Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Μνήμη Ιωάννου Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831)

«[...] Παραλείποντας τις λεπτομέρειες, αρχίζουμε τώρα να καταλαβαίνουμε τις συνέπειες του χωρισμού μας από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, στα 1833 – την υποταγή της Εκκλησίας στο Κράτος – αντίθετα με την πολιτική του Καποδίστρια (τον δολοφονήσαμε στα 1831), αλλά σύμφωνα με τη γνώμη τού Κοραή (που πεθαίνει την ίδια χρονιά 1833) και με τους Βαυαρούς [...]».

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2009). Collectanea. Αθήνα: Δόμος, σ. 484 [842].


Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Ελαιογραφία αγνώστου ζωγράφου· [στο: ΕΛΕΝΗ Ε. ΚΟΥΚΚΟΥ. (1998). Ιωάννης Καποδίστριας - Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη. Ιστορική βιογραφία. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας].

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Για τη διχαστική φαρσοτραγωδία: «ψεκασμένοι» και «εμβολιασμένοι»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Στον αρνητή των εμβολίων κατά του COVID 19 (συμπαθή γιατρό), που διαλαλεί πως αμφιβολία και βεβαιότητα όχι μόνο δεν είναι ευχάριστες καταστάσεις αλλά είναι και παράλογες συνάμα - πιθανόν να μην γνωρίζει ότι η αμφιβολία και η βεβαιότητα είναι στάσεις ζωής κι όχι προσωπίδες - εμπλέκοντας αυτάρεσκα μάλιστα και τον Δημιουργό Θεό στη διχαστική φαρσοτραγωδία: «ψεκασμένοι» και «εμβολιασμένοι» - λες κι όσοι κάναμε το εμβόλιο δεν είχαμε τον φόβο, τις ενστάσεις και τις επιφυλάξεις μας για αυτό – καλοπροαίρετα ας μού επιτραπεί μια σύσταση, δια γραφίδος τού μακαρίτη Κωστή Παπαγιώργη: «Ο θάνατος έχει την ίδια συμπεριφορά με το φαρμάκι. Σε μικρές δόσεις όχι δε σκοτώνει, αλλά δίνει δύναμη. Το δάσος από τα ξύλα του καίγεται, λέει το φαρμάκι, και η ζωή από τη ζωή πεθαίνει. Πεθαίνει κανείς επειδή έζησε. Τίποτε άλλο. Όσες φανταστικές κλίμακες κι αν πλάσουμε για να γλυτώσουμε από τον κόσμο, στο τέλος βαραίνει η πίκρα τού Αχιλλέα και ο νόστος του για τον θνητό βίο». [Στο: Περί μέθης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σ. 162].

Η διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας στην Ελλάδα του σήμερα και του αύριο

 

ΠΗΓΗ: Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΟ ΜΕΤΡΟ της Τασούλας Καραγεωργίου σε πρόσφατη μετάφραση στα Ιταλικά

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

TASSOULA KARAGHEORGHIOU. Il metrò - ΤΑΣΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. Το μετρό - Μετάφραση: Gilda Tentorio. Φωτογραφίες: Nasir Javed. Εκδότης: Polyhistor Editioni, Lecco, Italia 2021, σσ. 94. [Δίγλωσση Έκδοση].


Στο ανανεωμένο κλίμα ενδιαφέροντος που παρατηρείται στην Ιταλία για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, εντάσσεται η πρόσφατη μετάφραση στα ιταλικά της ποιητικής συλλογής Το μετρό (Κέδρος 2004) της Τασούλας Καραγεωργίου, η οποία κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2021 από ένα μικρό εκδοτικό οίκο, τον Polyhistor (https://www.polyhistor.it/) στην κωμόπολη Lecco (Βόρειας Ιταλίας).
O εκδότης Franco Minonzio διάλεξε ως σήμα του μια ελληνική λέξη που σηματοδοτεί και τον στόχο του, δηλαδή μια «αναζήτηση προς πολλές κατευθύνσεις». Ο εκδοτικός οίκος ιδρύθηκε το 2011, με αρχικό προσανατολισμό κείμενα και μελέτες για την Αναγέννηση σε διάφορους τομείς. Σύντομα οι ορίζοντές του διευρύνθηκαν, με μια σειρά αφιερωμένη στην επιστημολογία και την ιστορία της επιστήμης και από το 2019 δημιουργήθηκαν νέες σειρές: ιστορικά δοκίμια, ανθρωπολογία, όπως επίσης πεζογραφία και ποίηση. Η νέα σειρά ποίησης (η μετάφραση του Μετρό έρχεται ως δεύτερο βιβλίο της σειράς) εγκαινιάστηκε στα τέλη του 2019 και έχει τον τίτλο I garofani e la neve ("Τα γαρίφαλα και το χιόνι") και είναι εμπνευσμένη από ένα στίχο του Ισπανού ποιητή Luis de Góngora: καθώς η αγαπημένη έχει τρυπηθεί με μια καρφίτσα, βάφοντας πορφυρό το φιλντισένιο δέρμα του χεριού της, η ζηλιάρα Ηώς ξεφυλλίζει μάταια γαρίφαλα στο χιόνι, προσπαθώντας να νικήσει την ομορφιά της. Κόκκινες αντανακλάσεις στο χιόνι λοιπόν, μια ομορφιά που μας συνοδεύει αδερφικά, χωρίς να αποφεύγει τους πόνους του κόσμου.
Η πρώτη παρουσίαση της μετάφρασης πραγματοποιήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2021 στις 6 το απόγευμα, στο βιβλιοπωλείο Parole nel Tempo στο Lecco, ενώ αναμένονται και άλλες παρουσιάσεις.
Τη μετάφραση επιμελείται η Gilda Tentorio, νεοελληνίστρια που διδάσκει στα Πανεπιστήμια της Παβίας και του Μιλάνου, η οποία έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, έργα των Νίκου Καζαντζάκη και Βασίλη Βασιλικού και το 2005 το ποίημα Το Ταξίδι του Αρχάγγελου του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Αξιοσημείωτη είναι η δομή του βιβλίου. Όπως και στην ελληνική έκδοση, το εξώφυλλο αναπαράγει τον πίνακα του Χρόνη Μπότσογλου Μετρό (1970). Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φροντισμένο λογοτεχνικό βιβλίο, εμπλουτισμένο με εισαγωγή, επεξηγηματικές σημειώσεις για το ιταλικό κοινό και έξι όμορφες φωτογραφίες (του Nasir Javed) του μετρό της Αθήνας. Η ιδέα, στην οποία συνεργάστηκε και η Τασούλα Καραγεωργίου, είναι ο Ιταλός αναγνώστης να εξοικειωθεί με το ελληνικό υπόγειο περιβάλλον, τις φωτοσκιάσεις του αλλά και τα μάρμαρα και τα έργα τέχνης.
Στον Πρόλογο η επιμελήτρια Tentorio τονίζει πως το μετρό, αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, μετατρέπεται πολύ συχνά σε χώρο του φαντασιακού, μυητικό προς άλλα ταξίδια, και τελικά συνορεύει κατά κάποιον τρόπο με τον Άδη. Στη συνέχεια, περιγράφει εν συντομία την ιστορία του μετρό της Αθήνας και την ιδιαιτερότητά του ως “υπόγειου μουσείου”.
Η Τασούλα Καραγεωργίου εξέδωσε τη συλλογή της το 2004, έτος θριάμβου για την Ελλάδα, λίγο πριν από την κατάρρευση της χώρας στην άβυσσο της κρίσης. Αφήνοντας πίσω την αισιόδοξη ζωτικότητα της αστικής επιφάνειας, η φωνή της Καραγεωργίου κατεβαίνει στα έγκατα, της γης και του στοχασμού.

Από το εξώφυλλο της έκδοσης:

«Η έμπνευση προκύπτει από τη συνήθη εμπειρία της κατάβασης στα σπλάχνα της Αθήνας για τις μετακινήσεις μας. Αλλά ο ρεαλισμός της καθημερινότητας διαλύεται προς μια ονειρική και συμβολική διάσταση: μια ανώνυμη ανθρωπότητα κινείται εκεί κάτω, φυλακισμένη σε μηχανοποιημένους και αδίστακτους ρυθμούς, καθώς κατευθύνεται προς τον τερματικό σταθμό της ζωής, αδιάφορη για το νόημα ή το γιατί.
Πρόκειται λοιπόν για έναν Άδη, μια σύγχρονη, κλειστοφοβική κόλαση. Ανάμεσα σε κυλιόμενες σκάλες, σήραγγες, πλατφόρμες, γεμάτα βαγόνια, σταθμούς, το βλέμμα της ποιήτριας σκάβει πέρα ​​από την επιφάνεια, διερευνά τους παλμούς της καρδιάς και, ενώ το πλήθος τρέχει, σταματά σε παύσεις στοχασμού, συχνά εμπλουτισμένες με διακειμενικούς διαλόγους. Πράγματι, η Καραγεωργίου αναγνωρίζει στον Άδη της έναν εκπληκτικό διαχρονικό συμβολισμό. Ανακαλύπτουμε ότι στα έγκατα της Αθήνας επιζούν μυθικές μορφές, από τον Όμηρο και από την αρχαία τραγωδία: Περσεφόνη, Αχιλλέας, Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Φιλοκτήτης, Μήδεια, Αγαύη. Είναι εύθραυστοι ήρωες, που, καθώς έχασαν τον προσανατολισμό και τα σημεία αναφοράς, περιπλανιούνται αποκομμένοι από τον παραδοσιακό τους ρόλο και βυθισμένοι σε αυτό το αστικό νεκροταφείο που παγώνει τα συναισθήματα.
Αναδεικνύεται έτσι η τραγική κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου, που χάθηκε στον λαβύρινθο της τεχνολογίας και δείχνει να είναι κουφός απέναντι στην παράδοση και στα κλασικά αρχέτυπα. Ωστόσο, ο μύθος αντιστέκεται, είναι ακόμα εκεί και πολύ κοντά μας. Εξαρτάται από εμάς να σταματήσουμε στον σωστό «σταθμό» (της ζωής) για να κατανοήσουμε τους πολύμορφους ιριδισμούς του: τότε ίσως θα μετατρέψουμε την κάθοδό μας στον Κάτω Κόσμο σε μια νέα συνειδητή ανακάλυψη»· Gilda Tentorio.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Καλή σχολική χρονιά. Με την ελπίδα να αποφύγουμε το αγγελτήριο θανάτου της εκπαίδευσης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι.ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Από αύριο, 13 Σεπτεμβρίου, αρχίζει μια νέα σχολική χρονιά. Δεν χωρά αμφιβολία πως για πολλοστή φορά, από τη Μεταπολίτευση και δώθε, η νεοελληνική εκπαίδευση ζει υπό συνθήκες ομηρίας των μεταρρυθμιστών σωτήρων της, εκείνων δηλαδή που λένε πως θα αλλάξουν τα πάντα σ’ αυτήν. Ζει, όμως, και σε συνθήκες ενός παράξενου εμφύλιου πολέμου. Καθηγητές και στελέχη της εκπαίδευσης, κοντά σ’ αυτούς μαθητές και φοιτητές, ταμπουρωμένοι πίσω από τις κομματικές τους ταμπέλες και παρατάξεις, πετροβολούν η μια την άλλη. Ετούτος ο ιδιότυπος εμφύλιος πόλεμος, ένα αποτέλεσμα έχει, θλιβερό πέρα για πέρα: το θύμα είναι η ίδια η εκπαίδευση. 
Δυστυχώς, εν έτει 2021, αδυνατούμε να βρούμε ένα σταθερό βηματισμό για το τι εκπαιδευτικό σύστημα θέλουμε. Εφέτος, με πηχυαίους τίτλους, το ΥΠΑΙΘ οραματίζεται, πρωτίστως την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και, βέβαια, κοντά σ’ αυτήν την πολυπόθητη αξιολόγηση εντάσσει και ζητήματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη δεξιοτήτων του μαθητικού δυναμικού. Ουδείς ψόγος γι’ αυτόν τον οραματισμό. Κάθε αλλαγή, νομίζω, ότι καλό είναι να τη βλέπουμε θετικά. Όμως, τίθεται ένα καίριο ερώτημα: ποιος, τελικά, είναι ο στόχος του σχολείου; Λυπάμαι, αλλά η απάντηση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Γιατί το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, το σημερινό ελληνικό σχολειό, έχει ξεχάσει τον εξής βασικό άξονα: «το σχολείο είναι θεσμός μετάδοσης της γνώσης», τον οποίο δυστυχώς αντικαστήσαμε με έναν «κούφιο παιδαγωγικό προοδευτισμό», που θέλει το σχολειό να είναι χώρος δεξιοτήτων – τεχνολογικών κυρίως – άκρως χρησιμοθηρικών, που στοχεύουν στην άμεση σύνδεση του σχολείου με την αγορά εργασίας. Σ’ αυτήν την κατάντια, δυστυχώς, ολοένα και περισσότερο συμβάλλουμε εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές, παρασυρρόμενοι από λογής λογής κομματανθρώπους που, στην κυριολεξία, με τον εμφύλιο πόλεμό τους έχουν αλώσει την εκπαίδευση. Εδώ, ο ποιητικός λόγος του Νίκου Εγγονόπουλου είναι επίκαιρος, έστω και αν γράφτηκε σε συνθήκες άλλου εμφυλίου πολέμου:
«τούτη η εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόµοια
σαν πάει κάτι
να
γραφή
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη µεριά
αγγελτηρίων 
θανάτου

γι’ αυτό και
τα ποιήµατά µου
είν’ τόσο πικραµένα
(και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;)
κι' είναι
- προ πάντων -
και
τόσο
λίγα»

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. (1985). «Ποίηση 1948», στο: Ποιήματα, τ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 157-158.


ΜΑΡΙΑ ΙΓΓΛΕΣΗ, «Τοπίο».

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Το Δίκαιο της Ταφής και της Αποτέφρωσης

Γράφει ο ο ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ


Με το εν γένει Δίκαιο που διέπει τη μετά θάνατον διάθεση του ανθρωπίνου λειψάνου, λαμβανομένων υπόψη των πολύπλοκων, αλλά και ευαίσθητων ζητημάτων που συνδέονται με τα θέματα της ταφής και αποτέφρωσης, κυκλοφορήθηκε προσφάτως από τις ευφήμως γνωστές εκδόσεις Σάκκουλα το υπό τον τίτλο «Το Δίκαιο της Ταφής και της Αποτέφρωσης» βιβλίο, με συγγραφείς τους κ.κ. Γεώργιο Ι. Ανδρουτσόπουλο, Επίκουρο Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών και Βασίλειο Κ. Μάρκο, Δικηγόρο, Δρ. Νομικής.
Πρόκειται για μια μελέτη η οποία έχει συμπεριληφθεί στην επιστημονική σειρά «Νομοκανονικά Παράφυλλα» (των εκδόσεων Σάκκουλα), η οποία σειρά ιδρύθηκε και διευθύνεται υπό του Ομοτίμου Καθηγητού Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Ιωάννη Μ. Κονιδάρη, του διευθύνοντος ήδη, από μακρού χρόνου, τη σειρά «Μελετών» της «Βιβλιοθήκης Εκκλησιαστικού Δικαίου» (από το 1999) και την Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «Νομοκανονικά» (από το 2002), του ιδίου εκδοτικού οίκου, η οποία αποτελεί και το επίσημο όργανο της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, εμπνευστής και ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο ίδιος.
Σκοπός του παρόντος έργου είναι να παρουσιάσει συστηματικά το δίκαιο της ταφής και της αποτέφρωσης των νεκρών, ενόψει των πολυάριθμων νομοθετικών ρυθμίσεων των τελευταίων ετών καθώς και της (μετά από χρόνια δισταγμών και καθυστερήσεων) θέσεως σε λειτουργία (τον Σεπτέμβριο του 2019) του πρώτου ιδιωτικού αποτεφρωτηρίου στη Ριτσώνα Ν. Ευβοίας. Η έλλειψη στην ελληνική βιβλιογραφία μιας συστηματικής, συγκριτικής παρουσίασης του Δικαίου της ταφής και της αποτέφρωσης των νεκρών έδωσε στους συγγραφείς το έναυσμα να ασχοληθούν με την οργανωμένη και συστηματική παρουσίαση των πολυάριθμων διατάξεων και νομοθετικών παρεμβάσεων, φιλοδοξώντας το έργο τους αυτό ν΄ αποτελέσει αφενός μεν, ένα χρήσιμο βοήθημα τόσο για τους νομικούς της πράξης, όσο και για τους θεολόγους, αλλά και για ερευνητές από τον ευρύτερο χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών οι οποίοι εντρυφούν στο πεδίο των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας / θρησκευτικών κοινοτήτων, αφετέρου δε και μια αφετηρία για περαιτέρω έρευνα και προβληματισμό.
Στην Ελλάδα το ζήτημα της αποτέφρωσης των νεκρών, εμφανίστηκε πρώτη φορά στο δημόσιο λόγο το 1960, μετά το θάνατο του διεθνούς φήμης και αναγνώρισης μουσικού Δημήτρη Μητρόπουλου, ο οποίος, παρά τις Ορθόδοξες καταβολές του, υπήρξε «αιρετικός» ως προς το θέμα της ταφής του, όταν εκφράζοντας την ύστατη επιθυμία του είχε ζητήσει: «(…) η σορός μου να μη εκτεθή εις κοινή θέαν και να αποτεφρωθή άνευ τελετής και κατά τον πλέον σύμφορον τρόπον (…)». Παρά τις ενστάσεις του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Β΄ (Παναγιωτοπούλου), πολλοί διακεκριμένοι θεολόγοι, ακαδημαϊκοί αλλά και ιεράρχες της εποχής διαφοροποιήθηκαν από την επίσημη στάση της Εκκλησία εκφράζοντας την άποψη πως ότι το θέμα της επιλογής της ταφής ή της αποτέφρωσης δεν είναι δογματικό θέμα αλλά θέμα παράδοσης και, ως εκ τούτου, η Εκκλησία δεν θα πρέπει να απορρίπτει από το σώμα της τους πιστούς, που επιλέγουν την αποτέφρωση για λόγους συνείδησης. Τελικά, η αποτέφρωση του Δ. Μητρόπουλου έγινε στο Λουγκάνο της Ελβετίας, η λήκυθος με την τέφρα του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και παρέμεινε σε αίθουσα του Ωδείου Αθηνών και αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου με κατ' οικονομίαν απόφαση της Ιεράς Συνόδου δόθηκε άδεια σε ιερέα προκειμένου να τελεσθεί Τρισάγιο επί της ληκύθου που περιείχε την τέφρα του Δ. Μητρόπουλου.
Αργότερα, το 1977, ο θάνατος της μεγάλης Ελληνίδας σοπράνο Μαρίας Κάλλας επανάφερε το θέμα στο δημόσιο προβληματισμό, αναδεικνύοντας την επιθυμία πολλών ανθρώπων που αποτεφρώθηκαν στο εξωτερικό να επιστραφεί η τέφρα τους στην πατρίδα. Η κηδεία της Μαρίας Κάλλας έγινε στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι και η τέφρα της σκορπίστηκε στο Σαρωνικό Κόλπο του Αιγαίου, δύο χρόνια αργότερα με επίσημη τελετή, όπως η ίδια επιθυμούσε. Το ζήτημα της αποτέφρωσης βρέθηκε μετ΄ επιτάσεως στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου στην Ελλάδα και το 1987, όταν ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων, ο αείμνηστος Μιλτιάδης Έβερτ, υπό το βάρος των δραματικών συνθηκών που είχε δημιουργήσει ο καύσωνας εκείνου του θέρους, απέστειλε σχετική επιστολή στην Ιερά Σύνοδο, η οποία απέρριψε κάθε σκέψη για αποτέφρωση νεκρών που είχαν ξεπεράσει τους 1.300 με την πλειοψηφία (1.100 νεκροί) αυτών στην Αθήνα. Πάγια παρέμεινε – και συνεχίζει να παραμένει - η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία – υιοθετώντας και τηρώντας σχετική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του 1937 – «απορρίπτει την καύσιν των νεκρών ως θεσμόν απάδοντα προς την παράδοσιν Αυτής», θέση που απορρέει από τον σεβασμό προς το ανθρώπινο πρόσωπο και κατ΄ επέκταση στο σώμα του ανθρώπου, το οποίο αποτελεί «ναόν και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. 6, 19). Μάλιστα, μετά και από τη νομοθετική καθιέρωση της αποτέφρωσης των νεκρών, το έτος 2006, η Εκκλησία της Ελλάδος (επί ημερών του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χριστοδούλου) τοποθετήθηκε εκ νέου ευθέως κατά της επιλογής αυτής ως προς τα μέλη της, επαναλαμβάνοντας ότι: «Για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς η Εκκλησία γνωρίζει και συνιστά ως μοναδικό τρόπο αποσυνθέσεως του νεκρού σώματος την ταφή σύμφωνα με την Αγία Διδασκαλία Της και την απ΄ αιώνων Παράδοσή Της», διευκρινίζοντας για ακόμη μια φορά ότι δεν έχει αντίρρηση για την καύση των νεκρών για ετεροδόξους και ετεροθρήσκους, αποφάσεις που επανελήφθησαν και εν έτει 2010 (επί αρχιεπισκοπείας του νυν Αθηνών κ.κ. Ιερωνύμου Β΄).
Το υπό τον τίτλο «Ταφή και Κοιμητήρια» Α΄ Μέρος του βιβλίου, αποτελείται από δύο κεφάλαια. Στο πρώτο εξ αυτών εξετάζεται η εκκλησιαστική κήδευση, η οποία περιγράφεται σε αντιδιαστολή με την «πολιτική» κηδεία, όπου επισημαίνεται το αδόκιμο του όρου, καθώς, ακριβώς ειπείν, αποτελεί μια θρησκευτικά αποχρωματισμένη τελετή για τον αποχαιρετισμό του νεκρού. Επίσης, προσεγγίζεται το ζήτημα του ενταφιασμού και της αποτέφρωσης, ως δύο όψεων της εξαφάνισης του λειψάνου. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ειδική αναφορά στα κοιμητήρια «ως τόπους ενταφιασμού» και συγκεκριμένα περιγράφεται το νομοθετικό καθεστώς διοίκησης και λειτουργίας τους, στο οποίο περιλαμβάνεται και η αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων, η ίδρυση και κατάργησή τους, η λειτουργία των «εκκλησιαστικών» κοιμητηρίων, η αφή των κανδηλίων και οι διακρίσεις ως προς την ταφή. Ιδιαίτερες ενότητες αφιερώνονται στους «Οικογενειακούς Τάφους» και στην προστασία που επιφυλάσσει η ελληνική έννομη τάξη απέναντι στις προσβολές νεκρού και τάφου.
Το Β’ μέρος που τιτλοφορείται «Η Αποτέφρωση των Νεκρών» αναπτύσσεται, επίσης, σε δύο επί μέρους κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με τις προϋποθέσεις, τους χώρους και τη διαδικασία της αποτέφρωσης και το δεύτερο με το ειδικό ζήτημα της επιλογής του τόπου ενταφιασμού ή / και αποτέφρωσης και του τύπου της κηδείας, ήτοι εκκλησιαστικής ή λεγομένης «πολιτικής», όπως αυτό ρυθμίζεται με τον τροποποιητικό Ν. 4555/2018 (αρθ. 48). Το ειδικό ζήτημα της επιλογής του τόπου ενταφιασμού - το οποίο διεξοδικώς αναλύουν οι συγγραφείς - απασχόλησε τις προηγούμενες ημέρες την επικαιρότητα με΄ αφορμή τη διένεξη που υπήρξε μεταξύ συγγενών και συνεργατών του αποβιώσαντος μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη (Μιχαήλ) Θεοδωράκη, για τον τόπο ενταφιασμού του. Το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών), ως ανεμένετο, έκρινε και απεφάσισε ότι, βάσει της κειμένης νομοθεσίας (αρθ. 48 του Ν. 4555/2018 σε συνδυασμό με το αρθ. 15 του Ν. 4368/2016) θα πρέπει να γίνει σεβαστή και να τηρηθεί η τελευταία επιθυμία του θανόντος - όπως την είχε εκφράσει με συμβολαιογραφική πράξη τον Ιανουάριο του 2020 - για την κηδεία και την ταφή του στον Γαλατά Χανιών (κι όχι στο Βραχάτι Κορινθίας, όπως επιθυμούσε μερίδα συγγενών του), δίνοντας έτσι ένα τέλος στη ενδοοικογενειακή (που κατέληξε σε δικαστική) διαμάχη των τελευταίων ημερών.
Το έργο επιστεγάζει ένα χρηστικό Παράρτημα, στο οποίο παρατίθεται επικαιροποιημένη και αποκαθαρμένη η βασική νομοθεσία, που διέπει την ταφή και την αποτέφρωση, όπου έχουν ενσωματωθεί και αναδειχθεί με τον αναγκαίο υπομνηματισμό οι πολλές κατά καιρούς τροποποιήσεις της, ως μία οιονεί κωδικοποίηση.

«Ημέρες Μνήμης Μικρασίας 2021» 99 χρόνια μετά: Θυμόμαστε - Γνωρίζουμε - Τιμάμε




Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Κώστας Ταχτσής και Γιώργος Ιωάννου… στα «θρανία». Εν αναμονή της πολυπόθητης αξιολόγησης...

Η κυρία Μίνα μπήκε στην τάξη, κι αμέσως όλοι σηκώθηκαν όρθιοι.
«Καθίστε κάτω», είπ’ η κυρία Μίνα, και κάθισαν πάλι στα θρανία τους. Αυτός καθόταν στο πρώτο θρανίο, γιατ’ ήταν κοντός.
Η κυρία Μίνα ακούμπησε την τσάντα της πάνω στην έδρα, μα δεν έβγαλε το παλτό της, ούτε τη γούνα της, γιατί έκανε πολύ κρύο.
Η γούνα της ήταν αλεπού. Τα μάτια της κυρίας Μίνας έμοιαζαν πολύ με τα γυάλινα μάτια της αλεπούς, μόνο που ήταν πιο μεγάλα και γουρλωτά.
Ήταν κακιά γυναίκα. Δεν τον χώνευε. Ίσως επειδή είχ’ έρθει απ’ άλλο σχολείο. Ή επειδή ήταν κοντός. Περισσότερο απ’ όλους αγαπούσε τον Μποζέλη, πού ’ταν το πιο ψηλό παιδί της τάξης. Κάθε φορά που τέλειωνε η κιμωλία στη μέση του μαθήματος, εκείνον έστελνε στο γραφείο του διευθυντή να ζητήσει άλλη. Και προχτές πούχε πονοκέφαλο κι ήθελε να πάρει ασπιρίνη, τον Μποζέλη έστειλε στην επιστάτρια να της φέρει νερό.
«Ησυχία», είπ’ η κυρία Μίνα. «Είναι κανείς απών;»
Μερικά παιδιά φώναξαν πως απουσίαζε ο διπλανός τους. Η κυρία Μίνα σημείωσε τα ονόματά τους.
«Μόνο πέντε;», είπε. «Πάλι καλά, μ’ αυτό το κρύο. Τι μάθημα έχουμε την πρώτη ώρα, Μποζέλη;» «Αριθμητική, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Α», έκαν’ η κυρία Μίνα. «Κόψτε λοιπόν ένα φύλλο χαρτί απ’ το τετράδιο της αριθμητικής, και γράψτε πάνω δεξιά τ’ όνομά σας. Καθαρά. Άκουσες, Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Τότε γιατί ρωτάς την Κεχαγιά;»
«Ξέχασα το τετράδιο της αριθμητικής στο σπίτι, κυρία».
«Δεν έχεις κανένα τετράδιο μαζί σου;»
«Έχω το τετράδιο της ορθογραφίας», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Ε, τότε κόψ’ ένα φύλλο απ’ το τετράδιο της ορθογραφίας – φιλοσοφία χρειάζεται;»
Ύστερα πήγε στον πίνακα, και πήρε την κιμωλία. Μα επειδή κάτι παιδιά στα τελευταία θρανία άρχισαν να μιλάνε, η κυρία Μίνα γύρισε και κοίταξε καλά - καλά όλη την τάξη. Τα παιδιά στα τελευταία θρανία σώπασαν, κι η κυρία Μίνα ξαναγύρισε προς τον πίνακα. Έγραψε έναν τριψήφιο αριθμό, πλάι ένα Χ, κι υστέρα άλλον έναν τριψήφιο αριθμό.
«Τι αριθμητική πράξη είν’ αυτή, Μποζέλη;»
«Πολλαπλασιασμός, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ όλη η τάξη.
«Γράφετε λοιπόν, και να μην ακούσω τσιμουδιά. Όποιον πιάσω να κοιτάει το γραφτό τού διπλανού του, θα μηδενιστεί, και θα φέρει και τον κηδεμόνα του – τι συμβαίνει, Ζερβού;»
«Δεν έχω μολύβι, κυρία.»
«Δε θυμάμαι νά ’χες και ποτέ σου τίποτα», είπ’ η κυρία Μίνα στη Ζερβού.«Ποιος έχει δυο μολύβια;»
Μερικά παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Το σήκωσε κι αυτός, μα, παρόλο που καθόταν στο πρώτο θρανίο, δεν τον είδε.
«Δος της εσύ ένα», είπε σ’ έν’ αγόρι που καθόταν δυο θρανία πιο πίσω απ’ τη Ζερβού. «Μήπως είναι κανένας άλλος που δεν έχει μολύβι; Μήπως ξέχασε κανείς να φέρει τη γόμα του; – ή το μυαλό του;»
Δε μίλησε κανείς.
«Είστε όλοι σίγουροι πως δεν έχετε καμιά απορία;»
Τι απορία νάχουν; Είχαν κάνει ένα σωρό τέτοιους πολλαπλασιασμούς, και την περασμένη βδομάδα είχαν μπει στη διαίρεση.
«Τι θέλεις, Κεχαγιά;»
Τα κορίτσια έκαναν συνεχώς ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ποτέ με το πρώτο τι τους έλεγες.
«Πού θα κάνουμε τις πρόχειρες πράξεις, κυρία;»
Πρόχειρες πράξεις; Αυτό δεν τόχε σκεφτεί. Καλά που το ρώτησε η Κεχαγιά.
«Στο πίσω μέρος της κόλας», είπε η κυρία Μίνα. «Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα.» 
«Κελαϊδίτη;» 
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Όσοι τελειώνουν, να μου φέρνουν την κόλα τους, και να βγαίνουν ήσυχα στην αυλή. Χωρίς φωνές, κι ενοχλούμε τις άλλες τάξεις. Αρχίστε λοιπόν. Αυτός που θα τελειώσει πρώτος, θάναι το καλύτερο παιδί της τάξης».
〰〰〰
Παρ’ όλη την παγωνιά πού ’κανε, ένιωσε ξαφνικά μια θέρμη να φουντώνει σ’ όλο του το κορμί. Έπιασε το μάγουλό του, κι έκαιγε.
Τώρα θάδειχνε στην κυρία Μίνα ποιος ήταν το καλύτερο παιδί της τάξης. Η κυρία Μίνα δε θάστελνε πια μόνο τον Μποζέλη στο γραφείο του διευθυντή να φέρει κιμωλία.
Γρήγορα.
Πρώτα τον πολλαπλασιαστέο.
Η ουρίτσα του 9 ήταν λίγο μακρουλή.
Πήρε τη γομολάστιχα, τόσβησε, και το ξανάγραψε.
Τώρα τον πολλαπλασιαστή.
Τη γραμμή.
Όχι με το χέρι.
Με το χέρι θα γινόταν στραβή.
Άνοιξε γρήγορα τη σάκα του, κι έβγαλε τον χάρακα. Τον έβαλε κάτω απ’ τον πολλαπλασιαστή, και τράβηξε μια όμορφη, ίσια γραμμή. Την πάτησε και δεύτερη φορά.
Η κυρία Μίνα διάβαζε την εφημερίδα της. Μα θάχε και το νου της να μην αντιγράψουν.
Τραβήχτηκε λοιπόν στην άκρη του θρανίου, όχι τόσο για να μη βλέπει ο διπλανός του, μα για να μη φανταστεί κανένας, για να μη φανταστεί η κυρία Μίνα, πως είχε την παραμικρή πρόθεση ν’ αντιγράψει αυτός απ’ το διπλανό του. Δεν είχ’ ανάγκη ν’ αντιγράψει. Ήταν καλός στην αριθμητική. Ούτε είχ΄ ανάγκη να κάνει πρόχειρα τις πράξεις. Μπορούσε να τις κάνει και με το μυαλό του.
Έξι εννιά;
Μμ... Αυτό το μπέρδευε πάντα.
Πέντ’ εννιά σαρανταπέντε, έξι εννιά πενηντατέσσερα. Γράφουμε το τέσσερα και κρατάμε πέντε. Πέντε. Να μην το ξεχάσει.
Τρεις οχτώ εικοστέσσερα – και πέντε; Εικοστέσσερα και πέντε, εικοσιεννιά.
Το μυαλό του δούλευε γρήγορα. Ένιωθε λιγάκι σα μεθυσμένος. Σα να μην είχε σώμα. Μόνο το κεφάλι του, και το χέρι του πούγραφε.
Τέλειωσε.
Έριξε μια ματιά γύρω του.
Οι άλλοι έγραφαν ακόμα.
Σηκώθηκε και πήγε γρήγορα στην έδρα.
Η κυρία Μίνα σταμάτησε το διάβασμα, και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Της φάνηκε βέβαια λίγο περίεργο που, απ’ όλη την τάξη, αυτός είχε τελειώσει πρώτος.
«Τέλειωσες κιόλας;»
«Μάλιστα».
Της έδωσε την κόλα.
Η κυρία Μίνα έριξε μια ματιά και χαμογέλασε. Χαμογέλασε παράξενα.
«Καλά. Πήγαινε στην αυλή».
Βγήκε στην αυλή, κι η παγωνιά τον χτύπησε κατάμουτρα. Ένιωσε σα να ξυπνούσε απόνα όνειρο.
«Εσύ τι κάνεις έξω;»
Για μια στιγμή τρόμαξε. Μα ήταν η επιστάτρια, κουκουλωμένη μ’ ένα σάλι. Θα φαντάστηκε βέβαια πώς είχε κάνει καμιά αταξία, κι η κυρία Μίνα τον είχε βγάλει έξω για τιμωρία. «Είχαμε πρόχειρο διαγώνισμα, και τέλειωσα πρώτος», της είπε.
Η επιστάτρια τον κοίταξε με θαυμασμό. Ένιωσε το στήθος του να φουσκώνει από περηφάνια. Ήθελε να τρέξει πάνω – κάτω, μα η αυλή ήταν έρημη, κι εξάλλου η κυρία Μίνα είχε πει όσοι τελειώνουν να κάνουν ήσυχα για να μην ενοχλούν τις άλλες τάξεις.
Πήγε στ’ αποχωρητήρια κι έκανε το νερό του.
Τ’ αποχωρητήρια ήταν αλλιώτικα στο διάλλειμα, κι αλλιώτικα όταν σήκωνες το χέρι σου στη μέση του μαθήματος κι έλεγες πως ήθελες να πας στο μέρος. Πως νάταν άραγε τα’ αποχωρητήρια των κοριτσιών; Ήταν ευκαιρία να μπει να δει.
Αλλά συγκρατήθηκε. Μπορεί να τον έβλεπε η επιστάτρια, και να τόλεγε στην κυρία Μίνα. Φαντάσου, το καλύτερο παιδί της τάξης να μπαίνει στ’ αποχωρητήρια των κοριτσιών! Άσε που, από στιγμή σε στιγμή, θ’ άρχιζαν να βγαίνουν και τ’ άλλα τα παιδιά έξω. Η Κεχαγιά λόγου χάρη. Η Κεχαγιά ήταν καλή μαθήτρια, μα κι η μεγαλύτερη μαρτυριάρα.
Μα γιατί αργούσαν; Τι κάναν τόση ώρα;
Απ’ έξω πέρασε το τραμ. Μα δε μπορούσες να το δεις, γιατί ο τοίχος της αυλής ήταν ψηλός.
Κάθησε στο σκαλοπάτι της εισόδου, και σήκωσε τη δεξιά του κάλτσα πούχε πέσει. Ύστερα έλυσε το κορδόνια των παπουτσιών του, και τα ξανάδεσε πιο σφιχτά.
Το μόνο που φαινόταν πάνω απ’ τον τοίχο της αυλής, ήταν η σοφίτα του αντικρινού σπιτιού. Η στέγη της σοφίτας ήταν σαν ασημένιο αυγό. Σα μισό ασημένιο αυγό. Στην κορυφή του αυγού ήταν το αλεξικέραυνο. Αν έπεφτε κανένας κεραυνός εκεί κοντά, το αλεξικέραυνο θα τον τραβούσε, θα τον έχωνε στη γη, και δε θάπιανε φωτιά το σπίτι.
Πίσω του άκουσ’ έναν ελαφρό ήχο. Σηκώθηκε όρθιος.
Ήταν η Κεχαγιά. Γουρλωμάτα και ποζάτη.
Από πίσω της ερχόταν ένα άλλο κορίτσι.
Ο Μποζέλης δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Ήθελε να ρωτήσει τι γινόμενο είχαν βγάλει, μα η Κεχαγιά και τ’ άλλο κορίτσι τούχαν γυρίσει την πλάτη.
Ευτυχώς που εκείνη τη στιγμή έβγαινε κι ο Μποζέλης. Συγχρόνως χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα.
Πριν προλάβει να ρωτήσει εκείνος, τον ρώτησε ο Μποζέλης.
«Τι γινόμενο έβγαλες εσύ;»
Τούπε. Μέσες - άκρες. Γιατί δε θυμόταν και καλά.
«Πω, πω!», φώναξ’ ο Μποζέλης.
Η Κεχαγιά γύρισε και κοίταξε με περιέργεια.
«Αυτός εδώ πολλαπλασίασε μόνο με το πρώτο ψηφίο!», είπ’ ο Μποζέλης στην Κεχαγιά. «Άσε με ήσυχη σε παρακαλώ», είπ’ η Κεχαγιά. «Σού ’χω πει ότι δε σου μιλάω».
Την ίδια στιγμή όρμησαν έξω τα παιδιά της τέταρτης τάξης, και κάμποσα παιδιά απ’ τη δική τους τάξη, και δεν άκουσε τι είπε ο Μποζέλης. Τον είδε μόνο πούσπρωξε την Κεχαγιά, παρά λίγο να τη ρίξει κάτω, κι η Κεχαγιά έμπηξε τα κλάματα.
Αυτός δεν μπορούσε να κλάψει.
Ήθελε, μα δεν μπορούσε.
〰〰〰
«Είδατε τί γρήγορα που πλάκωσαν οι ζέστες;», είπ’ η κυρία Περεσιάδη στη γιαγιά. «Θα πάτε πουθενά φέτος;»
«Ήθελα να πάω στην Αιδηψό να κάνω μερικά μπάνια», είπ’ η γιαγιά. «Δυστυχώς, είναι η τρίτη χρονιά, ο εγγονός μου έμεινε μετεξεταστέος στα μαθηματικά, και πρέπει να κάτσουμε στην Αθήνα να προγυμναστεί».
«Α, τον καημένο», είπ’ η κυρία Περεσιάδη.
«Τι να κάνουμε», είπ’ η γιαγιά.
«Από μικρός που ήταν, και πήγαινε στο Δημοτικό, δεν τ’ άρεσε καθόλου η αριθμητική. Έμοιασε σε μένα και στη μάνα του. Είναι, καταλαβαίνετε, ζήτημα ιδιοσυγκρασίας».


ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ. (1977). «Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας», στο: Τα ρέστα. Αθήνα: Ερμής, σσ. 17-25.
〰〰〰
Τον είχα δει από μακριά κι άλλες φορές τελευταία. Κάθε φορά όμως υπήρχαν διάφορα εμπόδια και δεν μπορούσα να τον φωνάξω. Πάντως, από τις ώρες που τον έβλεπα στην ίδια όλο περιοχή, από τα ρούχα του και το ύφος, έβγαλα το συμπέρασμα πως έμενε και δούλευε τώρα πια στην πόλη μας. Κι έτσι ήμουν αρκετά βέβαιος πώς κάποια μέρα θα τον σταυρώσω και θα τα λέγαμε, αν ήταν βέβαια πιο βολικές οι συνθήκες. Και πράγματι, τις προάλλες, καθώς πήγαινα σχεδόν αμέριμνος στο δρόμο κρυφοκοιτάζοντας τις ομορφιές του κόσμου τούτου — αγγέλους, αρχαγγέλους, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ – νάσου και ξεπροβάλλει απέναντι μου γεροδεμένος και λαμπερός με μια γλυκιά κοπελίτσα στο πλευρό του. Αναφτερούγησα. Αυτός όμως κατέβασε το κεφάλι, κοκκίνησε ως τ' αυτιά, και έδειχνε γενικά πως θα προτιμούσε να μη με είχε συναντήσει. Ξέροντας τόν μάλλον παιδιάστικο λόγο τής ταραχής του, και μη εννοώντας να ξαναχάσω την ευκαιρία ή να επιτρέψω σα μεγαλύτερος να παγιωθεί καμιά κατάσταση ψυχρότητας, σταμάτησα μες στη μέση στο πεζοδρόμιο και τον ανάγκασα τελικά να σταθεί και να μου μιλήσει. Βιάστηκε να μου συστήσει την κοπέλα του· ήταν μνηστή του. Πρόσθεσε κατόπιν πως από τότε πού αποστρατεύτηκε, δούλευε σε μια αντιπροσωπεία στην πόλη μας και πώς σκόπευε να εγκατασταθεί εδώ οριστικά. Πάντως, όλο αυτό το διάστημα που μου μιλούσε έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος, πράγμα που μ' έκαμνε να γελάω από μέσα μου και να νιώθω όπως η γάτα με το ποντίκι. Αν ήταν ποτέ δυνατό να ξεφύγει από μένα κουβέντα σχετική με κείνο το πάθημα του. Παιδιά είναι όμως – τι να τα κάνεις; Από λόγο σε λόγο η ατμόσφαιρα ημέρεψε και χωρίζοντας είμασταν όλοι, θαρρώ, κατευχαριστημένοι. Και είμαι σίγουρος πώς θά 'πε καλά λόγια για μένα στην αρραβωνιαστικιά του. Ευτυχισμένη κοπελίτσα, συλλογιόμουνα. Και ήξερα πολύ καλά τι λέω.
Τον γνώριζα από καιρό τον αρραβωνιαστικό της. Τυχαία εντελώς του είχα παρασταθεί, όταν σε κάποιο διαγωνισμό για κάτι θέσεις, βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη. Ήταν η αρχαία εκείνη εποχή που η χώρα μας η κατακαημένη «ανεγεννάτο και πάλιν εκ της τέφρας της». Επιτηρούσα σε αίθουσα κάποιας σχολής θηλέων. Μαζί μου ήταν και μια επιτηρήτρια ολοφάνερα κακιά και άσχημη σαν καλαπόδι. Αισθήματα βαριά περιτύλιγαν την καρδιά μου.
Όταν δόθηκαν τα θέματα, ανέλαβα εγώ να αναλύσω και πάλι στους υποψήφιους τον εξωφρενικό εκείνο φετφά, που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε τα ακόλουθα: «Ουδείς και δι' ουδένα λόγον θα εξέρχεται της αιθούσης μέχρι πέρατος του χρόνου της γραπτής εξετάσεως». Αφού εξήγησα τ' ανεξήγητα, τα παιδιά σκοτεινιασμένα άρχισαν να γράφουν.
Σε λίγο στο βάθος τής αίθουσας κάποιος υποψήφιος κάτι έλεγε στην επιτηρήτρια. Αντήχησε ένα αυστηρό «απαγορεύεται», ο νεαρός ξαναμίλησε, κι αυτή του ξαναφώναξε εκνευρισμένη: «Γράφετε – θα σας πάρω την κόλλα». Ύστερα απ' αυτά ο υποψήφιος εξαφανίστηκε. Από μακριά καθόλου δεν φαινόταν.
Πλησίασα. Είχε ακουμπήσει το μούτρο του στο θρανίο και κρατούσε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Ήταν καταϊδρωμένος και γύρω του πλανιόταν μια πηχτή βρώμα. Τα κατάλαβα όλα, δεν είπα όμως λέξη. Αυτό που φοβόμουνα είχε κιόλας γίνει. Το πράγμα θα μπορούσε να γίνει αστείο, αν μας έπιανε όλους καμιά τέτοια επιδημία και ιδίως την ξυλοπινάκα την επιτηρήτρια, που κοίταζε τόσο χαιρέκακα προς τον νεαρό. Έτρεξα προς την πόρτα, μα όπως τη Μαρία την Αιγύπτια κάτι το αόρατο με σταμάτησε. Δεν επιτρέπονταν ούτε κι εμείς να βγούμε απ' την αίθουσα. Όποιος είχε συχνουρία ή κόψιμο, ήταν χαμένος. Και μεγαλοφυΐα να ήσουν, στις ανώτατες σχολές και τις υπηρεσίες δεν έμπαινες τότε, αν σ' έπιανε χεζοβολιό ή συχνοκατούρημα. Τόλμησα τέλος ένα βήμα έξω απ' την πόρτα. Απελπιστικά έρημος ο τεράστιος διάδρομος σα λαϊκό νοσοκομείο. Αλίμονο στο φιλότιμό μας όμως, και προπάντων αλίμονο στο παιδί, αν σ' αυτά τα χάλια περιμέναμε να περάσει ο χρόνος. Στήθηκα πλάι στην πόρτα. Οι υποψήφιοι οργίαζαν κιόλας στο κλέψιμο. Μέχρι και αστειάκια έλεγαν αναμεταξύ τους. Πολύ πού μ' ένοιαζε. Κάποια στιγμή πέρασε ο κύριος Επιστάτης. Επιστάτης και σπιούνος συνάμα, για να είμαστε ακριβολόγοι. Του είπα να καλέσει αμέσως τον προεδρεύοντα. Ο κύριος Πρόεδρος — Κούρκος το παρατσούκλι του — άλλες φορές είχε το συνήθειο να 'ναι αργός κι ασήκωτα βαρύς, μα τώρα έφτασε τρεχάτος και κατακόκκινος, σα να μυρίστηκε κάτι. Τον οδήγησα στο ταπεινωμένο παλικάρι. Ο Κούρκος έπιασε τη μαλακιά μύτη του. Συγχρόνως ακούστηκαν γελάκια από κάτι τσουλίτσες, που με το αζημίωτο παρίσταναν τις υποψήφιες. Ο Κούρκος αφού αφαιρέθηκε, ξεφούρνισε τη μεγάλη του φράση: «Ατυχήσατε, αγαπητέ μου, ατυχήσατε». Και άπλωσε για ν' αρπάξει την κόλλα. Το παιδί την τράβηξε. «Τα ξέρω, ψιθύρισε, τα ξέρω όλα. Μα, δεν είναι δυνατό να γράψω έτσι». «Αν θέλετε συνεχίστε, έτσι όπως είστε. Όταν βγείτε όμως έξω, το χάνετε το γραπτό», είπε ο Κούρκος. Τα γέλια είχαν φουντώσει για καλά. Όλοι ήταν γυρισμένοι και κοίταζαν. Το παιδί παράτησε την κόλλα. Ο Κούρκος ξαναφούσκωσε. Το «εχειρίσθη» κι αυτό το θέμα – Όχι παίζουμε.
Πήρα το δυστυχισμένο παλικάρι και το πήγαινα προς το αποχωρητήριο. Ο Κούρκος το κατόπι μας. Με ανάγκασε να μπω κι εγώ μέσα στον καμπινέ. «Μπορεί να 'χει κανένα πομπό», μου σφύριξε ο μπουμπούνας.
Το αποχωρητήριο είχε δυο χώρους. Στον πρώτο ήταν το λαβομάνο και στον άλλο ο απόπατος. Στάθηκα φυσικά στον πρώτο. Και να 'θελα να μπω στον άλλο, δε χωρούσαμε. Η μέσα πόρτα δεν έκλεινε καλά, όλο άνοιγε, κι από μια στιγμή και πέρα φάνηκε ολόγυμνο το ανυπεράσπιστο χωριατόπουλο. «Μεγαλοφυής», συλλογιζόμουν, «μεγαλοφυής», κι εννοούσα φυσικά τη λέξη με την αρχική της έννοια, έτσι καθώς έβλεπα τα μαραμένα μα παρόλ' αυτά τεράστια όργανα του, που σα να θρηνούσαν κι εκείνα του δυστυχισμένου γένους την κατάντια. «Ιδού, ο πομπός του Κούρκου», σκέφτηκα. Και τι πομπός! Και θωρώντας τα άρχισα να ψιθυρίζω το γνωστό στιχάκι, πού 'χει κυκλοφορήσει απ' τις πρώτες κιόλας μέρες της ήττας του '97:
Ουδείς αντέστη,
το παν εχέσθη.
Μετά το καθάρισμα έβαλε μονάχα το παντελόνι του. Το σώβρακο με την «υδαρή αποπάτησιν» το έκαμε δεματάκι και τ' άφησε σε μια γωνιά – σκάνδαλο και αίνιγμα για τη σχολή των θηλέων.
Ο Κούρκος απέξω μας παραμόνευε. Ήθελε να μας τονίσει πως ο υποψήφιος μολονότι παρέδωσε το γραπτό του, δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από το χώρο των εξετάσεων, προτού παρέλθει «ο κεκανονισμένος χρόνος». Γι' αυτό άλλωστε υπήρχε στην εξώπορτα και χωροφύλακας. Αλλά κι εγώ δεν μπορούσα να ξαναμπώ στην αίθουσα, παρόλο πού οι υποψήφιοι είχαν αλαλιάσει στο κλέψιμο την αγιούσα. Τόσο το καλύτερο, ήμουν μες στη χαρά μου. Ένιωθα σχεδόν ευγνωμοσύνη προς το νεαρό.
Καθισμένοι σε μια γωνιά τού διαδρόμου σιγομιλούσαμε. Θέλοντας και μη έμαθα αρκετά για τη ζωή του. Ήταν απ' τα παραμεθόρια. «Μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς οι μαύροι κλέφτες». Όσο περνούσε η ώρα τόσο η μελαγχολία τον κυρίευε. Δεν τον πείραζε και πολύ ο αποκλεισμός του από τις εξετάσεις. Το ρεζίλεμα ήταν πού τον έκαιγε μπροστά σε τόσους νέους. «Είναι και καναδυό συγχωριανοί μου μέσα», είπε σα να παραμιλούσε.
Για να τον παρηγορήσω έβαλα μπρος τα μεγάλα μου μέσα. Άρχισα να διηγούμαι μερικά απ' τα κατά καιρούς παρόμοια παθήματα μου. Γέλασε τ' αχείλι του, το ματάκι του πήρε να ξαστερώνει, κι εγώ συνέχιζα με περισσότερο κέφι. Άλλωστε, για να 'μαι ειλικρινής, αυτό το θέμα με θέλγει.
«... Μια φορά, θα 'μουν έξι χρονώ, χέστηκα απογευματάκι μέσα στα Καμένα, στην πλατεία Δικαστηρίων δηλαδή. Εκεί ακριβώς που έχουν σκάψει για να χτίσουν τα δικαστήρια, κι ύστερα το μετάνοιωσαν γιατί βρήκαν κάτι αρχαία. Μολονότι είχε τόσους λάκους, θάμνους ψηλούς και ντουβαράκια μισογκρεμισμένα, εγώ ντροπαλός δεν ξεροκάθισα εκεί, γιατί υπήρχε πιθανότητα να με δούνε από τα γύρω μπαλκόνια — καλοκαιράκι ήταν και καθόντουσαν για φρέσκο – μα έτρεξα στο σπίτι, βρήκα κλειδωμένα, ξαναγύρισα στην πλατεία, κάθισα σ' ένα ντουβαράκι σφιγμένος κι εκεί χωρίς να το περιμένω κάποια στιγμή μου ξέφυγαν. Ευτυχώς ήταν πολύ σφιχτά, από κείνα τα σκληρά που πιέζουν και πονούν σαν κανένα ρόπαλο εκ των έσω. Πάντως, ακόμα θυμάμαι πως πήγαινα προς το σπίτι, όταν νύχτωσε...
Την άλλη φορά που έγινε κάτι παρόμοιο, ήμουν αρκετά μεγάλος, στην πρώτη ή δευτέρα οχταταξίου, μα και πάλι το πράγμα δικαιολογείται. Είχαμε πάει ημερήσια εκδρομή στην Αρετσού με το σχολειό μας. Όλη τη μέρα έτρεξα με την ψυχή μου, σκαρφάλωσα στις μουριές, κολύμπησα, έδειξα όλες μου τις ικανότητες, και προπάντων έφαγα αμέτρητα παγωτά, ανταλλάσσοντας τους εικοσιοχτώ μεγάλους κεφτέδες — οι δικοί μου ακόμα δεν ξεχνούν τον αριθμό – τα αυγά, τα κασέρια και τα τυριά, με παγωτά χωνάκια, μια και τα λεφτά μου ήταν ελάχιστα. Θυμάμαι που απ' την κούραση δεν μπορούσα να πάω στο σπίτι – τόσο πονούσαν τα ποδάρια μου. Καθόμουν από κατώφλι σε κατώφλι. Μόλις έφτασα, έπεσα για ύπνο. Ξύπνησα μέσα σε μια σκάφη με νερό καυτό, όπου δυο γυναίκες με πλέναν και φυσικά με δέρναν. Θα 'ταν ξημερώματα...
Κάποτε πάλι που είχαμε πάει επίσκεψη σε μια φαρμακομύτα φιλενάδα τής μαμάς μου, εμένα μου ήρθε έντονα η ανάγκη να τα κάνω, αλλά δεν ήξερα πως να το πω. Εξάλλου μιλούσανε συνεχώς. Γλίστρησα με τρόπο στην κουζίνα γυρεύοντας τη γνωστή πορτούλα του καμπινέ. Πάνω στην απελπισία μου άστραψε εμπρός μου μια μεγάλη ιδέα. Κατέβασα αθόρυβα μια καλογανωμένη κατσαρόλα απ' το ράφι, την έβαλα κάτω και ξεσκεπάζοντας την τα 'κανα ωραία ωραία και κουλουριαστά εκεί μέσα. Ξανάβαλα σκεπασμένη την κατσαρόλα στη θέση της και μισάνοιξα το παράθυρο. Σε λίγες μέρες έφτασαν τα μαντάτα. Έγιναν ανακρίσεις με βασανιστήρια και το τι ξύλο έφαγα ήταν άλλο πράγμα...».
Τελειώνοντας την αφήγηση κόντεψα να του πω εκείνο που συνήθως λέμε στο τέλος των παραμυθιών: «Ήμουνα κι εγώ εκεί μ' ένα κόκκινο βρακί». Γιατί, όπως θα κατάλαβε, πιστεύω, ο αγαπητός αναγνώστης, τα περιστατικά αυτά δεν ήταν βεβαίως όλα δικά μου κατορθώματα, τα φορτώθηκα όμως κι αυτά προκειμένου να ταπεινώσω βαθιά τον εαυτό μου, να λαφρύνω τη θέση του παλικαριού και να γίνω ακόμα πιο αστείος. Αχ, «γέγονα τα πάντα τοις πάσι», αλλά ποιος το έχει εκτιμήσει;
Κάποτε έφτασε το περίφημο «πέρας των εξετάσεων». Χωρίσαμε με το παιδί. Στην αίθουσα ο αέρας βαρύς, η μπόχα της αγωνίας. Η αγιούσα με κοίταζε βλοσυρά σα να της είχα φάει το δίκιο της.
Όταν τα πάντα τέλειωσαν και μετρήθηκαν ξανά και ξανά, με κάθε δυνατή καχυποψία τα γραπτά, αρχίσαμε να μαζευόμαστε στο γραφείο του Κούρκου. Το λαχταριστό νέο είχε, βέβαια, διαδοθεί. Όλοι χαχάνιζαν. Ζητώντας αχόρταγα λεπτομέρειες. Η άχαρη ζωή μας είναι διψασμένη για κάτι τέτοια. Όμως τα πολλά γέλια τους κόπηκαν απότομα, όταν διαπιστώθηκε πώς δεν μπορούσαμε να φύγουμε αμέσως για φαγητό. Έπρεπε να συνταχθεί πραχτικό όπου να εξιστορούσαμε το έξης: Ένας υποψήφιος χέστηκε στο βρακί του και γι' αυτό αποχώρησε του διαγωνισμού, μολονότι του συνεστήθη αρμοδίως ότι μπορούσε να γράψει έστω και χεσμένος.
Τα τυπικά γράφτηκαν γρήγορα: η ημερομηνία, ο τόπος συνεδριάσεως, τα ονόματα μας ιεραρχικώς – σιγά τον πολυέλαιο – και οι βαθμοί μας. Όταν όμως φτάσαμε στην αφήγηση του περιστατικού, εκεί κομπιάσαμε. Φούντωσε η συζήτηση. Τι να γράψουμε και πώς; Τελικά, μετά από εμβριθή συζήτηση περί το ρήμα χέζω - χέζομαι, την ακριβή σημασία και χρήση του, τους ανώμαλους χρόνους του, τα συνώνυμά του, τις ρίζες του και τις φύτρες του, διατυπώσαμε ένα κείμενο που σχεδόν καμιά σχέση δεν είχε με το περιστατικό. Το όνομα του παιδιού πάντως, φιγουράριζε μεγαλοπρεπώς. Ευτυχώς όλα αυτά γράφτηκαν στην καθαρεύουσα που σηκώνει όσες θέλεις αρλούμπες και βρωμόλογα. Κλείσαμε το πραχτικό με το πομπώδες εκείνο: «Εφ' ώ συνετάγη η παρούσα πράξις και υπογράφεται ως έπεται». Υπογράψαμε όλοι ιεραρχικά και σε λίγο φεύγαμε - κούρκοι, κότες και χήνες.
Πήγαινα για το σπίτι χειρότερα κι από χεσμένος. Εμένα όμως ποιος χριστιανός θα βρεθεί να με ξεσκατώσει;


