Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Θέσεις και αντιθέσεις πάνω στη Μεγάλη Χίμαιρα του Ν. Καραγάτση

Γράφει η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΑΜΠΟΥΣΗ, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου του Πρότυπου ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.


«Φαίνεται πως έκανε τη βρομοδουλειά με τον αρραβωνιαστικό της. Είναι γκαστρωμένη, τεσσάρω μηνώ. Και τώρα την έζωσαν τα φίδια, να γυρίσει σύγκαιρα ο λεγάμενος, να παντρευτούν πριν γεννήσει το μπασταρδέλι».

«Την άρπαξε απ’ τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε. Εκείνη κρατήθηκε από το τραπέζι να μην πέσει, τόσο δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε τη βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της και άρχισε να τη χτυπάει στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε».

Τον φετινό Ιούνιο ένας ακόμη «διαδικτυακός πόλεμος» ξεκίνησε· αυτή τη φορά με casus belli το βιβλίο του Μ. Καραγάτση, Μεγάλη Χίμαιρα. Ο Καραγάτσης, είναι ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της γενιάς του ’30, αν και αρκετά υποτιμημένος όσον αναφορά τη λογοτεχνική κριτική που έχει δεχθεί συνολικά το έργο του, τα τελευταία κυρίως χρόνια.

Με τις παρακάτω σκέψεις μου εκφράζω την αντίρρηση μου στο άρθρο Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η Μεγάλη Χίμαιρα και οι έμφυλες ταυτότητες της κας Ρένας Λούνα. Αφήνω στην άκρη τα ad hominem που έχουν γραφεί για τον ίδιο το συγγραφέα, τα οποία επιχειρεί εμμέσως το άρθρο. Αυτό που παρατηρείται με την πρώτη ανάγνωση του είναι η λανθασμένη σύνδεση της πατριαρχίας, όπως αυτή υφίσταται σήμερα με αυτή που, με λογοτεχνική μαστοριά, αφηγείται ο Μ. Καραγάτσης. Σημειωτέον ότι η Μεγάλη Χίμαιρα εκδόθηκε το 1953. Η πατριαρχία ως κοινωνιολογικός όρος, με τα ερμηνευτικά σχήματα που κάθε εποχή της προσδίδει, είναι γεγονός ότι φέρνει στο προσκήνιο και τους αντίστοιχους έμφυλους ρόλους. Γι’ αυτό και ως έννοια από εποχή σε εποχή ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται διαφορετικά.
Στην περίπτωση της Μεγάλης Χίμαιρας είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε ένα μυθιστόρημα το οποίο φαίνεται πως προωθεί ή διδάσκει τον αναγνώστη εσφαλμένες πεποιθήσεις γύρω από τις σχέσεις των δύο φύλων. Είναι αναγκαίο ο αναγνώστης να κατανοήσει, πως ο ίδιος ο λογοτέχνης λειτουργεί θα ‘λεγα και ως ιστοριογράφος, αποτυπώνοντας με ρεαλισμό την εποχή του, καταγράφοντας τις ιδεολογικές συντεταγμένες έτσι ακριβώς όπως τις αντιλαμβανόταν ο περίγυρος του. Αν ο τρόπος που εκλαμβάνεται η θέση της γυναίκας παρέμενε ίδιος σε κάθε εποχή, τότε η έννοια της ανθρώπινης εξέλιξης και η θέση του γυναικείου φύλου στην ανθρώπινη ιστορία θα ήταν συνεχώς υποτιμημένη.
Πράγματι, ο Καραγάτσης αφηγείται μια ιστορία στην οποία αρκετά γεγονότα των προσώπων που περιγράφει –κυρίως της Μαρίνας και του Γιάννη, του αδερφού του Μηνά αλλά και της μητέρας του Αννεζιώς που παίζει σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα- καθορίζονται από τη πατριαρχική δομή της ελληνικής αλλά και γαλλικής κοινωνίας. Ο τόπος είναι η Ερμούπολη της Σύρου, ένα αστικό πατριαρχικό περιβάλλον με μεγάλη οικονομική και πνευματική άνθηση στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Υπ’ αυτή την έννοια, νομίζω, πως είναι άδικο να κατηγορούμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο ότι αυτό ιδεολογικά υπηρετεί την πατριαρχεία.
Στόχος των σκέψεών μου δεν είναι να δώσω κάποιες οδηγίες για «σωστή» ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου, αν και τελικά κάποιες αρχές δεν είναι τόσο αυτονόητες όσο πίστευα. Έχοντας διαβάσει ένα αρκετά μεγάλο μέρος του έργου του Καραγάτση, θα αναφερθώ και στη λογοτεχνική αξία της Μεγάλης Χίμαιρας, στις συγγραφικές του ιδιαιτερότητες σε όλα του τα έργα αλλά και στις αξίες του ίδιου του λογοτέχνη· και, ίσως, περισσότερο στα στοιχεία των αντιθέσεων που βγαίνουν από αυτά. Αντιθέσεις ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό, το χριστιανικό και το καθολικό, το δυτικό και το ανατολικό. Αντιθέσεις ανάμεσα στο οικείο και παράδοξο, με το ξενόφερτο και αλλότριο. Μέσα από αυτή τη πληθώρα αντιθέσεων και τον τρόπο με τον οποίο εξυπηρετούν το νοηματικό κέντρο του διηγήματος, φαίνεται πως η εκκεντροφόρος θέση της Μεγάλης Χίμαιρας είναι τα λεγόμενα όρια ηδονής και πόνου. Αποδεικνύεται μέσα από την περίπτωση της ηρωίδας, της Μαρίνας, ότι τα όρια της επιθυμίας είναι ικανά να διασχίσουν τα σύνορα της φυλής, της θρησκείας, του έθνους και της προκατάληψης. Η Μεγάλη Χίμαιρα όπως, άλλωστε, και άλλα μυθιστορήματα του Καραγάτση, έχουν πρωταγωνιστές ανθρώπους απλούς αλλά και ιδεολόγους (Λιάπκιν - Γιούγκερμαν - Μαρίνα), οι οποίοι στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες που επιτάσσει η κοινωνία στην οποία ζουν· παράλληλα, όμως, αποτελούν τα σημαντικότερα παραδείγματα ανθρώπων που απορρίφθηκαν από αυτό το συντηρητικό πρώτα οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Το τελευταίο είναι ίσως ένα από τα σπουδαιότερα προτερήματα της λογοτεχνικής αξίας της Μεγάλης Χίμαιρας: ο έμφυτος ρεαλισμός, σε συνδυασμό με τη δύναμη της περιγραφής και την αστείρευτη φαντασία του.
Αυτό που σπάνια κάποιος αναγνώστης παρατηρεί στα βιβλία του Καραγάτση, είναι πρόσωπα παραδομένα σε ρεμβασμούς, γύρω από εκτενείς περιγραφές, που αμφιταλαντεύονται κάπου ανάμεσα στο εφικτό και στο ανέφικτο. Οι πρωταγωνιστές του Καραγάτση, αν και έχουν έντονες επιθυμίες, τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι επί το πλείστον (και ειδικότερα στην τριλογία βιβλίων που εντάσσεται η Μεγάλη Χίμαιρα - Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο), η κλίση του είναι προς ανθρώπους φθαρμένους και καταπονημένους, παραδόξως αδίστακτους, έως το τέλος. Εάν υιοθετήσουμε τον ρόλο του εξωτερικού επιτηρητή, δεν θα δούμε τίποτε άλλο από μια βουβή πορεία θλιβερών ανθρώπων. Όμως μέσα σε αυτή τη θλίψη πάντα θα υπάρχουν κάποια κατάλοιπα ανθρωπιάς. Άλλωστε, σταθερός στόχος όλων των ηρώων ήταν η ευδαιμονία και η κατάκτηση της ζωής, ανάγκες οι οποίες σκεπάζονται από την πικρή πάχνη μιας αμετάβλητης πραγματικότητας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που τον αποκάλεσαν μέχρι και «σεξουαλικό συγγραφέα», ειδικά στις περιγραφές της Μεγάλης Χίμαιρας. Αυτή η άποψη με βρίσκει εντελώς αντίθετη, καθώς η λογοτεχνική του γραφή δεν είναι δυνατόν να έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Είναι ενορμητική· προσπαθεί με άκρως ρεαλιστικά στοιχεία να καταγράψει την καθαρή ανάγκη του ανδρικού φύλου για σαρκική ηδονή. Δεν θεωρεί τη γυναίκα «σκεύος ηδονής», ίσως μάλιστα το αντίθετο, καθώς μέσα από τα αισθήματα περιφρόνησης και οργής που τρέφει προς τη γυναικεία παρουσία, δημιουργεί μια οπή για να φανεί η ανδρική ανασφάλεια και η συνεχής αγωνία για επικράτηση στο γυναικείο φύλο. Τα έργα του δεν προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν σεξιστικές απόψεις, καθώς είναι κείμενα υψηλού ηθοπλαστικού περιεχομένου, παρουσιάζοντας «σωστά» την αλήθεια, στοιχείο που θα έπρεπε να εκτιμάται από τους αναγνώστες.
Ευελπιστώ να γίνει ένας επαναπροσδιορισμός της άδικης κριτικής που γίνεται στο διαδίκτυο για τη Μεγάλη Χίμαιρα και τον ίδιο τον Καραγάτση, ένα συγγραφέα κάποτε ψυχρό ρεαλιστή και κάποτε λυρικό, πότε ενδοστρεφή και πότε ευτράπελο, αλλά στο βάθος σταθερά «απαισιόδοξο ηθικολόγο», όπου με τα έργα του που περιέχουν κοινωνική ανασφάλεια και ανθρώπινη κατάντια, καταφέρνει να μας δώσει ιστορίες με δυσάρεστη κατάληξη, η οποία τέλος ακολουθείται από εξιλέωση.

Ο χρόνος έγινε για να κυλάει...

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Για την αθεράπευτη αισιόδοξη εκπαιδευτική καθαρολογία...

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Όταν οι καθηγητές συζητάμε για το σημερινό σχολείο, δυστυχώς, δεν είμαστε ρεαλιστές. Δεν εννοούμε να καταλάβουμε ότι το σημερινό σχολείο περνά βαθιά κρίση και μέρος ετούτης της κρίσης είμαστε και εμείς οι εκπαιδευτικοί. Συζητάμε μόνοι μας, χωρίς τον ξενοδόχο, που άλλος δεν είναι από τους ίδιους τους μαθητές μας. Δύο διαπιστώσεις είναι, νομίζω, αναγκαίες για να δούμε κατάματα την πραγματικότητα:
  • Το σχολείο είναι απαξιωμένο από μαθητές και γονείς. Ενώ το φροντιστήριο είναι απαραίτητο, κάνει τη δουλειά που δεν γίνεται στο σχολείο. Πρόκειται για άποψη που είναι κυρίαρχη σε γονείς και μαθητές, αλλά και σε κάμποσους εκπαιδευτικούς. Αλλιώς δεν εξηγείται το γεγονός ότι και στο σχολείο το πρωί και στο ιδιαίτερο το απόγευμα, είναι οι ίδιοι μαθητές που απολαμβάνουν την κουλτούρα γνώσεων που εργολαβικά έχουν αναλάβει κατασκευαστές προγραμμάτων, και ως πολλαπλασιαστές τη μεταδίδουν όσοι το πρωί κάνουν το μαθημά τους στο σχολείο και το απόγευμα κάνουν το ίδιο μάθημα στο ιδιαίτερό τους.
  • Το σχολείο είναι ωφελιμιστικό, χρησιμοθηρικό, εργοστάσιο παραγωγής πελατών, που τους προετοιμάζει να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο για να στελεχώσουν τη μαζική αγορά εργασίας.
Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο Τάξη + Αταξία. Οι νέοι φωνάζουν, με εισαγωγή και επιμέλεια του καλού συναδέλφου Μάριου Κουκουνάρα – Λιάγκη· σ’ αυτό δημοσιεύονται πολύ καλά κείμενα γραμμένα όχι μόνο από εκπαιδευτικούς αλλά από δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι πριν από κάθε κείμενο καταγράφονται πρωτότυπες απόψεις μαθητών και φοιτητών. Μια από αυτές μαρτυρά όσα υποστηρίζω παραπάνω: «Δε βρίσκω το λόγο να πάω το πρωί στο σχολείο. Σαν να με βάζεις φυλακή με τους χειρότερους φυλακόβιους και βασανιστές που μιλούν γλώσσες που δεν καταλαβαίνω και αυτό είναι το χειρότερο. Τι να μου πει η άλλη με τα αρχαία στο χέρι, όταν το μυαλό μου είναι πότε θα χάσουμε μάθημα, να κάνουμε κανένα τσιγάρο. Αυλή δεν έχουμε και μαζευόμαστε στις τουαλέτες. Ποντικάριοι… Γράφει ο άλλος σαράντα λεπτά στον πίνακα μαθηματικά και περιμένει εγώ να τον θαυμάζω. Τι λες ρε, και τι έκανα εγώ χθες στο φροντιστήριο; Τα ίδια και καλύτερα. Τουλάχιστον εκεί οι καθηγητές ενδιαφέρονται… Είναι μετά να μη βγεις να τα σπάσεις, να αλλάξουν όλα. Στο σχολείο είναι όλα σκ…». Αντώνης από την Αθήνα, 18 χρονών.
Η οποιαδήποτε πάντως επιφύλαξη στα όσα λέγονται σε μια συζήτηση για το σχολείο και στα οποία διαφωνεί κανείς, καλό είναι να μην ακούγονται ως αιρετικά. Μόνο ο ενθουσιασμός, κι ότι κάνουμε καλώς το κάνουμε, αυτό πρέπει να είναι επιτρεπτό. Ας μην εκστασιαζόμαστε μόνο με το δικό μας έργο στη σχολική τάξη. Εξάπαντος δεν είμαστε μόνοι μας. Πέραν του δικού μας μικρού κοσμάκη υπάρχουν και οι άλλοι, συνάδελφοι και μαθητές, με τα άγχη τους, τα όνειρά τους, τις αγωνίες τους, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους… το οποίο οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε.

Στην αντίπερα όχθη, της αθεράπευστα ασιόδοξης εκπαιδευτικής καθαρολογίας, ο περίπατος στον Μόλυβο ήταν μοναχικός και ερωτικός!


Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου, μεσημέρι στο Μόλυβο!

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Λεσβιακό Ημερολόγιο 2025

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο Παναγιώτης Σκορδάς, δρ φιλολογίας ΕΚΠΑ και συγγραφέας, μεριμνά και εκδίδει το Λεσβιακό Ημερολόγιο. Συνεχίζει τη μακρά παράδοση προγενέστερων εκδοτών και επιμελητών: πρώτη έκδοση στα 1914, δεύτερη στα 1934, τρίτη στα 1950 με επιμελητές τον Δημήτριο Βερναρδάκη και τον Παναγιώτη Σαμάρα, τέταρτη με επιμελητή ξανά τον Παναγιώτη Σαμάρα (1954-1958) και πέμπτη με επιμελητή τον Αριστείδη Κουτζαμάνη (1999-2009). Η τελευταία, λοιπόν, έκτη εκδοτική περίοδος του Λεσβιακού Ημερολογίου είναι δεκαπενταετής (2010-2025), με πλούσια σοδειά σ’ ό,τι αφορά τις εικαστικές τέχνες, την πρώτη γραφή - πρώτη ανάγνωση, την αρχαιολογία, τη νεότερη ιστορία, την εκκλησιαστική ιστορία, τη φωτογραφία, τη νεοελληνική γραμματεία, την πολιτική ιστορία, τη λαογραφία, τη Λέσβο και τους ανθρώπους της και τα αφιερώματα σε πνευματικούς ανθρώπους των Λεσβιακών γραμμάτων.
Το Λεσβιακό Ημερολόγιο 2025, στις 500 περίπου σελίδες του, με την εκδοτική φροντίδα των εκδόσεων ΔΟΥΚΑΣ, τις διορθώσεις και τη φιλολογική επιμέλεια της Ανθής Σκαλοχωρίτου και του Τζάνου Στεφανέλλη και τη σελιδοποίηση του Τάκη Βαλάκου, προσφέρει στους αναγνώστες ποικίλα άρθρα και ικανοποιεί γνωστικές ανάγκες - ενδιαφέροντά τους. Η ιστορία, εξάλλου, των ημερολογίων, όπως αυτά εμφανίστηκαν στα φιλολογικά σαλόνια από τον 19ο αιώνα και εξής, αυτό το σκοπό είχε, την κάλυψη αναγνωστικών ενδιαφερόντων ενός κοινού μέσου αλλά και απαιτητικού.
Εξαιρετικό το εξώφυλλο με το ζωγραφικό έργο της Μυτιληνιάς Ηώς Αγγελή, εξαιρετικό και το οπισθόφυλλο με το ζωγραφικό έργο της επίσης Μυτιληνιάς ζωγράφου Βικτωρίας Νιάνιου.


Στη σύντομη αυτή αναγνωστική και εικαστική περιδιάβαση του Λεσβιακού Ημερολογίου 2025, ξεχωρίζω τα αφιερώματα στον αλησμόνητο Ξενοφώντα Μαυραγάννη, την Σαπφώ και την ποιητική - εικαστική προσφορά της Μαρίτας Στεφανέλλη, φοιτήτριας στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.
Η Μαρίτα, από μαθήτρια πριν τρία χρόνια στο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, μας έχει εκπλήξει με τη λογοτεχνική της κλίση. Με την άδειά της, αναδημοσιεύω τη δισέλιδη ποιητική και καλλιτεχνική της έκπληξη. Απολαύστε την!

Ένα νησί από ασήμι…

Λ

Πάνω στην πέτρα ιστορίες χαραγμένες
μυστικές, κρύβονται απ’ τη ματιά του ανθρώπου…


Ε

Όπως κι η γλώσσα των πουλιών
με φτερά που βάφουν το νερό και το ταράζουν.


Σ

Σε μιαν άλλη γωνιά, που κάποτε βασίλευε η φωτιά
κουφάρια γηραιών δέντρων σιωπούν…


Β

Ενώ οι θαλασσινοί μιλούν με το πέλαγος, το κύμα,
χωρίς όμως ποτέ να τα δαμάσουν εντελώς.


