Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Ανακοίνωση του «ΚΑΙΡΟΥ» για την πρόσφατη Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών


Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος "ΚΑΙΡΟΣ"
Ελ. Βενιζέλου 59Α, Τ.Κ. 15561 ΧΟΛΑΡΓΟΣ
Ιστοσελίδα: http://www.kairosnet.gr

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η   Τ Υ Π Ο Υ

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με πρόσφατη Απόφασή του (1478/2022) ακύρωσε το μέχρι σήμερα ισχύον καθεστώς (Κ.Υ.Α. 61178/ΓΔ4/28-05-2021) για τη χορήγηση απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ). Η Απόφαση επικαλείται ως ουσιώδη έναν τυπικό λόγο, ότι δηλαδή ο νομοθέτης είχε παραλείψει να ζητήσει τη γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, η Απόφαση του ΣτΕ προχωρεί πέρα από το ζήτημα αυτό και επανακαθορίζει τη θέση και τον τρόπο οργάνωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Συγκεκριμένα, καλεί την Πολιτεία, μέχρι το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023, «να θεσπίσει ένα ισότιμο μάθημα συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών» στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Όσοι παρακολουθούν, στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τις εξελίξεις σχετικά με το ΜτΘ αντιλαμβάνονται, ασφαλώς, ότι πρόκειται για μια αυτονόητη αλλά εξαιρετικά δυσοίωνη κατάληξη. Μολονότι η πρόσφατη Απόφαση αποτελεί συνέχεια προγενέστερων (βλ. Αποφάσεις ΣτΕ 1749/2019 και 1750/2019), κομίζει εμφαντικά ορισμένα νέα στοιχεία.
Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη Απόφαση εκδόθηκε ύστερα από την προσφυγή γονέων, οι οποίοι δεν επιθυμούν τα παιδιά τους να παρακολουθούν το ΜτΘ. Σε παρόμοια προσφυγή κατά το παρελθόν είχαν παρασταθεί ως αντίδικοι η Εκκλησία της Ελλάδος, η Εκκλησία της Κρήτης και οι Θεολογικές Ενώσεις. Από την άποψη αυτή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η Απόφαση αποτελεί ήττα τόσο του θεολογικού όσο και του εκκλησιαστικού χώρου.
Ακολούθως, η Πολιτεία καλείται «για πρώτη φορά», κατά την έκφραση του ίδιου του ΣτΕ, να ρυθμίσει το ζήτημα της απαλλαγής με την εισαγωγή άλλου μαθήματος, το οποίο θα είναι ισότιμο με το ΜτΘ. Το σκεπτικό της συγκεκριμένης παραγγελίας θεμελιώνεται στις σχετικές Αποφάσεις του 2019, στις οποίες ορίζεται ότι το ΜτΘ απευθύνεται «αποκλειστικά» σε Ορθόδοξους μαθητές/τριες, ότι οι αλλόδοξοι, οι ετερόθρησκοι ή οι άθεοι μπορούν να απαλλάσσονται «με την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης» και ότι η Πολιτεία οφείλει «να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος “ελεύθερης ώρας”» για τους απαλλασσόμενους.
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι η Απόφαση του ΣτΕ για την εισαγωγή «ισότιμου μαθήματος» λήφθηκε παρά τις αντιρρήσεις του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Πράξη 7/23-07-2020), το οποίο επικαλέστηκε τις δυσχέρειες που θα έχει ένα τέτοιο εγχείρημα. Το ΣτΕ περιορίστηκε να αναγνωρίσει ότι το ισχύον καθεστώς είναι προσωρινά αποδεκτό, ως μεταβατικό και υπό προθεσμία. Επομένως, η Απόφαση αποτελεί προφανή και πολλαπλή ήττα και για την Πολιτεία.
Μετά την παραπάνω εξέλιξη, στην όποια μελλοντική ρύθμιση ,η Πολιτεία οφείλει να λάβει υπόψη τις θέσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Στο σημείο αυτό, διαφαίνεται μία αντίφαση στην Απόφαση του ΣτΕ, καθότι το ίδιο έχει ορίσει ότι η απαλλαγή χορηγείται για λόγους «θρησκευτικής συνείδησης» ενώ η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει γνωματεύσει, επανειλημμένα, ότι η απαλλαγή χορηγείται «κατ’ επίκληση αποκλειστικά και μόνον λόγων συνείδησης» (Απόφαση 28/2019). Η διαφορά είναι τεράστια. Η απαίτηση για γνωμοδότηση της Ανεξάρτητης Αρχής, ως προϋπόθεσης της νομιμότητας της όποιας ρύθμισης του ζητήματος της απαλλαγής, αποτελεί, άραγε, έμμεση διολίσθηση του ΣτΕ από την αρχική θέση του;
Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ» έχει εκφράσει, επανειλημμένα, τις θέσεις του για τη μορφωτική αποστολή του ΜτΘ στο δημόσιο σχολείο. Ταυτόχρονα, με σεβασμό στις αποφάσεις του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, έχει ασκήσει κριτική σε αποφάσεις του σχετικά με το ΜτΘ, επισημαίνοντας αντινομίες και κινδύνους που απειλούν, τελικά, την ίδια την ύπαρξη του μαθήματος. Με αυτό το πνεύμα, μετά την τελευταία Απόφαση του ΣτΕ, εκφράζουμε για μία ακόμη φορά την έντονη ανησυχία μας για το παρόν και το μέλλον του ΜτΘ.
Αναγνωρίζουμε ότι το άρθρο 16, 2 του Συντάγματος ορίζει ως αποστολή του Κράτους να μεριμνά για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης μέσω της εκπαίδευσης. Φρονούμε, όμως, ότι ο τρόπος ερμηνείας αυτού του άρθρου από το ΣτΕ, έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς ασφυκτικής κηδεμόνευσης του ΜτΘ, το οποίο τελικά τείνει να το καταπνίξει. Συγκεκριμένα, προβληματιζόμαστε όταν οι Αποφάσεις του ΣτΕ, πέρα από τα νομικά ζητήματα, υπεισέρχονται σε αμιγώς θεολογικά ή παιδαγωγικά ή διδακτικά θέματα. Εκφράζουμε την ανησυχία μας, όταν προτείνονται οργανωτικές λύσεις οι οποίες είναι μη εφαρμόσιμες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αυτό λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ανησυχούμε, επίσης, για την άκριτη και χωρίς σοβαρή μελέτη προώθηση του πολυ-ομολογιακού μοντέλου οργάνωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Διαφωνούμε με κάθε πρόταση ή ενέργεια η οποία θα συρρικνώσει το ΜτΘ, υποβαθμίζοντας είτε την οργανωτική του μορφή είτε την παιδαγωγική του αποστολή. Με σεβασμό στα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, για ουσιώδεις θεολογικούς και παιδαγωγικούς λόγους, είμαστε αντίθετοι με την «ομοσπονδοποίηση» του ΜτΘ. Απορρίπτουμε τις φωνές μισαλλοδοξίας και εύκολου λαϊκισμού, που εμφανίζονται συχνά στο πλαίσιο του διαλόγου για το ΜτΘ, από όπου και αν προέρχονται. Οραματιζόμαστε μια δημιουργική θρησκευτική εκπαίδευση ανοικτών οριζόντων, η οποία θα βοηθάει τους μαθητές στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους και θα προωθεί την ειρηνική συνύπαρξη και τον διάλογο.
