Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Η Ανασύσταση της Εκκλησίας της Αλβανίας: Προσηλυτισμός ή Ορθόδοξη Μαρτυρία; - Ο Αγώνας για την Ανάκτηση και Συντήρηση των Ορθόδοξων Χριστιανικών Κειμηλίων στην Αλβανία

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ 


Η μορφή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου είναι μια μορφή καταλυτικής σημασίας για την Ορθόδοξη Ιεραποστολή, στο επίπεδο τόσο της θεωρίας όσο και της πράξης. Η κορύφωση του έργου και της προσφοράς του μακ. αρχιεπισκόπου στο πεδίο συνδέθηκε με την ανασύσταση, ανάσταση κατ' άλλους, της Εκκλησίας της Αλβανίας.
Από τη δεκαετία του '90 και μέχρι σήμερα, μια εργώδης, αδιάκοπη, πολυεπίπεδη προσπάθεια! Όψεις της θα παρουσιάσουν οι δύο ειδικοί ομιλητές, ο Δρ. Νικόλαος Τσιρέβελος που έχει συστηματικά μελετήσει το έργο του μακαριωτάτου και ο Μιχαήλ Λαρεντζάκης, ο οποίος είχε υπό την ευθύνη του την αναζήτηση και διαχείριση των εκκλησιαστικών κειμηλείων
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έλαβε την πρωτοβουλία, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, για την επανασυγκρότηση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, εξονομάζοντας το 1991 ως Πατριαρχικό Έξαρχο τον τότε Μητροπολίτη Ανδρούσης Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αναστάσιο (Γιαννουλάτο) για να ερευνήσει την κατάσταση. Ο Μητροπολίτης Αναστάσιος εκλέχθηκε το επόμενο έτος από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας και ευθύς αμέσως ανέλαβε ένα τεράστιο έργο για την ανασυγκρότηση των δομών της Εκκλησίας και προ πάντων την αναζωπύρωση της πίστης των ανθρώπων, ύστερα από 24 χρόνια φοβερών κατατρεγμών. Συχνά τίθεται το ερώτημα στην έρευνα για τη μέθοδο που ακολουθήθηκε για την ανασυγκρότηση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, τους στόχους και τα αποτελέσματά της. Η «εκ τάφου προς ζωήν» πορεία της Εκκλησίας βασίσθηκε στην εμπειρία και την παράδοση της Ορθόδοξης μαρτυρίας ή ανέπτυξε μεθόδους προσηλυτισμού εξυπηρετώντας αποικοκρατικές σκοπιμότητες; Στη σύντομη αυτή παρουσίαση μελετούμε τα κίνητρα και τις μεθόδους της ανασύστασης Εκκλησίας, το αποτέλεσμά της και τη μεταξύ τους σχέση.

Ο Νικόλαος Γ. Τσιρέβελος είναι Δρ. Θεολογίας με ειδίκευση στην Ομιλητική και την Ιεραποστολική και θεολόγος καθηγητής στο 1ο Πρότυπο Λύκειο Θεσσαλονίκης «Μανόλης Ανδρόνικος». Διδάσκει ως Ακαδημαϊκός Υπότροφος στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ως εντεταλμένος διδάσκων στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου και στο «Τμήμα Θεολογίας και Πολιτισμού» του Πανεπιστημίου «Logos» Τιράνων. Έχει συγγράψει πέντε μονογραφίες. Μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Συνεργάζεται με το περιοδικό Δωδεκάνησος, το οποίο αποτελεί επίσημο δελτίο των εν Δωδεκανήσω Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και με το περιοδικό Πάντα τα Έθνη που εκδίδεται υπό την πρόνοια της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδας. Έχει λάβει μέρος ως εισηγητής σε ποικίλα διεθνή επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες. Είναι μέλος της Επιμορφωτικής Ομάδας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Τέλος, διαχειρίζεται το ιστολόγιο «Η τέχνη του Θεολογείν».

Από το 1995 και για δεκαπέντε χρόνια, πήγαινα στην Αλβανία, σε μια προσπάθεια της Αρχιεπισκοπής Αλβανίας να διασωθούν τα όποια κειμήλια επιστράφηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μετά από τη σύληση του 1968 όλων των Ναών και Μοναστηριών από κρατικούς φορείς, και την επίσημη διακήρυξη ότι η Αλβανία ήταν το «πρώτο αθεϊστικό κράτος του κόσμου». Βρεθήκαμε σε ένα αρκετά δύσκολο περιβάλλον, όπου έλειπαν απλά υλικά (όπως βαμβάκι ή οινόπνευμα ή αποροφητικό χαρτί). ‘Ο,τι είχε επιστραφεί ήταν γενικά σε μέτρια κατάσταση διατήρησης ή και ολικά κατεστραμμένο, έχοντας αποθηκευτεί για χρόνια σε μη κατάλληλους χώρους με φοβερή υγρασία ή και νερό –σε κάποιες περιπτώσεις–, ενώ έλλειπαν παντελώς σπουδαία και παλιότερα του 1800 έργα και βέβαια μεταλλικά αντικείμενα (όπως δισκοπότηρα). Ξεκινήσαμε σε ένα μικρό και ανήλιο νοικιασμένο χώρο, που μετά από λίγα χρόνια μεταφερθήκαμε σε ένα ωραίο κτήριο (το εργαστήριο της Αρχιεπισκοπής «ΝΑΖΑΡΕΤ»). Η Σχολή Συντήρησης (επιπέδου ΙΕΚ) που δημιουργήσαμε σε τέσσερα χρόνια μετακόμισε σε ένα πενταόροφο νέο κτήριο που αγόρασε η Αρχιεπισκοπή και διαμορφώθηκε για τις ανάγκες μας. Οι ανθρώπινες σχέσεις και συνεργασίες βασίστηκαν όλα τα χρόνια στις κατευθυντήριες γραμμές συμπεριφοράς του Αρχιεπισκόπου. Οι μουσουλμάνοι και οι άθεοι κυρίως ήταν οι περισσότεροι των συνεργατών μας, παλιοί εμπειρικοί συντηρητές και δάσκαλοι / καθηγητές ή εργαζόμενοι.

Ο Μιχαήλ Λαρεντζάκης γεννήθηκε το 1954. Αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο και σε άλλες αθηναϊκές σχολές μουσική, δραματουργία, ξιφασκία, κλασικό χορό, αρχιτεκτονικό σχέδιο και Διακόσμηση και Συντήρηση Έργων Τέχνης & Αρχαιοτήτων στην Αθήνα με υποτροφίες, και ενδιάμεσα Β.Α. Αγγλική Φιλολογία και Κλασική Αρχαιολογία στο ΑΠΘ. Παράλληλα διδάχτηκε Σουαχίλι στο Κ.Ι.Σ. Εργάστηκε ως ηθοποιός στο Ημικρατικό Θέατρο Κρήτης, και στη συνέχεια σε επίσημες ανασκαφές αλλά και ιδιωτικά ως Συντηρητής. Δημιούργησε ένα Τουριστικό Γραφείο στην Θεσσαλονίκη ιδιομορφικού εισερχόμενου τουρισμού. Συνέχισε τις σπουδές του στη Βρετανία και Ιταλία, δουλεύοντας σε Μουσεία ή ανασκαφές, διδάσκοντας σε δημόσια βραδινά σχολεία στη Βρετανία και αργότερα σε Κλασικά Γυμνάσια στην Ιταλία και στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Τέχνης της Βενετίας. Έζησε ως ελεύθερος επαγγελματίας, Συντηρητής Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης στην Βερόνα της Ιταλίας. Υπήρξε Οργανωτής, Διευθυντής και Διδάσκων της Σχολής Συντήρησης Έργων Τέχνης της Αρχιεπισκοπής Αλβανίας, Τίρανα για δεκαπέντε χρόνια, διδάσκων στη Σχολή Φυσικών Μηχανικών του ΑΠΘ, συντηρητής και εκτιμητής στο Άγιον Όρος, στην Χαλκίδα, στην Μυτιλήνη και τέλος Δημόσιος υπάλληλος στις Εφορείες Αρχαιοτήτων (Κλασικών & Βυζαντινών) σε Θεσσαλονίκη και Εύβοια. Σήμερα διευθύνει την Πινακοθήκη Αλεξάνδρου Σιδέρη στην Γλώσσα Σκοπέλου, και σπουδάζει ως Μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Θρησκειολογίας, Θεματική ενότητα Φιλοσοφία της Θρησκείας και Ιεραποστολική στο ΕΚΠΑ.


Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ Sir Steven Runciman

Γράφει ὁ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ἡ ἄλλοτε ξεχασμένη κι ἄλλοτε ὑποτιμημένη βυζαντινή ἱστορία – γιά μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τούς δύο τελευταίους αἰῶνες καθετί βυζαντινό αὐτομάτως ἐντασσόταν στό χῶρο τοῦ σκοταδισμοῦ – ἔγινε, εὐτυχῶς, κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀντικείμενο σοβαρῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Οἱ ἱστορικοί, πολλοί μάλιστα ἀπό αὐτούς ἐντάσσονται στούς κύκλους τῶν διανοουμένων, πού ἀνέλαβαν ὄχι μόνο νά γεφυρώσουν τό «ἀναμέσον χάσμα» μεταξύ τοῦ Ἀρχαίου καί Νέου Ἑλληνισμοῦ - ἔτσι χαρακτήριζε τό Βυζάντιο ὁ Ν. Σαρίπολος, Καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς στόν 19ο αἰώνα - ἀλλά καί νά ἀποκαταστήσουν τή βυζαντινή οἰκουμένη, ἀποτελοῦν σήμερα ἀξιοσέβαστο πεδίο μελέτης καί κατανόησης αὐτῆς τῆς πολυεπίπεδης καί σύνθετης ἱστορικῆς διαδικασίας, πού ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται βυζαντινός πολιτισμός.
Σήμερα τό Βυζάντιο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό προσφιλῆ θέματα τοῦ ἐπιστημονικοῦ κόσμου. Ἐπιστήμονες διεθνοῦς κύρους, ἱστορικοί, θεολόγοι, ἱστορικοί τῆς τέχνης, νομικοί, ὁμολογοῦν καί τεκμηριώνουν τήν σπουδαιότητα καί τή γενναία συμβολή τοῦ βυζαντινοῦ κοσμοειδώλου, στό σημερινό πολιτισμό. Πάμπολλες μελέτες, ἀναφερόμενες στήν πολιτική, τήν κοινωνική, τή διοικητική, τή στρατιωτική καί ἐκκλησιαστική ἱστορία του, ἀναιροῦν προγενέστερες πλάνες καί ἀναγνωρίζουν τόν πολιτισμό τῶν βυζαντινῶν, ὡς τόν παράγοντα ἐκεῖνο πού διαδραμάτισε ἀποφασιστικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τόσο τῆς Ἀνατολικῆς, ὅσο καί τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.


Sir Stenen Ransiman, τόν ὁποῖο ἡ ἐπιστημονική κοινότητα, πρίν εικοσιδύο χρόνια, ἀποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα, ἀκραιφνοῦς καί ἐμβριθέστατου ἱστορικοῦ βυζαντινολόγου ἐπιστήμονα. Ὄλβιος δημιουργός, ἔγινε γιά τίς διεθνεῖς ἱστορικές σπουδές τό μέγα ἀγκωνάρι. Ὡς ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους βυζαντινολόγους κατάφερε κι ἔσυρε ἀπό τή λήθη, ὅ,τι θαυμαστό εἶχε νά ἐπιδείξει τό Βυζάντιο. Τό πολυσχιδές ἔργο του, πράγματι, ἀποτελεῖ μία τεκμηριωμένη καταγραφή, ἀλλά καί ἑρμηνεία τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας. Ἄν κάτι ἀφήνουν τά γραφτά του, εἶναι τό γεγονός ὅτι εἶδε τό Βυζάντιο ὡς μία συμπαγῆ ἱστορική ἑνότητα, τήν ὁποία ἀμερόληπτα μελέτησε, δίνοντας στίς ἑπόμενες γενιές τῶν ἱστορικῶν τόν τρόπο, ἀκόμη πιό στοχαστικά νά τό μελετήσουν.
Πρέπει σοβαρά νά λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ὁ Ransiman μελέτησε τό Βυζάντιο ὑπό τό πλαίσιο τῶν τριῶν συντεταγμένων πού ὁριοθέτησαν τή χιλιετῆ μοίρα τῆς θεοκρατικῆς αὐτοκρατορίας του: τόν ἑλληνισμό, τή ρωμαϊκή νομοθεσία καί τήν Ὀρθοδοξία· αὐτό δηλαδή τό περιεχόμενο πού οὐσιαστικά διαμόρφωσε τήν πολιτισμική ταυτότητά του. Τούτη τή διεργασία, πού ἄρχισε τόν 4ο καί συνεχίστηκε ἕως τά μέσα τοῦ 15ου αἰώνα, ὁ Ransiman κατάφερε νά μᾶς τήν κληροδοτήσει δίχως νά φαντάζει μακρινή καί ξένη.
Μέ ἀσκητικό βλέμμα, ὁ μέγιστος αὐτός βυζαντινολόγος, εἶδε τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία καί τόν γοήτευσε. Στούς κόλπους ἀνοίχθηκε μέ διάθεση. Καί γι’ αὐτήν ἐμφαντικά ὑπογράμμιζε: «οἱ Ἕλληνες ἔχουν μία κληρονομιά γιά τήν ὁποία μποροῦν νά αἰσθάνονται περήφανοι, μία κληρονομιά πού δέν πρέπει νά χαθεῖ μέσα στίς ἐναλλασσόμενες ὑλικές καταστάσεις. Στούς σκοτεινότερους αἰῶνες τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία, παρ’ ὅλες τίς πολλές δυσκολίες, τίς πολλές ἀπογοητεύσεις καί αὐτές ἀκόμη τίς ταπεινώσεις, μπόρεσε ὄχι μόνο νά προσφέρει πνευματική ἀνακούφιση ἀλλά καί νά συντηρήσει καί διατηρήσει τίς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ μοντερνιστές ἔχουν συχνά ὑποτιμήσει τό ρόλο της ὑπογραμμίζοντας τό κενό, τό χάσμα πού ὑπάρχει μεταξύ του ἀρχαίου καί χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀλλά τό χάσμα δέν εἶναι ἀγεφύρωτο. Οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διέσωσαν πολλά ἀπό τά πιό ὡραία, πού εἶχε ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί τό ἀρχαῖο ἑλληνικό πνεῦμα, καί τά παρέδωσαν στήν Ἐκκλησία ὡς αὐτή τήν ἡμέρα. Ὁ ἐθνισμός μπορεῖ νά γίνει κακό πράγμα. Ὅμως ἕνα αἴσθημα ἐθνικῆς ταυτότητας, πού νά μήν βασίζεται σέ φιλόδοξο σωβινισμό ἀλλά σέ μία μακριά παράδοση πολιτιστικῶν ἀξιῶν, εἶναι ζήτημα γιά νόμιμη καύχηση καί περηφάνια».
Στό πρόσωπο τοῦ Ransiman τό ἀγγλόφωνο και, κατ’ ἐπέκταση, τό διεθνές ἐπιστημονικό κοινό ἀνακάλυψε τό Βυζάντιο καί ἀφύπνισε ἀπό τήν κατάκριση πού δύο αἰῶνες πρίν ὁ Edward Gibbon ἔκανε γι’ αὐτό, χαρακτηρίζοντας τή χιλιόχρονη ἱστορία του ὡς «θρίαμβο τῆς βαρβαρότητας καί τῆς θρησκείας». Εἶναι μακρύς ὁ κατάλογος τῶν μελετῶν καί τῶν αὐτοτελῶν βιβλίων του πάνω στά ὁποῖα σήμερα, ὅσοι ἐπιζητοῦν τή ψηλάφηση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, μποροῦν χωρίς κανένα δισταγμό νά προσφύγουν. Καί μόνο μία ἁπλή παράθεση τῶν τίτλων, πού εὔκολα θά μποροῦσε κανείς νά κάμει, ἀνατρέχοντας σέ ἐνημερωμένες ἰδιωτικές καί δημόσιες βιβλιοθῆκες, μαρτυρεῖ τήν ἐμμονή του γιά ἐμφάνιση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ ὡς μείγματος διαποτισμένου μέ κάλλος καί θαυμασμό.
Στό σύνολό του τό ἔργο τοῦ Ransiman, ἰχνογραφεῖ καί διαφωτίζει τή βυζαντινή ἱστορία μέσα ἀπό τόν χαρακτήρα τῶν ἀνθρώπων, τήν ποικιλία τῶν θεσμῶν, τῶν τρόπων σκέψης καί τῶν πολιτισμικῶν ἐκφράσεών του. Ἀρκετό ἀπό τό συγγραφικό ἔργο του, μεταφρασμένο στήν ἑλληνική, προσκαλεῖ κάθε φιλοβυζαντινό ἀναγνώστη σέ πραγματική θέαση τοῦ ἐπιφανοῦς μεσαιωνικοῦ κόσμου. Ὡς κλασικός ἱστορικός, ὁ Ransiman ἐπιμελῶς ἐπιστρέφει στίς βυζαντινές πηγές, προσφέροντάς μας μία σύνθετη εἰκόνα τῆς πολιτιστικῆς, κοινωνικῆς, καί πολιτικῆς δομῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Γιά τό λόγο αὐτό, οἱ νεότεροι βυζαντινολόγοι, θά πρέπει νά τοῦ εἶναι εὐγνώμονες, γιατί δημιούργησε τήν πιό ἔγκυρη καί περιεκτική ἱστορική ἐπισκόπηση τῆς βυζαντινῆς περιόδου.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Βενιαμίν Λέσβιος (1759 ή 1762 - 1824)... και Νόμπελ Φυσικής!

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Πριν λίγο, στο τηλέφωνο μιλούσα με έναν φέρελπι νέο συνάδελφο που κάνει την πτυχιακή του εργασία για τον Βενιαμίν Λέσβιο. Μου ‘λεγε πως έμεινε έκπληκτος με το «Πανταχηκίνητον» του κορφυφαίου αυτού Διδασκάλου του Γένους· πώς, δηλαδή, ένας ιερωμένος του 18ου αιώνα, με καταγωγή από ένα ασήμαντο χωριουδάκι της Λέσβου, το Μεγαλοχώρι Πλωμαρίου, ασχολήθηκε με τις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά, συνδυάζοντάς τα μάλιστα με τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ: στις σημερινές συνθήκες, με την αλματώδη ανάπτυξη των θετικών επιστημών, αν ζούσε ο Βενιαμίν, σίγουρα θα τον τιμούσαν με το Νόμπελ Φυσικής.

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Στα χαρακώματα της αγάπης και της ειρήνης




ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ. (1992). «Προς τους συγγραφείς», στην: Ευθύνη, τχ. 248, σσ. 385-386.

Γιατί φοβάται το σχολείο τη λογοτεχνία

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Το μόνο που βρήκαν να πουν οι συνδικαλιστές για την αξιολόγηση των μαθητών στη γλώσσα και στα μαθηματικά ήταν τίποτε. Απλώς κήρυξαν απεργία ή στάση εργασίας, ή δεν ξέρω τι. Η απεργία κηρύχθηκε παράνομη, αν και κρίνοντας από τα συμφραζόμενα, ελάχιστοι από τους εκπαιδευτικούς ήσαν πρόθυμοι να συμμερισθούν τον αγωνιστικό οίστρο των συνδικαλιστών τους. Σε αυτούς τους τελευταίους συμπαραστάθηκε η ΑΔΕΔΥ. Ποια άποψη μπορεί να έχει η ΑΔΕΔΥ για την εκπαίδευση, ένας Θεός ξέρει. Δεν έχει σημασία και κανέναν δεν ενδιαφέρει, εκτός από τους γραφειοκράτες του συνδικαλισμού και τα αρκτικόλεξά τους.
Το υπουργείο αποφάσισε να κάνει μια προσομοίωση της αξιολόγησης PISA στο δικό μας σχολικό περιβάλλον. Προσπαθώντας, υποθέτω, να διαγνώσει τις αιτίες που σε δύο τομείς, στην κατανόηση κειμένου και στα μαθηματικά, τα Ελληνόπουλα υστερούν. Για τα μαθηματικά δεν έχω τίποτε να πω. Δηλώνω άσχετος και υποκλίνομαι με ταπεινότητα μπροστά σε όσους χειρίζονται τη μαθηματική σκέψη και αντιλαμβάνονται την πνευματική της γοητεία.
Θα μιλήσω όμως για την κατανόηση κειμένου, μια ικανότητα που δεν αφορά μόνο την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η αδυναμία στην κατανόηση κειμένου σημαίνει αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας. Αδυναμία διαλόγου. 'Οταν δεν μπορείς να κατανοήσεις ένα κείμενο, πώς να κατανοήσεις τον συνομιλητή σου. Δεν χρειάζεται η PISA για να την εντοπίσουμε. Είναι μια κοινωνική αναπηρία, η οποία αντανακλάται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Από την «υψηλή» πολιτική έως την ταπεινή δημοσιογραφία και τις απλούστερες καθημερινές συναλλαγές.
Τον τομέα «κατανόηση κειμένου» το υπουργείο τον βάφτισε «θέματα γλώσσας». Οι μαθητές του γυμνασίου κλήθηκαν να σχολιάσουν ένα κείμενο από το Διαδίκτυο για τις σχέσεις των σημερινών εφήβων με τον αθλητισμό και τις επιρροές που αυτή δέχεται από τα κυρίαρχα πρότυπα του «φαίνεσθαι». Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπόρεσα να καταλάβω ποια η διαφορά αυτής της εξέτασης από τον τρόπο που διδάσκονται τα «κείμενα» στους σημερινούς μαθητές. Υποθέτω ότι οι αρμόδιοι του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κάτι θα έχουν κατά νουν. Εγώ, ως αφελής, πιστεύω ότι η αδυναμία στην κατανόηση κειμένου οφείλεται στην αντίληψη που διαμορφώνει το σχολείο ως προς την έννοια του «κειμένου».
«Θέματα γλώσσας και λογοτεχνίας» θα έπρεπε να είναι ο τίτλος της εξέτασης αν πραγματικά οι αρμόδιοι είχαν το θάρρος να ομολογήσουν ότι η ασθένεια θα θεραπευθεί μόνον όταν αλλάξει η συνταγή της θεραπείας. Για να αποκτήσεις την ικανότητα να κατανοείς ένα κείμενο, ακόμη και το πιο απλό, πρέπει να αποκτήσεις την ικανότητα να διαβάζεις. Κοινώς να γίνεις αναγνώστης. Και αναγνώστης γίνεσαι μόνον όταν έρθεις σε επαφή με τη λογοτεχνία, ήτοι την τέχνη του λόγου. Αυτή σού αποκαλύπτει τους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσεται ο συλλογισμός, αυτή σου δείχνει τις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας σου. Η λογοτεχνία δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο της παιδείας μας, τα φρου-φρου και αρώματα της σοβαρότητας της γνώσης. Είναι το βασικό κύτταρο του οργανισμού της. Αυτή σου μαθαίνει πως το κείμενο είναι ένας σύνθετος οργανισμός που για να τον κατανοήσεις απαιτεί την ίδια ενέργεια με μια πολύπλοκη εξίσωση. Με δυο λόγια, αυτή σε εκπαιδεύει στην κατανόηση κειμένου.
«Άρξομαι δε από των κλασικών». Αυτοί που έχουν εξοριστεί από το σχολείο εδώ και κάτι δεκαετίες. Τους μοιράζουν σε φυλλάδια, που τα ονομάζουν εγχειρίδια με οδηγίες χρήσης και συναρμολόγησης. Και μετά απορούν για ποιον λόγο ο έφηβος, που μεθαύριο θα γίνει μεσήλικας, πάσχει από πενία κατανόησης κειμένου. Γιατί το ελληνικό σχολείο δεν τον έμαθε ποτέ να διαβάζει. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν καταργηθούν τα εγχειρίδια, κι όταν το παιδί μάθει πως το άθλημα της ανάγνωσης της «Φόνισσας» ή του «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» είναι άσκηση καλλιέργειας. Από τότε που μετονομάσαμε την καλλιέργεια σε κουλτούρα ξεχάσαμε και την αξία της.
Γιατί φοβάται το σχολείο τη λογοτεχνία; Επειδή οι λειτουργοί της εκπαίδευσης δεν την ξέρουν. Και παλεύουν με διάφορα υποκατάστατα, που διευκολύνουν και τη δημοκρατική διόρθωση.

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

Η γεύση του… «εξαργύρωσε Voucher 200»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Έρευνα εξαργύρωσης «Voucher 200» σήμερα. Μέχρι και ο υπάλληλος πολυκαταστήματος εγνώριζε πως, είτε με lap top είτε με tablet εξαργυρώσεις το «Voucher 200» - πληρώνοντας βέβαια άλλα 200 ή 300 ή 400 ευρώ παραπάνω, όσα τέλος πάντων παραπάνω ένας εκπαιδευτικός μπορεί να διαθέσει – εγνώριζε λοιπόν ότι, στόχος του είναι να πετύχει καλή σύνδεση με τη Webex. Εδώ, δυστυχώς, φτάσαμε: να μας «δουλεύουν ψιλό γαζί» και οι υπάλληλοι πολυκαταστημάτων. Διερωτώμαι, αυτοί που σκαρφίστηκαν ετούτη την ξεφτίλα του εκπαιδευτικού, την ξεφτίλα του «άρτον και θεάματα», σκέφτηκαν άραγε το εξής απλό: το «Voucher 200» κάνει το μάθημα ή ο εκπαιδευτικός; Το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε όλοι οι εκπαιδευτικοί, θα ήταν η άρνησή μας να δεχτούμε τον εξευτελισμό και τη γελοιότητα: «εξαργύρωσε Voucher 200…», το ξεγύμνωμα με άλλα λόγια τής εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής  που, αντί να προστατέψει την Παιδεία και τους λειτουργούς της, τους γελοιοποιεί. Ιδού ο σοφός λόγος: «Η δουλειά του πολιτικού γελοιογράφου στην Ελλάδα όσο πάει και δυσκολεύει! Αυτά που συμβαίνουν στην πολιτική είναι τόσο γελοία που ο γελοιογράφος δεν έχει πια τι να γελοιοποιήσει…». ΚΥΡ.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

Γενοκτονία

Του Μανώλη Εγγλέζου - Δεληγιαννάκη


Κάθε Μάιο τιμούμε τη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Στις 19 Μαΐου του 1915, ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Αμισό κι η ίδια αυτή μέρα είναι η εθνική γιορτή των Τούρκων. Μιλώντας για τις φρικαλεότητες (λέξη που ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα) αυτής της περιόδου, πρέπει να συνειδητοποιούμε κάποια πράγματα, τόσο από πλευράς των θυμάτων όσο και από πλευράς των Τούρκων.
Η Γενοκτονία είναι μία, όχι περισσότερες, αναλόγως το ποιος πληθυσμός κάθε φορά ήταν στο στόχαστρο. Πρόκειται για μια πολιτική που αφορούσε τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής. Δεν είναι ξεχωριστή η Γενοκτονία των Ποντίων από αυτήν των Αρμενίων, των Ασσυρίων, των ελληνικών πληθυσμών της υπόλοιπης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κι επειδή είναι μία η Γενοκτονία, η διεκδίκηση της δικαίωσης των θυμάτων οφείλει να είναι ενιαία, ο κατακερματισμός των προσπαθειών δεν βοηθάει ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Η Γενοκτονία δεν είναι δημιούργημα κάποιων θερμοκέφαλων που προέβησαν σε ακρότητες κατά τη διάρκεια συγκρούσεων. Εκπορεύεται από το ίδιο το τουρκικό κράτος, αποτελεί θεσμική λειτουργία του, αποφασίστηκε δε το 1911 στο συνέδριο των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη. Αυτό επισφράγισε μιαν ήδη καθιερωμένη τουρκική πολιτική. Διαχρονικά οι Τούρκοι χρησιμοποιούν τη Γενοκτονία και την εφαρμόζουν όπου μπορούν. Συστηματικοί διωγμοί στον Πόντο γίνονταν ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, ως αντίδραση στις Κρητικές εξεγέρσεις για την Ένωση. Τη Γενοκτονία εφαρμόζουν και σήμερα οι Τούρκοι, στο Κουρδιστάν, στη Συρία, στο Ιράκ.
Γενοκτονία δεν είναι μόνο η φυσική εξόντωση των μελών μιας εθνότητας· είναι και η πρόκληση βλάβης, σωματικής ή διανοητικής, η υποβολή σε εξοντωτικές συνθήκες διαβίωσης, η παρεμπόδιση των γεννήσεων, η μεταφορά παιδιών της συγκεκριμένης εθνότητας σε άλλη. Όλες αυτές τις πράξεις, διατυπωμένες στη Διεθνή Σύμβαση για τη Γενοκτονία, τις έχουν μετέλθει οι Τούρκοι προκειμένου να ξεριζώσουν τους λαούς της Ανατολής από τις προαιώνιες εστίες τους.
Και, μιλώντας για τη Διεθνή Σύμβαση για τη Γενοκτονία, πρέπει να πούμε ότι δεν μπορέσαμε να την επιβάλομε εμείς, τα θύματα, της πρώτης γενοκτονίας του 20ου αιώνα· έπρεπε να έρθει η Γενοκτονία των Εβραίων από τους Γερμανούς για να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινότητα και να την καθιερώσει, δίνοντάς και σε μας ένα εργαλείο νομικό για τη διεκδίκηση της δικαίωσής μας.
Όταν μιλούμε για δικαίωση, δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε στην αναγνώριση της Γενοκτονίας. Βέβαια, αυτό είναι το ζητούμενο σήμερα, και προχωράει με γρηγορότερους ρυθμούς από το παρελθόν. Είναι όμως μακρύς ο δρόμος μέχρι και η Τουρκία να αναγκαστεί να την αναγνωρίσει, και σε κάθε περίπτωση θα είναι το πρώτο βήμα μιας μεγάλης πορείας, βήμα που για πολλά χρόνια θα παραμένει μετέωρο. Οφείλομε να κινητοποιηθούμε σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Η πέμπτη φάλαγγα είναι παρούσα. Μέσα στην Ελλάδα (ευτυχώς όχι στην Αρμενία ή στους ασσυριακούς πληθυσμούς), υπάρχουν αρνητές της Γενοκτονίας, καθηγητές, πολιτικοί, κόμματα που έχουν υποταχθεί στην τουρκική άποψη και αναπαράγουν τις θέσεις της. Κι αυτό τη στιγμή που η Διεθνής Ένωση των Ακαδημαϊκών για τη Γενοκτονία, με απόφασή της που λήφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία, παραδέχτηκε τα γεγονότα της περιόδου αυτής ως Γενοκτονία. Η ενημέρωση για το θέμα αρκεί για να απομονώσει τους απολογητές των γενοκτόνων.
Εδώ θα πρέπει να αναλάβομε και τις δικές μας ευθύνες σαν πολιτεία, καθώς το ελλαδικό κράτος επιδόθηκε σε μια πολιτική λήθης, αποσιωπώντας τη Γενοκτονία, αρνούμενο να διεκδικήσει την αναγνώρισή της και αποκλείοντάς την από το εθνικό αφήγημα. Κι αν πρόσφατα σχετικά θέσπισε δύο μέρες μνήμης των θυμάτων της, τούτο οφείλεται στην εμπνευσμένη δράση προσφύγων τρίτης γενιάς, απογόνων διασωθέντων από τη Γενοκτονία, οι οποίοι ανέσυραν το θέμα από την αφάνεια και το τεκμηρίωσαν. Σήμερα πια, μπορεί η Γενοκτονία να τεκμηριωθεί και μόνο από τουρκικές πηγές, χάρη στη θαρραλέα προσπάθεια Τούρκων ιστορικών που αψήφησαν την κρατική τρομοκρατία της γενοκτόνου Τουρκίας.
Η Γενοκτονία αφορά όλους μας, όχι μόνο τους ελληνικούς πληθυσμούς που την υπέστησαν. Και αφορά και τους Τούρκους, γιατί ένας λαός που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του απέναντι στην ιστορία, ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς, δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Αλλά αν αυτά είναι ψιλά γράμματα για το τουρκικό καθεστώς, έχομε εμείς, οι λαοί που υπέστησαν τη Γενοκτονία, την ευθύνη να του επιβάλομε να ζητήσει συγγνώμη και να αποκαταστήσει τις συνέπειες που δημιούργησε.

ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ

Πουτινολατρία και αρχετυπικοί «σωτήρες»

Του ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΪΝΗ


Η πουτινολατρεία που βιώνουμε καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε μεγάλα μέσα μαζικής -κυριολεκτικώς- ενημέρωσης, αποτέλεσε το έναυσμα μιας διογκούμενης συζήτησης σχετικά με τα αίτια αυτής της στάσης μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού πληθυσμού.
Είναι προφανές πως οι πουτινολάτρες εντοπίζονται κυρίως στα τρία άκρα του ιδεολογικού φάσματος, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες: ακροαριστερά, ακροδεξιά και χριστιανοψεκασμένοι.
Για να κατανοήσουμε τη λίγο - πολύ κοινή στάση των τριών αυτών άκρων, το πρώτο που πρέπει να αναζητήσουμε είναι η πιθανή ύπαρξη μιας κοινής αφετηρίας σκέψης. Για πολλούς κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα για τους ίδιους τους οπαδούς των παραπάνω πολιτικών θέσεων, ηχεί ως μία παραδοξότητα. Και όμως, η αφετηρία και των τριών στάσεων είναι κοινή και δεν είναι άλλη από την πίστη τους πως η ανθρώπινη φύση είναι βαθιά διεφθαρμένη και πως προορισμός και των τριών είναι να την αλλάξουν. Με άλλα λόγια, και οι τρεις θεωρούν πως πρέπει να μας σώσουν από τον κακό μας εαυτό, από την κακή μας φύση.
Η Αριστερά, με τη λογική της εξόντωσης των καπιταλιστών και των «συνοδοιπόρων», τονίζοντας πως ο καπιταλισμός είναι η αιτία όλων των κακών. Καταργώντας τον καπιταλισμό, μας σώζουν από τον κακό μας εαυτό, την πλεονεξία, τις κάθε είδους αντιπαραθέσεις, τον ατομικισμό, και συνεπώς τους πολέμους, τη φτώχεια και τη δυστυχία.
Η ακροδεξιά, εξοντώνοντας κάθε αντίθετη άποψη, καθοδηγώντας κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, απομονώνοντας κάθε «υποδεέστερη» φυλή ή ράτσα, πυροβολώντας, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, μετανάστες και πρόσφυγες, μας εξασφαλίζει ηρεμία, δουλειά, τάξη και ασφάλεια.
Οι χριστιανοψεκασμένοι, ζώντας μέσα σε ένα περιβάλλον παραμόρφωσης του ίδιου του Ευαγγελίου, θεωρούν πως πρέπει να μας σώσουν από την ηθική μας κατάπτωση, πως είναι δυνατόν να εξαφανίσουν από τον κόσμο τούτο, την αδικία, τη φτώχεια, τον πόνο και τη δυστυχία, ακόμα και τους γκέι (!), αρκεί να εξαφανίσουν τους δολοφόνους, τους κλέφτες, τους λωποδύτες και τους «ανήθικους» του κόσμου τούτου.

Και πώς σχετίζονται όλα αυτά με τον Πούτιν;

Η αλήθεια είναι πως, όλα τα παραπάνω, σχετίζονται περισσότερο με τη Δημοκρατία και τη Δύση και λιγότερο με τον Πούτιν. Και οι τρεις έχουν πρόβλημα με τη Δημοκρατία. Όλα τα υπόλοιπα ευφάνταστα επιχειρήματά τους είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Το μεγάλο τους πρόβλημα είναι η Δημοκρατία. Γιατί; Γιατί η Δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που καταφάσκει στην ανθρώπινη φύση. Σε αυτήν τη φύση που, όλοι οι «σωτήρες» μας, μισούν και θέλουν να αλλάξουν.
Η Δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που αποδέχεται πως, δολοφόνοι, κλέφτες, λωποδύτες και «ανήθικοι» θα υπάρχουν πάντα. Στον αιώνα τον άπαντα. Και τι απαντά σε αυτό το φαινόμενο, αφού το αποδέχεται ως φυσικό νόμο; Απαντά με νόμους και διαδικασίες, με συμβούλια, κοινοβούλια και συζητήσεις. Πιστεύει πως θα εξαλείψει φυσικούς νόμους με αυτούς τους τρόπους και με αυτούς τους θεσμούς; Όχι βέβαια. Πιστεύει όμως πως μπορεί να τους χειριστεί, ώστε να κάνει τη ζωή μας πιο υποφερτή. Και, δυστυχώς για τους εχθρούς της, τα έχει καταφέρει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο σύστημα. Μα η Δημοκρατία δεν έχει προβλήματα; Και βέβαια έχει. Πολλά και διάφορα. Γι’ αυτό η Δημοκρατία ήταν, είναι και θα είναι πάντα κουτσή, στραβή και προβληματική. Αυτή είναι η φύση της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία δεν είναι στατική, ποτέ δεν μπορεί να τελειοποιηθεί. Αν η Δημοκρατία πίστευε κάτι τέτοιο, τότε θα εξέπιπτε στη λογική των αντιπάλων της. Θ’ αναγκαζόταν να πιστέψει στη δυνατότητα αλλαγής της ανθρώπινης φύσης. Και τότε, θα έπρεπε να επιλέξει έναν από τους παραπάνω τρεις δρόμους, τον φασισμό, τον κομμουνισμό ή τη θεοκρατία. Δηλαδή θα έπρεπε ν’ αποφασίσει να αυτοκαταργηθεί. Τέτοια χάρη δεν κάνει η Δημοκρατία σε κανέναν, προς λύπη των εχθρών της.

Και πού κολλάει ο Πούτιν σε όλ’ αυτά;

Μα ο Πούτιν, για καθεμιά από τις προαναφερθείσες εκδοχές «σωτηρίας», είναι ο αρχετυπικός ηγέτης που επιτίθεται στη Δημοκρατία, σε αυτή την κακιά, στραβή και κουτσή Δημοκρατία. Αυτό από μόνο του αρκεί, για όλους τους «σωτήρες» μας, γιατί αυτή η Δημοκρατία διέψευσε τις φαντασιώσεις αυτών των «σωτήρων», εξασφαλίζοντας στους πολίτες της επίπεδο ζωής και ελευθερίας που δεν το είχε ποτέ πριν, ούτε καν ονειρευτεί, το ανθρώπινο γένος. Και αυτό, χωρίς να αλλάξει ή να επιχειρήσει να αλλάξει την ανθρώπινη φύση. Γι΄ αυτό και την μισούν.
Συνεπώς, η κομμουνιστική εκδοχή του «σωτήρα» κάνει τα γλυκά μάτια στον Πούτιν, γιατί δεν μπορεί να συγχωρέσει στη Δημοκρατία πως εξασφάλισε επίπεδο ζωής πολύ ανώτερο από κάθε κομμουνιστική κοινωνία που είχαν «περιγράψει» ή είχαν «οικοδομήσει». Ο Πούτιν είναι επίσης ο ομογάλακτος αδερφός τους, που έκανε πράξη αυτό που και οι ίδιοι έχουν πάντα στο μυαλό τους: Να «κοινωνικοποιήσουν» κάθε δραστηριότητα και μετά να την απαλλοτριώσουν προσωπικά. Αντικειμενικά, ο Πούτιν είναι ένα πετυχημένο «στέλεχός» τους. Δευτερευόντως, η επίθεση αυτή στην κουτσή, στραβή προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Ουκρανίας θεωρούν πως θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες και νέες ευκαιρίες για τους ίδιους στη λογική της ανατροπής τους. Γι’ αυτό μισούν τους πρόσφυγες εξ Ουκρανίας και «αγαπούν» τους πρόσφυγες από χώρες του Τρίτου Κόσμου. Έχοντας χάσει κατά κράτος στο εσωτερικό των Δημοκρατιών και διαψευσθεί πανηγυρικά στις προβλέψεις τους, πως η εξαθλίωση, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, θα ήταν τέτοια, ώστε οι εργάτες δεν θα είχαν τίποτε περισσότερο να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους, έπρεπε να αναπροσαρμόσουν την τακτική τους. Εγκατέλειψαν λοιπόν την ενασχόλησή τους με το «επαναστατικό υποκείμενο» της Δύσης, την εργατική τάξη δηλαδή, και αποφάσισαν να προσεταιρισθούν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες από τρίτες χώρες, ως το νέο «επαναστατικό υποκείμενο». Στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για να επιδείξουν κατανόηση απέναντι σε Ουκρανούς πρόσφυγες. Αυτοί είναι φιλοδυτικοί, θέλουν να γίνουν ένα με την Ευρώπη, δεν έρχονται απλώς για να γλυτώσουν από τον πόλεμο, αλλά γιατί ήθελαν και θέλουν να κάνουν και τη χώρα τους μέλος της ΕΕ. Δεν μπορούν λοιπόν αυτοί να είναι το «υποκείμενο» της ανατροπής των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Και, συνεπώς, πρέπει να συκοφαντηθούν ως ακροδεξιοί, ναζί και οπισθοδρομικοί.
Για ένα ακροδεξιό μυαλό τα πράγματα είναι πιο απλά. Και μόνο στη θέα ενός ανανήψαντα κομμουνιστή, που διατηρεί όμως τον αυταρχισμό του, μπορούν να φτάσουν σε έκσταση και ονείρωξη. Άλλωστε, τα περισσότερα στελέχη και αρχηγοί τους στο παρελθόν την ίδια πολιτική καταγωγή είχαν. Λάτρεις της δύναμης και της επιβολής του δυνατού επί του αδυνάτου –η αντιστροφή δηλαδή της κομμουνιστικής ουτοπίας στα μικρά τους μυαλουδάκια- ο ανανήψας καγκεμπίτης γίνεται ο Αρχηγός - Σωτήρας, ο νέος Φύρερ, που επιτίθεται στις «παρηκμασμένες» αστικές δημοκρατίες. Γι’ αυτό και «δεν μασάνε», όταν άλλοι τους θυμίζουν πως ιδεολογικά τους αδέρφια υπάρχουν και στη μεριά των Ουκρανών. Ξέρουν πως ορίτζιναλ ναζί είναι οι ναζί που έχουν ταυτιστεί με τον Πούτιν. Πού ακούστηκε ναζί να πηγαίνουν με τον αδύναμο ή να θέλουν να μπουν στην ΕΕ των «παρηκμασμένων» και «ανήθικων» δυτικών δημοκρατιών; Αυτοί οι ναζί, είναι ναζί γιαλαντζί.
Οι χριστιανοψεκασμένοι, βαθιά νυχτωμένοι σχετικά με το νόημα της ίδιας της χριστιανικής διδασκαλίας, άσχετοι με οποιαδήποτε χριστιανική κατανόηση της αλήθειας του Ευαγγελίου, έχουν την εντύπωση πως, με τη βία, μπορούν να επιβάλουν τη «Βασιλεία του Θεού» στη γη. Στα μάτια τους, ο ανανήψας καγκεμπίτης είναι το «δώρο του Θεού» στην οικουμένη. Είναι τέτοια η πνευματική τους τύφλωση και τόσο απύθμενη η άγνοιά τους για την Πολιτική και την Ιστορία (ακόμη και την Ιστορία της ίδιας της Εκκλησίας τους), που στο πρόσωπο του Πούτιν βλέπουν τον «Ορθόδοξο» ελευθερωτή της Δύσης από τις «διαστροφές» της. Συνηθισμένοι να υπακούουν σε γεροντάδες, ημιμαθείς και αδιάκριτους, για κάθε προσωπική τους υπόθεση, εξασφαλίζουν τώρα τη ναρκισσιστική τους χαλάρωση και ασφάλεια και στο επίπεδο της πολιτικής, εναποθέτοντας το μέλλον τους σ’ έναν Γέροντα - Αρχηγό - Πολέμαρχο, φασίστα και δολοφόνο, μόνο και μόνο γιατί ανάβει κερί στην Παναγιά και ισχυρίζεται πως είναι Ορθόδοξος.
Λέγοντας αυτά, παραβλέπουμε τις ευθύνες των δυτικών δημοκρατιών για τον πόνο και τα δάκρυα που χύνονται στον κόσμο τούτο; Όχι βέβαια. Αλλά αυτή είναι μία συζήτηση που αφορά τους θιασώτες της Δημοκρατίας και όχι τους εχθρούς της. Και οι θιασώτες της Δημοκρατίας ξέρουν να περιορίζουν τον πόνο και το δάκρυ μέσα από αργόσυρτες διαδικασίες, χωρίς ν’ αυταπατώνται πως υπάρχει «Τελική Λύση», όπως πιστεύουν, όλοι ανεξαιρέτως, οι εχθροί της. Προς επίρρωση της αληθείας αυτής της θέσης, οι εχθροί της Δημοκρατίας ας μελετήσουν τα πεπραγμένα τους ως υποστηρικτές μιας «Τελικής Λύσης», είτε φασιστικής, είτε κομμουνιστικής, είτε θεοκρατικής. Και εάν έχουν, έστω και στοιχειώδη, τσίπα πάνω τους, ας σιωπήσουν, έστω και για λίγο, ώστε να αφουγκραστούμε τον πόνο των θυμάτων τους.

ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ

Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

Και το όνομα αυτής «Αχρίδος»

Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Γράφαμε προ τετραετίας σχεδόν στην «Ελευθερία» (04.02.2018, σελ. 6η) για την εκκλησιαστική πτυχή του «Μακεδονικού ζητήματος» και αναλύαμε την πρόταση για την επίλυση του προβλήματος μέσω της (μετ-)ονομασίας της (αυτοαποκαλουμένης ως) «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» - της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας Μακεδονίας (ΠΓΔΜ)- σε «Aρχιεπισκοπή Αχρίδος», επί τη βάσει της «Συμφωνίας του Νις» (2002) και των προϋποθέσεων περί (διοικητικής) αυτονομίας μιας τοπικής Εκκλησίας τις οποίες έθεσε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η συνελθούσα τον Μάιο του 2016 στην Κρήτη. Την ίδια πρόταση επαναδιατυπώσαμε στο υπό τον τίτλο: «Η εκκλησιαστική πτυχή του «Μακεδονικού» ζητήματος. Νομοκανονική προσέγγιση» εκτενέστερο μελέτημά μας, προ τριετίας, στην εξαμηνιαία περιοδική επιστημονική έκδοση «Αχιλλίου Πόλις» (τεύχος 2, Νοε. 2019, σσ. 327-346) της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης. Έτσι, κι ενώ εν τω μεταξύ είχε ψηφισθεί η Συμφωνία των Πρεσπών που συνομολογήθηκε μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων και με την οποία δόθηκε στο γειτονικό μας κράτος η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», συνεχίσαμε να εμμένουμε στην άποψη ότι η μόνη εφικτή λύση που μπορεί να υπάρξει στη βάση ιστορικών και εκκλησιολογικών κριτηρίων είναι να ονομασθεί η Εκκλησία των Σκοπίων «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» και ο προκαθήμενός της να φέρει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων». Επεξηγώντας εν προκειμένω ότι η χρήση (ακριβώς ειπείν: ο σφετερισμός) του όρου «Μακεδονική» για την Εκκλησία των Σκοπίων θα έθιγε όχι μόνο την ιστορική, αλλά και την εκκλησιολογική υπόσταση των Μητροπόλεων της Βορείου Ελλάδος που διαθέτουν στούς τίτλους τους πατριαρχικές «υπερτιμίες» και «εξαρχίες» δοθείσες κανονικώς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετά την παραχώρηση των Μητροπόλεων αυτών, το 1928, στην επιτροπική διοίκηση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ἑλλάδος.
Τέτοιους πατριαρχικούς τίτλους φέρουν οι πλείστοι εκ των Μητροπολιτών της Βορείου Ελλάδος, ως π.χ., ο Καστορίας ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανω Μακεδονίας», ο Γρεβενών ως «υπέρτιμος και έξαρχος Νοτίου Μακεδονίας», ο Λαγκαδάως «υπέρτιμος και έξαρχος Κεντρικής Μακεδονίας», ο Φιλίππων ως «υπέρτιμος και έξαρχος Ανατολικής Μακεδονίας», ο Γουμενίσσης ως «υπέρτιμος και έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας». Συνεπώς, η αναγνώριση της χρήσεως του (ιδίου) ονόματος «Μακεδονία» (ή παραγώγου του) για άλλη εκκλησιαστική επαρχία, και μάλιστα γειτονικού της Ελλάδος κράτους, όπως η τέως ΠΓΔΜ και νυν Βόρεια Μακεδονία, θα αποτελούσε παραχάραξη της ιστορίας και εκκλησιο-κανονική εκτροπή.
Όλα αυτά τα ήξερε και τα ξέρει πολύ καλά το πρωτόθρονο και πρωτεύθυνο στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, το οποίο ενεργώντας τα δέοντα στο πλαίσιο των ιστορικοκανονικών αρμοδιοτήτων και προνομίων του, αποδέχθηκε την περασμένη Δευτέρα την έκκλητη προσφυγή της εν σχίσματι τελούσης Εκκλησίας των Σκοπίων. Ειδικότερα αποδέχθηκε το αίτημά της για επαναφορά στη κανονικότητα υπό το όνομα της «Αρχιεπισκοπής Αχρίδος» (χωρίς τον όρο «Μακεδονική» και τα τοιαύτα) θεραπεύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την πληγή ενός σχίσματος που διήρκεσε για 55 ολόκληρα χρόνια και συγκεκριμένα από το 1967, όταν η σκοπιανή – σλαβομακεδονική εκκλησιαστική ηγεσία υπηρετώντας τα ευρύτερα πολιτικά σχέδια του καθεστώτος Τίτο για δημιουργία «μακεδονικού» κράτους, ανεκήρυξε de facto την πλήρη ανεξαρτησία της από την Εκκλησία της Σερβίας ανακηρύσσοντας μονομερώς τη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» ως αυτοκέφαλη για να γίνει έτσι από τότε φανερό ότι το «μακεδονικό» εκκλησιαστικό πρόβλημα δεν ήταν εκκλησιαστικό, αλλά – και εξ υπαρχής – πολιτικό.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανεκοίνωσε ότι «δέχεται εις ευχαριστιακήν κοινωνίαν την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό της υπό τον Αρχιεπίσκοπον κ. Στέφανον Εκκλησίας ταύτης, θεραπεύουσα την πληγήν του σχίσματος και επιχέουσα εις το τραύμα των εκείσε αδελφών ημών Ορθοδόξων «έλαιον και οίνον» (...)», εκδίδοντας προς τούτο, και τη σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη». Βάσει αυτής (της ΠΣΠ) «αναγνωρίζεται ως όνομα της Εκκλησίας ταύτης το "Αχρίδος" (νοουμένης της περιοχής δικαιοδοσίας αυτής μόνον εντός των ορίων της επικρατείας του κράτους της Βορείου Μακεδονίας), ως υπεσχέθη εγγράφως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο προκαθήμενος αυτής, αποκλείουσα τον όρον "Μακεδονική" και oιοδήτι άλλο παράγωγον της λέξεως "Μακεδονία"».
Τέλος, το Πατριαρχείο αρκούμενο στην εξέταση της εκκλήτου προσφυγής δεν υπεισήλθε πιο βαθιά στο ζήτημα αφήνοντας στο Βελιγράδι την ευχέρεια των κινήσεων για την ολοκλήρωση των διαδικαστικών του ζητήματος εναποθέτοντας («επαφίησιν») στη «Μητέρα Εκκλησία» της εκκλησιαστικής επαρχίας των Σκοπίων - ήτοι στη Εκκλησία της Σερβίας - «τη ρύθμιση των μεταξύ αυτής και της εν Βορείω Μακεδονίας Εκκλησίας (της από του νυν "Αρχιεπισκοπής Αχρίδος") διοικητικών θεμάτων, εν τω πλαισίω της ιεροκανονικής και εκκλησιαστικής παραδόσεως».
Με το άκουσμα της ανακοίνωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας (09.05.2022) οι καμπάνες πολλών ναών στη γειτονική χώρα άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα αναγγέλλοντας την ιστορική γι’ αυτούς απόφαση. Ένα σχίσμα έκλεισε, μια πληγή θεραπεύθηκε. Οι (προσ-) ευχές «υπέρ ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών» έπιασαν τόπο, δίνοντας χώρο στην ενότητα και δι’ αυτής στην αγάπη.
Θεωρούμε ότι η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επέλυσε το ζήτημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αποσοβώντας τον κίνδυνο που θα δημιουργούσε η ύπαρξη του όρου «Μακεδονία» ή παραγώγου του στην ονομασία της επανεντασσομένης στη κανονικότητα Εκκλησίας των Σκοπίων, με παρεπόμενα προβλήματα, εκκλησιαστική και πολιτικά. Το Πατριαρχείο διεφύλαξε και διεσφάλισε την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποκαθιστώντας τη βάσει των Ιερών Κανόνων.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

Ο αξέχαστος Γιώργος Ιωάννου

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Γιώργος Ιωάννου / Χάρτης 41 (Μάιος 2022). Επιμέλεια αφιερώματος: Έλενα Χουζούρη


«Φαγιούμ». Γιώργος Ιωάννου». Ψηφιακή σύνθεση του Δημήτρη Καλοκύρη (2006).

Στις 18 Φεβρουαρίου 1985, ο Γιώργος Ιωάννου επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη, την Θεσσαλονίκη. Χιονίζει. Λευκές νιφάδες σκεπάζουν απαλά το Σέιχ - Σου, το ξανθωπό βουνό των ξανθομάλλικων παιδικών του χρόνων. Από την μεριά της γκρίζας θάλασσας φαίνεται να έρχεται η τρελή Ρωσίδα με το κάτασπρο μακρύ της φόρεμα κρατώντας στο προτεταμένο της χέρι το λευκό λουλούδι τού Ευαγγελισμού. Και ο Γιώργος Ιωάννου προχωρεί, η ομίχλη και το χιόνι πυκνώνουν, αλλά εκείνος χαίρεται και αγαλλιάται γιατί επιτέλους το σώμα του γίνεται ένα με το σώμα της πόλης του. Είναι 57 ετών και τριών μηνών, πιστός στην μόνη κληρονομιά που του άφησε ο πατέρας του, όταν στην ίδια ηλικία, είχε και αυτός πάρει τον ίδιο δρόμο για το νεκροταφείο του Ευαγγελισμού. Ο πατέρας, ο πρόσφυγας από την Κεσσάνη και η μητέρα του, η πρόσφυγας από την Ραιδεστό, αμφότεροι από την Ανατολική Θράκη, θα μετοικήσουν άρον άρον, άκοντες, διωγμένοι και καταπατημένοι, στην πόλη του Λευκού Πύργου ή του Αίματος ορθότερα, εκεί στον μυχό του Θερμαϊκού, με στεφάνι Τα Χίλια Δέντρα. Δεκαετία του ’20. Μια δεκαετία ξεριζωμών, απώλειας και προσφυγιάς αλλά και ανασύνταξης δυνάμεων για την επιβίωση, για την συνέχεια της ζωής. Η Θεσσαλονίκη από το πολεοδομικό όραμα του Εμπράρ που θα την αναγόρευε σε ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, περιορίζεται στο να τιθασεύσει όπως - όπως τις τεράστιες ανάγκες που δημιουργεί το πολυπληθές και απρόβλεπτο, έως πρότινος, κύμα των προσφύγων. Από μελλοντική ευρωπαϊκή μεγαλούπολη μετατρέπεται σε πρωτεύουσα των προσφύγων. Ως «Νέα Χώρα» πια, αυτή η πανάρχαια πολιτεία, αντιμετωπίζει την ένταξή της στο Ελληνικό Βασίλειο με σκεπτικισμό και αμοιβαία καχυποψία. Οι έως το 1922 εθνοθρησκευτικές πληθυσμιακές αναλογίες της πόλης, με το εβραϊκό στοιχείο να κυριαρχεί, ανατρέπονται. Όταν θα γεννηθεί ο Γιώργος Ιωάννου, στις 20 Νοεμβρίου 1927, η Θεσσαλονίκη θα έχει αφήσει ήδη πίσω της πολλά από τα «εξωτικά» στοιχεία που είχαν γοητεύσει τον Πιερ Λοτί τον προηγούμενο αιώνα. Θα φέρει όμως ακόμα εμφανή τα σημάδια του κοσμοπολιτισμού της, τα οποία καθώς θα συναντηθούν με εκείνα των νεοφερμένων, θα δημιουργήσουν ένα αμάλγαμα ικανό να τροφοδοτήσει ευαίσθητα φαντασιακά, που θα εκφραστούν στην ποίηση και στην πεζογραφία της πόλης. Ο Ιωάννου θα ανατραφεί μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα και τα πολλαπλά σημάδια της θα εγγραφούν στο σώμα του. Οι πρώτες εικόνες που προσλαμβάνει στην παιδική του ηλικία προέρχονται από τις, πάνω από την οδό Εγνατίας, γειτονιές, όπου πριν την έλευση των δικών μας προσφύγων, τις κατοικούσαν τουρκικές οικογένειες, οι οποίες επίσης θα πάρουν την άγουσα της προσφυγιάς, γεγονός που δεν θα αφήσει ασυγκίνητο τον μικρό Ιωάννου. Κοινωνική οικογενειακή κατάσταση δύσκολη, ο αγώνας για την επιβίωση επίμοχθος. «Δεν μιλώ γενικά για τη Θεσσαλονίκη, αλλά για την προλεταριακή πόλη, μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων», θα δηλώσει. Η εξαμελής οικογένεια Σορολόπη —το πραγματικό επίθετο του συγγραφέα— θα ζήσει αποκλειστικά από τον πενιχρό μισθό τού (μηχανοδηγού των Ελληνικών Σιδηροδρόμων) πατέρα. Το τρένο και το ταξίδι κατακάθονται μέσα στον μετέπειτα συγγραφέα ως πατρικές αφηγήσεις. Αργότερα θα μετουσιωθούν σε προσωπικά βιώματα. Η εφηβεία του θα ταυτιστεί με την Κατοχή, με εικόνες στέρησης, πείνας, κακουχιών αλλά και πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων. Η οικογένεια έχει αφήσει τις προσφυγικές πάνω γειτονιές, με τα παραδοσιακά καλντερίμια, και έχει κατηφορίσει νοτιότερα, στην οδό Ιουστινιανού, στην περιοχή της Παναγίας Χαλκέων, γνωστή ως «Παλιά Οβριακή», αφού ανέκαθεν τον κυρίαρχο τόνο έδιναν σ’ αυτή οι εβραϊκές οικογένειες. Ο 15χρονος, τότε, Γιώργος Ιωάννου, θα είναι ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες του εξολοθρεμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, βίωμα εντονότατο που θα χαραχτεί ανεξίτηλα μέσα του και αργότερα θα μετουσιωθεί σε ποίηση και πεζογραφία. Εκείνη ακριβώς την περίοδο αρχίζει τις πρώτες προσωπικές του ημερολογιακές καταγραφές, γνωστές πολύ αργότερα ως «Κατοχικό Ημερολόγιο». Σε αυτές τις ημερολογιακές καταγραφές κατατίθεται και η αντιφατική του εμπειρία από τα κατηχητικά σχολεία στα οποία εγγράφεται στις 26 Μαρτίου 1944, βασικά λόγω των συσσιτίων που αυτά οργάνωναν. Σ’ αυτά θα κάνει δυο σημαντικές, αλλά λίαν αμφιλεγόμενες, ως προς την σχέση που θα αναπτύξει μαζί τους, γνωριμίες: Τους σχεδόν συνομηλίκους του, Ντίνο Χριστιανόπουλο και Δημήτρη Μαρωνίτη. Από το 1946 έως το 1950 φοιτά στο Ιστορικό - Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, έχοντας την τύχη να διδαχθεί από σπουδαίους καθηγητές, και τους οποίους θα μνημονεύσει τιμητικά στο πεζογράφημά Επιχωμάτωση. Υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία και αμέσως μετά την αποστράτευσή του, το 1951 έχει να αντιμετωπίσει συνολικά την ζωή του. Προς τα πού θα την κατευθύνει; Τι δυνατότητες έχει; Ποια είναι τα σχέδια του; Από όσα έχει γράψει ο ίδιος οι δυνατότητες του είναι και αντικειμενικά και προσωπικά περιορισμένες. Οι ερωτικές του επιθυμίες πατικωμένες κάτω από ανελέητα βλέμματα και αδυσώπητους αυταρχισμούς. Του απομένουν οι μοναχικοί περίπατοι, τα φευγαλέα αγγίγματα, τα αδιόρατα βλέμματα και οι λέξεις που όταν τις βάζει στο χαρτί τον προστατεύουν αλλά και τον απελευθερώνουν. «Έφραξε ο φόβος πια τους δρόμους μου / Έφραξε ο δρόμος του σπιτιού /  Μόνο η μορφή σου απόμεινε να με δροσίζει», [Τα Χίλια Δέντρα]. Αυτές τις λέξεις τολμά στα 26 του χρόνια να τις δημοσιοποιήσει με τη μορφή μιας πλακέτας και 11 συνολικά ποιήματα. Την τυπώνει στο τυπογραφείο του Νίκου Νικολαϊδη, τον Μάρτιο του 1954, ιδίοις αναλώμασιν. Τίτλος της: Ηλιοτρόπια.
Την ίδια σημαδιακή χρονιά βρίσκει και την πρώτη του εργασία, για καλή του τύχη μακριά από το γονεϊκό σπίτι, σε ένα ιδιωτικό σχολείο στον Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια). Το σπυρί αρχίζει και σπάει, το ξανθομάλλικο αγόρι - έφηβος - νεαρός άντρας προσπαθεί να διεκδικήσει την ζωή του. Με τις ποικίλες ενοχές του, την αίσθηση της οιονεί απώλειας, την σφιχτή, έως ασφυξίας, παράδοση της προσφυγικής ανασφάλειας, την βαθιά ανάγκη των λυγμικών υπαινιγμών, το χωνεμένο τραύμα του ερωτικού αποκλεισμού από τις αδιάλλακτα αυστηρές ψυχοκοινωνικές κατηγοριοποιήσεις γύρω του, συν την έντονη διάθεση να μιλήσει, να καταθέσει ότι κρυμμένα βιώματα έχει εντός του, εισέρχεται βήμα το βήμα στην ελληνική λογοτεχνία. Μετά τα Ηλιοτρόπια έρχονται Τα Χίλια Δέντρα. Ανάμεσά τους μεσολαβεί ένα διάστημα εννέα χρόνων. Γιατί τόσο; Γιατί οι ανάγκες της επιβίωσης τον σέρνουν, κυριολεκτικά, από δω και από κει ανά την ελληνική επικράτεια. Μέχρι να διοριστεί σε δημόσιο σχολείο, το 1960, τον βρίσκουμε για λίγο στην Αθήνα, στη Σχολή Μπαρμπίκα, μετά στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, και όταν έρθει ο διορισμός του τον στέλνουν στο Καστρί Κυνουρίας· στη συνέχεια τον μεταθέτουν στην… Βεγγάζη, έπεται η Κασσάνδρα Χαλκιδικής, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και επιτέλους φτάνει η πολυπόθητη μετάθεση για Αθήνα, το 1971.
Ωστόσο, μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, παρά τις συνεχείς μετακινήσεις, τις αλλεπάλληλες ματαιώσεις και προδοσίες φίλων, όπως ο ίδιος θα ομολογήσει, συν την κάκιστη αντιμετώπιση του από την οικογένεια του, και προπαντός απο τη μητέρα του, κατορθώνει να γράψει. Να καταθέσει δημιουργικά ό,τι τον τραυματίζει, τον πληγώνει. Αποτέλεσμα, αυτής της δύσκολης, επώδυνης περιόδου, η δεύτερη ποιητική του συλλογή Τα Χίλια Δέντρα και τον επόμενο ακριβώς χρόνο, το 1964, με ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο με τον τίτλο Για ένα φιλότιμο, ο νεαρός, έως τότε, ποιητής κάνει το μεγάλο βήμα προς την πεζογραφία. Ο Γιώργος Ιωάννου, όπως τον γνωρίσαμε μέσα από την λογοτεχνία του, γεννιόταν και μαζί του ένα ρεύμα λογοτεχνικό που αργότερα θα επηρεάσει και νεότερους συγγραφείς, εκείνο της «βιωματικής λογοτεχνίας». «Για πρώτη σου φορά ένιωθες σε τέτοιο βαθμό αυτό που διάβαζες να λένε οι άλλοι, ξένοι ιδίως. Το ξαλάφρωμα, τη λύτρωση, από το γράψιμο της λογοτεχνίας… Για σένα "η αποκάλυψη του Θεού" όπως μας την παραδίνουν οι μεγάλοι μυστικοί συγγραφείς, είναι το γράψιμο αυτών των πεζογραφημάτων». Θα ομολογήσει αργότερα με το μοναδικό υποβλητικό εξομολογητικό του ύφος.
Πολλά και λίαν ευνοϊκά έχουν γραφεί για εκείνο το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του Ιωάννου με τα εικοσιδύο πεζογραφήματα, όπως —για πολλούς λόγους— θα τα ονομάσει ο ίδιος ο συγγραφέας τους. Εικοσιδύο πεζογραφήματα, μικρά διαμαντάκια, που ανοίγουν μια ιδιαίτερη σελίδα στην μεταπολεμική μας λογοτεχνία. Ειδολογικά δεν ανήκουν στην κλασική φόρμα του διηγήματος. Χωρίς να εντάσσονται στην ποιητική πρόζα δονούνται από ποιητική διάθεση, όπως πρώτος παρατηρεί ο Π. Μουλλάς. Και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, πιο αναλυτικά, σημειώνει: «Πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο τα εικοσιδύο σύντομα κείμενα του και ο προσδιορισμός αυτός, έτσι στην γενικότητα του είναι ο μόνος σωστός, αφού ούτε στο διήγημα, ούτε σε κανένα άλλο από τα γνωστά είδη μπορούν να ενταχθούν οι ιδιότυπες αυτές σελίδες, όπου ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος και η καίρια παρατήρηση του περιβάλλοντος κόσμου εναλλάσσονται, με περίπου "παπαδιαμάντεια αδιαφορία" για τους κανόνες μιας τεχνικής, για την τήρηση κάποιων παραδεδεγμένων ή πειστικών αφηγηματικών συμβάσεων».
Ωστόσο, η πλήρης αποδοχή και η προσωπική του ωρίμανση θα έρθει όταν επιτέλους μετατεθεί στην Αθήνα, το 1971. Και όλως παραδόξως η πόλη που τον πλήγωνε και τον απόδιωχνε —«ο συνδυασμός Θεσσαλονίκης και δικών σου εσένα ποτέ δεν σε σήκωσε…»— θα κυριαρχήσει στα περισσότερα από τα βιβλία του, μετά την κάθοδό του στην Αθήνα. Όλα τα βιώματα της παιδικής - εφηβικής και νεανικής του ηλικίας στην γενέτειρα του θα αναδημιουργηθούν, θα μεταπλαστούν σε μια σπάνιας θερμοκρασίας και ατμόσφαιρας λογοτεχνία, κατά την οποία η Θεσσαλονίκη, από νύφη του Θερμαϊκού θα μετατραπεί σε νύφη της λογοτεχνίας! Και αυτό γιατί η απόσταση που την χωρίζει από την Αθήνα τον βοηθάει να αποστασιοποιηθεί, να απενοχοποιηθεί, να απελευθερωθεί από τα οικεία δηλητηριώδη βλέμματα που διαρκώς του υπενθύμιζαν τις «απαγορευμένες» ερωτικές του προτιμήσεις.
Ωστόσο, κακά τα ψέματα, δεν θα μπορέσει ποτέ να επουλωθεί το βαθύ τραύμα που έχει κατακαθίσει βαθιά μέσα του και με το παραμικρό η τραυματισμένη του ψυχοσύνθεση, με τα πολλά συναισθηματικά κενά, αντιδρά στην οποιαδήποτε κριτική, πολλώ μάλλον αν προέρχεται από παλιούς «φίλους», όπως στην περίπτωση του Ντίνου Χριστιανόπουλου και περισσότερο του Δ. Ν. Μαρωνίτη.
Δεκατέσσερα χρόνια θα μεσολαβήσουν από το 1971 έως την αποφράδα εκείνη ημέρα της 16ης Φεβρουαρίου 1985 που εξαιτίας μια μετεγχειριτικής επιπλοκής θα καταλήξει. Στο διάστημα αυτό θα ευτυχήσει και να γράψει και να εκδώσει δεκαεπτά τίτλους, ανάμεσα στους οποίους πεζογραφήματα, διηγήματα, μελέτες, δοκίμια, μεταφράσεις καθώς και δύο θεατρικά έργα. Για αρκετά χρόνια θα εκδίδει το προσωπικό του περιοδικό, Το φυλλάδιο που, για τον σημερινό μελετητή, αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για τα λογοτεχνικά πεπραγμένα εκείνης της εποχής. Θα αξιωθεί του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος 1980 για το βιβλίο του Το δικό μας αίμα, θα έχει αναμφισβήτητα κερδίσει την εκτίμηση της δύσκολης αθηναϊκής λογοτεχνικής κοινότητας, θα έχει συγκαταλεγεί στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων μαζί με σπουδαία ονόματα της λογοτεχνίας μας, θα έχει ανοίξει νέους δρόμους σε νεότερους λογοτέχνες. Θα φύγει, έτσι άδικα και πάνω στην ωριμότητα του, ηλικιακή και δημιουργική, με ένα παράπονο: Ότι δεν πρόλαβε να γράψει ένα μυθιστόρημα, όπως σχεδίαζε να κάνει, μόλις έπαιρνε την σύνταξή του. Μήπως όμως είχε ήδη γράψει το μεγάλο μυθιστόρημα της γενέτειρας του με τους δικούς του λογοτεχνικούς τρόπους; Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του, στο αφιέρωμα του περιοδικού Γράμματα και Τέχνες, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ανάμεσα στα άλλα, σημείωνε: «Ο Γιώργος Ιωάννου είναι εισηγητής ενός καινοφανούς αφηγηματικού τρόπου στα γράμματα μας: εκόμισε αυτά τα κανόνα σύντομα κείμενα σε πρώτο πρόσωπο, που απαρτίζουν το μέγιστο της τέχνης του. Πρόκειται για καθαρά λογοτεχνικά έργα που άλλοτε κλίνουν προς τον "άμορφο" συνειρμικό μονόλογο, άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο και άλλοτε εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα, έμφορτα όμως με αλλότρια στοιχεία ή απαλλαγμένα σε βαθμό ριζοσπαστικό από τις συμβάσεις του είδους. […] Είναι τόσο έντονη η προσωπική σφραγίδα του Γιώργου Ιωάννου στα λογοτεχνικά κείμενα του, το αδιαφιλονίκητο δικό του ύφος, ώστε όσες καταβολές κι αν ιχνηλατήσει η έρευνα, η θέση και η σημασία της προσφοράς του δεν πρόκειται να μεταβληθούν».
Τριάντα επτά χρόνια μετά τον θάνατο τού Γιώργου Ιωάννου, ο Χάρτης, τιμώντας αυτήν την προσφορά, επανέρχεται με ένα αφιέρωμα για τη ζωή και το έργο του. Συμμετέχουν με κείμενά τους, είκοσι δύο συγγραφείς, πανεπιστημιακοί και κριτικοί, από ένα ηλικιακό φάσμα που καλύπτει τρεις γενιές, από τον νεότερο Χρήστο Κυθρεώτη έως τον μεγαλύτερο Θέμη Λιβεριάδη. Έγινε προσπάθεια να «ακουστούν» και νεότερες ηλικιακά φωνές αλλά και φωνές που δεν είχαν έως σήμερα καταθέσει την άποψη τους για το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Επίσης, στο αφιέρωμα φιλοξενείται η ραδιοφωνική [ΕΡΑ] εκπομπή που είχε κάνει η υπογράφουσα με τον Γιώργο Ιωάννου στις 20 Ιανουαρίου 1985, λίγες μόνο μέρες πριν την εισαγωγή του στο Σισμανόγλειο που τον οδήγησε στις 16 Φεβρουαρίου στον θάνατο. Ακόμα οι αναγνώστες/στριες του αφιερώματος θα έχουν την δυνατότητα μέσω του link των Αρχείων της ΕΡΤ (https://archive.ert.gr/68962/) να παρακολουθήσουν την εκπομπή «Παρασκήνιο» για τον Γιώργο Ιωάννου. Το αφιέρωμα φιλοξενεί επίσης φωτογραφίες του, αλλά και φωτογραφίες προσωπικών του αντικειμένων, όπως εκτίθενται σε ειδικά διαμορφωμένη για τον συγγραφέα αίθουσα, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Η συνέχεια του αφιερώματος με τους συγγραφείς που χαρτογραφούν τον Γιώργο Ιωάννου εδώ

Η ερμηνευτική των Κανόνων και η σημασία του Πηδαλίου σήμερα

Σ Τ Ρ Ο Γ Γ Υ Λ Η   Τ Ρ Α Π Ε Ζ Α 


Οι Ιεροί Κανόνες αποτελούν βασική πηγή της οργάνωσης και της ζωής της Εκκλησίας. Από την εποχή της καταγραφής τους και της συνοδικής τους υιοθέτησης από την Εκκλησία αποτελούν οδοδείκτες στην εν Χριστώ ζωή, ρυθμίζοντας άλλοτε με ακρίβεια και άλλοτε κατ’ οικονομία τις επιμέρους εκφάνσεις του εκκλησιαστικού βίου, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Έχοντας κατά το πλείστον εγκριθεί από Οικουμενικές Συνόδους, αποτελούν απαραβίαστη πηγή αλήθειας και αυθεντίας για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο σήμερα, σε μια τελείως διαφορετική πολιτισμική και κοινωνική συγκυρία, αυτή της ύστερης νεωτερικότητας, το ερώτημα που προκύπτει είναι σε ποιο βαθμό μπορούν οι ιεροί κανόνες να καθορίζουν την εκκλησιαστική ζωή στις λεπτομέρειές της, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν. Υπάρχει άραγε στις μέρες μας ανάγκη ερμηνευτικής προσπέλασης του γράμματος των κανόνων ώστε να αναζητηθεί το φιλάνθρωπο και σωτηριώδες πνεύμα που τους διατρέχει ή αρκεί η επακριβής και άκριτη τήρησή τους; Υπάρχει άραγε δυνατότητα αναπροσαρμογής, αναθεώρησης ή και κατάργησης ορισμένων από αυτούς, που φαίνεται να θεωρούνται ότι ανήκουν εξάπαντος στο παρελθόν; Στην ίδια προοπτική, ιδιαίτερη σημασία κατέχει και το ερώτημα της κωδικοποίησης και κριτικής έκδοσης του κειμένου των κανόνων, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η κυρίαρχη θέση που εξακολουθεί να έχει το Πηδάλιο, το οποίο έχει γραφτεί πριν από δυο σχεδόν αιώνες, ως το κατεξοχήν όργανο χρήσης και ερμηνείας των ιερών κανόνων.
Αυτά τα θέματα και πολλά συναφή ερωτήματα θα συζητηθούν στη Στρογγυλή Τράπεζα που θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 17 Μαΐου 2022, στις 7.00 μ.μ., με τίτλο: «Η ερμηνευτική των Κανόνων και η σημασία του Πηδαλίου σήμερα». Πρόκειται για την όγδοη διαδικτυακή εκδήλωση του κύκλου «Καιρός του ποιήσαι» που διοργανώνεται από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου στο πρώτο εξάμηνο του 2022.
Στη Στρογγυλή Τράπεζα θα συνομιλήσουν ο Μητροπολίτης Περιστερίου Γρηγόριος (Παπαθωμάς), Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ινστιτούτου του Αγίου Σεργίου των Παρισίων, και μέλος του Δ.Σ., της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και ο Θεόδωρος Γιάγκου, Καθηγητής Κανονικού Δικαίου και πρώην Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ σχολιασμό με παρεμβάσεις θα πραγματοποιήσει η Ντένια (Σπυριδούλα) Αθανασοπούλου - Κυπρίου, Εκπαιδευτικός και Ψυχοθεραπεύτρια, Δρ. του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ. Το συντονισμό της συζήτησης θα έχει ο Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης, ερευνητικός εταίρος των Πανεπιστημίων KU Leuven και Münster.

Ο σύνδεσμος για την παρακολούθηση της Στρογγυλής Τράπεζας είναι: https://us06web.zoom.us/j/81397353553

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α. ΓΕΩΡΓΑΣ. (2022). Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.


Ο Βασίλειος Α. Γεώργας γεννήθηκε το 1961 στην Αγγελώνα της Νοτιοανατολικής Λακωνίας. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στις Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές. Συνεργάστηκε με τον καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά στο Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών ως συντάκτης στο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 (το διάστημα 1985-1988) και στο Νέο Ελληνικό Λεξικό. Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας (το διάστημα 1987-1991), που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών το 1995. Τον Σεπτέμβριο του 1988 διορίστηκε μόνιμος καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και δίδαξε σε σχολικές μονάδες του Κιλκίς για πέντε χρόνια. Από το 1993 ζει μόνιμα στη Λέσβο, διδάσκει σε σχολεία του νησιού και είναι μέλος του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, ένας εντυπωσιακός τόμος 976 σελίδων, καρπός πολύχρονης ερευνητικής δουλειάς, με πρόλογο του Μιχαήλ Πασχάλη. Για το βιβλίο αυτό συζητάμε με τον συγγραφέα.

Τι ακριβώς είναι το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη;

Το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι ερμηνευτικός γλωσσικός οδηγός, που επιχειρεί να διευκολύνει τον μέσο αναγνώστη στην προσέγγιση της συχνά δυσπρόσιτης γλώσσας του συγκεκριμένου δημιουργού και στην κατανόηση του έργου του. Επιπλέον, αναμένεται να καταστεί χρήσιμο και σε φιλολόγους, ειδικούς ερευνητές, νεοελληνιστές μελετητές αλλά και μεταφραστές του Καζαντζάκη, μιας και παραμένει ο πιο πολυμεταφρασμένος νεοέλληνας δημιουργός. Αν και είναι λογοτέχνης με πολύ ασυνήθιστη γλώσσα, εντούτοις δεν υπήρχε έως τώρα το ερμηνευτικό βοήθημα που χρειαζόταν, προκειμένου να γίνουν ευκολότερα προσπελάσιμες δεκάδες ακατανόητες ή δυσνόητες λέξεις και φράσεις, που κατά κόρον χρησιμοποιούσε με σκοπό να προσδώσει πρωτοτυπία στα έργα του. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ο Καζαντζάκης να αποκτήσει το γλωσσάρι του, προϊόν πολυετούς και πολύμοχθης ερευνητικής προσπάθειας, που καλύπτει το σύνολο του λογοτεχνικού έργου του περιλαμβάνοντας κατά προσέγγιση δεκαπέντε χιλιάδες λήμματα, των οποίων η ερμηνεία βασίστηκε σε έγκριτα, παλαιά και σύγχρονα, Λεξικά της Νεοελληνικής, καθώς και σε ποικίλα έγκυρα μελετήματα, γλωσσάρια και πηγές.

Δώστε μας δύο - τρία αντιπροσωπευτικά λήμματα.

άβιος, επίθ. Που δεν τεκνοποιεί, στείρος, άτεκνος: ό,τι δεν αγγίξεις απομένει χέρσο, καταραμένο κι ασπόριστο σαν την κοιλιά της μαρμάρας γυναίκας και της άβιας κατσίκας (Συμπ. 18).
αγερίνα η. Πολύ ψιλή (σαν σκόνη) άμμος της ακρογιαλιάς: όλο αγερίνα, φύκια κι αλυχιά στις πουρπουριές ξαπλώθη (Οδ. Φ 196). [λατιν. (h)arena (= άμμος) και κατάλ. -ίνα με παρετυμολογία προς το ουσ. αγέρας].
βελαόρα η. Τμήμα χέρσας γης με πετρώδη σύσταση που είναι κατάλληλο για βοσκή, βουνίσιο (εκλεκτό) βοσκοτόπι: απʼ τα ψηλά τσουγκριά ροβόλησαν οι τσελιγκάδες κάτω / το βασιλιά τους να δεχτούν στις δροσερές τους βελαόρες (Οδ. Δ 316). [κουτσοβλαχικό valaora ή vilaora (= πλαγιά για βοσκή)].
έγιοτας ο. Σκουριά μετάλλων εξαιτίας υγρασίας, οξείδωση: στο γιαλό ξεκρίνει (ενν. ο δοξαράς) ... προύντζινα άρματα που του έγιοτα (γρ. έγιωτα) τα ʼφαγε η μπλάβη αρρώστια (Οδ. Χ 196). [ουσ. ιός > ίγιοτας > έγιοτας].
κούρος ο. Κούρεμα ζώων (ιδίως αιγοπροβάτων), κουρά: είχαν σφίξει κιόλα οι κάψες, ο κούρος είχε αρχίσει (Κ-Μ 197).
{Διευκρίνιση: Συμπ. = Το Συμπόσιον, Οδ. = Η Οδύσ(σ)εια , Κ-Μ = Ο Καπετάν Μιχάλης}.

Πότε και πώς ξεκίνησε η αγάπη σας και η ενασχόλησή σας με την ελληνική γλώσσα;

Από την εφηβική ηλικία πρόσεχα το λεξιλόγιο των λογοτεχνημάτων που διάβαζα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω άγνωστές μου λέξεις με τη βοήθεια διαθέσιμων λεξικών. Το διάστημα που ακολούθησε μετά τις ακαδημαϊκές σπουδές στη Θεσσαλονίκη, είχα την ευτυχία να θητεύσω στα Λεξικά του αείμνηστου Εμμανουήλ Κριαρά (το διάστημα 1985-1991). Εκεί η ενασχόλησή μου με την ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της υπήρξε ό,τι πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο για μένα και η συστηματική επαφή μου με το γλωσσικό υλικό που ερευνούσαμε και επεξεργαζόμαστε μου πρόσφερε τα γνωστικά εφόδια και την απαιτούμενη λεξικογραφική εμπειρία.

Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε επισταμένως με τη γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη;

Η πρώτη επαφή μου με τη γλώσσα και το έργο του Καζαντζάκη ανάγεται στην πρώιμη εφηβεία μου, όταν μου δωρήθηκε από τον φιλόλογο νονό μου Ο Φτωχούλης του Θεού, μέσα από τον οποίο πρωτογνώρισα τον κόσμο του Καζαντζάκη και το ιδιότυπο λεξιλόγιό του, διαπίστωσα όμως και τις δυσκολίες κατανόησης της ξεχωριστής γλώσσας του. Η γνωριμία μου με άλλα έργα του τα επόμενα χρόνια με βοήθησε να συνειδητοποιήσω τον πλούτο των λαϊκών γλωσσικών στοιχείων που αξιοποίησε αισθητικά η γραφίδα του, τη ζωντάνια των ασυνήθιστων ή άγνωστων λέξεων της υπαίθρου που διέσωσε από την αφάνεια αθανατίζοντάς τες στα έργα του και μου έδωσε τη δυνατότητα να μοιραστώ μαζί του την αγάπη και τη λατρεία για τη δημοτική γλώσσα. Κατά συνέπεια, η συστηματική ενασχόλησή μου με τη γλώσσα του Καζαντζάκη προέκυψε εντελώς αβίαστα, με τρόπο φυσικό και νομοτελειακό, αφού η γραφή και η «ελληνική λαλιά» του ασκούσαν παράξενη γοητεία στην ψυχή μου και έδιναν διέξοδο στη φιλέρευνη διάθεσή μου. Ο Καζαντζάκης θέλησε να αφήσει το δικό του, μοναδικό, στίγμα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία επιλέγοντας να εκφραστεί όχι διαμέσου της κοινής και τετριμμένης από την καθημερινή χρήση λογοτεχνικής γλώσσας της εποχής του, αλλά διαμέσου της δημοτικής, της προφορικής και γραπτής λαϊκής παράδοσης. Από πολύ νωρίς άρχισε να θησαυρίζει ασυνήθιστους λεκτικούς τύπους από κάθε περιοχή της ελληνικής υπαίθρου και τους ενσωμάτωσε στα έργα του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ανεπανάληπτος γλωσσικός «πακτωλός» που εμπλούτισε από πολλές απόψεις τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, παράλληλα όμως δημιούργησε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα κατανόησης του περιεχομένου των έργων του, το οποίο ανέλαβε να επιλύσει, στο μέτρο του δυνατού, το παρόν πόνημα.

Πόσο καιρό κράτησε η έρευνα και η μελέτη σας και ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που συναντήσατε σ’ αυτό το «ταξίδι»;

Από το 1987 που εργαζόμουν στα Λεξικά του Κριαρά άρχισα να επεξεργάζομαι το γλωσσικό υλικό που αποδελτίωνα και συγκέντρωνα σταδιακά από τα έργα του Καζαντζάκη αξιοποιώντας την πλούσια βιβλιοθήκη και το αρχειακό υλικό που πρόθυμα έθεσε στη διάθεσή μου ο σεβαστός καθηγητής. Ο μόνιμος διορισμός μου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1988 και η μετάθεσή μου το 1993 στη Λέσβο μείωσαν δραστικά τον διαθέσιμο χρόνο που απαιτούσε η ολοκλήρωση του έργου, δεδομένου ότι ήμουν αναγκασμένος να καταπιάνομαι με το Γλωσσάρι στο περιθώριο των εκπαιδευτικών υποχρεώσεων αξιοποιώντας προσωπικό ελεύθερο χρόνο· αυτός ήταν ένας από τους λόγους καθυστέρησης της ολοκλήρωσής του. Ένας άλλος ήταν το ίδιο το περιεχόμενό του: δεκάδες λέξεις ήταν «αχαρτογράφητες» ‒αμουντζάλωτες από το μελάνι, όπως τις χαρακτηρίζει ο Καζαντζάκης‒, και απαιτήθηκε κόπος, αρκετή έρευνα, επίμονη αναζήτηση, τύχη και υπομονή, προκειμένου να επιτευχθεί η ερμηνεία ή και η ετυμολογία τους. Τρίτος λόγος ήταν η δυσχέρεια να εξασφαλιστούν δυσεύρετες αρχικές ή παλαιές αξιόπιστες εκδόσεις των καζαντζακικών έργων.

Η εντυπωσιακή αυτή φιλολογική δουλειά σας απευθύνεται και στον απλό αναγνώστη των βιβλίων του Καζαντζάκη;

Αποδέκτης του Γλωσσαρίου ασφαλώς είναι και ο απλός αναγνώστης του, ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, καθώς εκτιμώ ότι θα τον βοηθήσει να πλησιάσει ευκολότερα και να κατανοήσει καλύτερα το έργο του εν λόγω λογοτέχνη. Συναντώντας λέξεις που δεν κατανοεί, ο αναγνώστης συνήθως απογοητεύεται, παραιτείται και εγκαταλείπει. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει το Γλωσσάρι, που θα του προσφέρει συγκεντρωμένους και ερμηνευμένους αυτούς τους δυσνόητους γλωσσικούς τύπους, προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα την ανάγνωση των έργων του Κρητικού στοχαστή. Παράλληλα, θα του επιτρέψει να διαπιστώσει τις ευρείες εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας με τη γόνιμη αξιοποίηση (από τον Καζαντζάκη) του αστείρευτου πλούτου της λαϊκής προφορικής και γραπτής γλωσσικής παράδοσης και τη δημιουργία ενός εκτενούς λεξιλογίου ενδιαφέρουσας νοηματικής απόχρωσης και αξιοπρόσεκτης παραστατικής δύναμης. Το Γλωσσάρι θέλω να πιστεύω ότι θα αποδειχθεί χρήσιμο και για έναν πρόσθετο λόγο, που το διαφοροποιεί από άλλα: δεν περιορίζεται σε απλή παράθεση λέξεων με την ερμηνεία και την ετυμολογία τους, αλλά προτάσσει αυτούσιο τον ίδιο τον λόγο του Καζαντζάκη μέσα από επιλεγμένα ‒κατά λέξη και σημασία‒ χαρακτηριστικά αποσπάσματα από όλα τα έργα του, ώστε να τεκμηριώνεται άμεσα η χρήση των μελετώμενων γλωσσικών τύπων.

Με το έργο ποιων άλλων λογοτεχνών έχετε ασχοληθεί;

Στο παρασκήνιο της επεξεργασίας του πολυπληθούς καζαντζακικού γλωσσικού υλικού ασχολήθηκα με τη γλώσσα και άλλων λογοτεχνών που χρησιμοποίησαν ιδιαίτερο λεξιλόγιο. Συγκεκριμένα, αποδελτίωσα και ερμήνευσα δυσνόητες λέξεις από το λογοτεχνικό έργο του Κωστή Παλαμά, του Στράτη Μυριβήλη και του Αργύρη Εφταλιώτη, καταρτίζοντας αντίστοιχα γλωσσάρια που παραμένουν αδημοσίευτα προς το παρόν. Τώρα που το magnum opus μου βρήκε τρόπο να δοθεί στο αναγνωστικό κοινό, ελπίζω και αυτά τα ερευνητικά πονήματα κάποια στιγμή να πάρουν σειρά.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ: Ο πόλεμος των φύλων και η ελληνικὴ παράδοση. Σώζεται η Δύση;

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

Η ελληνική παράδοση... «το μεγάλο μυστικό που δένει ήσυχα τη μια γενιά με την άλλη, την μιαν Ελλάδα με την άλλη»

«Όταν περάσαμε τα περιβόλια και πιάσαμε τον ανήφορο, ένα κοριτσάκι κατέβαινε με το άσπρο μαντιλάκι του γεμάτο από το πρώτο σιτάρι της χρονιάς. Ήταν ξανθό, σα να κατέβαινε από παλιό φράγκικο φιλί, κι είχε τρουλωτό κόκκινο φιόγκο στην κορφή του κεφαλιού του.
- Που το πας το σιτάρι; Τη ρώτησα για να σταθεί λίγο και να τη δω.
- Στην εκκλησία.
- Και γιατί το πας στην εκκλησία;
- Να το βλογήσει ο παπάς.
- Ε, και τι; κάνω εγώ για να χαρώ την αντίδραση του κοριτσιού. Θα του κάμει καλό η ευλογία;
- Όχι, αποκρίθηκε απροσδόκητα το κοριτσάκι.
- Κακό;
- Όχι.
- Ε, τότε λοιπόν;
Και το κοριτσάκι, γαλήνια συνεχίζοντας την παμπάλαιη σοφία:
- Ε, είπε, έτσι είναι η συνήθεια.
Έτσι είναι η συνήθεια… μου άρεσε, στο κατώφλι του Μυστρά, από ένα παιδιάστικο στόμα, ν’ ακούσω απλά ειπωμένο το μεγάλο μυστικό που δένει ήσυχα τη μια γενιά με την άλλη, την μιαν Ελλάδα με την άλλη. Ν’ ακλουθάς την κίνηση των προγόνων και ας ξέρεις πως δεν έχει καμιά φανερή πραχτικήν αξία, να συνεχίζεις μια γιορτή, ένα θρήνο, ένα χορό, κρατώντας έτσι αδιάσπαστα το νήμα του καιρού, αυτό δίνει συνοχή κι ευγένεια και ρίζες στη ράτσα.
Γύρισα και κοίταξα το παιδάκι με τις “απαρχές των καρπών" να κατηφορίζει προς την εκκλησιά και χάρηκα σα να έβλεπα ένα παιδί να κρατάει μια λαμπάδα, να τρέχει προσεχτικά μη σβήσει, να την παραδώσει στο παιδί του».


ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. (1999). Ταξιδεύοντας. Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς. Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, σσ. 277-278.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Ἡ ἄγνωστη ἐθνική δρᾶσις τοῦ Μητροπολίτου Δράμας Παύλου. Οἱ μυστικές βαπτίσεις ἐξισλαμισθέντων Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, οἱ χειρισμοί τoυ γιά τό Σκοπιανό καί ὁ πόθος του γιά τήν γενέτειρα Τραπεζοῦντα

Τοῦ ΜΑΝΩΛΗ ΚΟΤΤΑΚΗ

Η ΑΦΟΡΜΗ γιά τήν γνωριμία μας ὑπῆρξε ἄκρως ἐπεισοδιακή: ἡ ἀπόφασή του νά παραστεῖ στήν δεξίωση πού διοργάνωσε τέλη Ὀκτωβρίου τοῦ 2019 τό Τουρκικό Προξενεῖο Κομοτηνῆς γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς Τουρκικῆς Δημοκρατίας καί ἡ ἐπ’ ὀλίγον συνύπαρξή του σέ πηγαδάκι μέ τόν Πρόξενο καί τόν ψευδομουφτῆ Κομοτηνῆς Ἰμπραήμ Σερίφ προεκάλεσαν ἕνα πρωτοσέλιδο δηκτικό σημείωμά μου μέ τόν τίτλο «Τί δουλειά εἶχες, Σεβασμιώτατε, ἐκεῖ;». Οἱ συνάδελφοί του Μητροπολῖτες τῆς Θράκης πού εἶχαν πληροφορηθεῖ τίς προθέσεις του νά παραστεῖ τοῦ εἶχαν ζητήσει νά μήν πάει. Ἀλλά ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Δράμας Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη προχθές αἰφνιδίως σέ ἡλικία 59 ἐτῶν σκορπῶντας θλίψη στό ποίμνιό του, εἶχε τούς λόγους του. Πῆγε. Λίγες μέρες μετά τό σημείωμά μου «προσγειώθηκε» στό γραφεῖο μου στήν Ἐρατοσθένους 1 ἕνα ὀγκῶδες δέμα μέ βιβλία. Ἀποστολέας του ἦταν ἡ Μητρόπολη Δράμας. Τά ἔχω δίπλα μου κάθε μέρα: τό δίτομο ἔργο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Πανάρετου Τοπαλίδη «Ὁ Πόντος ἀνά τούς αἰῶνας, ἡ Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προδρόμου Βαζελῶνος», τά ἔργα τοῦ ἰδίου τοῦ Μητροπολίτου Δράμας Παύλου Ἀποστολίδη «Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Χαλιναρᾶ τῆς Χαλδιᾶς» (εὑρίσκεται στόν Πόντο), «Ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος Φιλιππίδης», «Ἡ Μητρόπολη Ροδοπόλεως, τό ζήτημα τῶν Ἐξαρχιῶν τοῦ Πόντου» καί, τέλος, τό βιβλίο τοῦ ἐπίσης ἀείμνηστου ἱστορικοῦ Σπύρου Σφέτα «Ἡ ἀτυχής ἐξέγερση τῆς Δράμας, 1941, κατά τά βουλγαρικά καί στρατιωτικά ἀρχεῖα». (Ὁ Σφέτας ἦταν μέγας Σλαβολόγος, μετεῖχε στήν διαπραγματευτική ὁμάδα γιά τά σχολικά βιβλία ἱστορίας τῆς ΠΓΔΜ καί τόν ἔτρεμαν οἱ Σκοπιανοί.)
Τό σιωπηρό μήνυμα τοῦ Σεβασμιωτάτου - ἀπάντηση στό σημείωμά μου, ἦταν λοιπόν παραπάνω σαφές: «Δές μέ ποιόν ἔχεις νά κάνεις!». Ἑβδομάδες ἀργότερα ὅταν ἐπισκέφθηκα ἰδιωτικῶς τήν Δράμα, ἀποφάσισα νά τοῦ τηλεφωνήσω. Φοβόμουν ὅτι τόν ἀδίκησα καί ἤθελα νά τόν ἀκούσω. Ἀνταποκρίθηκε μέ χαρά. Τά συζητήσαμε ὅλα ἐκ βαθέων σέ ἕνα λιτό δεῖπνο στό «Hydrama», τίς παλαιές καπναποθῆκες πού ἔγιναν μοντέρνο ξενοδοχεῖο. Μοῦ ἔκανε ἰσχυρή ἐντύπωση ὅταν τόν εἶδα πρώτη φορά. Δέν ἔμπαινε στόν χῶρο Μητροπολίτης, ἔμπαινε ἕνα «γεγονός», ὅπως θά ἔγραφε ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Μέ ὅρκισε νά μήν γράψω τίποτε ἀπό ὅσα μοῦ εἶπε γιά τήν δράση του. Τήν ἐθνική δράση του. Ἦταν φανερό πώς ἡ καρδιά αὐτοῦ τοῦ ἀτρόμητου Πόντιου ἔκαιγε γιά τήν Τραπεζοῦντα, τόν τόπο καταγωγῆς του. Καί πώς ἄν ἤθελε ὁ Θεός ποτέ –δικό μου συμπέρασμα– θά ἐθεωροῦσε ἑαυτόν εὐλογημένο νά ὑπηρετήσει χριστιανικό ποίμνιο ὡς Μητροπολίτης Τραπεζούντας. Ἦταν τόσο βαθιά Πόντιος ὥστε κάθε χρόνο παραμονή τῶν Φώτων μοῦ ἔστελνε φωτογραφία ἀπό ἕνα ἔθιμο πού κρατοῦσε ἀπό τήν προγιαγιά του νά ἀνάβει κερί καί νά ὀνοματίζει τούς νεκρούς τῆς οἰκογένειάς του τραγουδῶντας: «Τά φῶτα θέλω τό κεριμ’ καί τή ψυχού κοκκία καί τήν Μεγάλ’ Παρασκευή ἕνα μαντῆλι δάκρυα»!
Ἄς μέ συγχωρέσει ὁ Θεός πού θά παραβῶ τήν ὑπόσχεση πού τοῦ ἔδωσα, ἀλλά γιά νά καταλάβετε τί παπᾶς ἦταν ὁ Μητροπολίτης Παῦλος (ὁ δεύτερος Παῦλος πού χάνουμε μετά τόν Σιατίστης) θά ἀποκαλύψω τό ἑξῆς: ὁ Παῦλος εἶχε ἐντοπίσει στήν γενέτειρά του ἕναν ἐξισλαμισθέντα Τοῦρκο μέ ἑλληνική καταγωγή τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά κτυποῦσε ἑλληνικά. Μέ μέριμνά του αὐτός ὁ Ἕλλην σπούδασε Ὀρθόδοξη Θεολογία καί σήμερα ὑπηρετεῖ ὡς κληρικός σέ κάποια Ἱεραποστολή τῶν Πατριαρχείων μας στήν Μέση Ἀνατολή! Ἔκλαιγε ὅταν μοῦ τό ἀποκάλυψε: «Ποιός τό φαντάζεται, μετά ἀπό αἰῶνες, ἀπόγονος ἐξισλαμιθέντων νά καθίσταται πτυχιοῦχος Θεολογίας καί ὡς κληρικός νά ὑπηρετεῖ τήν Ἐκκλησία καί τό Γένος!». Σταδιακά γίναμε φίλοι. Μέ τίς διαφωνίες μας. Ἡ ἀγάπη του ἦταν ἄδολη καί πατρική. Ὡς στενός συνεργάτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ἀνέπτυσσε ἐθνική δράση μακριά ἀπό τά φῶτα τῆς δημοσιότητας, καί κυριολεκτικά κινεῖτο στά ὅρια. Ἔπαιζε μέ τήν φωτιά. Ἡ Ἱερά Μονή Εἰκοσιφοίνισσας ἦταν κέντρο διεργασιῶν καί ἐπισκέψεων ξένων διπλωματῶν. Ἡ τελευταία μας ἐπικοινωνία ἦταν ἀρχές Ἀπριλίου. Μοῦ ἀνακοίνωσε μέ χαρά ὅτι τό καλοκαίρι θά ἐπέστρεφε στήν Εἰκοσιφοίνισσα κλαπέν Ἱερό Εὐαγγέλιο, κειμήλιο αἰώνων, τεκμήριο βυζαντινό, τό ὁποῖο εἶχε καταλήξει σέ κάποιο ἰδιωτικό μουσεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἀλλά ἡ… διαταγή, διαταγή: «Μή γράψεις τίποτε ἀκόμη!». Στήν ἴδια συνομιλία ἀφιέρωσε μεγάλο μέρος προβληματισμοῦ του στό πῶς θά ἐνετάσσετο ἡ Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο χωρίς ἐκπτώσεις στό ἐθνικό θέμα. Χωρίς νά ὀνομαστεῖ «Μακεδονική». Δέν πρόκειται γιά ἐκκλησιαστικό θέμα ἀλλά γιά ἀμιγῶς ἐθνικό καί γεωπολιτικό πού θά βροῦμε μπροστά μας. Γιά δηλώσεις του σχετικές μέ τό θέμα αὐτό εἶχε γίνει στόχος κριτικῆς ἀπό Σκοπιανούς ἱστότοπους ὅπως τό raskolam.net. Ὡς κατακλεῖδα αὐτοῦ τοῦ ἀποχαιρετιστήριου σημειώματος πού φωτίζει τήν ἄγνωστη ἐθνική δράση τοῦ ἱεράρχη μας, παραθέτω δύο μηνύματά του μέ ἐθνικό περιεχόμενο πού μοῦ ἐστάλησαν σέ διαφορετικές στιγμές: Τό πρῶτο γιά τήν Εἰκοσιφοίνισσα:
«Ἀγαπητέ Μανώλη, καλημέρα. Ἡ πρόεδρος, ὁ πρωθυπουργός, ὁ ἐπί τῶν ἐξωτερικῶν ὑποδέχθηκαν μετά φανῶν και λαμπάδων τήν Βουλγάρα ὑπουργό και πένθησαν ὁμοῦ γιά τήν Ἁγία Σοφία. Διαπιστώθηκε μάλιστα ὅτι οἱ σχέσεις τῶν δύο χωρῶν βρίσκονται σέ ἄριστο ἐπίπεδο. Κουβέντα ὅμως γιά τίς σφαγές στό Δοξᾶτο και τή Δρᾶμα κι ὅτι ὀφείλουν τοὐλάχιστον νά καταθέτουν ἕνα στεφάνι συγγνώμης στά θύματα τῶν πατέρων τους. Κουβέντα γιά τούς θησαυρούς τῆς Εἰκοσιφοινίσσης πού παρανόμως κρατοῦνται και λιβανίζονται ἀφοῦ ἀφαίρεσαν ἀπό τίς λειψανοθῆκες τά ἅγια λείψανα και κάμουν ἐσωτερική διανομή αὐτῶν». Τό δεύτερο γιά τούς Ποντίους:
«Ἀγαπητέ Μανώλη, καλησπέρα.
Ἀνέγνωσα μετά προσοχῆς τό κύριον ἄρθρον τῆς “Ἑστίας” 7.2.2022 περί Ρωσικῆς ἐξαρχίας κ.λπ., καί σημειώνω τά ἑξῆς: Οἱ κανονικοί παλαιοημερολογῖται οὐδέποτε θά συμπράξουν μέ τούς μοσχοβίτας διά λόγους πίστεως και ἐθνικῆς ταυτότητος. Οἱ ἐκ Ρωσίας ὁμογενεῖς Ἑλληνοπόντιοι οὐδέποτε θά ὑπαχθοῦν σέ ρωσική δομή γιά ἐθνικούς λόγους παρά τήν ἀστοργίαν τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους πρός αὐτούς. Ἀφοῦ ἀνέρχονται εἰς 400.000 χιλιάδας ἄς φροντίσει τό κράτος τοὐλάχιστον 100.000 χιλιάδες νά ἱδρύσουν τήν Πόλιν εἰς τήν Ροδόπην τήν ὁποίαν ἐψήφισαν ἅπασαι αἱ πτέρυγες τοῦ κοινοβουλίου, και μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἄς ἀξιοποιήσει τήν τάλαινα Βιστωνίδα ὅπως ἐπιθυμοῦσε ἡ εὐεργέτις τοῦ Ἑλληνισμοῦ μονή τοῦ Βατοπαιδίου. (…) Γιά δέ τό ἄτυχες συμβάν εἰς τήν Σουμελᾶ ἀντέδρασαν οἱ Τραπεζούντιοι. Θεωρῶ ὑποκρισίαν χειρίστου εἴδους τήν ἰδικήν μας δῆθεν διαμαρτυρίαν τήν στιγμήν πού εἰς τούς ἐν Ἑλλάδι ναούς γίνονται συναυλίες, τά ἱερά μυστήρια χάριν τοῦ χρήματος ἀποϊεροποιοῦνται και διδάσκαλοι στήν Κρήτη διώκονται, διότι οἱ μαθηταί ἐκοινώνησαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων καθώς κι ἄλλα πολλά. Μετ’ ἀγάπης κ' εὐχῶν».
Αὐτός ἦταν ὁ Παῦλος! Δύο ὑστερόγραφα: Τό πρῶτο: Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, Σιατίστης Παῦλος, Δράμας Παῦλος. Τραγική σύμπτωση, τά προβλήματα ὑγείας τους ἐκδηλώθηκαν στήν Μακεδονία χάριν τῆς ὁποίας ἔδιδαν ἀγῶνες. Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου στήν Ἔδεσσα, τοῦ Σιατίστης Παύλου στήν ὁμώνυμη μητρόπολη Σιατίστης καί Σισανίου, καί τοῦ Παύλου Δράμας στήν Νάουσα.
Τό δεύτερο: Γιά ὅσους ἑστιάζουν στήν συμμετοχή τοῦ μακαριστοῦ στόν ἀγῶνα ὑπέρ τῶν ἐμβολίων. Ὁ Δράμας Παῦλος ἦταν ἰδιαιτέρως ἐνοχλημένος ἀπό ὅσα λέγονταν, γράφονταν ὅτι ὁ ἰός κολλᾶ μέ τήν Θεία Κοινωνία καί μέ τό προσκύνημα στίς εἰκόνες! Μοῦ εἶχε στείλει ἕνα βιβλίο, ὅτι τήν αὐτή μεταχείριση ἐπιφύλασσε στούς χριστιανικούς πληθυσμούς ἡ Σοβιετική Ἕνωση! Ἕνα πρωινό Κυριακῆς, ἐφαρμογῆς ἄδικων μέτρων κατά τῆς Ἐκκλησίας τό 2020, ἔδιωξε τούς ἀστυνομικούς ἀπό τό προαύλιο τῆς Μητροπόλεως!

ΠΗΓΗ: ΕΣΤΙΑ