Ο

Κι έπειτα άλλοι θρύλοι ακόμη πιο καλά κρυμμένοι,
στα μάτια αγίων, πλασμένων από αίμα και χώμα αλλοτινών καιρών.


Σ

Όλοι αυτοί οι ήχοι πλάθουν ένα νησί από ασήμι, έναν σκοπό
πλεγμένοι στα λιόδεντρα με κλαδιά που τον σιγοτραγουδούν – ακόμη και τώρα.


ΜΑΡΙΤΑ ΣΤΕΦΑΝΕΛΛΗ. «Ένα νησί από ασήμι…». Λεσβιακό Ημερολόγιο 2025, εκδ. Δούκας, σσ. 91-92.

†Ἀναστάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024: «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»


†Ἀναστάσιος
Ἀρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας

«Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3:16 )
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε·
Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».

Κεντρική αλήθεια και σταθερός άξονας σκέψεως και ζωής όλων των πιστών Χριστιανών παραμένει η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ότι: «…ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ιω. 1:14). Ὁπως σταθερἀ ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, πιστεύουμε στον Ιησού Χριστό «τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων·… Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Κατά την υπέροχη σύνοψη του Μ. Αθανασίου «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Τα Χριστούγεννα φανερώνουν δύο φάσεις της Θείας Οικονομίας: πρώτον την έλευση του Υιού και Λόγου του Θεού στην ιστορία της ανθρωπότητος, δεύτερον τον σκοπό της, που είναι η κατά χάριν θέωση του ανθρώπου∙ επίσης ότι ο μόνος τρόπος της πραγματοποιήσεως αυτού του σκοπού είναι ο δρόμος της αγάπης.
Ο σαρκωθείς Χριστός, ο αληθής «ἄρχων εἰρήνης», δεν «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» ως εξουσιαστής με ανθρώπινη δύναμη, γνώση και ισχύ. Ο άπειρος και απρόσιτος Θεός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην πληρότητά της, επισημαίνοντας την απέραντη αξία του ανθρώπου. Αυτό που καταξιώνει το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι η καταγωγή, η φυλή, οι γνώσεις, οι ικανότητές του, αλλά το γεγονός ότι είναι άνθρωπος.
Ο προσδιορισμός «ἐν σαρκί» περιλαμβάνει οτιδήποτε υλικό και πνευματικό, το οποίο συνιστά τον άνθρωπο. Στο πρόσωπο του Χριστού περιχωρείται η θεία και η ανθρώπινη φύση ατρέπτως. Πρόκειται για ένα Γεγονός που αποτελεί τη βάση της χριστιανικής αποκαλύψεως, που στηρίζει κάθε χριστιανική αξία και πρόταση.

***

Τα Χριστούγεννα διαλαλούν πασίχαρα ότι «Οὕτως (τόσο πολύ, με αυτόν τον τρόπο) γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιω.3:16). Και ακόμη ότι ο Υιός του Θεού σαρκούμενος φανερώνει το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Η κορυφαία αυτή δεσποτική εορτή της του Θεού Γεννήσεως φωτίζει την καρδιά με γαλήνη, παρηγοριά, αισιοδοξία, διάθεση γενναιοδωρίας. Κυρίως, όμως, αποκαλύπτει ότι ο Θεός είναι αγάπη. Η χριστιανική αγάπη δεν είναι μια αόριστη συναισθηματική έξαρση, αλλά μια στάση ζωής με εκφράσεις στην καθημερινότητα. Πρόκειται για ένα θείο φως που λάμπει στην όλη ύπαρξη. Τις ακτίνες του εκφραστικά τις προσδιορίζει ο Απόστολος Παύλος: «Η αγάπη μακροθυμεί, επιζητεί το καλό. H αγάπη δεν φθονεί. H αγάπη δεν κομπάζει, δεν επαίρεται, δεν φέρεται άπρεπα, δεν επιδιώκει το δικό της συμφέρον, δεν παροξύνεται, δεν μνησικακεί, δεν χαίρεται με την αδικία, αλλά συγχαίρει με την αλήθεια. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». (Α΄Κορ. 13:4-7).
Ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος, δεν είναι μια απρόσωπη ενέργεια, σοφία, δύναμη, που προσεγγίζεται με διανοητικές ικανότητες του εγκεφάλου. Είναι Θεός προσωπικός που αγαπά και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή σχέση μαζί του. Μια σχέση που εξυψώνει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο Θεός, στον οποίο έχουμε στηρίξει τη ζωή μας, δεν εγκατέλειψε την ανθρωπότητα, που ταλαιπωρείται από τον εγωισμό και την εχθρότητα. Παραμένει ο Εμμανουήλ, «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν», χαρίζοντας νόημα και πληρότητα στη ζωή. Με την ταπείνωση, η οποία συνυφαίνεται πάντα με την αγάπη, αντιτάσσεται στην αλαζονεία, στην παντοτινή ρίζα κάθε κακού, στην πλεονεξία, επιθετικότητα, φονικές συγκρούσεις, ολέθριες συρράξεις. Στην ιδιότυπη σκληρή εποχή μας, που σε πολλές περιοχές λυσσομανά το μίσος και η βία, οι χριστιανοί, πιστοί στον φανερωθέντα εν σαρκί Άρχοντα της ειρήνης, πάντοτε να αντιστεκόμαστε, με όλες μας τις δυνάμεις ψυχικές και σωματικές, όπου και όσο μπορούμε.
Η Εκκλησία δεν περιορίζεται σε απλούς συλλογισμούς∙ εορτάζει με τρόπο δοξαστικό αυτά τα γεγονότα και με ύμνους τα υπομνηματίζει. «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε». Όσοι πιστοί οφείλουμε αυτές τις εορταστικές ημέρες να υψωθούμε σε μια ζωή δοξολογίας και αγάπης.
Αδελφοί μου, υπενθυμίζω: Ό,τι πιο ωραίο είναι να αγαπάς, έστω κι αν κουράστηκες, όσο κι αν πονάς. Ό,τι πιο υπέροχο είναι ν’ αγαπάς, να αγαπάς αληθινά «ἐν Χριστῷ». «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει, καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄Ιω. 4:16).
Ευλογημένα Χριστούγεννα, με ειρήνη και ελπίδα το νέο έτος 2025.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Το αντάμωμα της Θεολογίας με τη σημερινή κοινωνική παγκόσμια πραγματικότητα είναι γεγονός. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»; Βάζω ερωτηματικό στο ευαγγελικό χωρίο. Και απαντώ: αμφιβάλλω. Σ’ ένα κόσμο σφαγείο, βαρβαρότητας, πολέμων και ανελευθερίας, όπου κυρίαρχο είναι το κακό, το μήνυμα της Γέννας του Χριστού παραμένει ανολοκλήρωτο. Ο αγώνας για ειρήνη, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι μόνον αγώνας πολιτικός - οικονομικός, είναι και πνευματικός, είναι δώρο πνευματικό: συνδέεται άμεσα με τον αγώνα κατά της αποχριστιανοποίησης του Δυτικού πολιτισμού.
Για το θέμα αυτό, από το ωραίο βιβλίο Όταν ο Θεός πεθαίνει. Μια συζήτηση,  του Αλέξανδρου Κατσιάρα και της Μάρως Βαμβουνάκη. εκδ. Αρμός, Αθήνα 2008, σσ. 545-546 αντλώ τα παρακάτω:
Μάρω Βαμβουνάκη: [Ο άνθρωπος]. «Ψάχνει δώρο για ένα Χριστό που γεννιέται, που γεννήθηκε ως αθώο μωρό για να μεγαλώσει, να βασανιστεί, να σταυρωθεί. Κι ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθήσει τούτο το δρόμο, όμως όταν ο άνθρωπος υποφέρει, όταν λυγίζει, θεωρεί ότι ο Θεός τον ξέχασε ή πως ο Θεός είναι ένας βασανιστής».
Αλέξανδρος Κατσιάρας: «"Τότε είναι που μας κρατά στην αγκαλιά του". Ο Χριστός όχι μόνο δεν μας εγκατέλειψε, αλλά δέχθηκε να πεθάνει για χάρη μας. Τώρα όλα αυτά περί αθώου βρέφους πάνε αντάμα και μ’ ένα Θεό βασανιστή. Είναι οι δύο όψεις του νομίσματος. Δεν είναι τυχαία η σύμπτωση ότι η αντίληψη περί ενός Χριστούλη πάνω στα άχυρα με τα ζώα να τον ζεσταίνουν υπερτονίστηκε στη Δύση, όπως και η εικόνα ενός Θεού αυστηρού και τιμωρού. Όλα αυτά τα περί γλυκού Χριστούλη και των Χριστουγέννων ως εορτής αποκλειστικά των παιδιών, είναι γλυκερά και ψεύτικα. Είναι τραγικός ο νεστοριανισμός που εκφράζεται και με την αφορμή της εορτής των Χριστουγέννων. Οι κούκλες που κυκλοφορούν με τον στρουμπουλό και ροδοκόκκινο Χριστούλη, τα ευτραφή ζώα και η περίτεχνη φάτνη, είναι όλα εξεζητημένα και ρομαντικά και δεν διασώζουν ούτε ένα φυσικό ρεαλισμό. Μπορεί να προκαλούν συγκίνηση, αλλά όχι κοινωνία. Παρατήρησε τις αυθεντικές βυζαντινές εικόνες και θα δεις ύφος και μάτια, όχι βρέφους, αλλά προσώπου μεγάλου ανδρός και με το σύμβολο του Πάθους στο φωτοστέφανό του. Και πάντως αυτό το Βρέφος στην εικονογραφία παρουσιάζεται να κρατεί με φροντίδα στο χέρι του τη γη, και καθόλου δεν φαίνεται να νιώθει στεναχωρημένο για τις συνθήκες της γεννήσεώς του, ώστε να χρειάζεται να εξωραϊστεί το σκηνικό από τις βιομηχανίες των εμποροπανηγύρεων, μη τυχόν και στεναχωρηθεί κανείς μας και κυρίως τα μικρά παιδάκια! Δυστυχώς, αν μια εορτή έχει εντελώς χάσει το νόημά της, αυτή είναι των Χριστουγέννων. Σήμερα η εορτή των Χριστουγέννων εορτάζεται με εξαιρετική λαμπρότητα στα σπίτια, στις αίθουσες των σχολείων ή στα πνευματικά κέντρα των ναών, όπως και στα καζίνα ή στα σαλέ της όποιας Ευρώπης. Θα ήταν προτιμότερη μια άμεση άρνηση του Χριστού, ακόμα και ένας άμεσος διωγμός όπως του Ηρώδη, παρά αυτό που παρατηρείται σήμερα, όπου πολλοί τον διώκουν έμμεσα αντικαθιστώντας τη συμμετοχή τους στην Ευχαριστία- όπου μόνο εκεί μπορεί κάποιος να συναντήσει τον γεννηθέντα Χριστό- με τη συμμετοχή τους σε “ρεβεγιόν” ή και σε θεατρικές παραστάσεις που αναπαριστούν τη γέννησή του. Η καθήλωση στην ιστορία είναι εμφανής. Ο νεστοριανισμός κραυγάζει συχνά με ορθόδοξο περιτύλιγμα».