Αυτή την ύστατη ώρα, καλούμε όλες και όλους που ενδιαφέρονται για την ύπαρξη και τη λειτουργία της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στον τόπο μας, και ιδιαιτέρως όσες και όσους έχουν θεσμική ευθύνη για την οργάνωση και τη λειτουργία του ΜτΘ, καθώς και τις / τους εκπαιδευτικούς του μαθήματος σε όλες τις βαθμίδες, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να επικεντρωθούν σοβαρά στο ζήτημα. Από τα λάθη του παρελθόντος διαπιστώνεται πως δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και ότι οι κάθε λογής ακρότητες μπορεί να βλάψουν το ΜτΘ ανεπανόρθωτα. Η πρόσφατη Απόφαση του ΣτΕ καθιστά ξανά επιτακτική την ανάγκη για ενδελεχή μελέτη, γόνιμο διάλογο και δημιουργικές αποφάσεις. Ο «ΚΑΙΡΟΣ» εργάζεται, ήδη, προς αυτή την κατεύθυνση.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Χρήστος Καρακόλης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γεώργιος Στριλιγκάς Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων (ΠΕ01) Κρήτης.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς καί ἡ Εκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μέ ἀφορμή την 48η ἐπέτειο τῆς ἀποκαταστασης τῆς Δημοκρατίας

Γράφει ὁ ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Στά τέλη τοῦ 1969, ἐποχή κατά τήν ὁποία ἐξελίσσεται ἐμφαντικῶς ἡ προπαγάνδα τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος τῶν Συνταγματαρχῶν, ὁ αὐτοεξόριστος τότε στό Παρίσι Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, σέ συνέντευξή του στήν ἑλβετική ἐφημερίδα “Journal de Geneve” (1η Ὀκτωβρίου 1969), διακωμωδῶντας τήν «ἑλληνοχριστιανική» ἐκδοχή τῆς πολιτικῆς της δικτατορίας θά δηλώσει: «Τό καθεστώς τῶν Ἀθηνῶν στερούμενον ἰδιαιτέρου ἰδεολογικοῦ προσανατολισμοῦ εἰς οὐδεμίαν μορφήν πολιτεύματος – οὔτε κἄν τῆς κλασσικῆς δικτατορίας – ἀνταποκρίνεται. Καί τό ἐν λόγῳ κενόν δέν δύναται νά πληρωθεῖ οὔτε μέ μεσαιωνικάς θεοκρατικάς ἐννοίας, οὔτε μέ συνθήματα ὡς το “Ἑλλάς Ἑλλήνων Χριστιανῶν”, ἐνῶ αἱ μέθοδοι τοῦ καθεστῶτος εἶναι ἐλάχιστα χριστιανικαί…»
Εἶναι σαφές ὅτι μέ τίς δηλώσεις του αὐτές ὁ Καραμανλῆς ἐπιχειρεῖ νά ἀποκόψει τόν ὀμφάλιο λῶρο τῆς δικτατορίας μέ τόν χῶρο τῆς συντηρητικῆς δημοκρατικῆς παρατάξεως πού θά μποροῦσε θεωρητικῶς νά παράσχει στό στρατιωτικό καθεστώς μιά ὑποτυπώδη ἀποδοχή. Ἀπό τίς δηλώσεις τοῦ Καραμανλῆ δέν λείπει καί ἡ καυστική εἰρωνεία γιά τήν πολιτική ἐκμετάλλευση τῆς θρησκείας καί μάλιστα, ὅπως σημειώνει, μιά ἐκμετάλλευση «μέ μεθόδους ἐλάχιστα χριστιανικάς». Πρόκειται γιά αἰχμηρή κριτική ἀναφορά στίς καθεστωτικές πρακτικές στό χῶρο τῆς θρησκείας τίς ὁποῖες ὁ Καραμανλῆς διακωμωδεῖ θεωρῶντας τες ὡς μιά παρωδία θρησκευτικότητας μέ τήν ὁποία ἡ αὐθεντική θρησκεύουσα συντηρητική δημοκρατική παράταξη οὐδεμία μπορεῖ νά ἔχει σχέση.
