Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Εκ των υστέρων
Δύο ημέρες μετά την επιτυχημένη παρουσίαση του βιβλίου επί 4 του Τάκη Συρέλλη[1], σκεπτόμενος την ομιλία του Γιώργου Τυρίκου – Εργά και τα όσα σημαντικά είπε για τα ποιήματα της συλλογής: Το κοχύλι του κόσμου, ήρθε στο νου μου το αφοπλιστικό και ιδιαίτερα σημαντικό κείμενο για το ανθρώπινο σώμα, του ιερομονάχου Συμεών (Γρηγοριάτη) στ’ Άγιον Όρος, γνωστού στο ευρύτερο κοινό ως Περουβιανός, μιας και κατάγεται από το Περού. Δημοσιευμένο στο περιοδικό Σύναξη τχ. 4 (Φθινόπωρο 1982) σ. 51, νομίζω πως έχει την αξία του και μπορεί να συσχετισθεί με την ποιητική συλλογή: Το κοχύλι του κόσμου. Το παραθέτω αυτούσιο: «H δημιουργία είναι εκ του μηδενός. Το μηδέν το ιστόρησαν ιερογλυφικά οι Μάγια ως ένα κοχύλι. Ταυτόχρονα, το κοχύλι ήταν και το σύμβολο της γονιμότητος. Στην αρχαία μας μυθολογία από ένα κοχύλι γεννήθηκε η αγάπη, από το μηδέν θα μπορούσαμε να πούμε. Ένα μηδέν που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα που αντανακλά τον ουρανό· η ψυχή του ανθρώπου, που δεν ησυχάζει. Από το μηδέν αναδύεται η αγάπη. Το σώμα της είναι σώμα έρωτος και ομορφιάς. Το φαγώσιμο σώμα του κοχυλιού είναι κρυμμένο μέσα σ' ένα απίθανο και κόσμιο λειτουργικό “σπίτι”, το οποίο, ενσωματώνοντας πολύπλοκες μαθηματικές δομές, αυτό το μικρό ζώο έχει κτίσει… Αυτό το κρυμμένο σώμα, σώμα δόξης, φωτός και ωραιότητος, ντυμένο ευπρέπεια αφθαρσίας, μας αποκαλύπτει η ορθόδοξη εικόνα. Μας ιστορεί την πέρα από την πόρτα του μηδενός κρυμμένη Βασιλεία του Φωτός, όπου σκιές δεν υπάρχουν και όπου η προοπτική, σεβόμενη την επιφάνεια, ανοίγεται στο άπειρο. Πόσο είναι συναρπαστικές οι παράλληλες που, ξεκινώντας από την καρδιά μας, ανοίγονται και προεκτείνονται στο άπειρο πάνω στην επιφάνεια της σανίδος, κάτω από την κάθετο του Θεού. Κοχύλι είναι η Παναγία. Κοχύλι, Μήτηρ της Εικόνος. Οι βυζαντινοί αγιογράφοι χρησιμοποιούσαν το κοχύλι (το γόνιμο μηδέν) για να ανακατεύουν μέσα του το κίτρινο του αυγού με τα διάφορα χρώματά τους».
Εκ του συστάδην πολλαπλές αναγνώσεις του ποιητικού λόγου του Τάκη Συρέλλη
Όσοι με γνωρίζουν θα ξέρουν ό,τι όταν προσκαλούμαι να παρουσιάσω ένα βιβλίο, αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι, να μιλώ ως κάποιος «ειδικός». Κι αυτό γιατί οι «ειδικοί», ως επαγγελματίες του είδους γύρω από τα νεοεκδιδόμενα βιβλία, μου είναι – μάλλον - αδιάφοροι. Ας μου συγχωρέσουν τον όρο «αδιάφοροι», αλλά αυτό σχεδόν γίνεται πάντοτε: ετούτοι οι «ειδικοί», γνωρίζουν όπως θέλουν να λένε - ή τουλάχιστον έτσι διατείνονται - όλα όσα γίνονται και συντελούνται γύρω από ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε. Σ’ αυτή την παγίδα αλλιώς, ως συνήθως, κυρίως πέφτουν ουκ ολίγοι από δαύτους. Κι όταν, μάλιστα, προσκαλούνται να βιβλιο-παρουσιάσουν ποιητικό λόγο, το μόνο που πολλές φορές καταφέρνουν είναι να πέφτουν σε ακόμη μια παγίδα: δικαιολογούν την ύπαρξή τους στο πάνελ, με εκείνη την άμετρη ερμηνεία των ποιημάτων ενός ποιητή, δηλαδή, το γνωστό σλόγκαν που εδώ και δεκαετίες ακούγεται στις σχολικές αίθουσες: «τι θέλει να πει ο ποιητής;» Λες και οι ποιητές πάσχουν από εκφραστική ανεπάρκεια και χρειάζονται οι «ειδικοί» για να εξηγούν τι θέλει να πει ο ποιητής. Τέλος πάντως, αυτό είναι ένα μεγάλο κατ’ εμέ πρόβλημα, και κάποια στιγμή οφείλουμε σοβαρά να το συζητήσουμε. Όμως… «η ποίηση είναι η πολυέξοδη, η δαπανηρότερη ματαιότητα, που όμως όλο και πιο δύσκολα πείθει ότι δεν είναι ανέξοδη και ελαφρόκαρδη. Είναι η φωνή που ανταρτεύει κι αφήνει πίσω της κρεουργημένες τις χορδές που την εκπέμπουν. Είναι ό,τι παραμυθητικό απομένει όταν πληθαίνει το μηδέν και δεσπόζει, κι ό,τι περιττεύει όταν υπάρχουν τα πάντα. Η ποίηση είναι ένα τρόπος να κρυσταλλωθεί ο χρόνος και να κερδηθεί· μια πράξη δολιοφθοράς των ορίων, του πεπερασμένου, του βέβαιου τέλους· μια διαρκώς ατελεύτητη δοκιμή επανάκτησης του πλήρους λόγου. Η ποίηση είναι αυτό που συνεχώς ξεφεύγει ανυπότακτο και συνεχώς αυτοκαταργείται παράφορο (κι εδώ βρίσκεται η καταγωγή τού ολονέν εντονότερου πικρόχολου αυτοσχολιασμού της)»[2].
Ενάντια, λοιπόν, στην παγίδα «τι θέλει να πει ο ποιητής;» προσκλήθηκα εδώ με διάθεση όχι να παρουσιάσω το βιβλίο του Τάκη Συρέλλη, αλλά να ομιλήσω γι’ αυτό. Όχι, όμως, με ατάκες. Αλλά θεωρώντας τον ποιητικό λόγο του μια σταγόνα, σαν αυτές που καθημερινά τινάζονται σ’ όλες τις πέτρες των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, όπως ακριβώς τις ορίζει ο Τάκης Συρέλλης στο ποίημά του «Πέτρα του Αιγαίου»[3], νοηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο τη βιοτή μας άλλοτε με πόνο και θλίψη κι άλλοτε με αγάπη κι έγνοια για την ομορφιά. Συνεπώς, προτιμώ να ομιλήσω όχι ως «ειδικός», αλλά ως φίλος της ποίησης και των ποιημάτων του Τάκη Συρέλλη.
Η κριτική για την ποίηση του Τάκη Συρέλλη, μέχρι σήμερα στάθηκε γενναιόδωρη. Αναφέρω τον τελευταίο έπαινο που έγραψε ο Κωνσταντίνος Κορίδης, διευθυντής των εκδόσεων Ιωλκός, με τη βιβλιοκριτική του στο περιοδικό fractal· η γεωμετρία των ιδεών, τον εφετινό Απρίλιο, όπου και η ορθή αποτίμηση ό,τι ο Τάκης Συρέλλης: «γράφει για να ζει. Ζει για να γράφει».
Στο αχανές τοπίο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις ποιητών, αντί για διέξοδο ποικιλοτρόπως προσφέρει αδιέξοδο· ομιλώ για εκείνους που δεν χάνουν την ευκαιρία να κάμουν τη δυστυχία τού βίου τους ποίηση - ο Τάκης Συρέλλης φαίνεται να μην ανήκει σ’ αυτή την ομάδα. Με τα ποιήματά του καημό[4] και επιθυμία υφαίνει. Δίχως έπαρση, εξομολογείται[5].