Χρόνια Πολλά. Και του χρόνου... ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του φίλου γιατρού, ιστοριοδίφη και σκιτσογράφου Μάκη Αξιώτη. Τον ευχαριστώ για την άδεια δημοσίευσης.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Από τα Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής...

Χριστούγεννα στʼ Άγραφα

Είχε πεθάνει εκείνο το χρόνο ο παπάς του χωριού. Ενός από τα πιο απομακρυσμένα αγραφιώτικα θεσσαλικά χωριά του ορεινού Δήμου Αργιθέας. Ήτανε γέρος περίπου 90 χρονών και δύσκολα τα τελευταία πέντε - έξι χρόνια εκτελούσε τα ιερατικά του έργα. Το χειμώνα, όταν οι βροχές δυνάμωναν το ρέμα που χώριζε τους δυο ξέχωρους μαχαλάδες κι ο δρόμος πνίγονταν στη λασπούρα, ο παπα-Στέργιος ‒αυτό ήτανε τʼ όνομά του‒ δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησιά, που έμενε έτσι αλειτούργητη. Οι γριούλες του πέρα μαχαλά και μερικοί γέροι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία και χτύπαγαν την καμπάνα. Άναβαν τα κεριά τους και έπιαναν τις σκοτεινές γωνιές της εκκλησιάς κι αποκεί κοιτάζοντας τις θλιμμένες μορφές του Χριστού και της Παναγιάς έκαναν ώρα πολλή το σταυρό τους άδικα προσμένοντας να φανεί κάποτε ο παπα-Στέργιος. Αγνάντευαν από την πόρτα ή το μικρό φεγγίτη του ναού προς τη διπλανή πλαγιά του βουνού που είχε χαθεί στους πυκνούς καπνούς της ομίχλης ή την είχαν κατακλύσει οι άγριες μπόρες της βροχής κι ανεστέναζαν δίχως να σταματήσουν το σταυροκόπημα.
«Αχ, Θιούλη μʼ, κατακλυσμό έφιρις σήμερα! Δουξασμένου τʼ όνομά σʼ, Μιγαλοδύναμι μʼ! Πού να ξιμʼτίσει ου δόλιους ου παπάς σήμερα ... Πάλι αλειτούργητη η ικκλησίτσα μας. Δόξα να ʼχʼς ...». Οι άγριες βροντές των κεραυνών και το δυνάμωμα της κατεβασιάς έφερναν δέος κι ανατριχίλα και διέκοπταν τη σιγανή προσευχή των μαύρων κούτσουρων που απάγκιαζαν στο ναό.
Εκείνο όμως το χρόνο αναπαύθηκε για πάντα από το σκληρό βάρος των γηρατειών του ο παπα-Στέργιος. Ο δεσπότης δεν είχε διαθέσιμο παπά που να πήγαινε πρόθυμα να υπηρετήσει στο απόμερο και μακρινό εκείνο χωριαδάκι. Γιʼ αυτό έδωσε εντολή στον παπά ενός γειτονικού χωριού που απείχε τρεις ώρες κακοστρατιάς, έναν πολύ καλό παπά, να λειτουργήσει με την αράδα στα δυο χωριά, το δικό του και του μακαρίτη παπα-Στέργιου, μια Κυριακή στο δικό του και την άλλη στο άλλο.
Τα δωδεκαήμερα κανόνισε πάλι να κάνει μερασιά ο παπάς στα δυο χωριά της ενορίας του. Τα Χριστούγεννα που έπεφταν Σάββατο και τη δεύτερη μέρα την Κυριακή, που είναι γιορτή της Παναγιάς, θα λειτουργούσε στην πρόσθετη ενορία του, ενώ την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα θα λειτουργούσε στο χωριό του.
Ειδοποίησε από πριν ο παπάς στο χωριό πως θα ʼρχότανε αποβραδίς για να λειτουργήσει στο χωριό τους τη νύχτα των Χριστουγέννων. Είχε μάλιστα κανονίσει να τραβήξει στο σπίτι του παπα-Στέργιου που είχε βάλει σώγαμπρο στη θυγατέρα του κι είχε τώρα κι αυτή αγγόνια από το γιο της. Εκεί θα ʼμενε και τις δυο ημέρες ως την Κυριακή το μεσημέρι, οπότε θα ξεκίναγε για να γυρίσει στο χωριό του.
Η Παρασκευή της παραμονής ξημέρωσε πολύ άγρια μέρα. Ένα μουντό, κρύο και επίμονο νερόχιονο είχε κατακλύσει τα πάντα. Ο παπάς ετοίμαζε τον καινούργιο τροβά του, όπου θα τοποθετούσε διπλώνοντας με προσοχή ένα ένα τα ιερά του άμφια. Το πετραχήλι του, το στιχάρι, το φαιλόνι, τη ζώνη και τα επιμανίκια. Ενώ συγύριζε και ετοίμαζε τα πράγματά του, εσιγόψελνε τα γιορταστικά τροπάρια της παραμονής. «Ἑτοιμάζου, Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ. Εὐτρεπίζου, Ἐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα».
Η παπαδιά κοίταζε ανήσυχη κατά το βουνό που θα ταξίδευε ο παπάς, ενώ εκείνος με την ίδια του ησυχία συνέχιζε να ψάλλει τα προεόρτια.
«Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως...».
Κάποια στιγμή η παπαδιά, η οποία ησθάνετο πάντοτε μεγάλο σεβασμό προς τον άνδρα της και το ιερατικό του σχήμα, τόλμησε να τον παρατηρήσει δειλά. «Δεν πρέπει, παπά μου, και να με συμπαθάς γιʼ αυτό που λέω, να ξεκινήσεις μʼ αυτόν τον καιρό. Είναι μεγάλος κίνδυνος». Ο παπάς, για να μην τη στενοχωρήσει, την καθησύχασε. «Μη φοβάσαι, θα περιμένω να περάσει αυτό το δορλάπι. Περαστικό είναι. Ύστερα, δεν θα είμαι μόνος. Θα ʼρθει μαζί μου κι ο Ρέπας ο αναγνώστης. Προσφέρθηκε μόνος του να με συνοδέψει και να κάνομε μαζί Χριστούγεννα στο χωριό...».
Το δορλάπι όμως με τʼ άγριο νερόχιονο δεν έλεγε να κρατήσει. Η αντάρα κι η συγνεφιά έφερε πρόωρα το σουρούπωμα. Τότε αποφάσισε ο παπάς να ξεκινήσει. Η παπαδιά τώρα ανησυχούσε πιο πολύ. «Πού θα πας τώρα όλη τη νύχτα; Και μʼ αυτό τον καιρό; Εγώ λέω να κάνεις εδώ Χριστούγεννα και πας τʼ Αϊ-Βασιλιού στο χωριό. Το ίδιο είναι. Η μεγάλη χάρη Του παντού η ίδια είναι ...!».
Ο παπάς όμως είχε πάρει την απόφασή του.
«Μην επιμένεις, παπαδιά, θα πάμε. Ο κόσμος ετοιμάστηκε και μας καρτερεί. Έχουν φτιάσει λειτουργιές, κεριά. Ενώ εδώ τώρα ζήτημα είναι να βρεθεί πρόσφορο για τη λειτουργία. Ύστερα, δεν είμαστε ζάχαρη να λιώσουμε. Μαθημένα είναι τα βουνά από χιόνια...».
Αποχαιρέτησε την παπαδιά του και τις δύο κόρες του, τις ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» και ξεκίνησε με το Ρέπα για το χωριό.
Ύστερα από μισή ώρα ο καιρός ξέκοψε. Τραβήχτηκε από την πλαγιά η αντάρα κι ο ουρανός φάνηκε καταγάλανος ανάμεσα από τα σκόρπια σύγνεφα. Το ηλιοβασίλεμα έλαμψε επάνω στην ασπρίλα της ξέφωτης χιονισμένης βουνοπλαγιάς και τα κρούσταλλα που κρέμονταν στα κλώνια των έλατων άστραψαν σαν διαμάντια. Εκείνη την ώρα ζύγωναν στο διάσελο ο παπάς με το σύντροφό του βαδίζοντας άναργα άναργα στο δρόμο, που ήτανε χωμένος σε μισό μέτρο χιόνι. Η παπαδιά αγνάντεψε από το μπαλκόνι κι όταν τους είδε δάκρυσε από χαρά.
«Δόξα να ʼχεις, Χριστούλη μου, για το θάμα σου αυτό», έκανε προσκυνώντας. «Εσύ να τους οδηγάς την αποψινή νύχτα ...».
Την ίδια συγκίνηση ένιωσαν κι οι δυο οδοιπόροι στην άξαφνη καλοσύνη του καιρού και λαμποκοπώντας απʼ τη χαρά τους πήραν μαζί το χριστουγεννιάτικο τροπάρι σε ήχο δεύτερο:
«Ἰδοὺ καιρὸς ἤγγικε τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Εὐτρεπίζου, σπήλαιον! Βηθλεὲμ Γῆ Ἰούδα, τέρπου καὶ ἀγάλλου. Ἀκούσατε ὄρη καὶ βουνὰ καὶ τὰ περίχωρα! Ἔρχεται Χριστός, ἵνα σώσῃ ὃν ἔπλασεν ἄνθρωπον!».
Την ώρα που εβυθίζετο ο ήλιος στη δύση του εχάνετο κι η μαύρη σιλουέτα του παπά πίσω από το βουνό, όπως επορεύετο στο ιερατικό του χρέος στο μακρινό χωριό, που περίμενε με αγωνία και κρυφή χαρά να γιορτάσει τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή, τη Γέννηση του Σωτήρα του κόσμου...
Πέρασε όμως μια ώρα νύχτα, δυο τρεις χωρίς να φανεί πουθενά ο παπάς στο χωριό. Όλοι τότε φοβήθηκαν πως εμποδίστηκε από τον καιρό και δεν θα γινότανε τα Χριστούγεννα στο χωριό τους.
Αργά αποφάσισαν να κοιμηθούν στο σπίτι του παπα-Στέργιου ...
Κόντευαν μεσάνυχτα, όταν ένας ισχυρός κρότος στην πόρτα τράνταξε το σπίτι. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένοι από τον ύπνο κι έτρεξαν στην αυλόπορτα.
«Ποιος είναι, ωρέ;».
«Εγώ, ο παπάς είμαι, ανοίξτε...».
Έσυραν το σύρτη κι άνοιξε η πόρτα. Τίναξαν καλά τα χιόνια αποπάνω τους ο παπάς με το σύντροφό του, βρόντηξαν στο πλακόστρωτο της αυλόπορτας τα πόδια του, για να φύγουν οι πολλές λάσπες από τα παπούτσια τους και χώθηκαν ξεπαγιασμένοι στο ισόγειο καλυβόσπιτο.
Συναγερμός στο σπίτι. Άλλος κουβαλούσε ξηρές σχίζες, άλλος κλάρες για προσάναμμα, άλλος άναβε το καντήλι, αναμέραγαν τα στρώματα. Σε λίγα λεπτά μπουμπούνιζε η φωτιά κι ο παπάς με το Ρέπα χώθηκαν να ζεσταθούν και να στεγνώσουν στο τζάκι. Τους εξήγησαν γιʼ αυτή την αργοπορία τους πως από τα πολλά χιόνια εδυσκολεύετο η πορεία τους και χρειάστηκαν πολλές ώρες, για να φτάσουν. «Ας είναι, με τη βοήθεια του Χριστού φθάσαμε καλά...».
Πήρε χαμπάρι η γειτονιά την άφιξη του παπά και σε λίγο όλο το χωριό βρισκότανε στο πόδι.
Τους ειδοποίησε το χαρμόσυνο αηδόνισμα της καμπάνας που αντηχούσε ζωηρά στη σιγαλιά της χιονισμένης νύχτας.
Νταγκ, νταγκ, νταγκ! Νταγκ, νταγκ, νταγκ!
Το χωριό εκείνη τη χρονιά γιόρτασε τα πιο χαρούμενα Χριστούγεννα.
Όλοι, νέοι και γέροι, περίμεναν με λαχτάρα τη μέρα αυτή να κοινωνήσουν. Ύστερα από τη νηστεία της Σαρακοστής γεύτηκαν ευτυχισμένοι τη θεία Μετάληψη. Το τίμιο Σώμα και Αίμα του Χριστού στο οποίο μετουσιώθηκε ο κοινός άρτος της λειτουργιάς και το κρασί του νάματος.
Μην απορήσετε για την ατράνταχτη αυτή πίστη τους ούτε να τους ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό το θαύμα. Γιατί οι χωρικοί μας ζουν κάθε μέρα τα θαυμάσια και τα μυστήρια που συντελούνται στην εξοχή των κάμπων και των βουνών. Εκεί στους απέραντους αγρούς βλέπουν πως ο άρτος που γίνεται Σώμα ενός Θεού πέρασε πρωτύτερα από τη φάση ενός άλλου θαύματος. Από το ανόργανο χώμα του εδάφους και τον ατμοσφαιρικό αέρα επλάστηκε απάνω στα στάχια ο ζωοδότης σίτος κι από τα νεκρά άλατα του ίδιου χώματος έγινε ο ξανθός χυμός του νάματος στην κληματόβεργα. Με την ίδια θαυματουργική, μυστηριακή ενέργεια βγαίνει από το σκουλήκι η πεταλούδα και το μετάξι, από το κάρβουνο το διαμάντι, από το αγκάθι το μυρωδάτο τριαντάφυλλο. Οι χωρικοί μας νιώθουν με την εδραία και ακίβδηλη πίστη τους τόσο βαθιά τη γοητεία και την ομορφιά αυτών των θαυμάτων και γιʼ αυτό τρέχουν μʼ ευγνώμονη χαρά τέτοια επίσημη μέρα για το μυστήριο της «Θείας Ευχαριστίας».
Είναι το τίμημα της ευγνωμοσύνης των φτωχών και απλών ανθρώπων προς τις αστείρευτες πηγές των ατίμητων δώρων. Προς τις ευεργέτιδες θείες δυνάμεις του Άπειρου και του Άναρχου. «Ὅτι πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστὶ καταβαῖνον...».


Από το βιβλίο του Σεραφείμ Κ. Τσιτσά, Ιστορίες του χωριού. Δωδεκαήμερα και Πασχαλιά, Αθήνα 1958.

[Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].

ΜΙΚΡΑΣΙΑ 1922: Όψεις του Προσφυγικού Ζητήματος. Μνήμη, Πολιτικές Αποκατάστασης, Πολιτισμική Ιστορία


Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: Θρησκεία, Γεωπολιτική και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η προστασία και η ασφάλεια των χώρων λατρείας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ξεκίνησε σήμερα στη Θεσσαλονίκη ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διεθνές συνέδριο το οποίο επικεντρώνεται στην προστασία των χώρων λατρείας. Πρόκειται για μια διοργάνωση του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ στο πλαίσιο του προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Θρησκεία Γεωπολιτική και Διεθνής Ασφάλεια».



Τι είναι το παιδί;

«Τι είναι το παιδί; Είναι ένα optimum συνθηκών ή ένα factum brutum, όπως θα έλεγε ο Nietzsche; Είναι εκείνη η αισθητική συνθήκη, την οποία ο Buber ονόμασε, ανατρέχοντας επίσης στο Nietzsche, “ευκαιρία του Νέου” (“Chance des Neum”), ή είναι βασίλειο μιας αλήθειας της ζωής, που αποστρέφεται το λογικό;
»Είναι άραγε το παιδί ένα species anarchistica, που εξιλεώνει το νόημα του πόνου της μάνας και κάθε πόνου; Είναι ένα ον που υπόσχεται; Ποια elegantia syllogismi, λοιπόν, θα μας πει τι είναι το παιδί; Μια απάντηση αναζητά ο παιδαγωγός –για να θυμηθούμε τον Goethe- στο λαβύρινθο του στήθους. Τουτέστι σε μια περιοχή, που δεν κανοναρχείται από εντυπωσιογόνες και ένσκοπες αριθμητικές του λογικού, στις οποίες σοβεί ένα ανομολόγητο μίσος για τις μη ένσκοπες δραστηριότητες του ανθρώπου.
»Είναι το παιδί, λοιπόν, μια ανταρσία σε ό,τι υπόσχεται το λογικό και συνάμα επεναλειτουργία της όρεξης για ζωή; Μια, ίσως, ένσαρκη παρουσία εκείνης της ηλικιακής μεταφυσικής του Καμύ, που παραπέμπει σε ένα πυρίκαυστο υπέδαφος, απ’ όπου θα εξορύξει ο άνθρωπος νόημα ζωής; Είναι, -για να θυμηθούμε τον Langenveld- “le facheux troisieme” ή “l’enfant terrible”;
»Άσκοπες, θα πει κανείς, ερωτήσεις. Όμως αναπέμπουν στην πράξη του Σίσυφου, που θέλει σώνει και καλά να κρατάει σε κίνηση την πέρτα».


Ι. Ε. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ. (1999). Μεταξύ Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Σε αναζήτηση της χαμένης σωματικότητας και χρονικότητας του παιδιού. Αθήνα: Γρηγόρη, σ. 7.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024: Με τον κοφτερό λόγο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΕΛΕΒΙΤΣΗ... 31 χρόνια μετά...





ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ. «Ο Χριστιανισμός», Ευθύνη, τχ. 264, (Δεκέμβριος 1993) 642-644.

Τι σημαίνει «συγκατάβαση;»

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Όλοι γνωρίζουμε πως τα Χριστούγεννα είναι το μυστήριο της «θείας συγκατάβασης». Της συγκατάβασης του Θεού στον άνθρωπο. Τα Χριστούγεννα είναι η «μητρόπολη των εορτών». Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος χωρίστηκε απ’ το Θεό. Άλλωστε, αυτό είναι η αμαρτία: Ο χωρισμός απ’ το Θεό. Έτσι, ήρθε στον άνθρωπο ο σκοτασμός, η σύγχυση και η άγνοια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πλησιάσει το Θεό.
Όμως, αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος, το έκανε ο Θεός και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Γίνεται ορατός στη ζωή μας και έρχεται ανάμεσά μας. Όπως λέει ο Mέγας Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό». Ναι, χάσαμε τον παράδεισο, αλλά ο Θεός μάς δίνει έναν δεύτερο παράδεισο, καλύτερο αυτή τη φορά. Ποιος είναι αυτός ο παράδεισος; Ο ίδιος του ο εαυτός.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, είναι το κέντρο των εορτών. Ο Χριστός είναι ο «θησαυρός» και το κέντρο της ζωής μας. Όπως λέει και ο Άγιος Πορφύριος: «Ο Χριστός είναι το παν». Δηλαδή, αυτό που κάνουμε στην Εκκλησία και στην πνευματική ζωή, είναι ένα διαρκές «κυνηγητό» του Θεού. Μια διαρκής αναζήτηση του Θεού. Μια προσπάθεια καθημερινή να ελκύσουμε το Θεό στη ζωή μας. Ο Χριστός προσφέρεται σ’ όλο τον κόσμο, στον καθένα μας αδιακρίτως. Αυτά που Τον εμποδίζουν, είναι τα «τείχη» και οι οχυρώσεις που έχουμε. Ο αγώνας, όμως, είναι να «γκρεμίσουμε» τα «τείχη» και να δεχθούμε τη χάρη του Θεού.
Τα στοιχεία που μπορούμε να πάρουμε απ’ τη γέννηση του Χριστού είναι δύο. Το πρώτο είναι αυτή η συγκλονιστική έννοια της «συγκατάβασης». Έρχεται ο Θεός στη δική μας κατάσταση και, μάλιστα, αυτό που είναι το δεύτερο στοιχείο, έρχεται με τον πιο ταπεινό τρόπο: Γεννάται στο σπήλαιο και στην αφάνεια. Γιατί επιλέγει αυτό τον τρόπο; Γιατί τα σπουδαία και σημαντικά δεν διαφημίζονται. Τα μειονεκτικά διαφημίζονται. Το αληθινό απαιτεί σιωπή, ησυχία και αφάνεια. Άρα, και εμείς χρειάζεται να ειρηνεύσουμε μέσα στη σιωπή, στην ησυχία και στην αφάνεια.
Όταν λέμε, όμως, «αφάνεια», δεν εννοούμε αφάνεια «ψυχολογική», αλλά αφάνεια «πνευματική». Τι σημαίνει αυτό; Ότι μας συντρίβει ο πόθος για το Θεό τόσο πολύ, που είμαστε ανύπαρκτοι για τον κόσμο. Μας αγνοεί ο κόσμος γιατί αγνοεί αυτό τον πόθο και αυτή την αναζήτηση που έχουμε για το Θεό. Αυτός ο πόθος μάς στρέφει στην καρδιά μας. Βλέπουμε, ταυτόχρονα, κάτι: Θέλει η καρδιά μας να πλησιάσει το Θεό, αλλά δεν μπορεί. Μας ξεπερνάει ο Θεός. Θέλει η καρδιά μας, αλλά είναι «κλειστή». Λέμε: «Πού να έρθει ο Θεός να κατοικήσει μέσα μας;». Η Εκκλησία, όμως, μας δίνει θάρρος και κουράγιο. Ακούμε να μας λέει: «Εμείς οι εξαφανισμένοι και οι ασήμαντοι παίρνουμε θάρρος, γιατί μέσα στη σπηλιά και στην αφάνεια γεννήθηκε ο Χριστός».
Σταδιακά διαπιστώνουμε και βλέπουμε πως ο Θεός είναι μια ολοκληρωτική συγκατάβαση. Όσο παύουμε να πιστεύουμε στον εαυτό μας, αλλά εξακολουθούμε, παρά τα δεδομένα του κόσμου, να ελπίζουμε στο Θεό, τόσο αποκαλύπτεται ο Θεός στην καρδιά μας ως «συγκατάβαση», «γλυκασμός» και «ανάπαυση». Αυτό φέρνει και σε μας ένα μήνυμα, αλλά και μια πρόσκληση. Σκεφτόμαστε και λέμε: «Συγκατάβαση έκανε ο Θεός σε μας, στην πτώση μας, στην αμαρτία μας και στον σκοτασμό μας. Ήρθε και μας ανέστησε για να μας πει: "Είδατε ποιος είναι ο Θεός; Ποιο είναι το ήθος του Θεού; Είδατε τι κάνει ο Θεός; Κάντε το και εσείς σε όλους τους άλλους"». Δηλαδή, μας καλεί και εμάς να κάνουμε συγκατάβαση και να επιδείξουμε επιείκεια, αποδοχή και συγχώρεση στον αδελφό μας.
Όλα αυτά ακούγονται όμορφα και ευχάριστα. Όμως, δεν είναι μόνο λόγια. Είναι πρωτίστως πράξη. «Συγκατάβαση» σημαίνει με απλά λόγια: Όπως ποθώ το Θεό και ο Θεός είναι ένα «άνοιγμα» για μένα, έτσι και εγώ ποθώ τον κάθε άνθρωπο και γίνομαι θυσία για τον καθένα. Ξεχνάω κάθε κόστος και κάθε κόπο. Το πιο σπουδαίο, με λίγα λόγια, είναι να μένουμε «ανοιχτοί» και να βλέπουμε πέρα απ’ τη δική μας ανάγκη. Την ανάγκη του άλλου πριν το πει. Να τον αναπαύουμε και να ξοδεύουμε κόπο και χρόνο. Δεν υπάρχει άλλοθι στο να διακονήσουμε τον άλλον άνθρωπο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως για ένα λόγο αξίζει να ζούμε: Για να διακονούμε τον άλλον άνθρωπο. Για ποιο λόγο; Διότι πρώτος μας διακόνησε ο Θεός.
Μόνο ένας άνθρωπος που αισθάνθηκε τη διακονία και τη συγκατάβαση του Θεού, μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αν δεν το κάνει, δεν σημαίνει πως είναι «κακός», απλά δεν «γεύτηκε» τη συγκατάβαση του Θεού. Αν, όμως, «γεύτηκε» το Θεό και παραμένει«κλειστός», τότε, αυτός ο άνθρωπος είναι ήδη «νεκρός». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη «αναπηρία» απ’ το να δίνει ο Θεός και να παραμένουμε «κλεισμένοι» στον εαυτό μας.
Μήπως και εμείς, τελικά, στην Εκκλησία έτσι είμαστε; Μήπως συμμετέχουμε στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, μάθαμε για την εξομολόγηση, για τη Θεία Κοινωνία, βρήκαμε έναν ιερέα που μας βολεύει, μια ενορία που μας αρέσει και περνάμε καλά; Έξω τι κάνουμε; Θυσιαζόμαστε για τους άλλους ή είμαστε αδιάφοροι; Ήρθε η ώρα να «ενεργοποιήσουμε» τη φράση που λέει: «Λειτουργία μετά τη λειτουργία». Δηλαδή: Ήρθες στην Εκκλησία και κοινώνησες; Μετά έχει κι άλλη «λειτουργία». Ποια; Λέει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Τη λειτουργία του αδερφού σου». Πού είναι η αγάπη μετά; Πού είναι η αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον;
Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως δεν σωθήκαμε επειδή κοινωνήσαμε απλώς. Η Θεία Κοινωνία σώζει όταν γίνει πραγματική κοινωνία. Όταν δύο πόθους έχουμε στη ζωή μας: Πώς να βρω το Θεό και πώς ν’ αναπαύσω τον αδελφό μου. Την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα τα βρούμε, όταν μπορέσουμε ν’ ακούσουμε την καρδιά μας. Να θυμόμαστε το εξής: Πως απ’ την στιγμή που ο Θεός γίνεται άνθρωπος, δεν υπάρχει, πλέον, ο ουρανός ως τόπος συνάντησης με το Θεό, αλλά μονάχα η ανθρώπινη καρδιά.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: Ο σεβασμός της καρδιάς μας

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιγ΄ 10-17) ο Χριστός θεραπεύει τη συγκύπτουσα γυναίκα στη συναγωγή, ημέρα Σάββατο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, σκανδαλίσθηκαν οι θρησκευτικοί άνθρωποι και αγανάκτησαν, λέγοντας: «Πώς είναι δυνατόν να παραβαίνεις την εντολή του Σαββάτου και να θεραπεύεις τη συγκύπτουσα;». Μπορούμε να πούμε πως ο Χριστός επίτηδες έκανε αυτή την πράξη ημέρα Σάββατο, ώστε να βγάλει στην επιφάνεια το πρόβλημα των ανθρώπων.
Ποιο ήταν το πρόβλημα; Η υποκρισία. Οι θρησκευτικοί άνθρωποι οχυρώνονταν στο νόμο μ’ έναν υποκριτικό τρόπο και αρνούνταν το ανθρώπινο πρόσωπο και την αγάπη. Ο Κύριος τους επισημαίνει: «Όταν έχετε να κάνετε μια δουλειά, όπως το να φροντίσετε τα ζώα σας, δεν παραβαίνετε το Σάββατο; Τώρα που θεραπεύτηκε η ασθενής, αντιδράτε;». Αξίζει να δει κανείς λίγο τη δυσκολία αυτών των ανθρώπων που αγανάκτησαν.
Ο Χριστός θεραπεύει ημέρα Σάββατο και παραβαίνει το νόμο. Τίθεται ένα ερώτημα: «Ο νόμος ή ο άνθρωπος; Ο νόμος ή η αγάπη;». Εμείς εύκολα απαντούμε: «Ασφαλώς ο άνθρωπος και η αγάπη». Όμως, χρειάζεται να ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Όταν ο Κύριος βγάζει όλα αυτά στην επιφάνεια, καλεί τον θρησκευτικό άνθρωπο της εποχής εκείνης, αλλά και της σημερινής, να κάνει εσωτερικές ανατροπές και να βγει απ’ τις οχυρώσεις του. Εμείς έχουμε φτιάξει έναν τύπο «χριστιανού», βολευτήκαμε, αλλά δεν θέσαμε ερωτήματα στον εαυτό μας: «Είμαστε όντως έτσι όπως θέλει ο Θεός; Είναι ο Θεός η χαρά μας ή είναι ένας εξωτερικός τύπος;». Ο Χριστός, λοιπόν, κάνει αυτή την ανατροπή: Μας τοποθετεί υπεύθυνα ενώπιον του εαυτού μας και της καρδιάς μας.
Ποια είναι η θεραπεία; Εμείς αφελώς σκεφτόμαστε και λέμε: «Έχει δίκιο ο Χριστός. Ο άνθρωπος και όχι ο νόμος». Όταν, όμως, ο Κύριος θέτει αυτό, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο που δεν το υποψιαζόμαστε. Όταν λέει «όχι ο νόμος», εννοεί: «Άσε τους κανόνες και τους νόμους, δες τι συμβαίνει μέσα στην καρδιά σου και αναζήτησε το φως και τη ζωή». Εμείς σήμερα προκρίνουμε το νόμο, διότι φοβόμαστε να σχετιστούμε με κάποιον άνθρωπο.
Στην πνευματική ζωή δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει ένα βαθύτερο γεγονός: Ο σεβασμός της καρδιάς μας. Μ’ αυτό μας βάζει «αντιμέτωπους» ο Κύριος στο ευαγγέλιο της Κυριακής. Το «-αντί» του νόμου είναι ο «σταυρός» και η «αναζήτηση του Θεού». Σίγουρα είναι πολύ πιο εύκολο να έχεις ένα νόμο, να τον τηρείς μηχανικά και να νιώθεις «ασφαλής» εκεί, αλλά είναι πιο δύσκολο να «ζωντανέψεις» την καρδιά σου και να βρεις τον τρόπο ν’ αποκαλυφθεί ο Θεός στη ζωή σου. Είναι πιο δύσκολο να μπεις σ’ αυτή την πορεία αναζήτησης του Θεού. Ο λόγος; Διότι είναι μια «έμπονος» αναζήτηση. Ο Θεός είναι κάτι «άπιαστο» και «αόρατο».
Το ερώτημα, παρ’ όλα αυτά, «περιμένει» μια απάντηση: «Πώς θα μπορέσω Αυτόν το Θεό να Τον κάνω ζωή μου και ν’ αρνηθώ τα πάντα για χάρη Του;». Τι λέμε εμείς; «Δύσκολα αυτά τα πράγματα για μένα. Καλύτερα να δούμε τι λέει η Εκκλησία, να τηρήσουμε πέντε νόμους που είναι πιο εύκολο και βολικό». Ή κάνουμε και κάτι άλλο: Φτιάχνουμε ένα ιδεολόγημα, όπου λέμε: «Όλα επιτρέπονται. Ο Χριστός αγαπάει». Δεν κατανοούμε πως το ζητούμενο είναι κάτι άλλο: Να «ζωντανέψει» η καρδιά μας και να Τον αναζητήσουμε.
Είπαμε στην αρχή πως σίγουρα όλοι μας θα επιλέγαμε τον άνθρωπο και όχι το νόμο. Όμως, προκύπτει ένας προβληματισμός: «Μπορείς ν’ αγαπήσεις τον άλλον, αν δεν ξέρεις, πρώτα απ’ όλα, ποιος είσαι εσύ ο ίδιος; Αν δεν σέβεσαι την καρδιά σου;». Δηλαδή, είμαστε έτοιμοι να «θεραπεύσουμε» τον εαυτό μας και τους άλλους; Η θεραπεία δεν γίνεται με τα λόγια, αλλά μ’ αυτό που «ακτινοβολεί» η ύπαρξή μας. Αν η ύπαρξή μας εμπνέει και φέρει την εμπειρία της χάριτος του Θεού. Εμείς μπερδευόμαστε γιατί προσπαθούμε και αγωνιούμε όλα να τα καταλάβουμε και να τα ερμηνεύσουμε.
Δεν αφηνόμαστε στην έκπληξη. Δεν αφηνόμαστε στο «χάδι» του Θεού. Ο Θεός έρχεται σαν μια λεπτή «αύρα» και χρειάζεται ησυχία και σιωπή για να Τον ακούσεις. Εμείς σήμερα κάνουμε φασαρία με πολλούς τρόπους. Μας τρομάζει η ησυχία και η σιωπή. Έτσι, δυσκολευόμαστε να μπούμε στην «περιπέτεια του αγνώστου», ώστε ο Θεός να γίνει «Θεός μου». Ο Θεός, που είναι στα «ράφια του βιβλίου», να μπει μέσα στην καρδιά μου και να γίνει βίωμα. Αυτό σημαίνει «αγαπώ τον εαυτό μου»: Σεβάστηκα το λόγο που υπάρχω.
Αν μπούμε σ’ αυτή την διαδικασία, επομένως, καταλαβαίνουμε πως είναι «αστείο» να μιλάμε για νόμους. Ο προορισμός μας είναι κάτι άλλο: Η αίσθηση της αγάπης του Θεού. Έτσι μπορούμε και ξεπερνούμε τα σχήματα και ελευθερωνόμαστε. Ο Χριστός ήρθε για ν’ ανατρέψει όλα αυτά τα σχήματα. Μάλιστα, αυτή η ελευθερία δεν κερδίζεται, αλλά δωρίζεται. Πότε; Όταν «γευτούμε» την αγάπη του Θεού. Πότε την «γευόμαστε»; Όταν τη ζητούμε. Πότε τη ζητούμε; Όταν ξεπεράσουμε τις θρησκευτικές οχυρώσεις μας και σεβαστούμε την καρδιά μας. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο εκτιμούμε κάθε άνθρωπο, εχθρό και φίλο. Δεν πιέζω τον εαυτό μου ν’ αγαπήσει, αλλά είναι μια αυτόματη κίνηση της ύπαρξής μου.
Μην πέσουμε στην «παγίδα» και θεωρήσουμε πως ο Χριστός ήρθε να καταλύσει το νόμο για να μας δώσει μια προοπτική «αφασίας», αλλά ο Χριστός μάς καλεί πρώτα να σεβαστούμε την καρδιά μας. Αυτό είναι το γεγονός που εκπορεύεται μέσα απ’ το Κυριακάτικο Ευαγγέλιο. Ο Χριστός κάνει μια ανατροπή, μας φωτίζει και μας δίνει την αγάπη Του. Εμείς θα είμαστε ικανοί να γίνουμε δεκτικοί αυτών των δωρεών, όταν κοιτάξουμε μέσα μας και σεβαστούμε τα βάθη της καρδιάς μας.
Αυτό σημαίνει να ζητήσουμε την προσωπική μας συνάντηση με τον Χριστό. Τότε, όταν επιτρέψει ο Θεός, ελευθερώνεται ο άνθρωπος και ζει με μια άνεση, έξω απ’ τα «δεσμά» του κόσμου και του νόμου. Θέλει το καλό όλων των ανθρώπων και δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε «καλούς» και «κακούς». Υπάρχει μια άλλη προοπτική: Ο ελεύθερος άνθρωπος φέρει τη δυνατότητα θεραπείας του άλλου ανθρώπου, μιας και εκπέμπει παρηγοριά και ελπίδα.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Η επιθυμία για φως

