Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΕΛΛΗΣ (1927 - 2015): ο Παιδαγωγός

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

«Δίνε δωρεάν τον χρόνο αν θες να σού μείνει λίγη αξιοπρέπεια», γράφει στο Σηματολόγιον ο Οδυσσέας Ελύτης. Άνθρωποι σαν τον μακαρίτη κυρ Γιάννη Κοντέλλη, σπάνια συναντά κανείς στο διάβα του. Δεν υπερβάλλω. Κυριολεκτώ! Αξιοπρέπεια κι ανθρωπιά ήταν τα χαρίσματα του κυρ Γιάννη, πλουσιοπάροχα από το Θεό σ’ αυτόν δοσμένα. Η ρήση τού Ελύτη ταιριάζει απόλυτα στον κυρ Γιάννη. Τα παρακάτω γραφόμενα δεν είναι μνημόσυνο προς την ταπεινή φιγούρα ενός σπάνιου ανθρώπου και δασκάλου. Είναι φόρος τιμής, ευγνωμοσύνη και προσευχή συνάμα. Φόρος τιμής και ευγνωμοσύνη, γιατί όσες φορές βρεθήκαμε από κοντά, στα τόσα που συζητούσαμε, εκείνο που πάντοτε ιδιαίτερα μού ετόνιζε ήταν η διάσωση της παράδοσής μας.


Η παράδοση, η παράδοση, η μεγαλύτερη πραμάτεια μέσα σ’ όλες τις άλλες, πραμάτεια που, ως τέλος του βίου του, πάσχισε και διέσωσε ο κυρ Γιάννης για τον τόπο του, το αγαπημένο του Ακράσι. Απόδειξη ετούτης της αγάπης, της έγνοιας και του πάθους του για την παράδοση, τα βιβλία του. Όσοι τα έχουμε στις βιβλιοθήκες μας και κάποιες φορές τα ανασύρουμε από τα ράφια για να τα διαβάσουμε, που «με καιρό και κόπο» - σολωμική ετούτη η αναφορά εντός εισαγωγικών, κι αυτή ταιριάζει στην προσωπογραφία του κυρ Γιάννη – τα έγραψε όχι για να αναγνωριστεί ως συγγραφέας και φιλόλογος, αλλά για να μοιράσει σ’ όσους τον εγνώριζαν την αγάπη του για τη γενέτειρά του.
Για εμάς του νεότερους δεν είναι δύσκολο να αποτιμήσουμε την προσφορά του στην εκπαίδευση. Ετούτα τα γραφόμενα, όπως παραπάνω ετόνισα, είναι και προσευχή για το δάσκαλο κυρ Γιάννη. Προσευχή να τον αναπαύει ο Θεός. Να τον αναπαύει και ως άνθρωπο και ως δάσκαλο. Δεν υπήρξα μαθητής του. Μαθήτριά του ήταν η σύζυγός μου. Κι όσες φορές τον αναθυμάται, δεν ξεχνά το χαμόγελό του μέσα στη σχολική τάξη. Δάσκαλος που χαμογελούσε κι αγάπαγε τους μαθητές του. Δάσκαλος ακέραιος άνθρωπος, εμπνευσμένος, μαχητής, με πλούσια καρδιά και φωτισμένο μυαλό. Η παιδαγωγική αγάπη –, αυτή η καθοριστική για κάθε δάσκαλο όπως έλεγε ο Πλάτωνας έννοια, η τόσο άγνωστη σήμερα σε αρκετούς εκπαιδευτικούς – στον κυρ Γιάννη έπαιρνε σάρκα και οστά. Για εμάς, τους σημερινούς δασκάλους, που βλέπουμε τα πράγματα γύρω από την εκπαίδευση με κάποια ιδιοτέλεια θα ‘λεγα - ασχολούμαστε δηλαδή μόνο με τις επαγγελματικές μας διεκδικήσεις – φωτισμένες μορφές όπως ο κυρ Γιάννης Κοντέλλης είναι οδοδείκτες.
Κι επειδή στην εκπαίδευση προχωράμε και κρινόμαστε από την πρακτική κι όχι από τη θεωρία, τη διδασκαλία μας δηλαδή, τι σόι δάσκαλοι είμαστε μέσα στις σχολικές τάξεις, ως οδοδείχτης ο κυρ Γιάννης, είμαι σίγουρος πως μπορεί να μας πάει μακριά, στα πρεπούμενα της Παιδείας: αγωγή και μόρφωση. Οι παλαιότεροι δάσκαλοι τα λογάριαζαν αυτά ως σπουδαία πράματα. Πήγαιναν τη διδασκαλία στη ζωή των μαθητών κι όχι τους μαθητές στη διδασκαλία. Πήγαιναν τα βιβλία στη ζωή των μαθητών κι όχι τη ζωή των μαθητών στα βιβλία. Μ’ άλλα λόγια έκαμαν τη διδασκαλία και τα βιβλία ζωή! Έδιναν αξία σ’ αυτό που έπρεπε να μαθαίνουν οι μαθητές τους, πώς να κάνουν το καλό και να αποφεύγουν το κακό. Όπως έκαμε κι ο Σωκράτης.
Σ’ ένα από τα βιβλία του, αφιερωμένο στο δάσκαλο Σίμο Γ. Ξενιτέλλη (Μυτιλήνη 1995), στην εισαγωγή του ο κυρ Γιάννης γράφει τα εξής εκπληκτικά: «είναι γνωστό ότι η πρόοδος των μικρών χωριών εξαρτάται από δύο παράγοντες: από το δάσκαλο και τον ιερέα. Αυτοί οι δύο αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία “οικοδομείται” η νέα γενιά. Είναι οι αφανείς εκείνοι “χτίστες”, που “χτίζουν και διαμορφώνουν ψυχές”». Σοφά λόγια!
Στερέψαμε, λένε πολλοί σήμερα, από καλούς δασκάλους. Δεν γνωρίζω αν έχουν δίκιο ή άδικο. Εκείνο που ακροτελεύτια εδώ επισημαίνω – με αφορμή τον σύντομο αυτό φόρο τιμής στον άνθρωπο και δάσκαλο κυρ Γιάννη Κοντέλλη – είναι το εξής: ο κυρ Γιάννης είχε έρωτα για την εκπαίδευση, αγαπούσε τους μαθητές, δεν έκανε… μάθημα, δίδασκε με το ήθος του μαθητές, γιατί εκτός από τη διδασκαλία έβλεπε το σχολειό και ως παιδαγωγία. Ψιλά γράμματα αυτά, για πολλούς.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Η ελληνική γλώσσα στη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και του Νεκτάριου Τέρπου

«Συχνά ο σημερινός αναγνώστης εντυπωσιάζεται απ’ όσα γράφουν ξένοι περιηγητές για τη γλωσσική κατάσταση του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας. Μερικοί ομιλούν για πλήρη αφανισμό της ελληνικής, όπως βέβαια την εννοούσαν αυτοί, που ήξεραν τα ελληνικά του σχολείου τους, τα ελληνικά των βιβλίων τους. Οι γραπτές λέξεις, χωρίς την προφορά, είναι σαν αποχυμωμένο παξιμάδι. Μοιραία, η αδυναμία των αρχαιομαθών ξένων να συνεννοηθούν με τους κατοίκους του ελληνικού χώρου – και μάλιστα, σε ερασμιακή προφορά – έκανε τούς ξένους να πιστεύουν πως οι ντόπιοι δε μιλούν ελληνικά. Δηλαδή, τα δικά τους ελληνικά. Και σ’ αυτό είχαν δίκιο. Βέβαια, η ελληνική, επειδή είναι δύσκολη και απαιτητική, έχει ανάγκη οργανωμένων σχολείων και πολυετούς φοίτησης για να διατηρηθεί τουλάχιστον σ’ ένα ευπρεπές επίπεδο. Δεν είναι γλώσσα χρήσης. Γι’ αυτό ηττήθηκε κατά τη συνάντησή της με ευκολομάθητες γλώσσες που δεν είχαν πλούσιο λεξιλόγιο και μεγάλες γραμματικές απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, στη Βαλκανική ηττήθηκε από την αλβανική, τη σλαβική και τη βλάχικη. Κι αν δεν υπήρχαν δυναμικοί κληρικοί, όπως ο Νεκτάριος Τέρπος και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, θα είχε εξαφανιστεί παντελώς από τις βόρειες περιοχές της χώρας μας. Ωστόσο, μπορεί να έσβησαν τα πνευματικά φώτα που δίνουν λάμψη στην εθνική φυσιογνωμία, αλλ’ ο εθνικός χαρακτήρας δεν χάθηκε».


ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ. (2021). Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Τούρκοι και Τουρκοκρατία, τ. Α΄. Αθήνα: Ψυχογιός, σ. 261.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Κάλβου και Σολωμού, ας ευχόμαστε να μας σκέπει πάντα ο ιερός ίσκιος τους

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Το βιβλίο που απόψε παρουσιάζουμε ανήκει στις επετειακές εκδόσεις, για τα 200χρονα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Πολλά εφέτος γίνονται γι’ αυτήν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021 σπείραμε και θα σπείρουμε ακόμη περισσότερα. Στο τέλος, όμως, δεν ξέρω τι θερίσουμε. Οι επέτειοι μνήμης κι όχι μόνο γιορτής, όπως ντε και καλά, με προκλητικό θα ‘λεγα τρόπο, μας συνηθίσανε να λέμε, οι της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», αξίζουν να γίνονται μόνον όταν έχουν λόγο πραγματικής και ουσιαστικής ύπαρξης. Η σημασία τους καθορίζεται από το μέγεθος των τιμώμενων γεγονότων και προσώπων και, βέβαια, από έναν ουσιώδη αναστοχασμό που αναφέρεται στη σχέση μας με αυτά. Εδώ, στα 200χρονα από το ’21, ο αναστοχασμός αξίζει όταν αναφέρεται στην ιστορική αυτοσυνειδησία μας, αν τελικά μάς έχει απομείνει κάτι από δαύτην. Για να το πω λίγο διαφορετικά, με απλά λόγια, σας καλώ να σκεφτούμε και να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: πότε οι εορταστικοί επέτειοι μπορεί να είναι άλλοτε «ουσιώδεις» κι άλλοτε «συμβατικές»; Δύσκολο ερώτημα. Αξίζει, όμως, να το κάνουμε συχνά στον εαυτό μας, με τους όρους που ανάφερα: «ουσιώδεις» και «συμβατικές» επέτειοι. Ουσιώδεις μπορεί να είναι μόνον όταν κινητοποιούν «εσωτερικές λειτουργίες», γίνονται δηλαδή αφορμή «προσωπικών» αλλά και συλλογικών «απολογισμών», με όλες εκείνες τις συνεπαγωγές που «μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε τι από τη σχέση μας με το αντικείμενό τους είναι ζωντανό ή θνησιμαίο». Απεναντίας συμβατικές είναι οι εορταστικοί επέτειοι, «όταν αποτελούν σύνολα εκδηλώσεων ρουτίνας, τιμητικές δραστηριότητες εξωτερικής χρήσεως, χωρίς να αναπροσδιορίζουν τη σχέση μας με το αντικείμενό τους»[1]. Πολύ φοβάμαι πως όσα εφέτος γίνονται για τα 200χρονα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ως επέτειος μόνο γιορτής κι όχι μνήμης όπως θα ‘πρεπε να είναι, σε μεγάλο ποσοστό ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που, επέτειος σαν την εφετινή, ουκ ολίγες φορές καταλήγει να γίνεται γραφική και να μετατρέπεται σε φιέστα. Κι όπως καίρια επισημαίνει ο Κώστας Ακρίβος, στο ωραίο βιβλίο του για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, σε ολόκληρη τη χώρα στήνονται προτομές ηρώων, γίνονται συνέδρια και ημερίδες, γράφονται και εκδίδονται βιβλία, ποιήματα και τραγούδια, δημιουργούνται επιτραπέζια παιχνίδια[2] κ.λπ., με αποτέλεσμα να μην έχουμε τη δυνατότητα να ξεχωρίσουμε τι τέλος πάντων σε μια επέτειο μνήμης είναι ουσιαστικό και τι συμβατικό. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ. Το ζήτημα έχει προκαλέσει πολλή συζήτηση. Άλλωστε η επέτειος δεν έχει τελειώσει ακόμη. Στο τέλος της χρονιάς, θα δούμε αν θα έχουμε τη δύναμη να πούμε πόσο μπορέσαμε να ξεφύγουμε από το «ζυγόν δουλείας» και το «θέλει αρετήν και τόλμην / η ελευθερία», κατά Ανδρέα Κάλβο, 200 χρόνια μετά… Ας το σκεφτούμε σοβαρά… εφέτος τα 200χρονα από το ’21, και το 2022, τα 100χρονα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ιστορικό γεγονός που, μέσα σε «φωτιά και αίμα», ολοκληρώθηκε η μεγάλη έξοδος του Ελληνισμού από την Ανατολή.
Επανέρχομαι στο βιβλίο που παρουσιάζουμε. Όπως παραπάνω ελέχθη πρόκειται για επετειακή έκδοση. Έκδοση, όμως, ουσιαστική. Γραμμένη από το χέρι ενός δασκάλου, που όταν πατούσε το δάπεδο της σχολικής τάξης, με παιδαγωγικό ζήλο δίδασκε και μυούσε τους μαθητές του στην ποίηση του Κάλβου και του Σολωμού. Διαβάζοντάς το ο αναγνώστης, ευθύς εξαρχής θα διαπιστώσει πως είναι γραμμένο ως «το λιβάνι της ευγνωμοσύνης και της περηφάνιας που θα κάψουμε στη μνήμη όλων εκείνων που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για να ‘χουμε εμείς σήμερα την ελευθερία μας και να απολαμβάνουμε τα αγαθά της». Και αυτό το λιβάνι «πρέπει να είναι αγνό, άφθονο και πέρα από κάθε άλλη σκοπιμότητα»[3]. Προσέξτε τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας: ευγνωμοσύνη, περηφάνια, μνήμη, αγώνας, θυσία, ελευθερία… λέξεις που βοηθούν τον αναγνώστη να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα, που ευθύς αμέσως παραθέτω: Γιατί Κάλβος και Σολωμός σήμερα[4]; Ποια σημασία μπορεί να έχουν ετούτοι οι δύο ποιητές όχι μόνο για τους ειδικούς γύρω από τη Λογοτεχνία – από πολλούς άλλωστε πολλά έχουν γραφτεί, αναφέρω ενδεικτικά: Κ. Θ. Δημαράς[5], Λίνος Πολίτης[6], Μάριο Βίττι[7], Στυλιανός Αλεξίου[8], Νάσος Βαγενάς[9], Γιώργος Βελουδής[10], Γιάννης Δάλλας[11]· προς το παρόν αφήνω στην άκρη τον Ζήσιμο Λορεντζάτο - θα τον αναφέρω παρακάτω - συγγραφέα και κριτικό της Λογοτεχνίας που, κατ’ εμέ, οι μελέτες του για το Σολωμό είναι οι σημαντικότερες[12] – κυρίως για εμάς τους κληρονόμους του έργου τους; Άραγε ποιος είναι ρόλος του Κάλβου και του Σολωμού στη διαμόρφωση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ταυτότητάς μας; Και προπαντός, πως σήμερα τους βλέπουμε, τους διαβάζουμε, τους διδάσκουμε; - αν τους διαβάζουμε και τους διδάσκουμε. Αξίζει, βέβαια, να θυμηθούμε πως και για τους δύο παλαιότερα υπήρξαν επετειακοί εορτασμοί: στα 1992, τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Κάλβου, στα 1998, τα 200 χρόνια από τη γέννησή του Σολωμού, και πριν δύο χρόνια, στα 2019, τα 150 χρόνια από το θάνατο του Κάλβου.
Απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δίνει ο κ. Αθανάσης στο βιβλίο του: «χωρίς το φόβο της παρερμηνείας»[13], Κάλβος και Σολωμός είναι «εθνικοί» ποιητές, τόσο σε ζητήματα γλώσσας, όσο και σε ζητήματα εθνικής αυτοσυνειδησίας. Τα βιογραφικά σχεδιάσματα που παραθέτει, συνοδευμένα με αποσπάσματα από το έργο τους, καθώς και η επιτυχημένη επιλεκτική αναφορά σε ποιήματά τους, συνοδευμένη με ευσύνοπτο σχολιασμό, έχω την αίσθηση πως καταδεικνύουν την αγωνία του συγγραφέα: όχι στην παρερμηνεία του ποιητικού τους έργου. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η αγωνία κριτικών όπως ο Ζήσιμος Λορεντζάτος: «το έθνος έπαιρνε σιγά σιγά συνείδηση ύστερα από νεκροφάνεια αιώνων. Και η στιγμή αντάμωσε τον Σολωμό. Ο Σολωμός μας έδειξε πώς να εκφραστούμε»[14] - «ήθελα μοναχά να λογαριάσομε πως εδώ στην Ελλάδα, από μια τόσο κιόλας περασμένη εποχή, ο Σολωμός και ο Κάλβος και αργότερα ο Καβάφης διάλεξαν μια μοίρα που θα είναι ακόμη για πολύ καιρό και δική μας μοίρα»[15]. Αγωνία που το νεοελληνικό κρατίδιο, εδώ και 200 χρόνια ελεύθερου βίου αδυνατεί να αφουγκραστεί. Στα 1953, σε μια επιστολή του προς προσωπικότητα του Αγγλικού Βασιλείου ο Λορεντζάτος ζητούσε τη μεταφορά των οστών του Κάλβου στη Ζάκυνθο, με επιγραφή απάνω στον τάφο: «ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΥΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ / ΜΟΝΟΝ ΟΤΑΝ ΚΟΙΜΩΜΕΘΑ / ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ». Η επιστολή τού επεστράφη πίσω. Και με την αγωνία του για τη μετακομιδή των οστών να είναι πάντα ζωντανή, ο Λορεντζάτος γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «ο Κάλβος από τη μοίρα του, λοιπόν, θα απομένει “εις ξένην γην”, τουλάχιστον ωσότου αλλάξει ο νόμος ή μεριμνήσει κάποιος επίσημος από τη μεριά του Ελληνικού Κράτους»[16]. Ευτυχώς λίγα χρόνια αργότερα, στα 1960, ο Κάλβος αναπαύεται στη μητρική του γη[17]. Το ίδιο αποκαλυπτική θα ‘λεγα είναι και η υπόμνηση του κ. Αθανάση. Στο σχολιασμό της Ωδής «Ο Φιλόπατρις» ο Κάλβος «δίκαια έχει λάβει την προσωνυμία “Κάλβος ο Φιλόπατρις”»[18].
Κάλβος και Σολωμός, αν και ποτέ δεν συναντήθηκαν, παρότι έζησαν την ίδια εποχή, είναι γεγονός ότι τους διακρίνει μια ξεχωριστή ευρωπαϊκή παιδεία. Ειδικότερα, ο Σολωμός φαίνεται πως παρακολούθησε «τα ευρωπαϊκά κινήματα ιδεών, μέσα όμως από την έμμονη έγνοια τους για τις ελληνικές προοπτικές». «Αυτόπτης μάρτυρας» της πορείας τής Εθνικής Παλιγγενεσίας, αναζήτησε «το νόημα κάτω από τα γεγονότα και συμβάντα, με απόλυτη συνείδηση»[19]· η ποίησή του υπηρετούσε τον εθνικό σκοπό, την κατάκτηση της ελευθερίας. Και οι δύο τους εξέφρασαν καίρια τη σχέση ιστορικής αυτοσυνειδησίας και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού. Ο Κάλβος παρά την αντισυμβατικότητα του χαρακτήρα του – ήταν ευαίσθητος και υπεροπτικός, στυγνός, περίεργος και απομονωμένος, ευερέθιστος, σκεπτικός και μοναχικός άνθρωπος, δεν γνωρίζουμε την προσωπογραφία του – είχε, γράφει ο κ. Αθανάσης, «επίγνωση ότι το ποιητικό του έργο είναι ένδοξο και σημαντικό». Η Αρετή αποτελούσε το «βασικό υπόστρωμα, την πεμπτουσία της ποίησής του»[20].
Το ίδιο εξάπαντος έπραξε και ο Σολωμός. Εξέφρασε καίρια τη σχέση ιστορικής και πολιτισμικής συνείδησης, την οποία αποτυπώνει στην αγωνία του μέσα στους στίχους από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις…». Με την αντίστοιχη, βέβαια, μαρτυρία που στην Γυναίκα της Ζάκυθος, λειτουργεί ως καταγγελία «αινιγματικά αλληγορική», «σχεδιασμένη σύγχρονα με την κορύφωση των τραγικών συμβάντων» που σηματοδότησαν τον Αγώνα του ’21, «με επίκεντρο τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου»[21].
Ο Κάλβος και ο Σολωμός, ταυτόχρονα είναι «εθνικοί, ευρωπαίοι και οικουμενικοί ποιητές»[22]. Έτσι οφείλουμε να τους διδάσκουμε στους μαθητές μας. Όμως, εδώ υπάρχει το εξής τραγικό πρόβλημα. Παρότι ο κ. Αθανάσης ελπίζει το βιβλίο του να «έβρισκε περισσότερη ανταπόκριση στους μαθητές των σχολείων μας»[23], φοβάμαι πως ετούτη η ελπίδα του θα διαψεύδεται όσο ο «υπερχειλίζοντας καταναλωτικός εγγραμματισμός»[24] (γλωσσικός, λογοτεχνικός, ιστορικός) θα βρίσκεται στο προσκήνιο του σημερινού άκρως χρησιμοθηρικού εκπαιδευτικού μας συστήματος. Όσοι πατάμε το δάπεδο της σχολικής τάξης, είναι σίγουρο πως ουκ ολίγες φορές αδυνατούμε να ξεχωρίσουμε αν έξω από τα τετριμμένα της ολοκλήρωσης της διδακτέας ύλης και της βαθμολογίας των τετραμήνων, υπάρχει κόσμος και ζωή, άνθρωποι και βιώματα, ποίηση και μυθιστορία. Εκτός της χρησιμοθηρικής εκπαίδευσης που ηγεμονεύει την εκπαίδευση των μαθητών μας, υπάρχει και μια άλλη παιδαγωγική, υπάρχει και μια άλλη διδακτική, εκείνη της ποιητικής μαγείας. Δεν συζητάμε με τους μαθητές μας για την ποίηση. Ούτε τους προσκαλούμε να διαβάσουν ποίηση – λογοτεχνία. Πώς, όμως, να διαβάσουν ποίηση όταν εμείς δεν διαβάζουμε ποίηση; Αναρωτιέμαι πολλές φορές πόσοι από εμάς έχουμε διαβάσει, έστω και μια φορά μια Ωδή του Κάλβου, έστω και μια φορά ολόκληρο τον Εθνικό Ύμνο;
Κάλβος και Σολωμός, τολμώ να πω, πως είναι η ραχοκοκαλιά της ποίησης του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Οφείλουμε στους μαθητές μας τη διδαχή τους. Γιατί πράγματι είναι Διδάχοι, όπως σοφά τιτλοφορεί το βιβλίο του ο κ. Αθανάσης. Αν δεν τους διδάξουμε, «φοβάμαι μήπως είμαστε οι τελευταίοι που μιλάμε ελληνικά», κατά Γιώργο Σεφέρη.
Κάλβου και Σολωμού, ας ευχόμαστε να μας σκέπει πάντα ο ιερός ίσκιος τους.

[1] ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ. (1998). «Το μυστήριο της “Φοινικιάς”», στο: Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία. Αθήνα: Στιγμή, σσ. 149-150.
[2] ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ. (2020). Πότε διάβολος πότε άγγελος. Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 226-227.
[3] ΣΤΡΑΤΗΣ Ν. ΑΘΑΝΑΣΗΣ. (2021). 200 χρόνια: Κάλβος – Σολωμός. Οι Διδάχοι. Μυτιλήνη, σ. 13.
[4] Ο κ. Αθανάσης χαρακτηρίζει το έργο τους: - «υποθήκη και υψηλονόητο παράδειγμα διδαχής στις μέλλουσες γενιές». Αυτόθι, σ. 14.
[5] Βλ. Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ. (2000). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας. Αθήνα: Γνώση, σσ. 286-316. Ο ΙΔΙΟΣ. (2000). Σύμμικτα, Α΄. Από την παιδεία στην λογοτεχνία, (φιλολογική επιμέλεια Αλέξης Πολίτης). Αθήνα: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, σσ. 115-120.
[6] Βλ. ΛΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. (1985). Γύρω από το Σολωμό. Μελέτες και Άρθρα (1938-1982). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Ο ΙΔΙΟΣ. (91998). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 138-156.
[7] Βλ. MARIO VITTI. (1987). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 179-194.
[8] Βλ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ. (1994). Σολωμικά. Αθήνα: Στιγμή.
[9] Βλ. ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ (επιμέλεια). (2006). Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου. Επιλογή κριτικών κειμένων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
[10] Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ. (1992). «Ο Επτανησιακός Εγελιανισμός» & «Ο Επτανησιακός, ο Αθηναϊκός και ο Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός», στο: Μονά – Ζυγά. Δέκα Νεοελληνικά Μελετήματα. Αθήνα: Γνώση, σσ. 79-123. Ο ΙΔΙΟΣ. (2000). Κριτικά στο Σολωμό. Κριτικά – Φιλολογικά – Ερμηνευτικά. Αθήνα: Δωδώνη.
[11] Βλ. ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ. (2009). Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής. Αθήνα: Νόηση. Ειδικότερα για τον Κάλβο βλ. Ο ΙΔΙΟΣ. (1994). Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου. Η πνευματική συγκρότηση και η τεχνική των Ωδών. Αθήνα: Συνέχεια.
[12] ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (1970). Ο «Διάλογος» του Σολωμού. Ένας απολογισμός. Αθήνα: Ίκαρος. Ο ΙΔΙΟΣ. (1974). Για το Σολωμό τη λύρα τη δίκαιη. Αθήνα: Ίκαρος. Συγκεντρωμένες τώρα στον πρώτο τόμο: Μελέτες, Αθήνα: Δόμος.
[13] ΣΤΡΑΤΗΣ Ν. ΑΘΑΝΑΣΗΣ. (2021). 200 χρόνια: Κάλβος – Σολωμός, σ. 16.
[14] ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (1994). «Δοκίμιο Ι. Το εκφράζεσθαι», στο: Μελέτες, τ. Α΄, Αθήνα: Δόμος, σ. 36.
[15] Αυτόθι, σ. 65.
[16] ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2009). Collectanea. Αθήνα: Δόμος, σσ. 71-73 [146 & 147].
[17] ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΜΕΤΗΣ. (2017). «Ιστορικό μετακομιδής οστών Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου του», στο: http://zakynthos-museumsolomos.gr/demetis-kalvos.html [τελευταία ανάκτηση 17 / 08 / 2021].
[18] ΣΤΡΑΤΗΣ Ν. ΑΘΑΝΑΣΗΣ. (2021). 200 χρόνια: Κάλβος – Σολωμός, σ. 33.
[19] ΜΑΡΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ (2016). Ο Αγώνας του ’21 και η υπονόμευσή του. Οι σύγχρονες μαρτυρίες και η κρίση του Σολωμού. Αθήνα: Άγρα, σ. 21.
[20] ΣΤΡΑΤΗΣ Ν. ΑΘΑΝΑΣΗΣ. (2021). 200 χρόνια: Κάλβος – Σολωμός, σ. 31.
[21] ΜΑΡΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ (2016). Ο Αγώνας του ’21 και η υπονόμευσή του, σ. 23.
[22] ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ. (2000). «Ο Σολωμός ποιητής εθνικός, ευρωπαίος, οικουμενικός», στο: Κριτικά στο Σολωμό. Κριτικά – Φιλολογικά – Ερμηνευτικά. Αθήνα: Δωδώνη, σσ. 244-248. Γι’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς πολύς λόγος έχει γίνει. Κύριο χαρακτηριστικό τους, κατά τον Γιώργο Βελουδή, είναι «το ιδεολόγημα “εθνικός ποιητής”», με το οποίο «συναρμολογήθηκε μια φαινομενική “εθνική” πολιτισμική - ιδεολογική κοινότητα – μια ιδεολογική μεταλειτούργηση, που δεν επιχειρήθηκε ή δεν κατορθώθηκε με κανένα ισάξιο του Σολωμού έλληνα ποιητή, λογοτέχνη και διανοούμενο, όπως λ.χ., το Ρήγα, τον Κοραή, τον Κάλβο ή – προπαντός! τον Καβάφη», βλ. «Επίλογος στο “Έτος Σολωμού”», Αυτόθι, σ. 251.
[23] ΣΤΡΑΤΗΣ Ν. ΑΘΑΝΑΣΗΣ. (2021). 200 χρόνια: Κάλβος – Σολωμός, σ. 17.
[24] Ο όρος – πετυχημένος - ανήκει στον ΑΝΤΩΝΗ Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟ. (2021). Η Ιστορία ως επιπτύχωση. Από την ιστοριογραφική βουλιμική σε μια υδροκεφαλική Διδακτική της Ιστορίας. Αθήνα: Γρηγόρη, σ. 9.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

200 χρόνια. Κάλβος - Σολωμός: Οι Διδάχοι

Γράφει ο ΤΖΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΕΛΛΗΣ

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι του βιβλίου.

Με πολύ μεγάλη χαρά αποδέχτηκα την εξόχως τιμητική πρόσκληση του κ. Στρατή Αθανάση να παρουσιάσω το νέο βιβλίο του (το τρίτο που επιδαψιλεύει στα ελληνικά γράμματα), και το οποίο επιγράφεται: 200 χρόνια. Κάλβος - Σολωμός: Οι Διδάχοι. Ο επικαιρικός χαρακτήρας αυτής της νέας συγγραφικής του κατάθεσης κάθε άλλο παρά τυχαίος μπορεί να θεωρηθεί. Ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 εύλογα σηματοδοτεί πλήθος δράσεων, εκδηλώσεων και εκδόσεων. Από τις τελευταίες δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και ο συγγραφέας του βιβλίου που σήμερα συστήνεται επίσημα στο Λεσβιακό -και όχι μόνο- αναγνωστικό κοινό. Ο λόγος απλός· σχεδόν αυτονόητος θα έλεγα. Ένας άνθρωπος που με τόση συνέπεια και σταθερότητα διακόνησε το εκπαιδευτικό λειτούργημα, από κάθε μετερίζι του -βραβευμένος μάλιστα για την προφορά του σε αυτό από το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της χώρας, την Ακαδημία Αθηνών- δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το προσκλητήριο των πνευματικών ανθρώπων που σηματοδοτεί, εντός και εκτός συνόρων, η 200ή επέτειος της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας.
Κι αν ίσως η υγειονομική συγκυρία δεν έχει επιτρέψει τη διοργάνωση ανοικτών, και πολυπληθών τιμητικών εκδηλώσεων, πάντα με την προσήκουσα σεμνή μεγαλοπρέπεια που επιβάλλει το μέγεθος του ιστορικού γεγονότος, τουλάχιστον είναι παρήγορο το γεγονός ότι θα αποθησαυριστούν σπουδαίες συγγραφικές εργασίες σαν και την παρούσα. Κτήματα ες αεί, κατά τη Θουκυδίδεια επιστημονική, ιστοριογραφική σύλληψη. Επίσης, η ένταξη της σημερινής μας βιβλιοφιλικής συνάντησης στο πλαίσιο της 1ης Έκθεσης Βιβλίου του Δήμου Μυτιλήνης «Στράτης Μυριβήλης» -και μάλιστα στο άνοιγμα της αυλαίας των σχετικών βιβλιοπαρουσιάσεων- αναδεικνύει και τονίζει εμφαντικά, έτι περαιτέρω, τη σπουδαιότητα του υπό παρουσίαση έργου.
Αν θα έπρεπε να εστιάσω σε μία μόνο παράμετρο ως βασικότερου προτερήματος -ας μού επιτραπεί ο προσωποποιημένος λόγος, τα βιβλία άλλωστε έχουν ψυχή- του έργου του κ. Αθανάση, θα απαντούσα, χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι αυτή είναι η ισορροπημένη, σχεδόν γεωμετρημένη προσέγγιση και μελέτη αυτών των δύο τεράστιων ποιητικών και εν γένει πνευματικών αναστημάτων. Τα πράγματα σε αυτές τις περιπτώσεις κάθε άλλο παρά απλά και αυτονόητα είναι, κυρίες και κύριοι. Αν ο δημιουργός δεν διαθέτει στέρεα γνωστική κατάρτιση, αλλά και κατακτημένη συγγραφική υποδομή, δεν είναι καθόλου δύσκολο να τον «καταπιεί» ένα τέτοιο εγχείρημα, οδηγώντας -στην καλύτερη των περιπτώσεων- σε μια συγκαταβατική, κυρίως για λόγους ευγένειας, αποδοχή ενός μέτριου τελικού αποτελέσματος.
Ο κ. Αθανάσης δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή. Αναμετρήθηκε με τους δύο Επτανήσιους γίγαντες των ελληνικών γραμμάτων και τους τιθάσευσε «ανώδυνα και ειρηνικά», όπως αναφέρεται και στην εκκλησιαστική γλώσσα που τόσο καλά γνωρίζει και εμμελώς υπηρετεί. «Συνομίλησε» με σεβασμό και με τους δυο. Τους γνώρισε καλά και από κοντά, μέσα από την επίμοχθη και μεθοδική ερευνητική του μελέτη, κατορθώνοντας να τους φέρει πιο κοντά και στους αναγνώστες του βιβλίου του. Και όχι μόνο αυτό. Αξιώθηκε να μετατρέψει σε κινητήριο δύναμη γνώσης, ιστορικού αναστοχασμού και εθνικής ενατένισης και οράματος το έργο τους. Θα ακουστεί κάπως παράδοξο, αλλά θα ήθελα να το πω όπως ακριβώς το ένιωθα, τόσο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, όσο και μετά την ολοκλήρωσή του, στη φάση της στοχευμένης επαναπροσέγγισης και μελέτης συγκεκριμένων χωρίων και στοιχείων του.
Για έναν αδιευκρίνιστο -ίσως πάλι και όχι- λόγο είχα διαρκώς στο μυαλό μου τον στίχο από ένα ρεμπέτικο τραγούδι του 1934, του Γιώργου Μπάτη: Κι ο θερμαστής στο στόκολο με δυο βουνά μαλώνει… Στόκολο λέγεται το διαμέρισμα του πλοίου όπου βρίσκονται οι ατμολέβητες, το λεβητοστάσιο. Η λέξη είναι της ναυτικής ορολογίας, δάνειο από τα αγγλικά (stokehold). Εμφανίζεται σε πολλά λογοτεχνικά έργα με ναυτικό θέμα –όπως στον Καραγάτση, και βέβαια σε γνωστά ποιήματα του Καββαδία, όπως η «Εσμεράλδα»: Ο παπαγάλος σου ‘στειλε στερνή φορά το γεια σου/κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής.
Αυτά, λοιπόν, τα «βουνά» ο κ. Στρατής Αθανάσης, όχι μόνο τα ανέβηκε, δρασκελίζοντας με βήματα σταθερά, και τα κατέκτησε, αλλά και τα μετέτρεψε σε αστείρευτη και αδαπάνητη προωθητική δύναμη του βιβλίου του (όπως ο θερμαστής τους λέβητες των παλιών καραβιών), στέλνοντάς το να πλεύσει, σαν καλοχτισμένο σκαρί, με ασφάλεια και σταθερή ρότα, στην όχι πάντα γαλήνια θάλασσα των ελληνικών γραμμάτων. Χωρίς να λογαριάζει ανέμους, ρεύματα, σκοπέλους και υφάλους, ακόμη και τους κάθε λογής καραδοκούντες «σαλταδόρους - πειρατές».
Επίσης, ας μη διαφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι οι πολυάριθμες προσεγγίσεις στη ζωή και το έργο, τόσο του Διονυσίου Σολωμού, όσο και του Ανδρέα Κάλβου, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη κάθε νέα απόπειρα να προστεθεί κάτι καινούργιο και πρωτότυπο στο υπάρχον, ευρύτατο βιβλιογραφικό corpus. Και αυτή, όμως, η κακοτοπιά ξεπερνιέται με όπλα την ενδελεχή έρευνα και μελέτη των κειμένων, την απλότητα και τον μεστό, εναργή και δροσερό λόγο. Πάνω απ’ όλα, όμως, με τη γεμάτη σεβασμό και αλήθεια, αφτιασίδωτη φιλοπατρία, που εμφορείται από «συγκίνηση και ψυχική ανάταση» -εδώ μεταφέρω επί λέξει τα λόγια του συγγραφέα- «που νιώθει κανείς με την ανάγνωση των δημιουργημάτων των δύο αυτών πολύ σπουδαίων ποιητών, του Κάλβου και του Σολωμού».
Όλα αυτά θα είχαν πολύ μικρότερη βαρύτητα και σημασία αν στερούνταν ισορροπίας και εξαιρετικά προσεκτικής επιλογής όσων θα προκύψουν μέσα από την κρησάρα του συγγραφέα αποκτώντας, τελικά, έντυπη ζωή. Μια αρχιτεκτονική επινόηση που οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να είναι αντίστοιχη με αυτήν της συγγραφικής τεχνικής των δύο Διδάχων.
Φυσικά, ο κ. Αθανάσης δεν επιχειρεί να φιλοτεχνήσει μια «αγιογραφία» των υπό εξέταση ποιητών. Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα αντιστρατευόταν και τελικά θα υπονόμευε την επιστημονική πληρότητα και επάρκεια του πονήματός του. Στον αντίποδα, με χειρουργική ακρίβεια και αδιαπραγμάτευτη δικαιοσύνη, χωρίς συμψηφισμούς, με όπλο τη βαθιά ιστορική γνώση και την αξιοποίηση της σχέσης αιτίου και αιτιατού, ερμηνεύει πτυχές τόσο του Καλβικού, όσο και του Σολωμικού έργου, με τις τόσες θεμελιώδεις διαφορές, αλλά και με το αδιαπραγμάτευτα πνευματικά υψηλό τελικό αποτέλεσμα. Ένα απλό και πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα εντοπίζουμε στη σελ. 32., αναφορικά με τον τρόπο που επεξεργάζονταν και έδιναν την τελική μορφή στο ποιητικό τους υλικό οι δύο Επτανήσιοι δημιουργοί: «Ο Κάλβος, είναι περισσότερο παθιασμένος για την ελευθερία, από τον Σολωμό. Διακατέχεται από έναν χείμαρρο ενθουσιασμού και για αυτό η ποίησή του είναι ορμητική και συναρπαστική. Γι’ αυτό ίσως και η ποίησή του να έχει και μερικές ανισότητες. Δίπλα σε αριστουργηματικούς στίχους βρίσκουμε και μερικούς, οι οποίοι δεν είναι αντάξιοι του ποιητικού μεγέθους του. Αυτό όμως φαίνεται ότι δεν τον ενδιέφερε. Κι ενώ ο Σολωμός, όπως ξέρουμε επεξεργαζόταν στους στίχους του (βλέπε τα σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων), ο Κάλβος βιαζόταν να παραδώσει τις ωδές του γιατί έτσι ένιωθε».
Ο Στρατής Αθανάσης δεν αφήνει να διαφανεί, ούτε κατ’ ελάχιστον, η προσωπική προτίμηση –απολύτως κατανοητή και ανθρώπινη. Αν δεν είχε υπάρξει, μάλιστα, η συγκεκριμένη αναφορά σε κατ’ ιδίαν συζήτηση, θα ήταν αδύνατο να το αντιληφθώ, όπως άλλωστε ακόμη και ο πιο σχολαστικός και εμβριθής αναγνώστης να υποπτευθεί με ποιον από τους δύο βρίσκεται πιο κοντά σε επίπεδο ιδεών, αλλά και ποιητικής γραφής και τεχνικής. Κι αυτή είναι μια μείζονος σημασίας επιτυχημένη πτυχή της μεθοδολογίας που αξιοποιήθηκε, αλλά και του τελικού αποτελέσματος που προέκυψε.
Η επιλογή να μην παρουσιαστούν τόσο το Καλβικό όσο και το Σολωμικό έργο με την ευκολία της γραμματολογικής ή της ευθύγραμμης χρονικής τους σειράς πιστώνεται στη συνολική ποιότητα του πονήματος. Σε ό,τι αφορά τον Κάλβο, για παράδειγμα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πρόκριση της θεματικής-ιδεολογικής ομαδοποίησης των Ωδών (πατρίδα, θάλασσα, αγώνας και θυσία για την ελευθερία), αντλημένων κατά περίπτωση από τη Λύρα και τα Λυρικά. Στον Σολωμό, αντίστοιχα, αναδεικνύονται μαεστρικά ο ανεξάντλητος πόθος για ελευθερία και τη γλώσσα (μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;), αλλά και η μεγαλοσύνη της ημιτελούς τελειότητας των εκτεταμένων ποιητικών του συνθέσεων (Ο Σολωμός τα έργα του τα έγραφε, αλλά ποτέ του δεν τα έγραψε, όπως επισημαίνει και ο Κώστας Βάρναλης).
Μια ακόμη αξιοσημείωτη, θετική πτυχή του βιβλίου, που δεν μπορεί να ξεφύγει από την πρώτη κιόλας επαφή ενός προσεκτικού αναγνώστη μαζί του, είναι ο εκπαιδευτικά χρηστικός και διδακτικός του χαρακτήρας. Θα ήταν εξόχως βοηθητικό αν το πόνημα του κ. Αθανάση συνόδευε τα σχολικά εγχειρίδια διδασκαλίας της λογοτεχνίας, ειδικά ενόψει της θρυλούμενης και πολλά υποσχόμενης εισαγωγής και εφαρμογής του πολλαπλού βιβλίου στο ελληνικό σχολειό, έστω και με διαφορά φάσης, όπως πολλές ακόμη τεχνικές και μέθοδοι. Η ερμηνευτική προσέγγιση και ο σχολιασμός των αποσπασμάτων από τα έργα των κορυφαίων Επτανησίων λογοτεχνών που επιχειρείται μπορεί να ενσωματωθεί και να λειτουργήσει στη διδακτική πράξη ως μια επιστημονικά τεκμηριωμένη, αλλά και με ενάργεια διατυπωμένη θεώρηση. Κι όλα αυτά ως καρπός συστηματικής δουλειάς ενός ανθρώπου, που με δεδομένη τη μακρά εμπειρία τάξης και συμβουλευτικής ξέρει τι και πώς πρέπει να πει. Πώς να απευθυνθεί σε δασκάλους και μαθητές και πώς να προσφέρει απλόχερα και στους δύο σημαντικό και πρωτότυπο υλικό, απαραίτητο για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και χρονικά ελεγχόμενου σχεδίου μαθήματος.
Η προσεκτικά δομημένη σύνθεση του ερμηνευτικού σχολιασμού των αποσπασμάτων που επιλέγονται από τον συγγραφέα επιτρέπουν στον αναγνώστη να παρακολουθήσει με ευκολία την ιστορική τους ένταξη και σύνδεση με συγκεκριμένα γεγονότα. Παράλληλα, αναδεικνύεται το ιδεολογικό υπόβαθρο του καθενός. Γεγονός κάθε άλλο παρά τυχαίο, αφού απορρέει από την πλατιά γνώση και αξιοποίηση της σχετικής βιβλιογραφίας, σε συνδυασμό με την εύστοχη και ακριβή προσωπική οπτική.
Οι παράμετροι αυτές γίνονται ακόμη πιο σημαντικές -απαραίτητες θα έλεγα- ειδικά σε μια ανησυχητικά παρατεταμένη χρονική περίοδο απαξίωσης των ανθρωπιστικών μαθημάτων, εξοβελισμού και ποιοτικής υποβάθμισης του μαθήματος της νεοελληνικής λογοτεχνίας απ’ το ελληνικό σχολειό, σε όλες τις βαθμίδες του. Παρά τις μεγαλόστομες υπουργικές εξαγγελίες περί καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας και της κριτικής σκέψης, η διδασκαλία της νεοελληνικής γραμματείας ασφυκτιά καταδικασμένη, αρχικά στην επιφανειακότητα του Δημοτικού και του Γυμνασίου και στη συνέχεια εγκλωβισμένη στον βαθμοθηρικό και εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα των Πανελλαδικών Εξετάσεων.
Ειδικά στην περίπτωση του Κάλβου (ο Σολωμός κάπως… «διασώζεται» ως εθνικός ποιητής), η άγνοια της συντριπτικής πλειονότητας των μαθητών είναι, δυστυχώς, πολύ μεγάλη. Σε τέτοιο βαθμό που -αν δεν τον αγνοούν παντελώς- να αδυνατούν να τον κατατάξουν χρονολογικά και κατ’ επέκταση να τον συνδέσουν με τα ιστορικά γεγονότα της Επανάστασης, αλλά και την απόλυτη στράτευσή του στον αγώνα της Ελευθερίας. Συνεπώς, μια πρώτη αδρομερής, αλλά και λεπτομερέστερη -σε δεύτερο επίπεδο- επαφή με το έργο του μπορεί άνετα να υλοποιηθεί μέσα από το εν λόγω βιβλίο, με το συγκριτικό πλεονέκτημα της αποδέσμευσης από τα τυποποιημένα και συνήθως δύσπεπτα και απεραντολογούντα βοηθήματα.
Στο ίδιο μήκος κύματος και τα εξαιρετικά βιοεργογραφικά σημειώματα. Παρατίθενται, εμπλουτισμένα με πολύ προσεκτικά επιλεγμένες σχετικές κειμενικές αναφορές, συνιστώντας μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για κάθε ενδιαφερόμενο να γνωριστεί με τη ζωή και το έργο των δύο τόσο διαφορετικών, αλλά και τόσο σπουδαίων εκπροσώπων της Επτανησιακής Σχολής. Ειδικά σε επίπεδο διδακτικής πράξης, ο ευσύνοπτος και ουσιαστικός χαρακτήρας τους κάλλιστα μπορεί να αποτελέσει μια ισχυρή βάση για περαιτέρω αναλυτική προσέγγιση και ερμηνευτικό σχολιασμό, ανάλογα πάντα με τον διαθέσιμο χρόνο και το επίπεδο της τάξης. Μάλιστα, σε ουκ ολίγα σημεία η ανάγνωση του βιβλίου αποκτά χαρακτηριστικά σφιχτοδεμένης μυθιστορηματικής αφήγησης, με ισχυρή ποιητική επιφάνεια και εύκολα ανιχνεύσιμο ιστορικό υπόβαθρο. Και μήπως δεν ήταν μυθιστορηματική η ζωή των δύο ποιητών, αν αναλογιστούμε τον χωροχρόνο μέσα στον οποίο έζησαν και δημιούργησαν;
Σε άλλες, εκπαιδευτικά πιο προηγμένες χώρες βιβλία σαν κι αυτό για το οποίο μιλάμε σήμερα θα είχαν περίοπτη θέση σε καλά οργανωμένες και λειτουργικά συνδεδεμένες με το καθημερινό μάθημα βιβλιοθήκες· παραδοσιακές και ψηφιακές. Στη χώρα μας δυστυχώς εξακολουθούμε να συζητάμε για τα αυτονόητα… Ας ελπίσουμε ότι τουλάχιστον η τοπική αυτοδιοίκηση του νησιού μας θα αναλάβει να χορηγήσει επαρκή αριθμό αντιτύπων του συγκεκριμένου βιβλίου σε όλα τα σχολειά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που λειτουργούν εντός των ορίων του.
Στο σημείο αυτό, κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, και φτάνοντας στην ολοκλήρωση της τοποθέτησής μου, θα ήθελα να μού επιτρέψετε μια προσωπική κατάθεση που σχετίζεται με την επισήμανση που μόλις διατύπωσα. Όταν μού ζητείται κάποια βιβλιοπαρουσίαση, συνηθίζω να μη διαβάζω -αρχικά- τα προλογικά και εισαγωγικά σημειώματα, ούτε ακόμη και τα σύντομα ενημερωτικά κείμενα των οπισθόφυλλων. Ο λόγος προφανής. Να μελετήσω προσεκτικά το κεντρικό κειμενικό σώμα και -όσο το δυνατόν πιο ανεπηρέαστος- να διαμορφώσω προσωπική άποψη για το περιεχόμενό του, καθώς και για άλλα επιμέρους γλωσσικά, δομικά, τεχνικά, ακόμη και αισθητικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε βιβλίου.
Στην περίπτωση μας, όταν ήρθε η στιγμή να διαβάσω τον πρόλογο, στάθηκα στις τελευταίες σειρές του και στην απολύτως εύλογη επιθυμία-προσδοκία του συγγραφέα: «Θα ήταν χαρά μου, αν έβρισκε το βιβλίο περισσότερη ανταπόκριση στους μαθητές των σχολείων μας» ένιωσα απόλυτη ταύτιση με την άποψη αυτή. Με μία μικρή προσθήκη -ας μού επιτραπεί- αγαπητέ κ. Αθανάση, εκλεκτέ φίλε Στρατή, αντί οποιουδήποτε άλλου επιλόγου: Περισσότερη ανταπόκριση και στους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων…
Με την προσδοκία να μην αργήσει η στιγμή που θα παρουσιάσουμε την επόμενη δουλειά σου εύχομαι από καρδιάς Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο σου!
Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας!

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

«Η αποϊεροποίηση της φύσεως»

«Αν ο Θεός δεν είναι παρών σ’ ένα κόκκο άμμου τότε δεν είναι παρών ούτε στον ίδιο τον ουρανό»· Philip Sherrard, Ο βιασμός του ανθρώπου και της φύσεως.


«Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ένα δέντρο, ένα βουνό, ένα πρόσωπο, ένα ζώο ή ένα πουλί είναι αντανάκλαση της ιδέας μας για το ποιοί νομίζουμε ότι είμαστε»· Philip Sherrard, Θάνατος και ανάσταση της ιερής κοσμολογίας.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Με αφορμή τη γιορτή των Αγίων Επτά Παίδων εν Εφέσω· (την 4η του μηνός Αυγούστου)

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Θα ήθελα να ήμουν ένας από τους Επτά Κοιμωμένους της Εφέσου. Οι χριστιανοί αυτοί αδελφοί, κατά τη διάρκεια του διωγμού του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251) είχαν φυλακιστεί σε μια σπηλιά, της οποίας εν συνεχεία χτίστηκε το στόμιο. Στις αρχές του 5ου αιώνα, κατά τη βασιλεία ενός εκ των διαδόχων του Δεκίου, του Θεοδοσίου Β΄(408-450), ξύπνησαν για να διαφωτίσουν τον εν λόγω χριστιανό μονάρχη επί ενός σημείου του δόγματος που αφορούσε την έγερση των νεκρών. Φανταστείτε την έκπληξή τους όταν, μπαίνοντας στην πόλη, είδαν το Σταυρό τοποθετημένο πάνω από την κύρια πύλη, άκουσαν ανθρώπους να ορκίζονται ελεύθερα στο όνομα του Χριστού, είδαν να έχει χτιστεί μια εκκλησία, τον χριστιανικό κλήρο να ασχολείται με την επισκευή των τειχών της πόλης, και αντιλήφθηκαν ότι τα ασημένια νομίσματα των παγανιστών αυτοκρατόρων εξέπλησσαν τους ανθρώπους στην αγορά»[1]. Έτσι αρχίζει το βιβλίο του ο Peter Brown για την Ύστερη Αρχαιότητα, όρο που ο ίδιος καθιέρωσε, μελετώντας τον θρησκευτικό πολιτισμό της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[2], μιας εποχής που αργά και σταθερά σηματοδότησε το τέλος του παγανιστικού κοσμοειδώλου της. 
Από 1ο π.Χ., αιώνα μέχρι και τα μέσα του 4ου μ.Χ., στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, με κέντρο τη Ρώμη, κυρίαρχος υπήρξε ο ρόλος της ρωμαϊκής θρησκευτικότητας[3], η οποία σε αντίθεση με τη χριστιανική που ήταν υπό απηνή διωγμό, συντηρούνταν χάρη στον κρατικό μηχανισμό. Σύμφωνα με τον Brown, οι πολλαπλές θρησκευτικές αλλαγές που συνέβησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας, «μπορούν να θεωρηθούν ανακατανομή και επανορχήστρωση συστατικών που επί αιώνες προϋπήρχαν στον μεσογειακό χώρο». Για τον εκκλησιαστικό ιστορικό που μελετά αυτήν την περίοδο, η παραπάνω άποψη είναι εξαιρετικά σημαντική, στη θεώρηση τόσο της παγανιστικής[4] όσο και της χριστιανικής μορφής της -ιδιαίτερα της χριστιανικής- όπου ο άνθρωπος αντιμετώπιζε το υπερφυσικό ως ένα σύνολο δοξασιών μέσω των οποίων εκδηλωνόταν η «θεία δύναμη»[5]
Ο Χριστιανισμός έκαμε την εμφάνισή του εντός του γεωγραφικού χώρου της Παλαιστίνης, ταχύτατα όμως ήρθε σε επαφή και με τον κόσμο των εθνικών, γεγονός που δείχνει την προσπάθεια των πρώτων ευσεβών χριστιανών να ξεχωρίζουν την ορθή πίστη από τις ποικίλες αιρέσεις. Υπ’ αυτήν την έννοια η σημερινή έρευνα κατατείνει στην άποψη ότι, στην πρώιμη φάση της η χριστιανική πίστη ήταν ένα «εξελισσόμενο προϊόν της ιστορίας». Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το γεγονός ότι, καθώς ο Χριστιανισμός «αναπτυσσόταν και προόδευε, είχε διαρκώς να αντιμετωπίσει νέες καταστάσεις και προβλήματα». Κορύφωμα αυτών προβλημάτων ήταν ο 3ος αιώνας, αιώνας συγκρούσεων και σχισμάτων «γύρω από την αντιμετώπιση εκείνων που είχαν λιποψυχήσει σε καιρούς διωγμών»[6]
Στον τρόπο που η χριστιανική πίστη αντιμετωπίστηκε από τους εθνικούς, ζήτημα ευρύ και ιδιαίτερα πολύπλοκο, κυρίαρχα θέματα της μεταξύ τους φιλονικίας δεν ήσαν μόνο τα δογματικά αλλά και οι αντιλήψεις για το θείο, με αποτέλεσμα ανάμεσα σε χριστιανούς και εθνικούς να δημιουργηθεί μια «ψυχολογική διαχωριστική γραμμή». Η διαμάχη εμφανίστηκε σε πολλά κοινωνικά και πνευματικά επίπεδα, με ανθρώπους ιδιαίτερα μορφωμένους και καλλιεργημένους, όπως ο Ωριγένης από τη μερίδα των χριστιανών, ο Πορφύριος και ο Κέλσος από τη μερίδα των εθνικών. Σύμφωνα με τον E. R. Dodds, η σχέση χριστιανών και εθνικών πέρασε από τρεις καθοριστικές φάσεις. Στην πρώτη (2ος αιώνας), καμιά μερίδα, ούτε η παγανιστική ούτε η χριστιανική είχαν διαμορφωθεί ως ένα «κλειστό και ομοιογενές σύστημα». Από την πλευρά των εθνικών η ελληνική φιλοσοφία αναζητούσε τη σύνθεση. Την ολοκλήρωσε έναν αιώνα αργότερα ο Πλωτίνος. Από την πλευρά των χριστιανών «η ορθοδοξία δεν χωριζόταν από την αίρεση με σαφή όρια· ήταν εύκολο να γλιστρήσει κάποιος από τη μια στην άλλη, όπως ο Τάκιτος που προσχώρησε από την ορθοδοξία στον βολεντινιανισμό και ο Τερτυλλιανός που πέρασε στο μοντανισμό». Εδώ, σημαντική υπήρξε η συνεισφορά των Απολογητών Πατέρων προς τους μορφωμένους εθνικούς και το άνοιγμα που έκαμαν προς αυτούς, ώστε να γνωρίσουν τη χριστιανική πίστη. Η δεύτερη φάση εκτείνεται από τις αρχές του 3ου αιώνα και φτάνει μέχρι το διωγμό του Δεκίου το 249. Σ’ αυτή κυριαρχεί ο Ωριγένης και το έργο του Κατά Κέλσου. Για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία η περίοδος αυτή ορθά χαρακτηρίστηκε ως εποχή ανασφάλειας και αθλιότητας, ενώ για τον Χριστιανισμό ως εποχή κάποιας ελευθερίας από το καθεστώς των διωγμών και, βέβαια, εποχή κάποιας αριθμητικής ανάπτυξης και εξέλιξης[7]. Αντίθετα η τρίτη φάση ήταν πολύ διαφορετική. Αρχίζει με το Δέκιο[8] και τελειώνει με το μεγάλο διωγμό του Διοκλητιανού το 311[9]. Ο Δέκιος, φανατικός διώκτης των χριστιανών, πίστευε ότι για την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κύρια ευθύνη έφερε η νέα πίστη του Χριστιανισμού. Ο διωγμός των χριστιανών επί Διοκλητιανού εξαπλώθηκε σ’ όλη την αυτοκρατορία, από τις πόλεις της Αρμενίας και Μεσοποταμίας μέχρι τη Λισσαβώνα και από την Αραβία, την Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική μέχρι τα βρετανικά νησιά. Σ’ αυτήν την περίοδο ο Πορφύριος, γύρω στα 270, γράφει το επιθετικότατο βιβλίο του Κατά Χριστιανών και ο Ιεροκλής την πραγματεία με τίτλο Οι εραστές της αλήθειας, όπου εκθειάζεται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ως αντίπαλος του Χριστού. Υπ' αυτές τις συνθήκες ξεκίνησαν οι σκληροί διωγμοί κατά των χριστιανών χωρίς, όμως, να κλονίσουν το σκληρό πυρήνα της νέας πίστης[10]. Η εξάπλωση και εδραίωση του Χριστιανισμού μέσα από αιματηρά μαρτύρια των πρώτων χριστιανών, για ένα διάστημα αρκετά μεγάλο –αυτό καλύπτει περίπου δυόμιση περίπου αιώνων (μέσα 1ου αιώνα – Διάταγμα Μεδιολάνων 313)[11]– δεν ήταν μια αναπότρεπτη και σταδιακή διαδικασία. Θωρείται «αναπάντεχη» και «εντυπωσιακή» η εξάπλωση της Χριστιανικής Εκκλησίας γιατί έγινε υπολογίσιμη δύναμη, κυρίως στις πόλεις της Μεσογείου. Ετούτο έγινε γιατί ο Χριστιανισμός διέφερε ριζικά από τις άλλες ανατολικές λατρείας, μυστηριακού κυρίως χαρακτήρα. Παρόλο που αυτές παρείχαν ειδικές διδασκαλίες για τη σωτηρία των πιστών τους, ποτέ δεν ωφελήθηκαν από τους διωγμούς των χριστιανών, κυρίως σ’ ό,τι αφορά την προσχώρηση πιστών. Η μεγαλύτερη πρόοδος που σημείωσαν οι χριστιανοί ήταν σε περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, θρησκευτικά ρευστές· σε αντίθεση με τις πόλεις της Μ. Ασίας, όπου το χριστιανικό στοιχείο σχεδόν παρέμεινε ανέγγιχτο[12]
Δεν χωρά αμφιβολία πως η θρησκευτική ιστορία της περιόδου των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων, όπως αυτή καταγράφεται στις πηγές, η σύγκρουση παγανισμού και Χριστιανισμού ταυτόχρονα εκδηλωνόταν στο εσωτερικό και των δύο. Γνωρίζουμε ότι, περί τα μέσα του 2ου μ.Χ., αιώνα στο στρατόπεδο των παγανιστών δύο «προφήτες» ο Αλέξανδρος ο «Ψευδομάντης» και ο Μοντανός ο «Ψευδοπροφήτης», προσπάθησαν να καταδείξουν τι ήταν αυτό που έλειπε από το θρησκευτικό περιβάλλον της εποχής τους. Ο Δημήτρης Κυρτάτας υποστηρίζει πως, ενώ ο «κόσμος της αρχαιότητας εισερχόταν στην τελική του φάση, αυτήν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ύστερη, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που επιθυμούσαν να δουν ένα θεό να γεννιέται ή ένα θεό να κατεβαίνει στη γη, όπως ακριβώς είχαν δει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, οι πρόγονοί τους». Στο αντίπαλο στρατόπεδο, του Χριστιανισμού, η «εσωτερική κρίση» ήταν πιο ορατή. Ενώ ο Μοντανός με τις προφητείες γοήτευε το ποίμνιό του, τα μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων, χάρη στο απαράμιλλο σθένος των ηγετών τους, ανήκαν σε «καλά οργανωμένες θρησκευτικές ομάδες της αυτοκρατορίας. Διέθεταν ένα συγκροτημένο ιερατείο με ισχυρούς επισκόπους σε κάθε πόλη, και ένα δίκτυο επαφών που επεκτεινόταν σε ολόκληρη της Μεσόγειο». Κι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαν «ένα σαφώς προσδιορισμένο και κλειστό κανόνα ιερών γραφών»[13]. Η εξέγερση που ακολούθησε εναντίον των μοντανιστών από τους ηγέτες των χριστιανών, έγινε όχι γιατί είχε τεθεί σε αμφισβήτηση η διδασκαλία της Χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά η δομή και η οργάνωσή της. 

[1] PETΕΡ ΒΡΟWΝ. (2001). Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, μτφρ. Θεοδόσης Νικολαΐδης. Αθήνα: Εστία, σ. 21. 
[2] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (2003). Κατακτώντας την Αρχαιότητα. Ιστοριογραφικές διαδρομές. Αθήνα: Πόλις, σσ. 189-202. 
[3] M. L. CLARKE. (2004). Το ρωμαϊκό πνεύμα. Ιστορία της ρωμαϊκής σκέψης από τον Κικέρωνα ως τον Μάρκο Αυρήλιο, μτφρ. Πολυξένη Δημητριάδου – Λεωνίδας Τρομάρας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σσ. 139-154. PETER GARNSEY & RICHARD SALLER. (1999). Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός, μτφρ. Β. Αναστασιάδης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 227-246. 
[4] Η νεότερη ιστορική έρευνα θεωρεί πως η χρήση του όρου παγανισμός, σ’ ό,τι αφορά τη θρησκευτικότητα της Ύστερης Αρχαιότητας δεν είναι δόκιμη. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται είναι δύο. Πρώτον, ο παγανισμός εάν δεν ήταν τόσο θρησκεία με όλες τις πρακτικές που συνθέτουν ένα θρησκευτικό φαινόμενο, τότε υπάρχει ο κίνδυνος θεώρησής του ως μιας παραπλανητικής και μονολιθικής εικόνας της ειδωλολατρίας. Και δεύτερον, επειδή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους ίδιους τους χριστιανούς, η λατινική λέξη paganus, που σημαίνει χωρικός και πολίτης, ενίσχυσε την αντίληψη γιατί η ειδωλολατρία ήταν ιδιαιτέρως ισχυρή στην ύπαιθρο, σε αντίθεση με τις πόλεις όπου ο Χριστιανισμός είχε μεγαλύτερη απήχηση. Ως εναλλακτικός όρος προτείνεται ο πολυθεϊσμός, όρος που καλύπτει τις παραπάνω ενστάσεις. Βλ. Α. ΝΤΑΓΚ ΛΗ. (2000). Παγανιστές και Χριστιανοί στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα ανθολόγιο πηγών, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου. Αθήνα: Ενάλιος, σσ. 47-48. 
[5] PETΕΡ ΒΡΟWΝ. (2001). Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, σσ. 29 κ.ε. 
[6] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (1992). Επίκρισις. Η κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα, Αθήνα: Εστία, σσ. 159-160. 
[7] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κόμμοδου (180-192), ενός κακού αυτοκράτορα, του οποίου η στάση έναντι των χριστιανών εικάζεται ότι ήταν εξαιρετικά ήπια. Σ’ αυτό τον επηρέαζε η ευνοούμενη παλλακίδα Μαρκία που ήταν χριστιανή. Την πληροφορία διασώζει ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του.  Βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (1999). «Η παλλακίδα, η τροφός και η βασιλομήτωρ», στο: Απόκρυφες ιστορίες. Μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων χριστιανών. Αθήνα: Άγρα, σσ.129-138. 
[8] Σημαντικά είναι εδώ όσα γράφει ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΛΑΒΙΝΑΣ. (1992). Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην προκωνσταντίνεια εποχή. Κατερίνη: Τέρτιος, σσ. 161-181. 
[9] Αυτόθι, σσ. 213-234. 
[10] Και τις τρείς φάσεις αναλύει ο E. R. Dodds. (1995). Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, μτφρ. Κώστας Αντύπας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σσ. 161-211. Για τη νεωτερική προσέγγιση στο χριστιανικό φαινόμενο που κάμει ο Dodds αξίζει κανείς να λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ι. ΖΙΑΚΑ. (2005). Αυτοείδωλον εγενόμην… Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας. Ειδική εισαγωγή. Αθήνα: Αρμός, σσ. 120 κ.ε. Για την περίοδο των διωγμών σημαντικό είναι και το βιβλίο του C. E. M. DE STE. CROIX. (2005). Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, μτφρ. Ιωάννα Κράλλη, επιλογή κειμένων – επιμέλεια – πρόλογος Δημήτρης Ι. Κυρτάτα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Μολονότι το εν λόγω βιβλίο σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της δουλείας δέχθηκε σφοδρότατες επικρίσεις, πιστεύω πως παραμένει έργο αναφοράς. Θεώρησή του βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ. (2003). Κατακτώντας την Αρχαιότητα, σσ. 169-187. 
[11] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ. (2008). Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η πρώτη χιλιετία, τ. Α΄. Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 53-56. 
[12] PETER BROWN. (1998). Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 71. 
[13] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ, (επιμέλεια). (2001). Λουκιανός: Αλέξανδρος ή ο Ψευδομάντης. Μοντανός ο Ψευδοπροφήτης, εισαγωγή Δ. Ι. Κυρτάτας – P. E. Dauzat. Αθήνα: Άγρα, σσ. 39-40.