαλλία φλέγεται; Η εξέγερση των προαστίων, εκδ. Πόλις, σ. 29).
Στα δικά μας, βέβαια, επιβιώνουν αταβισμοί, καθώς δεν καίγονται τα προάστια, αλλά σπάνε τα μάρμαρα της Μεγάλης Βρετανίας, που όπως και να το κάνει κανείς είναι ένα «σύμβολο» (sic!). Ο δεύτερος δράστης υπονόμευσης του συλλογικού πένθους είναι το ίδιο το Κράτος με τους μηχανισμούς του. Συγκοινωνούντα δοχεία. Έχουν την ευκαιρία αυτοί οι μηχανισμοί -όταν είναι «στριμωγμένοι»- να εκμεταλλεύονται το παραμικρό για να καθαρίζουν, να «μπαζώνουν» τα ενοχλητικά εδάφη: όπως με τα Τέμπη, έτσι και με την Πλατεία Συντάγματος. Ουσιαστικά, μιλάμε για δύο κόσμους που επικοινωνούν τόσο καλά μεταξύ τους, ώστε δίνουν την εντύπωση πως είναι οι ίδιοι. Δεν θέλουν τον κόσμο να παραμείνει στο συλλαλητήριο και να αποκτήσει (την όποια) συλλογικότητα του πένθους. Η συνεργασία των δύο δρώντων (μπαχαλάκηδων και Κράτους) λειτουργεί ως οιονεί βιασμός της βούλησης υπέρβασης όλων μας. Τουλάχιστον, στους πολέμους ανταλλάσσουν νεκρούς για να μπορέσουν να ταφούν με τις τιμές του θρήνου. Εδώ, δεν επιθυμούν ταφές και «μπαζώνουν». Τα υπόλοιπα περί λαθρεμπορίου, μυστικών πράξεων, μαφιόζικων πρακτικών, κυβερνητικών εγκλημάτων, συγκάλυψης, κ.λπ., είναι για να έχουμε να λέμε… μέχρι τα επόμενα.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του Θεόδωρου Καράογλου.
ΠΗΓΗ: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου