Η συνένετυξη δόθηκε στον ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ
Ο συγγραφέας και φιλόλογος Κώστας Ακρίβος γεννήθηκε το 1958 στις Γλαφυρές Μαγνησίας. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων. Από το 1983 μέχρι το 2017 δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Εκτός από αφηγηματικά βιβλία, έχει γράψει ένα θεατρικό έργο, έχει επιμεληθεί τρεις ανθολογίες και έχει πάρει μέρος στη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων. Συνεργάστηκε με το ΕΚΕΒΙ στα προγράμματα «Λέσχες Ανάγνωσης» και «Συγγραφείς στα Σχολεία», ενώ μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τον συναντώ ένα συννεφιασμένο μεσημέρι στο Πάρκο Ελευθερίας με αφορμή το νέο του βιβλίο «Πότε διάβολος πότε άγγελος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Καθώς διασχίζουμε την ιστορική έκταση του πάρκου, αφήνοντας πίσω μας το άγαλμα του Βενιζέλου και προχωρώντας προς τα κτίρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, μου εξηγεί πώς έγραψε τη δική του συναρπαστική εκδοχή για έναν εμβληματικό ήρωα της Επανάστασης του 1821. Μέσα από την ιστορία του προπάππου του, ο Κώστας Ακρίβος ανασυστήνει την εποχή της Επανάστασης και σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Γεώργιου Καραϊσκάκη.
Όση ώρα συζητάμε έχω απέναντί μου έναν φιλικό, προσηνή και ευγενή συνομιλητή, με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, ύφος μειλίχιο και λόγο μετρημένο και ακριβή. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που διατηρεί αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά που περιγράφουν όχι μόνο τη δυναμική ενός παραγωγικού συγγραφέα αλλά και έναν καλό εκπαιδευτικό.
Η Αθήνα γι’ αυτόν είναι ο ενδιάμεσος σταθμός, όταν το απαιτούν οι ανάγκες των βιβλίων του, αφού ο μόνιμος τόπος κατοικίας του είναι ο Βόλος. Ο ίδιος, όπως μου λέει, εμπνέεται από τις αφηγήσεις των ανθρώπων, την ιστορία αλλά και τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο γνωστός συγγραφέας μιλά για την εποχή μας, τον ρόλο της εκπαίδευσης, τη λογοτεχνία, το παρελθόν, γεγονότα και βιώματα που τον καθόρισαν αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Πώς βιώσατε την πανδημία; Ποιο θα είναι το αποτύπωμα της;
Ως την ενδέκατη κατάρα του Φαραώ. Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, αν τελικά θα σταματήσουμε εδώ ή αν στο άμεσο μέλλον θα εισχωρήσουμε σε μια εποχή πολλαπλών πανδημιών. Το βέβαιο είναι ότι μας στέρησε μία από τις πέντε αισθήσεις, την αφή. Πλέον, δεν μπορούμε να αγκαλιαστούμε, να ανταλλάξουμε χειραψίες ή να φιληθούμε. Συγχρόνως, έχει ενισχυθεί σημαντικά η καχυποψία έναντι των συνανθρώπων μας. Στις καθημερινές μας διαδρομές δεν παρατηρείς τον άλλον για να διακρίνεις τι είναι γοητευτικό σ’ αυτόν, μόνο σκέφτεσαι πόσο καλά φορά τη μάσκα και πόσο μακριά σου βρίσκεται, προκειμένου να μην κινδυνεύσεις.
— Τα 200 χρόνια από την Επανάσταση ήταν η αφορμή για την έκδοση του νέου σας βιβλίου;
Όχι, πρόκειται για απόρροια μιας γενεαλογικής έκπληξης. Αιτία για τη συγγραφή του βιβλίου υπήρξε μια απρόσμενη ανακάλυψη των τελευταίων ετών, που με οδήγησε στην εξερεύνηση του οικογενειακού μου δέντρου. Συγκεκριμένα, πριν από λίγο καιρό το Μεταίχμιο είχε εκδώσει το «Εγκυκλοπαιδικό Βιογραφικό Λεξικό Νεότερης Θεσσαλικής Ιστορίας». Στα λήμματα αυτού του μεγαλόπνοου έργου παρουσιάζονται πρόσωπα, τα οποία είτε γεννήθηκαν στη Θεσσαλία και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική της εξέλιξη είτε εγκαταστάθηκαν ή έδρασαν στη Θεσσαλία. Όταν το ξεφύλλισα, στάθηκα σε έναν μακρινό μου πρόγονο από το γένος της μητέρας μου με το όνομα Μήτρος Αγραφιώτης.