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιη΄ 35-43) ο Χριστός στον δρόμο προς την Ιεριχώ συνάντησε κάποιον τυφλό, ο οποίος καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη. Ξαφνικά, ο τυφλός άκουσε πολλή φασαρία και ρώτησε: «Τι συμβαίνει;». Το πλήθος του απάντησε πως περνάει ο Χριστός. Ακριβώς εκείνη την στιγμή αναπτερώνονται οι ελπίδες του και με όλη του τη δύναμη φωνάζει: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Όμως, ο όχλος τον επιτιμά και του λέει να σωπάσει. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος πιο πολύ ζητούσε τον Χριστό. Τελικά, ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι ζητάς;». Ο τυφλός απάντησε: «Το φως». Τότε, εξαιτίας της πίστης του, ο Κύριος θαυματούργησε και τον θεράπευσε.
Αρχικά, αξίζει να τονιστεί πως ο τυφλός δεν ζητούσε απλώς το φως των οφθαλμών του, αλλά ζητούσε το φως το αληθινό, το φως του Χριστού. Έτσι, τι έκανε; Ζήτησε. Δεν έμεινε «κλεισμένος» στον εαυτό του. Ζητούσε την ικανοποίηση του πόθου του. Μάλιστα, συμβαίνει κάτι που μας εντυπωσιάζει. Αν και ήταν τυφλός, είχε εξασκήσει μια άλλη αίσθηση που διατηρούσε: Την ακοή. Η ακοή τον έσωσε, αφού του επέτρεπε ν’ ακούει την καρδιά του και τον βαθύτερο πόθο του. Άκουγε ότι είχε ανάγκη το φως. Όμως, άκουγε και κάτι άλλο, ακόμη πιο σημαντικό: Την ελπίδα που αναδυόταν μέσα απ’ τον όχλο. Την παρουσία του Χριστού.
Ο τυφλός μάς αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος που ζητάει το φως και την αλήθεια, σέβεται την καρδιά του, την ακούει, αλλά, παράλληλα, είναι «ανοιχτός» και στην ελπίδα. Περιμένει την ευλογημένη στιγμή που θα περάσει ο Χριστός από μπροστά του. Ο Κύριος σίγουρα στον καθένα μας θα δώσει την ευκαιρία να συναντηθούμε μαζί Του. Το πρόβλημα του ανθρώπου, όμως, είναι ότι είναι απολύτως «νεκρές» οι αισθήσεις του. Πότε είναι «νεκρές»; Όταν ο άνθρωπος απελπίζεται.
Ο τυφλός αποτελεί πρότυπο για όλους μας. Όταν καταλαβαίνει ότι περνά ο Χριστός από κοντά του, αδιαφορεί για τον όχλο και για τη φασαρία των λογισμών του. Οι λογισμοί του τι του λέγανε; «Άσε ρε καημένε τώρα. Σιγά μη γυρίσει ν’ ασχοληθεί μαζί σου ο Χριστός». Αυτός, όμως, επιμένει στον πόθο της καρδιάς του και λέει: «Τώρα είναι η ευκαιρία της ζωής μου. Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτό το περιστατικό μάς δείχνει πως η ζωή μας είναι τόσο σημαντική. Δεν αξίζει να την αφήνουμε να περνάει με μια επιπολαιότητα. Η κάθε στιγμή που αφήνουμε να περάσει μπορεί να είναι η «γόνιμη» στιγμή της συνάντησής μας με τον Χριστό.
Μπορούμε να πούμε πως υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που «μετανοεί» και στον άνθρωπο που «δεν μετανοεί». Ο άνθρωπος που «δεν μετανοεί» είναι ο άνθρωπος που ακούει τον όχλο που τον επιτιμά και, μάλιστα, υπακούει σ’ αυτή τη φωνή. Δηλαδή, υπακούει στην απελπισία, υπακούει στο λογισμό του, που είναι μια προβολή του εγωισμού του και του λέει: «Μα είναι δυνατόν να βρω το φως; Αφού είμαι τυφλός. Μα είναι δυνατόν να με συγχωρέσει ο Θεός; Αφού είμαι αμαρτωλός. Είναι δυνατόν να με αγαπήσει ο Θεός; Εγώ είμαι ανάξιος αγάπης». Στην αντίπερα όχθη, ο ταπεινός άνθρωπος τι κάνει; Κατ’ αρχάς, βρίσκεται μέσα στον όχλο. Δεν κρύβεται στο δωμάτιό του για να «ηδονίζεται» στα σκοτάδια του. Βγαίνει σε αναζήτηση του Χριστού μέσα στον όχλο. Γίνεται ρεζίλι. Του διαμαρτύρεται ο όχλος, τού λέει σταμάτα, αλλά αυτός επιμένει, αγνοεί τον όχλο, αγνοεί τους λογισμούς, γιατί έχει καθαρή και άσβεστη μέσα του την επιθυμία για το φως.
Αυτό είναι που μας σώζει. Εμείς λέμε: «Θέλουμε τον Χριστό». Ψέματα είναι. Αν Τον ζητούμε, το δείχνει η στάση ζωής μας και πού είμαστε στραμμένοι. Ο άνθρωπος που αληθινά προσδοκεί τον Χριστό, αναγνωρίζει τα σκοτάδια του, είναι τυφλός, αλλά έχει την ακοή. Ακούει, δηλαδή, τους αναστεναγμούς της καρδιάς του και την ελπίδα που περνά από μπροστά του. Πώς μπορεί και ακούει την καρδιά του; Αγνοεί τις φωνές του όχλου που του λένε: «Σταμάτα. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να έρθει στη ζωή σου. Είναι παραμύθι ο Θεός, δεν σε ακούει ο Θεός, είσαι αμαρτωλός και είναι ανύπαρκτος ο Θεός για σένα».
Αυτός είναι ο άνθρωπος της μετάνοιας και της αρετής. Η αρετή δεν είναι ένα ψυχολογικό γεγονός του τύπου «έγινα καλύτερος άνθρωπος». Αρετή σημαίνει ότι «έχω καρδιά, ακούω τους πόθους της και επιμένω εκεί». Αν δεν περάσουμε απ’ αυτή την εσωτερική κατάσταση, αν δε, ζήσουμε αυτή την εσωτερική «ρωγμή», δεν μπορεί ο άνθρωπος να «γεννηθεί πνευματικά». Θα είναι, ίσως, ένας καλός άνθρωπος, ένα «καλό παιδάκι του κατηχητικού», θα το θαυμάζουν, θα περνάει η ζωή του και μετά το τέλος. Το θέμα είναι να βρούμε το φως του Χριστού. Αυτό και τίποτα άλλο.
Αξίζει, όμως, να σταθούμε και στη συμπεριφορά του Χριστού. Τον βλέπουμε να διδάσκει τον κόσμο που ήταν εκεί. Δεν έκανε βόλτα. Τι κάνει μόλις αντικρίζει τον τυφλό; Αφήνει αυτό που κάνει και ασχολείται με το πρόβλημα του τυφλού. Μας δείχνει, δηλαδή, ο Κύριος πως δεν υπάρχει πνευματική ζωή χωρίς το ενδιαφέρον για την ανάγκη του αδελφού μας. Δεν υπάρχει πνευματικότητα χωρίς τη διακονία του δυσκολεμένου ανθρώπου. Εμείς σήμερα μπορεί να ζούμε σε μια ψευδαίσθηση όπου λέμε: «Εγώ είμαι πνευματικός άνθρωπος και δεν ασχολούμαι με τις ανάγκες των ανθρώπων. Είμαι πνευματικός άνθρωπος και είμαι στο κελάκι μου και προσεύχομαι. Αδιαφορώ, όμως, για τον τυφλό που είναι δίπλα μου και περνάει».
Ο Χριστός, αντιθέτως, αφήνει τη διδασκαλία και ασχολείται με την ανάγκη του ανθρώπου. Λέει σ’ εμάς: «Άσε τις ψεύτικες πνευματικότητές σου. Αν είναι αληθινή η πνευματικότητά σου, τότε, γίνε ελπίδα και φως στον άλλον». Γράφει ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος σ’ ένα βιβλίο του: «Όποιος αναζητάει το ίχνος του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν θα το βρει παρά μόνο στο πρόσωπο των αρρώστων, των πεινασμένων, των φυλακισμένων και των ξένων». O Χριστός, επομένως, δεν απέστρεψε το πρόσωπό Του απ’ τους ανθρώπους που υπέφεραν για να μην Του χαλάσουν την ατομική ηρεμία και τη θετική Του διάθεση.
Αυτός, επομένως, είναι ο σκοπός της ζωής μας. Η πνευματική ζωή είναι το να ακούω την καρδιά μου, τους πόθους της και να ελπίζω στο «ανέλπιστο». Όλη η ύπαρξή μου να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία που περνά από μπροστά της και να φωνάζω: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».