Τήν ἄνοιξη τοῦ 1973 ὁ Καραμανλῆς μέ βαρυσήμαντες δηλώσεις του (23.04.1973) στίς ἐφημερίδες «Βραδυνή» καί τή «Θεσσαλονίκη», θά ἀπευθύνει σκληρή κριτική κατηγορῶντας τήν στρατιωτική Κυβέρνηση ὅτι μέ τήν ἀνερμάτιστη πολιτική της ἀποσυνθέτει κρίσιμους θεσμούς τοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αὐτούς τούς «δεινοπαθοῦντες» θεσμούς καί τήν Ἐκκλησία. «Ἡ Κυβέρνησις πειραματιζομένη διαρκῶς ἀποδιοργάνωσε τή Διοίκηση, τήν Ἐκκλησία καί τήν Παιδείαν, κατά τρόπον ὥστε νά παρουσιάζουν τήν εἰκόνα ἐπικινδύνου ἀποσυνθέσεως», θά τονίσει ὁ αὐτοεξόριστος τότε Ἕλληνας πολιτικός, ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται, ἐνδιαφέρεται καί παρακολουθεῖ στενά τό «μαρτύριο» πού βιώνει τήν περίοδο αὐτή ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ Καραμανλῆς ἀντιλαμβάνεται τήν Ἐκκλησία ὡς ἠθικοποιητικό καί φρονηματιστικό φορέα τῆς κοινωνίας πού ἔχει ὡς ἀποστολή νά συνδράμει στό ἔργο τῆς Πολιτείας, ἐντός πάντα ἑνός πλαισίου ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τόν ὁποῖο, πάντως, ὁ ἴδιος, ὡς φιλελεύθερο πνεῦμα, ἐννοιολογικά καί σημασιολογικά προσλαμβάνει ὡς ἀναφορά στό δίπολο τοῦ κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνα «ἰδεῶδες» πολιτισμοῦ καί ὄχι ὡς πολιτικοθρησκευτικό ἰδεολόγημα. Θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς φορέα κοινωνικοποιήσεως μέ πολύ σημαντική ἀποστολή καθώς τό ἔργο της ἅπτεται θεμελιωδῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν – τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ – πού ταυτοχρόνως ἀποτελοῦν βασικούς πυλῶνες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οἰκοδομήματος, τμῆμα τοῦ ὁποίου σκοπεύει νά καταστήσει καί τήν Ἑλλάδα. Ὁ Καραμανλῆς τῆς μεταπολιτεύσεως, ἔχοντας ὡς στόχο νά κάνει τήν Ἑλλάδα Εὐρώπη, νά ἐγκαταστήσει σ’ αὐτή μιά Δημοκρατία τύπου δυτικοευρωπαϊκοῦ, ἐντάσσει σ’ αὐτή τήν προσπάθεια τοῦ δυναμικοῦ ἀνοίγματος πρός τόν πολιτικό φιλελευθερισμό καί τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία θέλει ἐλεύθερη ἀπό τόν κρατικό ἐναγκαλισμό καί κινουμένη ἐντός τοῦ δικοῦ της φύσει δημοκρατικοῦ -τοῦ συνοδικοῦ – πολιτεύματος, ἀκριβῶς γιά νά ἐκπληρώνει αὐτή τήν «ἠθικήν καί ἐθνικήν ἀποστολήν της». Σ’ αὐτή τή κρίσιμη γιά τή χώρα φάση ὁ Καραμανλῆς αὐτό πού ἐπιδιώκει εἶναι νά ἔχει δίπλα του τήν Ἐκκλησία ὡς στήριγμα γιά τήν ἀποκατάσταση στή χώρα τῆς δημοκρατικῆς ὁμαλότητας. Καί τό ἐπιτυγχάνει.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, ὅταν ὁ Κων. Καραμανλῆς μετά τήν πτώση τῆς δικτατορίας ἔφθανε στήν Ἀθήνα γιά ν’ ἀναλάβει τίς τύχες τῆς χώρας καί γινόταν δεκτός περίπου ὡς «Μεσσίας», στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχε νέος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ὁποῖος λίγες ὧρες μετά τήν ἄφιξη τοῦ Καραμανλῆ, τά ξημερώματα τῆς 24ης Ἰουλίου 1974 τόν ὅρκισε Πρωθυπουργό. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ἀπό Ἰωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας), ἄν καί εἶχε ἀνέλθει στό ὕπατο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα στή διάρκεια τῆς δεύτερης φάσεως τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος (στίς 12.01.1974, ἐπί Δημ. Ἰωαννίδη), δέν εἶχε ταυτισθεῖ μέ τή δικτατορία, ὅπως ὁ προκάτοχός του Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος (Κοτσώνης, 1967-1973). Τοῦτο ἐξηγεῖται λόγῳ τόσο τοῦ μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος πού εἶχε μέχρι τότε (12.01.1974-23.07.1974) διανύσει ὁ Σεραφείμ, ὅσο καί -κυρίως- ἐπειδή συμβόλιζε τήν ἐκκλησιαστική παράταξη πού ἀνέλαβε τά ἡνία τῆς Ἱεραρχίας ἔχοντας ἔλθει σέ «μετωπική» ρήξη μέ τόν Ἱερώνυμο καί εὐρύτερα τή μερίδα ἐκείνη τῆς Ἱεραρχίας πού ἀντιπροσώπευε τό σύστημα πού εἶχε ἐπιβάλει ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐγκαθιδρύσεώς του καί γιά μιά ὁλόκληρη ἑξαετία (1967-1973) τό (ἐπί Γ. Παπαδοπούλου, σ΄ αὐτή τή πρώτη φάση του) δικτατορικό καθεστώς τῆς ”21ης Ἀπριλίου”. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ διεσφάλιζε στόν Καραμανλῆ τήν κρίσιμη περίοδο 1974-1975 ἡσυχία καί τάξη στό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας, γεγονός πού ἐπηρέασε θετικά καί ἔδρασε ἀποτελεσματικά στήν ἀνάπτυξη μιᾶς ἀγαστῆς συνεργασίας στίς σχέσεις μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν καί κατά συνέπεια στίς σχέσεις Πολιτείας – Ἐκκλησίας ἀφ’ ἑνός, ἀλλά καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν σχέσεων μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφ’ ἑτέρου. Στήν ἀνάπτυξη αὐτοῦ τοῦ θετικοῦ κλίματος συνετέλεσε καί τό γεγονός ὅτι ὁ Σεραφείμ ἀμέσως μετά τήν ἀνάρρησή του στήν Ἀρχιεπισκοπή (12.01.1974) ἐπεδίωξε καί ἐπέτυχε τήν ἐξομάλυνση τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Πατριαρχεῖο. Οἱ σχέσεις αὐτές εἶχαν σοβαρά κλονισθεῖ κατά τήν περίοδο τῆς ἀρχιεπισκοπείας Ἱερωνύμου Ἀ΄ (1967-1973) ἐξ αἰτίας τῆς καταστρατηγήσεως κατά τήν περίοδο ἐκείνη τῶν θεμελιωδῶν κειμένων (τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου [ΠΣΤ] τοῦ 1850 καί τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως [ΠΣΠ] τοῦ 1928) πού καθορίζουν τό νομοκανονικό πλαίσιο τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Φανάρι, πρακτική πού ἀποσκοποῦσε στή βαθμιαία ἀποδυνάμωση τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Πατριαρχείου στήν ἑλληνική ἐπικράτεια καί εἰδικότερα στίς ἐκκλησιαστικές ἐπαρχίες τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» (Μακεδονίας, Θράκης, Ἠπείρου, Αἰγαίου) τῶν ὁποίων ἡ “ἐπιτροπική διοίκηση”, διά τῆς ΠΣΠ τοῦ 1928, εἶχε παραχωρηθεῖ στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διατηρηθείσης, ὡστόσο, τῆς πνευματικῆς ὑπαγωγῆς τους στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἡ ἀποκατάσταση αὐτῶν τῶν σχέσεων μέ τό Φανάρι ἐπέδρασε πολύ θετικά στόν Μακεδόνα πολιτικό καθώς ὁ Κων. Καραμανλῆς, ὡς γεννηθείς τό 1907, εἶχε γαλουχηθεῖ μέ τίς ἀξίες τῆς Μακεδονικῆς περιφερείας τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνα, τίς ἀξίες τῶν γηγενῶν οἰκογενειῶν πού ὑπῆρξαν πιστές στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τόν Ἑλληνισμό, ἀντιπαλεύοντας τή βουλγαρική ἐπιρροή πού ἐπιχειροῦσε τότε ἡ κηρυχθεῖσα σχισματική ἀπό τό Πατριαρχεῖο βουλγαρική (ἐκκλησιαστική) «Ἐξαρχία». Ἀκριβῶς, λοιπόν, λόγῳ καταγωγῆς – ἀπό τήν ἐπαρχία Σερρῶν πού ἀνῆκε ἐκκλησιαστικά στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου – ὁ Καραμανλῆς ἔτρεφε ἰδιαίτερο σεβασμό στή Μητέρα Ἐκκλησία, αὐτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στήν ἰδιαίτερα κρίσιμη αὐτή περίοδο αὐτό πού πρωτίστως ἐνδιέφερε τόν Κων. Καραμανλῆ ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς δημοκρατικῆς σταθερότητας στή χώρα, μιά σταθερότητα πού συνδεόταν ἄμεσα μέ τή διασφάλιση τῆς ἠρεμίας σέ κρίσιμους θεσμούς, μέ ἐπιρροή στήν κοινωνία, ὅπως ἡ Ἐκκλησία. Ἀπό τή δικτατορία τῶν Συνταγματαρχῶν καί μ’ ὅ,τι στή συλλογική μνήμη ταυτίσθηκε μαζί της, ὅπως π.χ., ἡ περίοδος τῆς ἀρχιεπισκοπείας Ἱερωνύμου (1967-1973), ὁ Καραμανλῆς, ὅπως προαναφέρθηκε, εἶχε ἔγκαιρα ἀποστασιοποιηθεῖ καί ἀσκήσει δριμεῖα κριτική, ἐνεργῶντας ὄχι ὡς πρόσωπο μόνο, ἀλλά, κυρίως καί πρωτίστως, ὡς βασικός ἐκφραστής τῆς πιστῆς στό δημοκρατικό πολίτευμα καί τόν κοινοβουλευτισμό εὐρύτερης συντηρητικῆς παρατάξεως γιά τήν ὁποία δέν ἤθελε σέ καμιά περίπτωση νά θεωρηθεῖ ὅτι παρέχει τά ἐλάχιστα ἔστω ἐρείσματα στό δικτατορικό καθεστώς.
Γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δύο εἶναι οἱ μεγάλες καί σπουδαῖες θεσμικές τομές πού ἐπιχειρεῖ καί προωθεῖ ὁ Καραμανλῆς κατά τήν περίοδο τῆς πρωθυπουργίας τοῦ (1974-1980) στή μεταπολίτευση: πρῶτον, ἡ ψήφιση τόν Ἰούνιο τοῦ 1975 του νέου Συντάγματος μέ τά ἄρθρα 3, 13, 18 § 8, 28 § 1, 72, § 1 καί 105 τοῦ ὁποίου καθορίζονται οἱ θεμελιώδεις διατάξεις οἱ ὁποῖες διέπουν μέχρι καί σήμερα τίς σχέσεις Πολιτείας – Ἐκκλησίας (ἐπί τό ἀκριβέστερον δέ τίς σχέσεις τοῦ κράτους καί τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων στή χώρα μας). Μέ τό ἀρθ. 3 γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς νομοθεσίας κατοχυρώνεται ὁ ΠΣΤ τοῦ 1850 καί ἡ ΠΣΠ τοῦ 1928, δηλ., θωρακίζεται τό κανονικό θεσμικό πλαίσιο ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (ἤτοι ἡ συγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, συμφώνως πρός τίς σχετικές πατριαρχικές [ΠΣΤ 1850 / ΠΣΠ 1928] διατάξεις), τό ὁποῖο εἶχε διασαλευθεῖ κατά τή περίοδο τῆς ἑπτάχρονης δικτατορίας (μέ τήν συγκρότηση τῆς ὅλως ἀντικανονικῆς “Ἀριστίνδην” Συνόδου, μέ τά ἔκτακτα “Ἰεροδικεία” ἡ σύσταση καί λειτουργία τῶν ὁποίων ἀποδοκιμάσθηκε ὡς κατάλυση τοῦ ὅλου συστήματος τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας, κλπ.). Δεύτερον, ἡ ψήφιση (ἐπι ὑπουργίας – στό Παιδείας – τοῦ Γεωργίου Ράλλη) τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590) μέ τόν ὁποῖο κατοχυρώθηκαν (καί) νομοθετικά οἱ πατριαρχικές πράξεις (1850/1928), χειραφετήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τόν σφιχτό ἐναγκαλισμό τῆς Πολιτείας καί ἐτέθησαν οἱ βάσεις τῆς ἁρμονικῆς σχέσεώς τους στό πλαίσιο τῶν διακριτῶν (τους) ρόλων.