Κάπως έτσι ξύπνησαν μνήμες και ενώ το ξάφνιασμά μου μεγάλωνε, ανακάλυψα ότι υπήρχε μια βαθύτερη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Άλλωστε, ο Μήτρος Αγραφιώτης ήταν ο νεαρός στον οποίον ο Καραϊσκάκης είχε εμπιστευτεί το ταμείο του, ενώ τον όρισε ως έναν από τους εκτελεστές της διαθήκης του. Προσπάθησα, λοιπόν, να αποδώσω όσο γίνεται την ιστορική αλήθεια. Διότι, όταν έχεις αποδείξεις, γράφεις Ιστορία, ενώ, όταν έχεις ενδείξεις, γράφεις λογοτεχνία. Είναι διαφορετικές οι προθέσεις και οι στόχοι ενός ιστορικού από τα υλικά και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο λογοτέχνης. Επομένως, ήταν απλώς μια σύμπτωση το γεγονός ότι το βιβλίο εκδόθηκε κατά το έτος της επετείου της Ελληνικής Παλιγγενεσίας.
— Τι ανακαλύψατε κατά τη διάρκεια της έρευνάς σας, που δεν γνωρίζατε;
Όταν δημιουργείς ένα μυθιστόρημα το οποίο βασίζεται σε μια υπαρκτή ιστορική προσωπικότητα απαιτείται να κάνεις διεισδυτική έρευνα, να εξετάσεις ενδελεχώς αρχεία, μελέτες, μαρτυρίες και πηγές. Δεν χωρά κανένα λάθος και καμία επινόηση. Στην προκειμένη περίπτωση, η μυθοπλασία χρειάστηκε να λειτουργήσει σαν συγκολλητική ουσία μεταξύ της ιστορίας και του οικογενειακού χρονικού της γενιάς του Αγραφιώτη. Επιπρόσθετα, έμαθα πολλά για την περίοδο εκείνη, τα οποία δεν ειλικρινά δεν γνώριζα.
Νομίζω ότι ακόμη και σήμερα, ως κοινωνία, βιώνουμε τη μυθολογία του 1821. Ίσως πρέπει κάποια στιγμή να ξύσουμε λίγο κάτω από την επιφάνεια και τα προφανή που ήδη ξέρουμε και να αξιοποιήσουμε τη φετινή επέτειο ως την ιδανική ευκαιρία. Επίσης, προσπάθησα να εξερευνήσω και όσα πίστευε η αντίπαλη πλευρά. Πώς σκέφτηκαν, τι αισθάνθηκαν αλλά και τι έγραψαν για γεγονότα όπως η Άλωση της Τριπολιτσάς. Τέλος, είχα τη δυνατότητα να μυηθώ στη ζωή του Καραϊσκάκη και να ανακαλύψω ποιος πραγματικά ήταν.
— Τι άνθρωπος ήταν ο Καραϊσκάκης λοιπόν;
Πρώτον, ήταν ένας άνθρωπος που αρρώσταινε συχνά – μάλλον έπασχε από ελονοσία. Και είναι αξιοσημείωτο ότι, παρ’ όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, κατάφερε να αναδειχτεί ηγετική φυσιογνωμία της Επανάστασης. Σκοπός της έρευνάς μου ήταν να «κατεβάσω» το εικόνισμά του από το πάνθεο των ηρώων, να το φέρω μπροστά μου, να το ξεθαμπώσω και να το προβάλω στις πραγματικές του διαστάσεις. Όταν το κατάφερα αυτό, όχι μόνο δεν το έβαλα πάλι στη θέση όπου ήταν πριν αλλά το τοποθέτησα ακόμη ψηλότερα από τους υπόλοιπους.
Για μένα, ο Καραϊσκάκης αποτελεί την πεμπτουσία ενός επαναστάτη. Ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, με αποτέλεσμα να δέχεται κάθε λογής κοροϊδίες επειδή ήταν νόθος. Όσο ζούσε χλευάστηκε, λοιδορήθηκε, συκοφαντήθηκε και πικράθηκε.
Παράλληλα, η μητέρα του ζητιάνευε και πέθανε νωρίς, αφήνοντάς τον ορφανό. Δεν είχε δικό του σπίτι, ούτε ιδιαίτερη πατρίδα. Έγινε από μικρός κλέφτης στα βουνά, ενώ η οικογένεια που δημιούργησε ζούσε στον Κάλαμο, όταν αυτός πολεμούσε για την πατρίδα. Και αναρωτιέμαι: αν δεν είχε σκοτωθεί, πού θα επέστρεφε; Ποιο θα ήταν το χωριό ή η πόλη του; Ο Καραϊσκάκης ήταν ένας κορυφαίος επαναστάτης επειδή κέρδισε τον χειρότερό του εχθρό: τον εαυτό του. Κι έτσι, από Διάβολος μεταμορφώθηκε σε Άγγελο, έχοντας μάλιστα μυθιστορηματικό τέλος.
— Σήμερα, τι είναι επαναστατικό;
Το να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στη συνείδησή μας. Μας έχει βλάψει η ανεξέλεγκτη εγωπάθειά μας. Και διαπιστώνω διαρκώς ότι είμαστε πολύ σκληροί εγωιστές. Επομένως, επαναστατικό είναι όταν δίνεις απ’ το περίσσευμά σου, χωρίς να σκέφτεσαι ιδιοτελώς.
— Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Είναι, άραγε, μια ευκαιρία για αναστοχασμό;
Προφανώς και είναι η πλέον κατάλληλη ευκαιρία. Ο καθένας μπορεί να εκφράζει τις διαφωνίες του για τις επετείους, αλλά κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι αυτή είναι η στιγμή για να αναστοχαστούμε όσον αφορά πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα που αφορούν την περίοδο που η Ελλάδα πάλευε για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας. Άλλωστε, αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος που αποκομίζεις από μια επέτειο.
— Ως φιλόλογος σε δημόσια σχολεία της Ελλάδας για τριάντα τέσσερα χρόνια, πώς κρίνετε το επίπεδο των μαθητών στο πεδίο των ιστορικών γνώσεων;
Χωρίς να επιδιώκω να ακουστώ αφοριστικός και ισοπεδωτικός, θεωρώ ότι τα παιδιά στο σχολείο δεν μαθαίνουν κυριολεκτικά τίποτα. Καθημερινά έρχονται σε επαφή με ένα απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα με ακανθώδη, νευραλγικά παιδαγωγικά προβλήματα, τα οποία περιλαμβάνουν τα σχολικά βιβλία, τον τρόπο διδασκαλίας αλλά και το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Δυστυχώς, έχουμε παραμείνει αρκετά χρόνια πίσω, με αποτέλεσμα κανένα παιδί να μη βρίσκει τίποτα το ελκυστικό και το δημιουργικό στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τόσα χρόνια αντιλαμβάνομαι ότι απουσιάζει πλήρως ό,τι είναι ικανό και πρόσφορο να κερδίσει το ενδιαφέρον των μαθητών. Τα τελευταία χρόνια δίδασκα παιδιά της Α’ Γυμνασίου, αν και τις περισσότερες φορές έκανα μάθημα σε τάξεις του λυκείου, και συνειδητοποίησα ότι μπροστά μου είχα έναν διαφορετικό κόσμο. Τα παιδιά διακατέχονται από ενδιαφέροντα που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που τους προσφέρει το σχολείο.
Ειδικότερα, η διδασκαλία πραγματοποιείται με παραθετικά γεγονότα, πολυάριθμες ημερομηνίες, γενικές διαπιστώσεις και κρίσεις, με αποτέλεσμα να μη διατηρούν στο μυαλό τους καμία χρήσιμη πληροφορία. Το ίδιο συμβαίνει με τα μαθήματα της Ιστορίας και της λογοτεχνίας, τα οποία διδάσκονται εντελώς αποσπασματικά, χωρίς να αποκτούν ολοκληρωμένη πληροφόρηση. Αν στη λογοτεχνία, για παράδειγμα, δεν θεσπιστεί η διδασκαλία ολόκληρου βιβλίου στο γυμνάσιο και στο λύκειο και εξακολουθεί να γίνεται με αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, είναι βέβαιο ότι το μάθημα θα απαξιώνεται συνεχώς.
Κάποτε η σύζυγός μου, η οποία είναι επίσης φιλόλογος, όταν αναφέρθηκε στην ετήσια εκδρομή του σχολείου, η οποία θα γινόταν στο νησί της Σκιάθου, άκουσε έναν μαθητή να λέει: «Ωραία, θα δούμε και το σπίτι του Παπακαλιάτη…». Έπαθε σοκ. Θλίβομαι, επειδή η διδασκαλία έχει αποπροσανατολιστεί από τον κεντρικό πυρήνα της και εξαιτίας της αποστήθισης ή της παπαγαλίας έχει οδηγηθεί σε εσφαλμένες κατευθύνσεις. Ποτέ δεν καταφέραμε να στείλουμε τα παιδιά μας στο βιβλιοπωλείο.
— Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι στη Γαλλία, εν μέσω lockdown, τα βιβλιοπωλεία έμειναν ανοιχτά, ενώ στην Ελλάδα είναι κλειστά, δίνοντας προτεραιότητα σε κομμωτήρια και καταστήματα περιποίησης νυχιών;
Πιθανολογώ ότι είμαστε μια κοινωνία που μάλλον έχει περισσότερο ανάγκη τον καλλωπισμό από την πνευματική καλλιέργεια. Ομολογώ, πάντως, ότι αυτή η απόφαση ίσως καταδεικνύει το στίγμα μας. Η πανδημία θεωρώ ότι ήταν ιδανική αφορμή, μέσα σε όλα τα δεινά που έχει φέρει, ώστε οι πολίτες να στραφούν στον χώρο του βιβλίου. Βέβαια, πότε υπήρχε ενιαία και στοχευμένη πολιτική για το βιβλίο; Αναμφίβολα, ζούμε σε μια χώρα από την οποία η κουλτούρα της ανάγνωσης απουσιάζει παντελώς.
— Ποιο είναι το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας;
Το ότι ακόμα πιστεύουμε ως λαός στον από μηχανής Θεό. Κυριαρχεί η αντίληψη ότι πάντοτε κάποιος άλλος θα μας σώζει και η νοοτροπία αυτή έχει ενισχύσει σημαντικά τον οχαδερφισμό μας. Είμαστε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών. Και η Εκκλησία μας αποτελεί το σούπερ-μάρκετ. Επομένως, τι μέλλον μπορεί να έχει μια τέτοια κοινωνία; Όμορφα, πολύ, τα εγκαίνια της Εθνικής Πινακοθήκης, αλλά χρειάζονται και θεμελιώδεις, πνευματικού περιεχομένου ενέργειες για να χτίσουμε το μέλλον μας, το οποίο, όπως παρατηρώ, προμηνύεται γκρίζο.
— Ποιος είναι η μεγάλη ασθένεια της παιδείας στην Ελλάδα;
Η γενικότερη αδιαφορία που επικρατεί είτε στο σχολείο είτε στους κόλπους της ελληνικής οικογένειας. Λυπάμαι, αλλά το σχολείο έχει εξελιχθεί σε πάρκινγκ μαθητών.
— Έχει αξία το επάγγελμα του δασκάλου σήμερα, σε μια περίοδο κυριαρχίας του διαδικτύου και της τεχνολογικής επανάστασης;
Όταν καταργηθεί ο δάσκαλος, αυτόματα θα καταργηθεί και η κοινωνία μας. Επίσης, δεν θεωρώ ότι η διδασκαλία είναι επάγγελμα αλλά λειτούργημα. Σκοπός του δασκάλου είναι να οξύνει τον νου των μαθητών, να διευρύνει τους ορίζοντές τους και να τους δώσει να καταλάβουν ότι στη ζωή δεν είναι μόνοι τους. Επομένως, αν ο δάσκαλος αντικατασταθεί από τη μηχανή αναζήτησης της google, χαθήκαμε. Τότε, το «1984» του Τζορτζ Όργουελ θα είναι μια πραγματικότητα.
— Τι είναι η λογοτεχνία για εσάς;
Εισήλθα στον χώρο της λογοτεχνίας όταν κέρδισα έναν διαγωνισμό διηγήματος στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Είχα γράψει ένα διήγημα του οποίου ο πυρήνας επικεντρωνόταν στην αυτοκτονία ενός φίλου μου στον στρατό. Πλέον, έχω φτάσει στο δέκατο έκτο βιβλίο και έχω αντιληφθεί ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να γράφω. Η λογοτεχνία είναι το οξυγόνο μου, αυτός ο μαγικός τρόπος για να βλέπεις τη ζωή με διαφορετική ματιά.
Η πραγματικότητα διαστέλλεται μέσω της μνήμης, της φαντασίας, της αμφισβήτησης ή της εικασίας. Και η λογοτεχνία συμβάλλει στη δημιουργία αυτής της ξεχωριστής πραγματικότητας. Επιπλέον, με γοητεύει το γεγονός ότι η λογοτεχνία ρίχνει λοξές ματιές στον κάδο της Ιστορίας και επιλέγει τον ανώνυμο, τον λησμονημένο, τον ένοχο ή τον παραμελημένο. Δηλαδή όλους όσους η επίσημη Ιστορία περνά από πάνω τους σαν οδοστρωτήρας και τους ισοπεδώνει.
— Ποια είναι η πηγή της συγγραφικής σας περιέργειας;
Ο άνθρωπος.
— Ποιους ξένους συγγραφείς ξεχωρίζετε και ποιο βιβλίο σάς καθόρισε;
Το βιβλίο που με καθόρισε, επηρέασε την κοσμοθεωρία μου και ανατρέχω σε αυτό πολύ συχνά είναι ο Μόμπι Ντικ του Αμερικανού συγγραφέα Χέρμαν Μέλβιλ, μια περιπέτεια γεμάτη συμβολισμούς και μεταφορές. Μια αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις της φύσης και στον άνθρωπο. Από συγγραφείς ξεχωρίζω τον Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες και τον Άμος Οζ, που είχα τη χαρά να γνωρίσω από κοντά.
— Γεννηθήκατε στις Γλαφυρές Βόλου και κατοικείται στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας. Τι σηματοδοτούν αυτοί οι τόποι για εσάς;
Οι Γλαφυρές είναι ο τόπος όπου γεννήθηκα. Τώρα, μάλιστα, που οι γονείς μου έχουν φύγει από τη ζωή, νομίζω ότι αποτελεί το μέρος των ονείρων μου. Προσωπικά, θεωρώ ότι πατρίδα μας είναι εκεί όπου ασπρίζουν τα κόκαλα των δικών μας. Από την άλλη, ο Βόλος στον οποίο κατοικώ, είναι μια όμορφη και ιστορική πόλη. Δυστυχώς, σήμερα παρατηρούμε να συμβαίνουν ορισμένα πράγματα από ανθρώπους που με τη χυδαιότητα των λόγων και των έργων τους ζημιώνουν και αμαυρώνουν το αξιοθαύμαστο παρελθόν της πόλης. Και αναφέρομαι στον εκλεγμένο δύο φορές δήμαρχο, και μάλιστα από την πρώτη Κυριακή, Αχιλλέα Μπέο. Οφείλω να πω ότι είναι μια ακατανόητη αυτοδιοικητική επιλογή για μια προοδευτική πόλη όπως ο Βόλος.
— Τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να μεγαλώνει σε οικοτροφείο;
Φεύγοντας από το χωριό μου για να πάω στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου, έπρεπε να μείνω στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο της πόλης, τη δεκαετία του ’70. Από τα λαμπερά καλοκαίρια, την αγάπη και την ύπαιθρο βρέθηκα σε έναν εσώκλειστο κόσμο αυστηρότητας, με κανόνες, απαγορεύσεις, τιμωρίες, αυταρχικές συμπεριφορές και ταπεινώσεις. Σαν μια στρατιωτική φυλακή. Από τις πρώτες στιγμές ένιωθα ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω σ’ εκείνο το μέρος, αλλά έκανα υπομονή. Τελικά, η υπομονή μου διήρκεσε έξι ολόκληρα χρόνια. Από τα χρόνια αυτά εμπνεύστηκα και έγραψα το μυθιστόρημα «Γάλα Μαγνησίας».
— Αυτό το γεγονός σάς ώθησε μακριά από τη θρησκεία;
Μέσα μου, σταδιακά, έχτιζα έναν Θεό που δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό-τιμωρό και όσα διδασκόμαστε, αλλά με έναν Θεό που στηρίζεται στην αγάπη και την επιείκεια. Νομίζω ότι όσο μεγαλώνω γίνομαι πολύ πιο ένθεος και περισσότερο άθρησκος.
— Βιώσατε την αυτοκτονία ενός φίλου σας, όπως μου είπατε, στη διάρκεια της στρατιωτικής σας θητείας. Πόσο σας επηρέασε αυτό;
Ήμουν μόλις 23 ετών φαντάρος στο Αμύνταιο της Φλώρινας. Ήταν ένα τραυματικό συμβάν εξαιτίας του οποίου συνειδητοποίησα πολύ νέος τι σημαίνει η αιφνίδια απουσία και το απρόοπτο τέλος. Εκεί που πριν από λίγη ώρα ήμασταν μαζί με τον φίλο μου στο ΚΨΜ και γελούσαμε, ξαφνικά ο άνθρωπος αυτός είχε περάσει στο στάδιο της ανυπαρξίας. Αντιλήφθηκα, λοιπόν, πώς μπορεί ένας άνθρωπος να περάσει τον φράχτη που συνδέει τη ζωή με τον θάνατο, το φως με το σκοτάδι.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Η στιγμή που δεν θα μπορώ να ελέγξω το σώμα και το μυαλό μου. Δηλαδή που θα αισθάνομαι φυλακισμένος στον ίδιο μου τον εαυτό. Με τρομάζει οτιδήποτε έχει να κάνει με βασανιστήρια και φυλακές, αλλά πολύ περισσότερο η φυλακή του εαυτού μου.
— Τι είναι η ευτυχία;
Δεν ανήκω σ’ εκείνους που αναζητούν την ευτυχία. Με ενδιαφέρει, κυρίως, να ανακαλύπτω τα λυτρωτικά οφέλη που σου προσφέρει η γαλήνη.
— Υπάρχει κάτι που να σας λείπει;
Ναι, σε κάποια φάση της ζωής μου μού έλειπε το ότι δεν είχαμε αποκτήσει παιδί. Ευτυχώς, το ξεπέρασα και με βοήθησε πολύ σ’ αυτό η γυναίκα μου και η λογοτεχνία. Η μοίρα, όμως, τα έφερε έτσι και με έναν πολύ δραματικό τρόπο στάθηκα κάπως τυχερός. Είχα έναν πρώτο ξάδερφο, ο οποίος λεγόταν κι αυτός Κώστας Ακρίβος. Με τη γυναίκα του είχαν αποκτήσει δύο παιδιά και ζούσαν ευτυχισμένοι. Το 2001 ο ξάδερφός μου και η γυναίκα του σκοτώνονται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ένα κορίτσι κι ένα αγόρι από τη μια στιγμή στην άλλη μένουν ορφανά.
Αυτό αποτέλεσε, φυσικά, το σοκ της ζωής μας. Στη συνέχεια τα παιδιά προσπάθησαν να χτίσουν τις δικές τους ζωές. Τους συμπαρασταθήκαμε και ήμασταν δίπλα τους σε ό,τι κι αν χρειάζονταν. Έτσι, ο ανιψιός μου, ο Αλέξης, μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί. Τότε, του ζήτησα να βαφτίσω τον γιο του, ο οποίος θα έπαιρνε το όνομα Κώστας. Και δέχτηκε. Έτσι, σήμερα είμαι πνευματικός πατέρας ενός παιδιού που φέρει το ίδιο ονοματεπώνυμο μ’ εμένα και που το υπεραγαπώ. Γι’ αυτό και το προηγούμενο βιβλίο μου το αφιέρωσα σ’ εκείνο.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την ίδια τη ζωή, η οποία στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: στην υγεία και στην τύχη. Αν λείψει το ένα από τα δύο, αλληλογκρεμίζονται. Άλλωστε, και οι επιβάτες του Τιτανικού, όταν ξεκίνησαν το μακρύ τους ταξίδι, έσφυζαν από υγεία.