Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Θεοτοκάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Θεοτοκάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Ο δόκτωρ Σνακ στο Σινά...

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Η πολιτική ηγεσία (ανεξάρτητα από κόμματα) και η ανικανότητα των πολιτικών εγκεφάλων όχι απλά να παρακολουθήσουν αλλά και αποτελεσματικά να διαχειριστούν το ζήτημα της Μονής Σινά, θυμίζει τον Νεοϋορκέζο δόκτορα Σνακ, στο μυθιστόρημα Οι Καμπάνες του Γιώργου Θεοτοκά. Όσοι έχουμε διαβάσει τις Καμπάνες, θα θυμόμαστε τον πρωταγωνιστή τους, τον τραπεζίτη Κωστή Φιλομάτη και την αισθητή παρουσία του στο Όρος Σινά. Το δεύτερο, μάλιστα, μέρος του μυθιστορήματος έχει τίτλο «Ποιος είναι ο Δόκτωρ Σνακ;». Σε αυτό το ερώτημα, ο Θεοτοκάς μέσω του ήρωα Κωστή Φιλομάτη, δεν δίνει κάποια σαφή απάντηση, καθώς ο δόκτωρ Σνακ αποτελεί μέχρι τέλους το μυστηριακό πρόσωπο του κειμένου, του οποίου η ταυτότητα δεν διευκρινίζεται ποτέ: «[…] η διάφανη σκιά του δόκτορα Σνακ, δίχως μορφή ούτε περιεχόμενο, παράλογη, ασύλληφτη, αδιανόητη, αλλά πολύ πραγματική και αισθητή, όπως μια κρυμμένη αρρώστια που μας τρώει και δεν ξέρουμε τι είναι».
Για τις Καμπάνες έχει γράψει ένα ωραίο άρθρο ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας· με τίτλο: «Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά. Άτομο – Ιστορία – Μεταφυσική», είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Εστία, τχ 1784 (2005), σσ. 856-888. Σ’ αυτό ο Τζιόβρας υποστηρίζει ότι, ο Σνακ αντιπροσωπεύει «μια αόριστη απειλή, μια δαιμονιακή παρουσία, που τροφοδοτεί τις διαδόσεις και τη συνωμοσιολογία για πράκτορες, κατασκοπείες και διεθνή συμφέροντα», σαν κι αυτά που ακούγονται σήμερα για τη από δω και πέρα πορεία της περιοχής του Σινά, για σύγχρονους επενδυτές που θα οδηγήσουν τον κόσμο στην ευμάρεια και την ευτυχία. Ένας δηλαδή «κυνισμός του χρηματιστηρίου» και τον Σνακ, ως «άγγελο των καταστροφών», να προσπαθεί να μεταβάλει την περιοχή του Σινά σε περιοχή επένδυσης κεφαλαίων. Εδώ, θα ‘λεγα ότι ο Θεοτοκάς είναι άκρως προφητικός:
«Γνώρισμα της Βίβλου —τούτο, μάλιστα, θα σημείωνα ως το κύριο χαρακτηριστικό της— είναι ότι εφαρμόζεται κατά γράμμα σε κάθε τόπο και κάθε εποχή. Η χρυσή στάχτη του χωνευτού μόσχου του Σινά, που τον ήπιε ο λαός του Ισραήλ, κατά διαταγή του προφήτη Μωυσή, στη σημερινή μας γλώσσα λέγεται επένδυση κεφαλαίων».
Ο Τζιόβας το γράφει ξεκάθαρα πως, διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα «έχει την αίσθηση ότι η υπερβολή της γνώσης οδηγεί στη διατάραξη της ψυχικής και ηθικής ισορροπίας, ενώ η αναζήτηση μιας νέας κατεύθυνσης φαίνεται να συνοψίζεται στην άποψη» του ίδιου του Θεοτοκά:
«πως ο κόσμος έχει ανάγκη από μια πίστη πέρα από το λογικό, για να κατορθώσει να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του και, μάλιστα, για να την κάμει καλύτερη. Θα μπορούσε να είτανε μια θρησκεία ή και μια άλλη βαθιά ριζωμένη, αισιόδοξη, συλλογική βεβαιότητα, λόγου χάρη η πίστη στην αξία του ανθρώπου ή σε μια θεωρία της εξέλιξης ή ό,τι άλλο».
Οι Καμπάνες, σήμερα, με το ζήτημα της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, όπως εξελίσσεται, πράγματι, είναι ένα μυθιστόρημα: «που προσπαθεί να εκφράσει μέσα από εικόνες βιβλικών καταστροφών την εποχή της αμφιβολίας και της μεταφυσικής αγωνίας, θέτοντας το αίτημα της πίστης ως αντίδοτο στο πολιτισμικό αδιέξοδο του βιομηχανικού πολιτισμού. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ηθικής και μεταφυσικής, οράματος και φόβου, απόγνωσης και ελπίδας. Ένα μυθιστόρημα που θέλει να προβλέψει το μέλλον επιστρέφοντας στο παρελθόν, πού αρνείται το μηδενισμό και προβληματίζεται για το μέλλον της ανθρωπότητας».
Μόνο που, η πολιτική ηγεσία του τόπου μας (ανεξάρτητα από κόμματα), είναι ανίκανη να παρακολουθήσει και να διαχειριστεί ή και να προσεγγίσει τις σύγχρονες πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εξελίξεις.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Ο Γιώργος Θεοτοκάς και το Κυπριακό

