Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
2021, το πατήσαμε όπως έλεγε η μακαρίτισσα γιαγιά μου. Αφιερώμενο στη μνήμη κι όχι στη γιορτή όπως λαθεμένα μάς επέβαλαν όσοι ελέγχουν τον πνευματικό μας βίο, έφτασε στο τέλος του. Πολλά σπείραμε σε αυτήν την μνήμη: συνέδρια, ημερίδες, μουσικές εκδηλώσεις, εκθέσεις, εκδόσεις βιβλίων και λευκωμάτων, εκπομπές στην κρατική και ιδιωτική τηλεόραση, διαγωνισμούς στα σχολειά και τα πανεπιστήμιά μας, κι άλλα πολλά. Το καίριο, όμως, ερώτημα είναι τι τελικά θερίζουμε; Έχω τη γνώμη πως θερίζουμε ολίγα, ελάχιστα. Η Επανάσταση του 1821, δυστυχώς δεν συγκινεί το λαό μας. Συγκινεί μόνο λίγους, όσους καταγίνονται με την ιστορική επιστήμη, τους ειδικούς όπως συνηθίζουμε να λέμε αλλά και τους φιλίστωρες, ελάχιστοι καθώς είναι.
Από τη μνημοσύνη των 200 χρόνων της Επανάστασης του 1821, από το 2021 προς το 2022, ο χρόνος έρχεται να μας θυμίσει άκομη ένα συνταρακτικό ιστορικό γεγονός, ιδιαίτερα τραυματικό κι αυτό, τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Το 2022, λοιπόν, θα είναι αφιερωμένο στο τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η οποία θάφτηκε μέσα σε φωτιά και αίμα με τη Μικρασιατική Καταστροφή του ‘22. Και το 2022 θα γίνουν πάρα πολλά. Έχουν σχεδιαστεί κι ετοιμάζονται. Του χρόνου, τέτοια ημερομηνία 31η Δεκεμβρίου 2022, «να μας έχει ο Θεός γερούς / πάντα ν’ ανταμώνουμε / και να ξεφαντώνουμε βρε / με χορούς κυκλωτικούς / κι άλλο τόσο ελύθερους σαν ποταμούς», όπως τραγουδά ο Νιόνιος, θα είμαστε ξανά εδώ για να κάνουμε τον απολογισμό μας. Ελπίζω να μην είναι ένας απολογισμός που θα αφορά μόνο τους ειδικούς, τους ιστορικούς. Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι πιο κοντά μας. Είναι οι γονείς και οι παππούδες μας. Αναπνεύουμε και ζούμε με τον τρόπο που έζησαν στις πατρογονικές τους Μικρασιατικές εστίες, τις αλησμόνητες και γιατί όχι αλύτρωτες πατρίδες, πριν την Καταστροφή, πριν τη φυγή και την προσφυγιά τους σε τόπους αφιλόξενους, όπως λέει η ιστορική έρευνα, της μητροπολιτικής Ελλάδας, τόπους που, όμως, ρίζωσαν και μεγαλούργησαν. Θυμάμαι τον παππού μου, αν και Στερεολλαδίτης, γεννημένος στα 1895, να μου διηγείται ιστορίες, σαν παραμύθι, από τη συμμετοχή του στον Ελληνοτουρκικό Πολέμο του 1919-1922.
Κλείνοντας τις παραπάνω σύντομες σκέψεις μου, στον απλό φιλίστωρα θα συνιστούσα, έστω και τώρα, στη μετάβαση από τη μνημοσύνη του 1821 προς τη μνημοσύνη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, το διάβασμα τεσσάρων από τους πιό σημαντικούς κατ’ εμέ τόμους που αφορούν στην Εθνική μας Παλιγγενεσία. Ποτέ δεν είναι αργά για να μάθει κάποιος πως προέκυψε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Νεοελληνικό Κράτος, στο οποίο πλουσιοπάροχα απολαμβάνουμε την ελευθερία μας. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, αυτό που λέει ο Σωκράτης στον Φαίδρο: η μάθηση είναι ανάμνηση, ότι είναι «αναγκαίο να έχουμε μάθει σε κάποιο προηγούμενο χρόνο αυτά που τώρα ανακαλούμε στη μνήμη μας».
Ας μου επιτραπεί εδώ η εξομολόγηση: από την 1η Ιανουρίου του 2021 μέχρι και σήμερα 31η Δεκεμβρίου 2021, αφιέρωσα αρκετό χρόνο και διάβασα σελίδα - σελίδα και τους τέσσερεις τόμους της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, που έχει γράψει ο αξέχαστος Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, τον οποίο είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στον ιστορικό τομέα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ. Για το ποιος ήταν ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, παραπέμπω τον αναγνώστη εδώ: 25η Μαρτίου 1821. Ημέρα μνήμης και λήθης Οι τέσσερεις τελευταίοι τόμοι της οκτάτομης Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού είναι αφιερωμένοι στη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821, μέχρι και τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, στα 1831. Εφέτος, λοιπόν, μέρα με τη μέρα, όταν έβρισκα το χρόνο, ερχόμουν αντιμέτωπος με τη γλαφυρότατη γραφή του «παππού», όπως συνηθίσω να τον χαρακτηρίζω, της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού. Από τα μάτια και την ψυχή μου πέρασαν 3.654 σελίδες. Αν και παλαιότερα, για τις ανάγκες κάποιων ερευνών μου, ανέντρεχα στα γραπτά του «παππού» Βακαλόπουλου, ομολογώ ότι η εφετινή τριβή μου, το εφετινό διάβασμα, μακρόσυρτο στη διάρκεια ενός χρόνου μνημοσύνης για το 1821, επίπονο μιας και είχα να αντιπαλέψω με αμέτρητες βιβλιογραφικές παραπομπές, φωτογραφικό υλικό και χάρτες μαχών, υπήρξε διαφορετικό: νιώθω πως ξανάγινα μαθητής κοντά του. Κι αυτό για τον εξής λόγο, το γράφει πεντακάθαρα ο «παππούς» Βακαλόπουλος στην εισαγωγή του 7ου τόμου της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού: «Στην εξεταζόμενη περίοδο, περισσότερο από κάθε άλλη, απεικονίζονται τα κύρια χαρακτηριστικά ελαττώματα των Ελλήνων, ο εγωισμός, η έπαρση, τα προσωπικά ή ταξικά συμφέροντα, τα πάθη, ιδίως τα πολιτικά ή καλύτερα τα κομματικά, ο αιώνιος ελληνικός φατριασμός, η τάση τους προς τη διαφωνία και προς τις διενέξεις, που οδηγούν στη διχόνοια, ελαττώματα που δυσκολεύεται να τα κατανικήσει και αυτή ακόμα η απειλούμενη καταστροφή του έθνους. Απέφυγα δηλαδή να ωραιοποιήσω και ηρωοποιήσω την Ιστορία μας, παρασιωπόντας τα σκοτεινά της σημεία γιατί η ιστορική επιστήμη διδάσκει όχι μόνο με τα θετικά, αλλά και με τα αρνητικά της στοιχεία. Επιδίωξα, με επίμονη αναζήτηση και έρευνα, τη συγκέντρωση και εκμετάλευση περισσότερων νέων στοιχείων, για να καταλήξω σε ακριβείς, όσο το δυνατόν, πληροφορίες και κρίσεις. Απέφυγα ακόμη τις εύκολες γενικεύσεις που παρουσιάζονται δήθεν ως κοινωνιολογικές θεωρήσεις και οι οποίες έχουν κατακλύσει τελευταία την παιδεία μας. Οι γενικεύσεις αυτές απλουστεύουν συνεχώς και περιορίζουν ως τον έσχατο βαθμό την ιστορική ακρίβεια με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουν ή να εκτοπίζουν την απέριττη και σκληρή γλώσσα της Ιστορίας εισάγοντας ένα ασαφή και σκοτεινό βερμπαλισμό». Πόσο σημαντικά όλα αυτά, μάθημα Ιστορίας για τους πολιτικούς μας, τόσο του Ελληνικού Κοινοβουλίου όσο και τους αυτοδοιηκητικούς, τους μετά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Και λέω μετά τον Καποδίστρια, γιατί πιστεύω πως, ειδικά οι τελευταίοι, δεν έχουν διαβάσει έστω κι ένα βιβλίο γι’ αυτόν, ούτε μια επιστολή του.
Ναι, αγαπητοί μου αναγνώστες, ναι, ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, ακόμη και μετά το θάνατό του, 21 χρόνια μετά (πέθανε στις 10 Ιουλίου 2000), συνεχίζει να με διδάσκει, συνεχίζει να μας διδάσκει. Καλή Χρονιά.