Το επί 4 του Τάκη Συρέλλη είναι συλλογή ποιημάτων παλαιότερων και νεότερων, «καινούργιων» όπως ο ίδιος τα ονοματίζει. Πρόκειται για τη συνολική ποιητική του παραγωγή, η οποία μπορούμε να πούμε ότι συνιστά μια επιτομή της σχέσης της ποίησής του με τις διάφορες εποχές που έχει γράψει τα ποιήματά του. Από τα πρώτα ποιήματά του, που περιλαμβάνονται στο 1999 εκδιδόμενο βιβλίο Ήχοι πλάγιοι, μέχρι Τα καινούργια, η εμμονή τού ποιητή στο βίωμα, στην αποτύπωση της ζωής σε ποιητικό λόγο, δείχνει ό,τι αυτό που στην ποίηση ονομάζουμε υπαρξιακή αγωνία αποκρυσταλλώνεται σ’ όλα τα ποιήματά του, ως ποίηση ερωτική[6], ποίηση απόγνωσης[7], ποίηση μοναξιάς[8], ποίηση ελπίδας[9], ποίηση που διψά για ουρανό[10], όπως γράφει κι ο Μίλτος Σαχτούρης[11].
Υλικό των ποιημάτων του Τάκη Συρέλλη είναι η γλώσσα. Και στη μέχρι τούδε ποιητική πορεία του, καθώς φαίνεται, την κατέχει πολύ καλά. Αλλά δεν επιδίδεται σε καμιά ρητορεία. Αντιθέτως παραμένει καίριος ο ποιητικός του λόγος: τεχνουργεί στίχους με φειδώ, περίσκεψη και με μαεστρία τούς κάμει αισθητούς στον αναγνώστη που αγαπά και διαβάζει ποίηση.
Κατά τον ίδιο τον ποιητή Τάκη Συρέλλη, ο έρωτας και η αγάπη, στην ολότητά τους, κι όχι διχοτομημένα υπαρξιακά μεγέθη του ανθρώπου, όπως πολλοί άγευστοι και αμύητοι στον έρωτα και την αγάπη συχνά πυκνά τα βιώνουν, διαφαίνονται σε δέκα ποιήματα της παρουσιαζόμενης εδώ απόψε ποιητικής συλλογής. Ο έρωτας και η αγάπη, λοιπόν, ως γυμνό σώμα – εδώ η λέξη σώμα νοηματοδοτεί ολάκερη την ανθρώπινη ύπαρξη· ας ξεφύγουμε, επιτέλους, κάποια στιγμή, από ακόμη μια διχοτόμηση της ανθρώπινης ύπαρξης, σε ξεχωριστό σώμα και ξεχωριστή ψυχή - πρόκειται για προσωπική μέθεξη του ποιητή στον έρωτα και την αγάπη, με συγκλονιστικές εμβιώσεις παρμένες από φωνές βυζαντινές[12], για να χρησιμοποιήσω ακόμη δύο λέξεις κλειδιά του Τάκη Συρέλλη, οι οποίες δείχνουν και την οικείωσή του με τη χριστιανική θεώρηση του έρωτα και της αγάπης, τολμώ να πω ότι είναι μέτοχος μιας «ασκητικής ευαισθησίας» – ο έρωτας και η αγάπη, λοιπόν, ως «αγκάλιασμα», «πέταγμα», «βουή ασμάτων», «θαύμα της όρασης», «πνοή», «ομορφιά της γραφής», «ουράνιο τόξο», «επερχόμενη καταιγίδα» κι «Ανάσταση», εμπνέει τον Τάκη Συρέλλη. Η σημειολογία αυτών των δέκα ποιημάτων του από τη συλλογή Ήχοι πλάγιοι[13] καταδεικνύει ότι η συνειδητή μόνωσή του, καθορίζει και την ποιητική του ταυτότητα, στον τόνο της απόλυτης μοναχικής ερωτικής παράδοσής του «στο θαύμα της όρασης»[14].
Ο ποιητής Τάκης Συρέλλης, λειτουργός μιας γλώσσας όπου δονείται σύμπασα η ανθρώπινη ύπαρξη, με νου, ψυχή και σώμα, τόσο στα παλαιότερα όσο και στα νεώτερα, Τα καινούργια ποιήματά του, με συναισθηματική διάχυση σαν «ταξιδευτής του σήμερα», με το νου να πορεύεται ως «όνειρο στο κύμα»[15] επιθυμώντας (σαν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη;) στο βυθό της θάλασσας να χαθεί και, ταυτόχρονα, στα ύψη να βρεθεί[16]. Ετούτος ο παραδαρμός, μέσα στον αδέκαστο χρόνο, τελικά βιώνεται και τσακίζεται στο χάος[17]. Ποιητικός λόγος, προσφιλής στον ποιητή, που καλεί τον αναγνώστη στον γοητευτικό κόσμο της αινιγματικότητας.
Οι εκ του συστάδην πολλαπλές, τον τελευταίο καιρό – για να ετοιμάσω την αποψινή ομιλία – αναγνώσεις των ποιημάτων του Τάκη Συρέλλη, ως μη «ειδικού», όπως και στην αρχή ετόνισα, αλλά ως φίλου της ποίησης, με οδήγησαν σε δύο διαπιστώσεις. Η πρώτη παραπέμπει στον γνωστό δοκιμιογράφο και ποιητή Νικόλα Σεβαστάκη, που σ’ ένα δοκίμιο για τη σοφία της εποχής μας, ενώ θεωρεί πως η κοινωνία μας είναι αντιποιητική, δεν διστάζει να πει ότι κάθε ποίημα «ερεθίζει τις δυνατότητες της γλώσσας, τις προκαλεί να εκδηλωθούν λυτρωτικά»[18]. Η δεύτερη διαπίστωση παραπέμπει στην ποιήτρια, φιλόλογο και πανεπιστημιακό Άντεια Φραντζή, η οποία σε μια μικρή μελέτη που έγραψε για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, σωστά υποστηρίζει ότι: «θα πρέπει κάποτε ν’ αρχίσουμε να αισθανόμαστε τον κόσμο μας και μέσα από την ακύρωσή του και τους ποιητές να τους αγαπάμε – αν τους αγαπάμε – μέσα από τις πραγματικότητές τους»[19]. Κι αυτή η πραγματικότητα του ποιητή Τάκη Συρέλλη είναι η εξής: όσο κανείς διαβάζει τα ποιήματα του επί 4, σιωπηρά αναγνωρίζει τη στιχουργική ευχέρειά του. Όμως, αναγνωρίζει και κάτι ακόμη: ό,τι χρέος του ποιητή, όταν περατώνει ένα ποίημά του είναι και η προσέγγιση της πεμπτουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης, που άλλη δεν είναι από την καρδιά. Με το δικαίωμα του ποιητή να την αγγίζει, να την κάμει να αγαπά την ομορφιά και την αξία που έχει η ζωή.
[1] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του Τάκη Συρέλλη επί 4, στη Δημοτική Πινακοθήκη Μυτιλήνης (Αρχοντικό Χαλίμ Μπέη), την 25η Ιουλίου 2010. Έτερος ομιλητής ήταν ο Γεώργιος Τύρικος – Εργάς, Φιλόλογος και Συγγραφέας. Την εκδήλωση οργάνωσε το βιβλιοπωλείο Book and Art και συντόνισε ο Θεόδωρος Παραδέλλης, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου.
[2] ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. (1996). «Η ποίηση σαν δικαίωμα δαπάνης», στο: Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Αθήνα: Άγρα, σ. 41.
[3] ΤΑΚΗΣ ΣΥΡΕΛΛΗΣ. (2019). «Πέτρα του Αιγαίου», στο: επί 4. Αθήνα: Παρουσία, σ. 40.
[4] «Βυζαντινή φωνή», αυτόθι, σ. 10
[5] «Στις θάλασσες η ρίζα μου είχα», αυτόθι, σ. 55.
[6] «Ελένη», αυτόθι, σ. 47.
[7] «Ότι αγαπάς φεύγει νωρίς», αυτόθι, σ. 66.
[8] «Το ακρογιάλι», αυτόθι, σ. 19.
[9] «Νέα αρχή», αυτόθι, σ. 72.
[10] «Δίχως πυξίδα», αυτόθι, σ. 48.
[11] «[…] μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό / κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί, / όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό / Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!». Μίλτος Σαχτούρης, (1996). «Το ψωμί», στο: Ποιήματα (1945-1971), Αθήνα: Κέδρος, σ. 144.
[12] ΤΑΚΗΣ ΣΥΡΕΛΛΗΣ. «Βυζαντινή φωνή», επί 4, σ. 10.
[13] Αυτόθι, σσ. 19-29.
[14] Αυτόθι, σ. 21.
[15] «Σε ρυθμούς δορυφόρου», αυτόθι, σ. 83.
[16] «Όνειρο στο κύμα», αυτόθι, 86.
[17] «Άτιτλο», αυτόθι, σ. 87.
[18] ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ. (2000). «Το ποίημα δεν έχει απάντηση», στο: Η αλχημεία της ευτυχίας. Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής μας. Αθήνα: Πόλις, σ. 89.
[19] ΑΝΤΕΙΑ ΦΡΑΝΤΖΗ. (1988). Ούτως ή άλλως. Αναγνωστάκης – Εγγονόπουλος – Καχτίτσης – Χατζής. Αθήνα: Πολύπτυχο, σ. 41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου