ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, (2016), Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών. Πιάνω γραφή και γράφω – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι -1, Αθήνα: Άγρα.
Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Οφείλω να ευχαριστήσω τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Teriade και την Συνύπαρξη και Επικοινωνία στο Αιγαίο για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο του κ. Παντελή Μπουκάλα, συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφου του οποίου το έργο και τις επιφυλλίδες του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, χρόνια παρακολουθώ και διαβάζω με ενδιαφέρον[1].
Πλουσιότατος είναι ο αμητός για το δημοτικό τραγούδι, από την εποχή του Ρομαντισμού (μέσα 19ου αιώνα) και της πρώτης απόπειρας κατάρτισης συλλογών από τον Γάλλο φιλόλογο και ιστορικό Κλωντ Σαρλ Φωριέλ, που σε δύο τόμους στα 1824-1825 συνέλεξε δημοτικά τραγούδια – ο Φωριέλ αν και δεν επισκέφθηκε ποτέ την επαναστατημένη τότε Ελλάδα κατάφερε να δημοσιεύσει την πρώτη βασική συλλογή δημοτικών τραγουδιών· το χεράκι σ’ αυτήν την καταγραφή έβαλε κι ο κορυφαίος λόγιος του Νέου Ελληνισμού Αδαμάντιος Κοραής[2] – μέχρι και σήμερα. Η νεότερη, ωστόσο, βιβλιογραφία για το δημοτικό τραγούδι είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς τίτλους μελετών: Δημοτικό τραγούδι. Προβλήματα καταγωγής και τεχνοτροπίας, του Κώστα Ρωμαίου, (Αθήνα 1979)· Το δημοτικό τραγούδι, του Στίλπωνα Κυριακίδη, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1990)· Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, του Ερατοσθένη Καψωμένου, (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 31996)· τα Ακριτικά δημοτικά τραγούδια. Σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή σημειογραφία, του Κωνσταντίνου Μάρκου, (τόμοι 2, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995-1996)· Το δημοτικό τραγούδι. Παραλογές, με επιμέλεια του αξέχαστου Γιώργου Ιωάννου, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1996)· Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, (εκδ. παρουσία, Αθήνα 31998)· Η διδασκαλία του δημοτικού τραγουδιού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, του Μανόλη Γ. Βαρβούνη, (εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1998)· και, βέβαια, την ανθολόγηση δημοτικών τραγουδιών, Της ξενιτιάς, (επιμέλεια G. Saunier, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1983)· Κλέφτικα, (επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2000). Στις τελευταίες, ωστόσο, μελέτες για το δημοτικό τραγούδι, εντάσσεται και εκείνη του Γιώργου Καραμπελιά με τίτλο: Το δημοτικό τραγούδι. Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του Νεώτερου Ελληνισμού, (εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017).
Στο ασφυκτικό δεκάλεπτο που έχω στη διάθεσή μου να σας μιλήσω για το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα, είναι αδύνατον να εξαντλήσω το περιεχόμενο των 600 περίπου σελίδων του, συμπεριλαμβανομένων και των υποσημειώσεων, με κατατοπιστικές παραπομπές σε βιβλιογραφία.
Για να είμαι, όμως, συνεπής προς τους διοργανωτές και προς τον συγγραφέα, θα τολμήσω να καταθέσω στην αγάπη και την υπομονή σας τρία βασικά στηρίγματα, τα οποία αποτελούν και τρεις βασικές αρετές του βιβλίου, καθιστώντας το έτσι άκρως πρωτότυπο τόσο για τη φιλολογία, τη λαογραφία, όσο και για τη δοκιμιογραφία.
Αποτελεί, τωόντι, μεγάλο το εγχείρημα του πολυγραφότατου συγγραφέα που έφερε εις πέρας ένα τέτοιο έργο, το οποίο προκαταβολικά πιστεύω ότι για τις επόμενες γενιές ερευνητών επάνω στο δημοτικό τραγούδι θα καταστεί έργο αναφοράς, αφού παρέχει πλουσιότατη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και, βέβαια, με καίριο τρόπο εντάσσεται σ’ εκείνες τις γραφές γκρεμίσματος του γνωστού στερεότυπου ότι το δημοτικό τραγούδι, καρπός της λαϊκής παράδοσής μας, σε αντιδιαστολή με τη λόγια, πάντοτε θεωρούνταν υποδεέστερο.