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ. (1981). «Το ξεσκάτωμα», στο: Επιτάφιος Θρήνος. Αθήνα: Κέδρος, σσ. 81-90.

〰〰〰

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

Μικρή εικαστική περιδιάβαση στην ποίηση της Τασούλας Καραγεωργίου

Γράφει η ΑΣΠΑΣΙΑ ΓΚΙΟΚΑ

Αφορ­μή για την πα­ρού­σα πε­ρι­διά­βα­ση έδω­σε η πρό­σφα­τη έκ­δο­ση ποι­η­μά­των της Τα­σού­λας Κα­ρα­γε­ωρ­γί­ου με τί­τλο Τα Πή­λι­να Ποι­ή­μα­τα από τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος. Το βι­βλίο απαρ­τί­ζε­ται από δύο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, Η χε­λώ­να του Κε­ρα­μει­κού και Η πή­λι­νη χο­ρεύ­τρια που η πρώ­τη έκ­δο­σή τους εί­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεί από τις εκ­δό­σεις Γα­βρι­ηλί­δης το 2011 και 2019 αντί­στοι­χα και ήταν εξα­ντλη­μέ­νες.
Η Τα­σού­λα Κα­ρα­γε­ωρ­γί­ου δεν εί­ναι νέα στην ποί­η­ση, αφού οι εκ­δό­σεις της συ­νε­χί­ζο­νται εδώ και σχε­δόν μία τρια­κο­ντα­πε­ντα­ε­τία· από τό­τε που βγή­κε η πρώ­τη της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Fragmentum αριθμός 53 (1986) μέ­χρι σή­με­ρα, η ποι­ή­τρια έχει βά­λει το δι­κό της ου­σια­στι­κό στίγ­μα στα ποι­η­τι­κά δρώ­με­να του τό­που, δί­νο­ντάς μας πολ­λά όμορ­φα και ση­μα­ντι­κά ποι­ή­μα­τα. Η πα­ρού­σα έκ­δο­ση με την με­τα­φο­ρι­κή αλ­λά και κυ­ριο­λε­κτι­κή χρή­ση της υπαλ­λα­γής στον τί­τλο της (πή­λι­να ποι­ή­μα­τα), έρ­χε­ται να μας ξα­να­θυ­μί­σει θέ­μα­τα και μο­τί­βα η χρή­ση των οποί­ων εί­χε δο­κι­μα­στεί και στο πα­ρελ­θόν από την ποι­ή­τρια με ευ­τυ­χή απο­τε­λέ­σμα­τα, που εί­χαν απο­τε­λέ­σει μά­λι­στα αντι­κεί­με­νο θε­τι­κών κρι­τι­κών, βρα­βεί­ων και επαί­νων. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό ότι για τη συλ­λο­γή Η πή­λι­νη χο­ρεύ­τρια (Γα­βρι­η­λί­δης 2019) η ποι­ή­τρια εί­χε τι­μη­θεί με το Βρα­βείο Λά­μπρου Πορ­φύ­ρα 2020 της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, ενώ για Το με­τρό (Κέ­δρος 2004) εί­χε τι­μη­θεί με το βρα­βείο Γ. Αθά­να, πά­λι της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών.
Έχει από νω­ρίς πα­ρα­τη­ρη­θεί ότι στο ποι­η­τι­κό σύ­μπαν της Κα­ρα­γε­ωρ­γί­ου ένα πλή­θος από ει­κα­στι­κά θέ­μα­τα ενέ­χουν βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σία στη νοη­μα­το­δό­τηση των ποι­η­μά­των και τους προσ­δί­δουν έναν ιδιαί­τε­ρο χα­ρα­κτή­ρα.
Διαβάστε τη συνέχεια του ωραίου άρθρου στον χάρτη, 33· μηνιαίο περιοδικό, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Αμάλ: Τοτέμ στη νέα ψευδοθρησκεία της «αλληλεγγύης»

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΑΚΑΣ

Η περιοδεία της «Αμάλ» ανά την Ελλάδα, έχει ήδη ξεσηκώσει ποικίλες αντιδράσεις μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Οι πιο στοιχειοθετημένες και σοβαρές καταγγέλλουν ότι πρόκειται περί ενός επιδοτούμενου από ιδρύματα και πολυεθνικές τεχνάσματος ιδεολογικού μάρκετινγκ, το οποίο έρχεται να προπαγανδίσει τα ιδεώδη των ανοιχτών συνόρων, της διαρκούς ρευστότητας των πληθυσμών, καθώς και του πολυπολιτισμού.
Ο τρόπος που λειτουργούν οι μηχανισμοί αυτοί στην Ελλάδα, προκειμένου να κατοχυρώσουν τον ρόλο της τελευταίας ως ζώνης συγκράτησης / φιλτραρίσματος των μεταναστευτικών πληθυσμών προς την Ευρώπη, είναι γνωστός και έχει πολλάκις αναλυθεί. Ο τρόπος με τον οποίον ετούτη η βιομηχανία της αλληλεγγύης γυρεύει άλλοθι πίσω από σχήματα ανθρωπισμού, επίσης. Γνωστό είναι, ακόμα, ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προπαγάνδας υπάρχει συστηματική εκμετάλλευση των παιδιών, των μανάδων, γενικώς κάθε εικόνας που προκαλεί οίκτο, λύπηση, αισθήματα ελεημοσύνης, προκειμένου να συντελεστεί και ο απαιτούμενος συναισθηματικός και ηθικός εκβιασμός.
Μια βαθύτερη διάσταση, ωστόσο, που καταδεικνύει το εύρος, καθώς και το βάθος της πολιτισμικής καθίζησης στο οποίο η Δύση έχει περιέλθει, δεν έχει συζητηθεί όσο θα έπρεπε: Διαμαρτύρονται οι ταγοί του δικαιωματισμού, και γενικώς οι φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας «ανοιχτών συνόρων», για τις ανά την Ελλάδα αντιδράσεις των εκκλησιαστικών κύκλων επί της Αμάλ. Ισχυρίζονται πως οι εκκλησιαστικοί αυτοί κύκλοι, έχουν μπερδέψει την θρησκεία με την πολιτική και επιδιώκουν «να μας κάνουν Ιράν».
Οι κύκλοι αυτοί, ωστόσο, σπεύδουν να παρέμβουν γιατί διαισθάνονται, και σωστά, το ανάποδο: Ότι η καμπάνια της Αμάλ είναι εκείνη που παρεμβαίνει όχι μόνο στο επίπεδο της προπαγάνδας, ή της ιδεολογίας, αλλά και σε εκείνο της θρησκείας.
Η περιφορά από πόλη σε πόλη μιας γιγάντιας κούκλας, στο πρόσωπο της οποίας η κοινωνία των πολιτών καλείται να λατρέψει την «αλληλεγγύη», και τον «ανθρωπισμό» δεν έχει μόνον πολιτικές διαστάσεις. Κι αν η μία πλευρά αρέσκεται σε παραλληλισμούς με τον Μεσαίωνα, τι να πούμε για το περιφερόμενο τοτέμ; Ότι παραπέμπει στην αυγή της ιστορίας, και θυμίζει την πανάρχαια ειδωλολατρία των βαβυλωνιακών πολιτισμών που περιγράφεται γλαφυρά στις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης;
Η πρακτική που εισάγει η Αμάλ είναι παλαιότερη από τον Μεσαίωνα. Και εδώ είναι η πιο ενδιαφέρουσα διάσταση που θέτει ενώπιόν μας αυτού του τύπου ο συστημικός δικαιωματισμός. Ότι δεν παρεμβαίνει μόνον στο πεδίο της ιδεολογίας, ή της προπαγάνδας, για τις άμεσες και πρακτικές ανάγκες που έχει η πολιτική των ανοιχτών συνόρων σήμερα και αύριο. Αλλά ενδιαφέρεται να πάει μέχρι και το βαθύτερο υπαρξιακό και μεταφυσικό επίπεδο.
Ο κόσμος της μεταμοντέρνας παγκοσμιοποίησης που υπόσχεται ο συστημικός δικαιωματισμός, δεν πιστεύει συλλογικά πουθενά και σε τίποτα. Τα άτομα είναι τα «στοιχειώδη σωματίδια» που λέει και ο Μισέλ Ουελμπέκ, ενώ κάθε απόπειρα κατάρτισης ενός ενιαίου αξιακού άξονα για τις κοινωνίες, καταδικάζεται στο πυρ το εξώτερον ως «μεγάλη αφήγηση», και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο απατηλή και επικίνδυνη.
Η νεωτερικότητα παλαιότερα διέθετε ένα ευρύ οπλοστάσιο συνεκτικών ιδεολογιών που διαμόρφωναν τον άνθρωπο σε συλλογικό υποκείμενο, κι έπειτα τον εισήγαγαν στο πεδίο της. Το αστικό ιδεώδες της αέναης προόδου, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου υπήρξε η αστική της εκδοχή· η κοινωνικά εξισωτική εκδοχή της, ήταν ο κομμουνισμός· ο εθνικισμός ήταν η κοσμική θρησκεία / ιστορική λατρεία της εθνικής κοινότητας ενός τύπου κοινωνίας που ναι μεν «γκρέμισε τους Θεούς», αλλά ωστόσο ανήγαγε ιδεολογίες κοσμικές στο επίπεδο «μεγάλης ερμηνείας».
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει στη μαζική, ενεργή κλίμακα σήμερα· υπάρχει το απόλυτο κενό σε επίπεδο «οραματικού άξονα». Αυτό επιχειρεί να καλύψει ο συστημικός δικαιωματισμός, με την Αμάλ, που είναι το τοτέμ μιας νέας ψευδοθρησκείας, εκείνης της «αλληλεγγύης».
Η αλληλεγγύη σήμερα έχει εκφυλιστεί στην πιο παθητική στάση απ’ όλες της γκάμας των πολιτικών στάσεων. Σημαίνει επί της ουσίας «συγκατάνευση στη δράση κάποιου άλλου», καλεί σε μια κινητοποίηση που συντελείται εντελώς φαντασιακά. Kάνω «λάικ» στην τάδε υπόθεση, σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία και πρακτική του facebook. Δεν απαιτείται, δηλαδή, από τον φορέα αυτής της στάσης να εξέλθει από τον ιδιωτικό του χώρο, και να δραστηριοποιηθεί. Ούτε να διαθέτει κάποια συμπαγής πολιτική ταυτότητα. Είναι γενικώς και αορίστως… «αλληλέγγυος», με την πράξη του αυτή να προσθέτει κύρος στο ατομικό του βιογραφικό.
Η αξία αυτή, όπως έχει καταντήσει να σημαίνει, και όχι στην αρχική της εκδοχή της «ενεργητικής συμπαράστασης» ή της «συστράτευσης», αποτελεί ιδανική βάση ώστε να ξεπηδήσει ένα νέο ήθος της παγκοσμιοποίησης. Ο άνθρωπος της παγκοσμιοποίησης, υπήκοος πια και όχι πολίτης, προσχωρεί στον τρόπο της με αυτήν την μορφή πολιτικής παθητικότητας, η οποία ωστόσο προσθέτει στον ατομικό του ναρκισσισμό: Γίνεται «αλληλέγγυος», δηλαδή ευαίσθητος: υποστηρικτής πολύ θεμελιωδών όψεων του κυρίαρχου μοντέλου, όπως η μαζική μετανάστευση, η απόλυτη κινητικότητα των ατόμων, η ρευστότητα των λαών ή η πολυπολιτισμικότητα των κοινωνιών, τα οποία φυσικά έχουν καθαγιαστεί από την συγκεκριμένη ψευδοθρησκεία.
Το σχήμα αυτό προϋποθέτει από τις πολυεθνικές, τα Ιδρύματα για την Ανοιχτή Κοινωνία να επιδοτούν την περιφορά τοτεμικών συμβόλων, όπως η Αμάλ. Και άλλοι, όπως οι δικαιωματιστές του νεοφιλελευθερισμού, της αριστεράς ή των αντιεξουσιαστών, να τα υπερασπίζονται έναντι οποιασδήποτε απόπειρας συγκροτημένης, και ολικής κριτικής.
Εν τέλει η Αμάλ είναι μια κακή, ομολογουμένως, απόπειρα εκ μέρους ενός μηδενιστικού, ασφυκτικά ατομοκεντρικού συστήματος συστήματος, να πείσει ότι μπορεί ακόμα να έχει αξίες, να εμπνεύσει την κοινωνία, καθώς και να την κινητοποιήσει στη δική του κατεύθυνση.

ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