Του ΣΑΚΗ ΜΟΥΜΤΖΗ


Τέτοιες μέρες δεν μπορεί παρά να σκέφτομαι το Κυπριακό και να φέρνω στο μυαλό μου ξεχασμένες πτυχές του. Μια από αυτές ήταν και η στάση του μεγάλου πνευματικού ανδρός Γιώργου Θεοτοκά. Για να εκτιμήσουμε το τόλμημά του θα πρέπει να μεταφερθούμε στο κλίμα του 1954. Η Ελλάδα βρισκόταν σε έναν εθνικό παροξυσμό με αίτημα την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα πατρίδα. Πανεπιστήμια, σχολεία, Εκκλησία, σωματεία, εφημερίδες και πολιτικοί είχαν στρατευθεί σε αυτόν τον αγώνα. Διαδηλώσεις συγκλόνιζαν όλη τη χώρα. Δεν ακουγόταν άλλη φωνή, διότι θα γνώριζε το συλλογικό ανάθεμα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1954 απορρίφθηκε η ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, με την ψήφο και των κρατών του ΝΑΤΟ. Οι κύριοι εκφραστές της ενωτικής, αδιαπραγμάτευτης πολιτικής ήταν ο Αλέξης Κύρου, αδελφός του εκδότη της εφημερίδας «Εστία», τα μέλη της κυπριακής εθναρχίας και πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη του Συναγερμού. Οι φωνές αγανάκτησης για τη στάση των συμμάχων ήταν τόσο έντονες ώστε προκάλεσαν την ανησυχία σε όσους –και ήταν ελάχιστοι– μπορούσαν να δουν τη μεγάλη εικόνα. Δύο εξ αυτών ήταν ο Παναγιώτης Πιπινέλης και ο Γιώργος Θεοτοκάς. Και οι δύο με άρθρα τους στην «Καθημερινή» ζήτησαν να επικρατήσει η μετριοπάθεια και να γίνει αποδεκτή μια λύση, στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, μέσα από συντεταγμένα βήματα.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε στις 22 Δεκεμβρίου 1954* ένα άρθρο στην «Καθημερινή» με τίτλο «Έλληνες και Αγγλοι». Σε αυτό, αφού ασκούσε δριμεία κριτική στον τρόπο που χειρίστηκε το Κυπριακό ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Άντονι Ιντεν, στη συνέχεια αναφερόταν στα λάθη της δικής μας πολιτικής, γράφοντας: «Αφού ωστόσο πήγαμε (στον ΟΗΕ), θα έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να γίνει ο αγώνας μέσα στα όρια που επιβάλλει η επιτακτική ιστορική ανάγκη –δηλαδή η συμμαχία των εθνών του δυτικού κόσμου για την προάσπιση του κοινού πολιτισμού– και χωρίς να ζημιωθεί το εθνικό μας κύρος». Αποδοκιμάζει τη στάση της πανεπιστημιακής κοινότητας και της Εκκλησίας διότι ξέφυγαν από την αποστολή τους, καθώς και «την ενθάρρυνση των σκηνών του δρόμου». «Αν εκκλησιαστικοί ηγέτες και ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και οδηγοί της κοινής γνώμης αγωνίζονται να κλονίσουν την πίστη στις συμμαχίες μας αφ’ ενός και αφ’ ετέρου στο σύστημα αξιών του δυτικού κόσμου, τότε πού θα στραφούν οι μάζες οι οποίες τους ακούν;».
Έπειτα από αυτή την επιστολή ο Γιώργος Θεοτοκάς γνώρισε το εθνικό ανάθεμα. Δέχθηκε πρωτοφανείς επιθέσεις, ώστε σκέφτηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Γράφει, γεμάτος απογοήτευση, στον Γ. Σεφέρη στις 6 Ιανουαρίου 1955* (ίδια παραπομπή): «Δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου τις συνέπειες του άρθρου μου εξ αφορμής του Κυπριακού ζητήματος… Όλος ο οχετός της ψευτοπνευματικής, ψευτολογοτεχνικής και ψευτοπανεπιστημιακής μας ζωής ξέσπασε απάνω μου με συνοδεία του κίτρινου τύπου, φυσικά».
Σας θυμίζει κάτι;

* Γιώργος Θεοτοκάς – Γιώργος Σεφέρης, «Αλληλογραφία (1930-1966)», φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα 1975.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Η Εκκλησία στον στίβο της ανοιχτής κοινωνίας

«Η Ιστορία γύρισε το φύλλο. Η σχέση του ελληνικού λαού με την Εκκλησία του δεν είναι σήμερα αυτή που είταν τους τελευταίους αιώνες, αλλά και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποια θα είναι στο εξής. Αισθανόμαστε ότι δημιουργήθηκε ένα κενό, σαν να έπαψε η Εκκλησία να εκπληρώνει τον καθιερωμένο από την εθνική παράδοση ιστορικό προορισμό της, τον προορισμό του “Κράτους εν Κράτει” και των αγώνων για την αποκατάσταση του Γένους, δίχως όμως να έχει ξεκαθαρίσει μέσα της τι θα πρέπει να είναι, από δω και πέρα, η αποστολή της. Εξ' ού και οι σημερινές της δυσκολίες, η αόριστη δυσφορία που την περιβάλλει: αμηχανία από τη μια μεριά και απογοήτευση από την άλλη […] Σεβόμαστε την Ιστορία μας και την αγαπούμε· παραδεχόμαστε ότι ιστορικές ανάγκες αδυσώπητες επιβάλανε στην Εκκλησία μας την πορεία που ακολούθησε τους τελευταίους αιώνες· τιμούμε τη δράση της και τις θυσίες της. Τώρα όμως που άλλαξαν οι ιστορικές συνθήκες, είναι ίσως καιρός να ακουστεί πάλι ο καθαρός ευαγγελικός λόγος»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ. (1966). «Η Εκκλησία και το Έθνος», στο: Σύνορο, τχ. 38 (Ιούλιος – Αύγουστος), σσ. 96, 97.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

«Τι είσαι σύ;»

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ [*] 

Στη μνήμη του παπα-Στρατή Δήμου.

«Θα ήθελα ωστόσο να προσθέσω εδώ, μια και ο λόγος είναι για τη θρησκεία, πως πέρα από τα παραπάνω παραδοσιακά πολιτικά και θεσμικά αντίδοτα στον φανατισμό και στη μισαλλοδοξία, για τους ανθρώπους ακριβώς της θρησκείας, υπάρχει ακόμη ένα: ο Θεός, ο οποίος και για τις τρεις θρησκείες του βιβλίου είναι, - [σημ. εννοεί το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Ζαν Ντανιέλ. (1998). Ο Θεός είναι φανατικός; Δοκίμιο για τη θρησκευτική ανικανότητα του πιστεύειν, μτφρ. Ανδρέας Πανταζόπουλος. Θεώρηση μετάφρασης - Επιμέλεια - Εισαγωγή Σταύρος Ζουμπουλάκης. Αθήνα: Πόλις] -, πάνω από όλα, Θεός ελέους και οικτίρμων. Όποιος πιστέψει βαθιά μέσα του – και ας μην καταφέρει να το κάνει πράξη - ότι ο μόνος, κατηγορηματικά, τόπος συνάντησης με το Θεό είναι το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου, αυτός είναι ήδη αντίπαλος του φανατισμού, της βίας και της μισαλλοδοξίας».

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. ( 2002). Ο Θεός στην Πόλη: Δοκίμια για τη Θρησκεία και την Πολιτική. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 44.

Ένα από τα πολλά στρεβλά που συμβαίνουν στον εκπαιδευτικό χώρο είναι και ο κομματισμός. Σχηματοποιώντας τον θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι σ’ ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του συνδικαλισμού που κατοικοεδρεύει στις διάφορες ΕΛΜΕ της πατρίδας μας, είναι υπαρκτή η έλλειψη όχι μόνο ορθού πολιτικού λόγου αλλά και παιδαγωγικού. Όταν, λόγου χάριν, κάποιος ακούει οποιονδήποτε εκπρόσωπο εκπαιδευτικής παράταξης να μιλά για ζητήματα που απασχολούν τον εκπαιδευτικό κλάδο, διαπιστώνει ότι δεν μιλά ένας εκπαιδευτικός - παιδαγωγός αλλά ο εκπρόσωπος κάποιου πολιτικού κόμματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όποιος έχει στοιχειώδη πολιτικό κριτήριο, ο ψόγος είναι δεδομένος προς τον πολιτικάντη εκπαιδευτικό συνδικαλιστή. Θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό; Θα μπορούσε να υπάρξει ένα πεδίο πολιτικής κριτικής στην εκπαίδευση, το οποίο θα περιόριζε κάθε κομματική σέκτα και τάση να κυριαρχεί σ’ αυτή; Ίσως ναι. Γιατί όμως αυτού του είδους ο συνδικαλισμός, χρόνια τώρα ζει και βασιλεύει στον εκπαιδευτικό χώρο; Είναι ένα ακόμη ερώτημα που ζητά σοβαρή απάντηση. Κι όμως, έχω τη γνώμη πως έναν σχεδόν αιώνα πριν, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’20, η απάντηση έχει δοθεί από τον Γιώργο Θεοτοκά. Στο γνωστό λογοτεχνικό μανιφέστο του, το Ελεύθερο Πνεύμα, ο κορυφαίος διανοητής και εκπρόσωπος της γενιάς του ’30 γράφει: «μίλησα για κομματισμό. Δε θα σας μάθει κανείς τίποτα καινούργιο αν σας ανακοινώσει πως ο κομματισμός μ’ όλες τις μορφές του, ακόμα κι ο προσωπικός κομματισμός, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική μας ζωή. Δεν αποκλείεται μάλιστα να παίζει κάποτε και τον πρώτο ρόλο. Κάθε Έλληνας, από τη μέρα που ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο, αισθάνεται πολύ μεγάλη όρεξη να ιδρύσει κόμμα. Είναι φυσικό να εκδηλώνεται αυτή η ψυχική ανάγκη και στις πιο ανυστερόβουλες πνευματικές ενασχολήσεις. Για να συζητήσουν οι Έλληνες πρέπει να διαιρεθούν σε παρατάξεις», (Γιώργος Θεοτοκάς, (1998). Ελεύθερο Πνεύμα. Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 8). 
Ετούτος ο κομματισμός, τον οποίο με κοφτερή γλώσσα στιγματίζει ο Θεοτοκάς, βρίσκει τον τρόπο κάθε εποχή να προσαρμόζεται στα δεδομένα της. Έτσι και ο εκπαιδευτικός κομματισμός σήμερα έχει βρει τον τρόπο να μιλά τη γνωστή ξύλινη γλώσσα για καθετί που συμβαίνει στην ελληνική εκπαίδευση, παίζοντας άριστα το παιχνίδι των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπεί. Στη γνωστή κόντρα που κατά τις τελευταίες μέρες έχει ξεσπάσει στην τοπική εκπαιδευτική κοινότητα, για το αν οι μετανάστες θα πρέπει να ονομάζονται «λαθρομετανάστες» ή όχι, δεν είναι καθόλου δύσκολο νηφάλιος νους να διαπιστώσει ότι οι κομματάνθρωποι εκπαιδευτικοί, σ’ ότι αφορά το τεράστιο πρόβλημα που κατά την τελευταία πενταετία αντιμετωπίζει η Λέσβος με την προσφυγιά και τη μετανάστευση, αρνούνται να κατανοήσουν το εξής απλό: πέραν της αδυναμίας πολιτικής διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος, ο εκπαιδευτικός χώρος οφείλει να το αντιμετωπίζει με την ενδεδειγμένη παιδαγωγική ευαισθησία, τουτέστιν ανθρωπιστικά, της προσφοράς, δηλαδή, προς τον συνάνθρωπο. «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί», επισημαίνει σ’ έναν πολύτιμο στίχο του ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Το ανθρωπιστικό πρόταγμα έναντι των μεταναστών και των προσφύγων, δεν είναι ένα γεγονός που συμβαίνει σε κάποια γωνιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι γεγονός βιωματικό, το οποίο με δύναμη έχει σφραγίσει ολάκερη την ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η μετανάστευση και η προσφυγιά πάντα ήταν στο προσκήνιο. Λέγω, λοιπόν, ανθρωπιστικά και ευθύς αμέσως εξηγούμαι τι εννοώ, θέλοντας να αποφύγω την κακοτοπιά εκείνης της γλυκανάλατης αλληλεγγύης και αγάπης προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Υπό μια θεολογική και εκκλησιαστική θα ‘λεγα ματιά, η φιλοξενία κάθε μετανάστη και πρόσφυγα αποτελεί τη ραχοκοκαλιά ενός πολιτισμού που θέλει να λέγεται χριστιανικός. «Ο φιλάδελφος φανερώνεται και φιλόξενος», γράφει ο καλός συνάδελφος Χρυσόστομος Σταμούλης, καθηγητής στη Θεολογικής Σχολή Θεσσαλονίκης. Υπ’ αυτήν την έννοια θεωρώ πως ο χαρακτηρισμός «λαθρομετανάστης», τον οποίο ελαφρά τη καρδιά ουκ ολίγοι εκπαιδευτικοί υιοθετούν είναι τόσο απαξιωτικός για την ανθρώπινη ύπαρξη, γεγονός που συνιστά θανάσιμη εκτροπή από το μήνυμα της αγάπης που με ριζοσπαστικό τρόπο κηρύττει η χριστιανική πίστη. Ο ίδιος, άλλωστε, ο Χριστός κανέναν άνθρωπο δεν απαξίωσε, ούτε το πολιτισμό στον οποίο ανήκε. Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίζεται πέρα από τα όρια που θέτουν κριτήρια έθνους, φυλής ακόμη και θρησκείας. Ο πατήρ Σωφρόνιος Σαχάρωφ έλεγε πως «ο φανατισμός δεν έχει σχέση με τον Χριστό. Να είσαι χριστιανός αληθινός. Τότε κανένα δεν θα παρεξηγείς, αλλά η αγάπη σου πάντα θα στέγει. Και στον αλλόθρησκο, χριστιανός. Δηλαδή να τον τιμάεις άσχετα με τη θρησκεία του με ευγενικό τρόπο»
Για ακόμη μια φορά, καθώς φαίνεται, δυστυχώς, και στον νευραλγικό χώρο της εκπαίδευσης γινόμαστε μάρτυρες φανατικών και μισαλλόδοξων θέσεων και αντιλήψεων. Βρισκόμαστε, επίσης, μπροστά στην άγνοια σύνθετων παραμέτρων ενός προβλήματος όπως είναι το μεταναστευτικό, για το οποίο η πολιτική ρητορική κάθε κόμματος στην πατρίδα μας είναι πολιτική κοινοτοπίας, ρητορική που έχει ανοίξει το δρόμο για επιστροφή σε βάναυσες και οπισθοδρομικές ιδεολογίες. Μόνο που σ’ αυτές οφείλουμε να αντισταθούμε για να μην χωρέσουν στην εκπαίδευση. Κάθε ξεριζωμένος από το τόπο που γεννήθηκε άνθρωπος, είναι άνθρωπος που κουβαλά μαζί του πόνο και δυστυχία. Κι όποιος του κολλά τον χαρακτηρισμό «λαθρο-» δείχνει πως ο δικός του κόσμος τελειώνει μόνο στον εαυτό του. Η οικουμενικότητα του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου ξεκινά από τον σεβασμό του Άλλου, όσο κι αν αυτός είναι διαφορετικός. 




[*] Ο τίτλος του άρθρου ανήκει σε μια φοιτήτρια που γεννήθηκε στην Αλβανία και σήμερα ζει στην Ελλάδα. Παραπάνω παραθέτω ολόκληρο το κείμενο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2005) 63-65. Θεωρώ πως η Χ.Α., κάμει ένα μεγάλο δώρο σ’ όλους εκείνους που βλέπουν τους μετανάστες ως «λαθρο-». Αν κάμουν τον κόπο και το διαβάσουν θα καταλάβουν γιατί το χαρακτηρίζω δώρο αγάπης, φιλοξενίας και δημοκρατικών αξιών.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Ο «δαίμων του τυπογραφείου» και τα τυπογραφικά λάθη: Lapsus calami – Erratum

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Ο καθηγητής δούλευε σκυφτός απάνω στο γραφείο του, που φωτιζότανε δυνατά από το φως της λάμπας, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο έμεινε βυθισμένο στη σκιά. Μονάχα το τρίξιμο της πέννας του ακουγότανε μες στη σιγή της νύχτας. Διόρθωνε τα δοκίμιά του με τη σκέψη συγκεντρωμένη ολότελα στο θέμα και στην ορθογραφία και με κάποια ελαφριά και αδικαιολόγητη ανησυχία, κάποιο ακατανίκητο τρακ της δημοσιότητας, που τον κατείχε σε τέτοιες στιγμές, σαν έμελλε να τυπωθεί κάτι δικό του και συλλογιζότανε το ανεπανόρθωτο – μήπως του ξέφυγε κανένα lapsus calami, κανένα σφάλμα στις παραπομπές, καμμιά ασυνείδητη και κρυμμένη αντίφαση, από κείνες που τις γράφεις δίχως να το ξέρεις και φανερώνουνται αναιδέστατα αφού κυκλοφορήσει σε βιβλίο και τις βλέπει πια όλος ο κόσμος…»· Γιώργος Θεοτοκάς. (2005). Αργώ, τ. Α΄. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [δέκατη ένατη έκδοση], σ. 135. 
Όποιος παρακολουθεί την ιστορία του βιβλίου, από την αρχαιότητα (με τον τεράστιο όγκο των χειρογράφων), μέχρι την περίοδο της Αναγέννησης (με την ανακάλυψη της τυπογραφίας) και από εκεί ως τις μέρες μας, σίγουρο είναι ότι θα πέσει πάνω στον γνωστό «δαίμονα του τυπογραφείου», έκφραση νεωτερική, γνωστή σ’ όσους ασκούνται στη γραφή και την ανάγνωση. Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον «δαίμονα», φορτώνουμε πλείστα όσα σχετίζονται με τη συγγραφή και την έκδοση των βιβλίων. Φορτώνουμε τις λεκτικές, γραμματικές και συντακτικές αστοχίες των συγγραφέων, των μεταφραστών, των τυπογράφων, των φωτοστοιχειοθετών, των σελιδοποιών, των επιμελητών, εν τέλει των διορθωτών. Σπάνια βρίσκει κανείς ένα βιβλίο που να μην το βαραίνουν ορθογραφικά και τυπογραφικά λάθη. Ακόμη και ο πολύς Έκτωρ Κακναβάτος, σημαντικότατος ποιητής του 20ου αιώνα, λέγεται πως στην έκδοση των ποιητικών του συλλογών, ήταν τόσο τελειομανής, που δεν δίσταζε κάποιες από αυτές να τις πετάει στο καλάθι των αχρήστων, όταν διαπίστωνε πως μια λέξη ήταν τονισμένη με οξεία αντί για βαρεία. Παραξενιά θα πει κάποιος. Νομίζω πως όχι. Όταν η σχέση σου με τη γραφή, το βιβλίο και τον εκδοτικό οίκο που συνεργάζεσαι – εδώ οι εκδόσεις Κείμενα όπου κυκλοφορούσε τα ποιήματά του ο Κακναβάτος, για το ελληνικό βιβλίο τολμώ να πω ότι υπήρξαν οι πιο σημαντικές - είναι σχέση «ερωτική», έχω την ταπεινή γνώμη πως οφείλεις να αντιμετωπίζεις έτσι την έκδοση ενός βιβλίου. Κι ας σε πουν παράξενο, τελειομανή. 
Πρόκειται, λοιπόν, για τα περίφημα lapsus calami (παραδρομή της πέννας) ή, τα erratum (παροράματα), που έλεγαν και οι Λατίνοι, τα οποία κανείς δεν μπορεί να αποφύγει, όσο τελειομανής κι αν είναι. Έτσι, ετούτα τα λεκτικά σφάλματα, αυτές οι αβλεψίες, οι πολλές κρυμμένες αντιφάσεις στο γραπτό λόγο, ακολουθούν για πάντα τον συγγραφέα, τον επιμελητή, τον διορθωτή αφού, βέβαια, δημοσιευθεί αυτό που έχει γράψει ή έχει επιμεληθεί. Σ’ αυτήν την περίπτωση επιθυμώ να κάμω μια προσωπική εξομολόγηση: χωρίς να διεκδικώ το ρόλο εκείνου του ήρωα του Γκόγκολ που νόμιζε πως μετείχε της σοφίας απλώς και μόνον επειδή αγαπούσε τη μελέτη και τη συγγραφή, οφείλω να πω ότι πριν δύο σχεδόν χρόνια είχα επιμεληθεί το βιβλίο ενός ξεχωριστού στην πνευματική ζωή της Μυτιλήνης φιλολόγου καθηγητή. Στις πολλές διορθώσεις των δοκιμίων που έκαμα, επισήμανα πόσο δύσκολη δουλειά θα είχε ο εκδότης για να φέρει εις πέρας την έκδοση εκείνου του ωραίου βιβλίου. Δυστυχώς, όμως, οι διορθώσεις μου δεν ελήφθησαν υπόψη, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ένα βιβλίο που, εκ των υστέρων, διαπίστωσα ότι η δουλειά μου ως διορθωτή και επιμελητή είχε τραβήξει για τα καλά τον ανήφορο των lapsus calami…   

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Εικοσιτεσσάρων ετών, στα 1929, ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς, που με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής, έγραφε το Ελεύθερο Πνεύμα

«Δυστυχώς λείπουν από τους Έλληνες οι πνευματικοί ορίζοντες, η παράδοση μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, η ελεύθερη σκέψη, και δεν μπορούν να συζητήσουν χωρίς να ριχτούν μέσ’ στο δόγμα. Δεν έχουν ακόμα οι ελληνικοί εγκέφαλοι τη δύναμη να απλωθούν ελεύθερα στον κόσμο των ιδεών και σε κάθε βήμα, στη φιλοσοφία, στην αισθητική, στην ιστορία, στις κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και στη γλωσσολογία, γυρεύουν την απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή. Αυτή η μανία του απόλυτου, του οριστικού, του ασάλευτου, που εκδηλώνεται σ’ όλες τις ελληνικές συζητήσεις, φανερώνει και το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξής μας»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ. (1986). Ελεύθερο Πνεύμα. Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σσ. 19-20.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Ασημάκης Πανσέληνος και Γιώργος Θεοτοκάς

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Γνωστό είναι πως ο Μυτιληνιός λογοτέχνης και κριτικός Ασημάκης Πανσέληνος σχετίσθηκε με αρκετούς ανθρώπους των γραμμάτων μας, με τους οποίους αρκετές φορές συμπορεύτηκε, κι ας ακολούθησαν αργότερα διαφορετικούς ιδεολογικούς ατραπούς. Όλες τις περιγράφει στο λογοτέχνημά του Τότε που ζούσαμε. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Γιώργος Θεοτοκάς. Συμφοιτητές στη Νομική Σχολή Αθηνών ήταν και οι δύο τους. Από τότε αρχίζει η φιλιά τους. Κι αυτή, από την πλευρά του Μυτιληνιού λογοτέχνη, όπως άλλωστε ο ίδιος γράφει, για κάποια στιγμή φάνηκε να περνά μια κρίση, αφού για το βιβλίο του Θεοτοκά Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, έγραψε μια «μοχθηρή κριτική». Με αυτή ο Πανσέληνος αντέκρουε τον Θεοτοκά όχι μόνο για τις ιδέες του αλλά και γιατί ο τελευταίος στο περιοδικό Ιδέα, που έβγαζε ο Σπύρος Μελάς «χτυπούσε με άκριτο τρόπο τον Βάρναλη». «Τον αποκαλούσε», γράφει ο Πανσέληνος, «αν θυμάμαι καλά, στιχουργό όπως ο Σούτσος, και θέλησα να τον πειράξω προσωπικά». Όμως, η φιλία των δύο ανδρών, με αφορμή αυτή την αρνητική κριτική του Πανσέληνου, αν και θα μπορούσε να έχει τελειώσει, έγινε πιο ισχυρή, χάρη στη γενναιοδωρία και των δύο. Ας αφήσουμε τον Πανσέληνο να μας την εξιστορήσει: 
«Ο Θεοτοκάς μου μήνυσε τα παράπονά του μέσω του Μυριβήλη, αλλά εγώ ήμουν κιόλας μετανιωμένος. Αυτού του είδους οι προσωπικοί λίβελοι μου φαινόταν πάντα αταίριαστοι σε ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους ένα πνευματικό όπλο σαν τον μαρξισμό. Πέρασαν χρόνια που δεν κόντεψε ο ένας τον άλλον. Μια από τις πρώτες μέρες που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, συναντηθήκαμε τυχαία στην οδό Αλωνιών της Κηφισιάς, πλησιαστήκαμε αυτόματα, σαν να μην είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας. Κι αφήσαμε την πίκρα μας να ξεχυθεί. 
- Τι θα κάνεις τώρα; Τον ρώτησα. 
- Θα κρατώ σημειώσεις. 
Από τότε δεν χάλασε αυτή η μικρή μας φιλία. Ο Θεοτοκάς αγαπούσε πραγματικά την ελευθερία κι εχτιμούσε την σύγκρουση ιδεών, κι αυτό ήταν όπλο ακατήχητο στα χέρια του. Ήταν συνάμα και ψυχολογικά συντηρητικός. Η αντιφατική πολιτική του ιδεολογία, έβρισκε έκφραση στην αστική δημοκρατία. Του εξασφάλιζε στο έπακρο τις φιλελεύθερες τάσεις του και κατοχύρωνε με τον ασφαλέστερο τρόπο τον κόσμο του. 
Όταν ύστερα από πολλά χρόνια έβγανε το “Δοκίμιο για την Αμερική” του έγραψα ένα γράμμα πλατύ με τις παρατηρήσεις μου κι άνοιξε μεταξύ μας μια εγκάρδια αλληλογραφία για την αξία του δυτικού πολιτισμού και των πολιτισμών της Ασίας (και του άλλου κόσμου), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Συνέχεια” τεύχος 5, Ιούλιος 1973 και βγήκε σε ανάτυπα»
Μελετώντας κανείς την παραπάνω αλληλογραφία διαπιστώνει πως οι διακλαδώσεις της ελληνικής σκέψης - σε περίοδο όπου ο Ελληνισμός από τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας περνούσε στη δημοκρατία - ήταν πελώριες. Και λογοτέχνες όπως ο Θεοτοκάς και ο Πανσέληνος, μολονότι όπως παραπάνω ετόνισα ακολούθησαν διαφορετικούς ιδεολογικούς ατραπούς, νομίζω πως γι’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελληνικότητα, εμίλησαν καθάρια. Φτάνει να σκεφτούμε το εξής: η συγκεκριμένη περίοδος που έζησαν και οι δύο τους, για τον ελληνικό λαό χαρακτηρίζεται μια περίοδος που διατηρούσε ακόμη ένα πνευματικό προσανατολισμό, τέτοιον που μπορούσε να γεννά λογοτέχνες με χαρακτήρα και διαμέτρημα ανάλογο των προσδοκιών τους. Αυτό, κυρίως, φάνηκε μέσα από το έργο του Θεοτοκά. Και για να μιλήσω από θεολογικής πλευράς, ο Θεοτοκάς ήταν ο πρώτος που στην τότε Ελλάδα μίλησε για τη νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας, με μια γλώσσα της «επίκαιρης ανάγκης και δίψας του ανικανοποίητου». Στα υπέροχα δοκίμιά του Επιστροφή στις πηγές, Εθνική συνείδηση, το Βυζάντιο και ο Ελληνισμός, όλα δημοσιευμένα στον τόμο Πνευματική πορεία, μιλά για τα καίρια της Ελληνοορθοδοξίας, με «κατασταλαγμένη διαύγεια», μακριά από τη θολούρα του ευσεβισμού, που στην εποχή του κατέτρωγε ολάκερο το σώμα Ελληνισμού. Αυτήν την πλευρά του Θεοτοκά μπορεί να την κριτίκαρε ο Πανσέληνος, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συμβολή των δύο λογοτεχνών μας στη σπουδή και αξιολόγηση της ελληνικότητας δεν υπήρξε καθοριστική.