Η πρώτη, λοιπόν, βασική αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι μελετά το δημοτικό τραγούδι, στη μακρά διαχρονία του, ως ένα σημαντικό «προίκισμα», δηλαδή, να δύναται ο άνθρωπος να φτιάχνει πράγματα που, αν αυτός δεν τα έφτιαχνε, δεν θα γίνονταν ποτέ. Τέτοιο προίκισμα είναι το δημοτικό τραγούδι, το οποίο ενώ έχει βαθιά ριζώματα στην παράδοση του ελληνικού λαού, από την αρχαιότητα και δώθε, δυστυχώς «μαγαρίστηκε» καθώς λέγει ο συγγραφέας από κάθε «ελληνοκάπηλο κιβδηλοποιό» - έτσι για να ταιριάξει όπως αυτός ήθελε την εθνικοφροσύνη του. Ορθότατα στην περίπτωση αυτή ο κ. Μπουκάλας υποστηρίζει το εξής: «με ποια εφόδια να κρίνουμε λοιπόν, σαν ελλανόδικος επιτροπή σε οικουμενικά πολιτισμικά καλλιστεία, τι θα μετρούσαμε και πως θα το ζυγίσουμε, ώστε να αποδώσουμε τα πρωτεία; Και υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος – πέραν των όσων υπαγορεύουν οι αλληλοεξερεθιζόμενοι εθνικισμοί – να τα αποδώσουμε;» διερωτάται στη πολυσέλιδη εισαγωγή του (εκατό περίπου σελίδες). Και ευθέως, χωρίς περιστροφές απαντά: «δεν βλέπω κανένα. Η ελληνική δημοτική ποίηση έχει να καυχιέται για τα εξαιρετικά από κάθε άποψη δημιουργήματά της σε όλες τις κατηγορίες, στα ακριτικά, τα κλέφτικα, της αγάπης, της ξενιτειάς, τα μοιρολόγια, και στα δίστιχά της βέβαια. Τι περισσότερο» (σσ. 55-56). Όμως, δεν είναι μόνον οι ελληνοκάπηλοι κιβδηλοποιοί που υπεραμύνθηκαν της αξίας της δημοτικής ποίησης, υπήρξαν και εκείνοι, της αντίπερας όχθης, που την υποτίμησαν. Αναφέρει έναν ο συγγραφέας. Τον Ηπειρώτη καθηγητή Κωνσταντίνο Ζήσιο, που σε ένα από τα έργα του, το Γλώσσα κομψή και γλώσσα συρφετώδης, στα 1915, με «χολερική ακρότητα» όπως λέγει ο κ. Μπουκάλας χαρακτήριζε τη δημοτική ποίηση χυδαία (σσ. 60–61) Επιτρέψτε μου, εδώ, να σημειώσω το εξής: τέτοιες αναθυμιάσεις, όπως η τελευταία, που σηκώνουν σκόνη ακροτήτων, δεν μπορεί να μην έχουν την απάντησή τους. Πέραν της χολερικής ακρότητας, καλόν είναι εδώ να υπενθυμίσω τον ακριβό λόγο του Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος καυτηρίαζε απόψεις που ήθελαν καθετί που προέρχεται από την παράδοση του ελληνικού λαού να είναι υποδεέστερο και υποτιμημένο. Γράφει ο Πικιώνης σ’ ένα κείμενό του: «να ζει μέσα του ο θείος σπόρος. Ζει η πανάρχαια λαλιά του. Και ρυθμοί και μέλη και σχήματα και ουσίες απ’ τους πανάρχαιους χρόνους, όπου τούτα ήταν ορισμένο να συλληφθούνε και που αν πέθαιναν ουδ’ ο Θεός ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τ’ αναστήσει»[3].
Έρχομαι τώρα στη δεύτερη αρετή του βιβλίου. Ο συγγραφέας μελετά την ποιητική γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών πιστεύοντας ότι δεν είναι μόνο «μουσικοποιητική τέχνη» αλλά και «αναπαραστατική». «Λόγια είναι και τα τραγούδια· λέξεις που τις θέλουμε ιαματικές, μα μπορεί να αποδειχθούν ατελέσφορες», γράφει. Και συνεχίζει: «αλλά τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι μόνο λέξεις. Είναι τριαδικά, τρισυπόστατα: Λόγος, Μέλος, Χορός. Είναι πλουτισμένα με τη μουσική τους και, τις περισσότερες φορές, έχουν το χορό να τα ιστορεί, και να οδηγεί συχνά τα βήματά του αντίθετα προς το περιεχόμενο: πικρό το νόημα, αλλά ο χορός ανοίγει το σώμα, το αναπτύσσει μέσα στο πείσμα του και στην επιμονή του» (σ. 103). Επιτρέψτε μου, εδώ, ένα ερμηνευτικό σχόλιο στα γραφόμενα του κ. Μπουκάλα. Φρονώ ότι η δημοτική ποίηση έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή, την οποία συντηρεί και ολοκληρώνει. Ετούτο, άλλωστε, το γεγονός αφ’ ενός φανερώνει ο συνοδεύων ρυθμός και χορός και αφετέρου η δραματικότητα του περιεχομένου το οποίο αναπαριστά. Και μιας ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δημοτικού τραγουδιού, κοντά πάντα στη μουσική και στο στίχο, εκφράζει και τον καημό «που επιμένει στη δημοτική ποίηση». Μια ποίηση, που κατά τον συγγραφέα «δεν διστάζει να αυτοσχολιασθεί και να αυτοκριθεί, ελευθερόφωνη όπως είναι και ελευθερωτική» (σ. 106). Εδώ, βρίσκεται και το «τεράστιο γλωσσικό εργαστήριο», εκείνο το «δοκιμαστήριο νέων λέξεων» (σ. 107), με τις αντίστοιχες νέες γραμματικές «παρεκτροπές», τις οποίες ο συγγραφέας μελετά στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του. Τα παραδείγματα που παραθέτει πολλά· πρόκειται για ένα «κοιμητήριο λέξεων» «όλης της ελληνικής» (σ. 132), που είναι απέραντο και προέρχεται από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, με τις γνωστές παραλογές, σωσμένα απ’ όσους τα κατέγραψαν, όπως λόγου χάριν ο Ν. Γ. Πολίτης, ο Νουάρος Μιχαηλίδης, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κ.ά.
Μια μικρή αναφορά «στον κόσμο των μοιρολογιών» νομίζω ότι είναι επιβεβλημένη για να κατανοήσουμε πώς ο συγγραφέας προσεγγίζει το δημοτικό τραγούδι, δίχως να το ξεκαρφώνει από τις συντεταγμένες του κόσμου μας και δίχως να παραβλέπει το κύλισμα της μακράς ιστορίας του σε παρελθόντες χρόνους. Τα μοιρολόγια, λοιπόν, είναι τραγούδια που δεν χορεύονται. Τραγουδιούνται στο ξόδι, στην έξοδο του νεκρού. Είναι εκείνη η δημοτική ποίηση που «η γλώσσα της βαθιάς λύπης, επί θανάτου, είναι ένα ουρλιαχτό. Ή η σιωπή», σχετίζονται δηλαδή με την «κουλτούρα του θανάτου» (σ. 154), σημειώνει ο κ. Μπουκάλας.
Μια μικρή αναφορά «στον κόσμο των μοιρολογιών» νομίζω ότι είναι επιβεβλημένη για να κατανοήσουμε πώς ο συγγραφέας προσεγγίζει το δημοτικό τραγούδι, δίχως να το ξεκαρφώνει από τις συντεταγμένες του κόσμου μας και δίχως να παραβλέπει το κύλισμα της μακράς ιστορίας του σε παρελθόντες χρόνους. Τα μοιρολόγια, λοιπόν, είναι τραγούδια που δεν χορεύονται. Τραγουδιούνται στο ξόδι, στην έξοδο του νεκρού. Είναι εκείνη η δημοτική ποίηση που «η γλώσσα της βαθιάς λύπης, επί θανάτου, είναι ένα ουρλιαχτό. Ή η σιωπή», σχετίζονται δηλαδή με την «κουλτούρα του θανάτου» (σ. 154), σημειώνει ο κ. Μπουκάλας.
Είναι βέβαιο ότι όταν καλείσαι να παρουσιάσεις ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το τό αγάπησες πολύ, δεν το βρήκες δηλαδή μόνο ενδιαφέρον, έστω και σε σύντομο χρόνο απαιτείται να δώσεις το καλύτερό σου εαυτό σ’ αυτά που θα πεις. Δεν σας κρύβω ότι ολόκληρος ο μήνας Ιούνιος κύλησε μελετώντας σελίδα - σελίδα το πόνημα του κ. Μπουκάλα. Δεν σας κρύβω, επίσης, ότι αρκετές φορές έψαχνα και τον τεράστιο πλούτο των υποσημειώσεων και της βιβλιογραφίας που παραθέτει. Αυτό κι αν δείχνει πόσο «υψηλής αισθητικής πραγμάτευσης» είναι ετούτο το βιβλίο. Ιδιαίτερα το τρίτο κεφάλαιό του, Τα ρήματα της αγάπης (σσ. 267-392), το σημαντικότερο κατ’ εμέ. Γιατί φανερώνει το βαθύτερο νόημα των όσων γράφει ο συγγραφέας για το πάθος των συνθέτων λέξεων και επιθέτων στη δημοτική ποίηση. Και για να τεκμηριώσει τις απόψεις τους ψάχνει προσεκτικά τα γραπτά και τα λόγια των άλλων, του Κωνσταντίνου Σάθα, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Λίνου Πολίτη, του Γιώργου Κεχαγιόγλου, του Ιωάννη Κακριδή, της Παλατινής Ανθολογίας κ.ά., για να δει το χέρι που τείνει, ποια προσέγγιση επιδιώκει. Πρόκειται για μια ακόμη αρετή του βιβλίου, την τρίτη, και με αυτή τελειώνω την ομιλία μου. Οι αναφορές του για τη χρήση συνθέτων στη δημοτική ποίηση πολλαπλές. Ακόμη και στην αγιολογία με ιδιαίτερη άνεση καταφεύγει ο συγγραφέας, αφού καταγράφει το παράδειγμα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, αγίου πράου και ζωγράφου του ποιητικού λόγου, ο οποίος δεν δίσταζε να στηλιτεύει όσους γλεντοκοπούσαν σε ναούς μαρτύρων, επιδιδόμενοι έτσι στην τυμβωρυχία, αποκαλώντας τους «τυμβολέτες» και «γάστρωνες», δηλαδή τυμβωρύχους και κοιλαράδες, (σ. 293).
Ανάμεσα στις εκατοντάδες ή πολλές χιλιάδες των δημοτικών ποιημάτων, σημαντική θέση για τον συγγραφέα κατέχει και «η Αγαπώ» (σσ. 346 κ.ε.), που μάλλον πρόκειται για ουσιαστικοποίηση ρήματος με χρήση άρθρου με αναφορική σημασία, και που απαντά σε δημοτικά τραγούδια από τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με μια πρώτη απογραφή που συνέταξε ο Αλέξης Πολίτης και που δίστιχό της βρίσκουμε και σε χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, (σ. 323). Καλοί, εδώ, για τον συγγραφέα βιβλιογραφικοί οδηγοί οι γνωστοί μελετητές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, ο Ε. Legrand, o Μανούσος Μανούσακας, ο Catharinus Dulsis, μαθητής του Μαρτίνου Κρούσιου.
Το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα έτυχε θετικών κριτικών. Σταχυολογώ δύο, αυτή της Αικατερίνης Πολυμέρου - Καμηλάκη στο ΒΗΜΑ, και εκείνη της Ανθούλας Δανιήλ στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ. Επίσης, το βιβλίο εκδιδόμενο από τις καλύτερες κατ’ εμέ εκδόσεις: Άγρα, και στο πολυτονικό.
Έχω την γνώμη ότι και στους επόμενους τόμους που θα ακολουθήσουν, με γενικό τίτλο Πιάνω γραφή και γράφω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι, με μελέτες όπως Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση, Ο Διάκος της ιστορίας και των δημοτικών τραγουδιών. Πως αποθανάτισαν τον αγωνιστή του ’21 η λαϊκή μούσα, οι ιστοριογράφοι και επώνυμοι ποιητές, κ.ά., ο συγγραφέας θα απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα που σχετίζονται με το παραδοσιακό εν γένει τραγούδι[4], όπως: Τι νόημα έχει στις μέρες μας η αποζήτηση στο δημοτικό τραγούδι της έννοιας της παραδοσιακότητας; Και κατά πόσο αυτή η αποζήτηση αφορά τον σημερινό Έλληνα; Επίσης, κατά πόσο το δημοτικό τραγούδι, ενώ αναπολεί το πλούσιο ιστορικό παρελθόν του Ελληνισμού, μπορεί να παίξει σήμερα κι έναν άλλον ρόλο πέραν του διακοσμητικού;
[1] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του Παντελή Μπουκάλα, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα· στον αύλειο χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Teriade (30 Ιουνίου 2017).
[2] Για το θέμα κατατοπιστική είναι η μελέτη του ΑΛΕΞΗ ΠΟΛΙΤΗ, (1999), Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Αθήνα: Θεμέλιο.
[3] Δ. ΠΙΚΙΩΝΗΣ, (1999), «Το πρόβλημα της μορφής», στο: Κείμενα, πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου, επιμέλεια Αγνή Πικιώνη – Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ. 220.
[4] Τα ερωτήματα τίθενται με καίριο τρόπο στο προλογικό σημείωμα του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, (2005), «Περί ασμάτων καινών, κενών και άλλων», στη: Σύναξη, τχ. 95, (Ιούλιος – Σεπτέμβριος), σ. 3, [τεύχος αφιερωμένο στο τραγούδι].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου