Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ [*]
Στη μνήμη του παπα-Στρατή Δήμου.
«Θα ήθελα ωστόσο να προσθέσω εδώ, μια και ο λόγος είναι για τη θρησκεία, πως πέρα από τα παραπάνω παραδοσιακά πολιτικά και θεσμικά αντίδοτα στον φανατισμό και στη μισαλλοδοξία, για τους ανθρώπους ακριβώς της θρησκείας, υπάρχει ακόμη ένα: ο Θεός, ο οποίος και για τις τρεις θρησκείες του βιβλίου είναι, - [σημ. εννοεί το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Ζαν Ντανιέλ. (1998). Ο Θεός είναι φανατικός; Δοκίμιο για τη θρησκευτική ανικανότητα του πιστεύειν, μτφρ. Ανδρέας Πανταζόπουλος. Θεώρηση μετάφρασης - Επιμέλεια - Εισαγωγή Σταύρος Ζουμπουλάκης. Αθήνα: Πόλις] -, πάνω από όλα, Θεός ελέους και οικτίρμων. Όποιος πιστέψει βαθιά μέσα του – και ας μην καταφέρει να το κάνει πράξη - ότι ο μόνος, κατηγορηματικά, τόπος συνάντησης με το Θεό είναι το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου, αυτός είναι ήδη αντίπαλος του φανατισμού, της βίας και της μισαλλοδοξίας».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. ( 2002). Ο Θεός στην Πόλη: Δοκίμια για τη Θρησκεία και την Πολιτική. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 44.
Ένα από τα πολλά στρεβλά που συμβαίνουν στον εκπαιδευτικό χώρο είναι και ο κομματισμός. Σχηματοποιώντας τον θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι σ’ ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του συνδικαλισμού που κατοικοεδρεύει στις διάφορες ΕΛΜΕ της πατρίδας μας, είναι υπαρκτή η έλλειψη όχι μόνο ορθού πολιτικού λόγου αλλά και παιδαγωγικού. Όταν, λόγου χάριν, κάποιος ακούει οποιονδήποτε εκπρόσωπο εκπαιδευτικής παράταξης να μιλά για ζητήματα που απασχολούν τον εκπαιδευτικό κλάδο, διαπιστώνει ότι δεν μιλά ένας εκπαιδευτικός - παιδαγωγός αλλά ο εκπρόσωπος κάποιου πολιτικού κόμματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όποιος έχει στοιχειώδη πολιτικό κριτήριο, ο ψόγος είναι δεδομένος προς τον πολιτικάντη εκπαιδευτικό συνδικαλιστή. Θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό; Θα μπορούσε να υπάρξει ένα πεδίο πολιτικής κριτικής στην εκπαίδευση, το οποίο θα περιόριζε κάθε κομματική σέκτα και τάση να κυριαρχεί σ’ αυτή; Ίσως ναι. Γιατί όμως αυτού του είδους ο συνδικαλισμός, χρόνια τώρα ζει και βασιλεύει στον εκπαιδευτικό χώρο; Είναι ένα ακόμη ερώτημα που ζητά σοβαρή απάντηση. Κι όμως, έχω τη γνώμη πως έναν σχεδόν αιώνα πριν, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’20, η απάντηση έχει δοθεί από τον Γιώργο Θεοτοκά. Στο γνωστό λογοτεχνικό μανιφέστο του, το Ελεύθερο Πνεύμα, ο κορυφαίος διανοητής και εκπρόσωπος της γενιάς του ’30 γράφει: «μίλησα για κομματισμό. Δε θα σας μάθει κανείς τίποτα καινούργιο αν σας ανακοινώσει πως ο κομματισμός μ’ όλες τις μορφές του, ακόμα κι ο προσωπικός κομματισμός, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική μας ζωή. Δεν αποκλείεται μάλιστα να παίζει κάποτε και τον πρώτο ρόλο. Κάθε Έλληνας, από τη μέρα που ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο, αισθάνεται πολύ μεγάλη όρεξη να ιδρύσει κόμμα. Είναι φυσικό να εκδηλώνεται αυτή η ψυχική ανάγκη και στις πιο ανυστερόβουλες πνευματικές ενασχολήσεις. Για να συζητήσουν οι Έλληνες πρέπει να διαιρεθούν σε παρατάξεις», (Γιώργος Θεοτοκάς, (1998). Ελεύθερο Πνεύμα. Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 8).
Ετούτος ο κομματισμός, τον οποίο με κοφτερή γλώσσα στιγματίζει ο Θεοτοκάς, βρίσκει τον τρόπο κάθε εποχή να προσαρμόζεται στα δεδομένα της. Έτσι και ο εκπαιδευτικός κομματισμός σήμερα έχει βρει τον τρόπο να μιλά τη γνωστή ξύλινη γλώσσα για καθετί που συμβαίνει στην ελληνική εκπαίδευση, παίζοντας άριστα το παιχνίδι των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπεί. Στη γνωστή κόντρα που κατά τις τελευταίες μέρες έχει ξεσπάσει στην τοπική εκπαιδευτική κοινότητα, για το αν οι μετανάστες θα πρέπει να ονομάζονται «λαθρομετανάστες» ή όχι, δεν είναι καθόλου δύσκολο νηφάλιος νους να διαπιστώσει ότι οι κομματάνθρωποι εκπαιδευτικοί, σ’ ότι αφορά το τεράστιο πρόβλημα που κατά την τελευταία πενταετία αντιμετωπίζει η Λέσβος με την προσφυγιά και τη μετανάστευση, αρνούνται να κατανοήσουν το εξής απλό: πέραν της αδυναμίας πολιτικής διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος, ο εκπαιδευτικός χώρος οφείλει να το αντιμετωπίζει με την ενδεδειγμένη παιδαγωγική ευαισθησία, τουτέστιν ανθρωπιστικά, της προσφοράς, δηλαδή, προς τον συνάνθρωπο. «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί», επισημαίνει σ’ έναν πολύτιμο στίχο του ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Το ανθρωπιστικό πρόταγμα έναντι των μεταναστών και των προσφύγων, δεν είναι ένα γεγονός που συμβαίνει σε κάποια γωνιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι γεγονός βιωματικό, το οποίο με δύναμη έχει σφραγίσει ολάκερη την ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η μετανάστευση και η προσφυγιά πάντα ήταν στο προσκήνιο. Λέγω, λοιπόν, ανθρωπιστικά και ευθύς αμέσως εξηγούμαι τι εννοώ, θέλοντας να αποφύγω την κακοτοπιά εκείνης της γλυκανάλατης αλληλεγγύης και αγάπης προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Υπό μια θεολογική και εκκλησιαστική θα ‘λεγα ματιά, η φιλοξενία κάθε μετανάστη και πρόσφυγα αποτελεί τη ραχοκοκαλιά ενός πολιτισμού που θέλει να λέγεται χριστιανικός. «Ο φιλάδελφος φανερώνεται και φιλόξενος», γράφει ο καλός συνάδελφος Χρυσόστομος Σταμούλης, καθηγητής στη Θεολογικής Σχολή Θεσσαλονίκης. Υπ’ αυτήν την έννοια θεωρώ πως ο χαρακτηρισμός «λαθρομετανάστης», τον οποίο ελαφρά τη καρδιά ουκ ολίγοι εκπαιδευτικοί υιοθετούν είναι τόσο απαξιωτικός για την ανθρώπινη ύπαρξη, γεγονός που συνιστά θανάσιμη εκτροπή από το μήνυμα της αγάπης που με ριζοσπαστικό τρόπο κηρύττει η χριστιανική πίστη. Ο ίδιος, άλλωστε, ο Χριστός κανέναν άνθρωπο δεν απαξίωσε, ούτε το πολιτισμό στον οποίο ανήκε. Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίζεται πέρα από τα όρια που θέτουν κριτήρια έθνους, φυλής ακόμη και θρησκείας. Ο πατήρ Σωφρόνιος Σαχάρωφ έλεγε πως «ο φανατισμός δεν έχει σχέση με τον Χριστό. Να είσαι χριστιανός αληθινός. Τότε κανένα δεν θα παρεξηγείς, αλλά η αγάπη σου πάντα θα στέγει. Και στον αλλόθρησκο, χριστιανός. Δηλαδή να τον τιμάεις άσχετα με τη θρησκεία του με ευγενικό τρόπο».
Για ακόμη μια φορά, καθώς φαίνεται, δυστυχώς, και στον νευραλγικό χώρο της εκπαίδευσης γινόμαστε μάρτυρες φανατικών και μισαλλόδοξων θέσεων και αντιλήψεων. Βρισκόμαστε, επίσης, μπροστά στην άγνοια σύνθετων παραμέτρων ενός προβλήματος όπως είναι το μεταναστευτικό, για το οποίο η πολιτική ρητορική κάθε κόμματος στην πατρίδα μας είναι πολιτική κοινοτοπίας, ρητορική που έχει ανοίξει το δρόμο για επιστροφή σε βάναυσες και οπισθοδρομικές ιδεολογίες. Μόνο που σ’ αυτές οφείλουμε να αντισταθούμε για να μην χωρέσουν στην εκπαίδευση. Κάθε ξεριζωμένος από το τόπο που γεννήθηκε άνθρωπος, είναι άνθρωπος που κουβαλά μαζί του πόνο και δυστυχία. Κι όποιος του κολλά τον χαρακτηρισμό «λαθρο-» δείχνει πως ο δικός του κόσμος τελειώνει μόνο στον εαυτό του. Η οικουμενικότητα του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου ξεκινά από τον σεβασμό του Άλλου, όσο κι αν αυτός είναι διαφορετικός.
[*] Ο τίτλος του άρθρου ανήκει σε μια φοιτήτρια που γεννήθηκε στην Αλβανία και σήμερα ζει στην Ελλάδα. Παραπάνω παραθέτω ολόκληρο το κείμενο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2005) 63-65. Θεωρώ πως η Χ.Α., κάμει ένα μεγάλο δώρο σ’ όλους εκείνους που βλέπουν τους μετανάστες ως «λαθρο-». Αν κάμουν τον κόπο και το διαβάσουν θα καταλάβουν γιατί το χαρακτηρίζω δώρο αγάπης, φιλοξενίας και δημοκρατικών αξιών.