Ἐν συμπεράσματι: Στή διάρκεια τῶν πρώτων καί κρισίμων χρόνων τῆς μεταπολιτεύσεως ἡ συνετή ἐκκλησιαστική πολιτική πού χάραξε ὁ τότε Πρωθυπουργός Κων. Καραμανλῆς ὄχι μόνο ἔφερε τήν ποθουμένη γαλήνη καί ἠρεμία στό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶχε σοβαρά κλυδωνισθεῖ στή διάρκεια τῆς προηγηθείσης Ἑπταετίας, ἀλλά θεμελίωσε τόν ἐκδημοκρατισμό της μέ σειρά συνταγματικῶν ρυθμίσεων (κατοχύρωση τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 στό Σ. 1975), καί νομοθετημάτων (Καταστατικός Χάρτης: N. 590/1977) πού ρύθμισαν θετικά τόσο τήν ἐσωτερική της λειτουργία, ὅσο καί τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία. Μέ τίς θεσμικές τομές τοῦ Κων. Καραμανλῆ ἐτέθησαν οἱ βάσεις γιά τήν αὐτοδιοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί χαράχθηκε ὁ δρόμος τῆς ἀγαστῆς συνεργασίας της μέ τό Κράτος, στό συνταγματικό πλαίσιο μιᾶς πολιτειοκρατικής μέν πάντα σχέσεως, ἀλλ’ ἐφεξῆς ἠπιότερης μορφῆς καί σαφῶς χαλαρότερης ἐξαρτήσεως, μέσῳ τῆς ὁποίας διαμορφώθηκε ἕνα καθεστώς ἁρμονικῆς συναλληλίας, ἀμοιβαίου σεβασμοῦ καί διακριτῶν ρόλων τό ὁποῖο σέ γενικές γραμμές διατηρεῖται καί στίς μέρες μας.

BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ἀνδρεόπουλος, Χαράλαμπος, Ἡ Ἐκκλησία κατά τή δικτατορία 1967-1974. Ἱστορική καί νομοκανονική προσέγγιση, ἐκδ. Ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017, Μέρος Δ΄: Ἡ Ἐκκλησία στή Μεταπολίτευση, σσ. 353-372.
Ριζάς, Σωτήριος, “Στίς ἀπαρχές τῆς μεταπολίτευσης”, Στό Ἡ στιγμή τοῦ 1974. Τό χρονικό τῆς μετάβασης στή Δημοκρατίας. Νέα Ἑστία, Ἀθήνα, 2014, τχ. 1862, σσ. 398-424.
Χατζηβασιλείου, Εὐάνθης, “Ἡ σύσταση καί ἑδραίωση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος 1974-1981”, Στό στορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, 2000, τ. ΙΣΤ’, σσ. 294-295.

ΠΗΓΗ: ORTHODOXIA INFO

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Για την 46η Επέτειο Αποκατάστασης της Δημοκρατίας

«Βαρετό υστερόγραφο. Το ωραιότερο είναι πως οι κομμουνιστές ακόμα σήμερα, φωνάζουν μέσα στα κοινοβούλια της δημοκρατίας για περισσότερη δημοκρατία ή για κακή δημοκρατία, αυτοί που υποστήριζαν στη Ρωσία, για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια, την πραγματική (έτσι την ονομάζουν) δημοκρατία με ένα κόμμα! Από αναίδεια στην πολιτική, άλλο τίποτα. Ήμουνα νιος και γέρασα να ακούω τους ανθρώπους να κοπανάν τα ίδια και τα ίδια στην Ελλάδα. Φτάνει πια. Δεν με ενδιαφέρουν οι ιδεολογίες, αλλά η δημοκρατία».


ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2009). Collectanea. Αθήνα: Δόμος, σ. 485 [846].

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Σαν σήμερα... 200 χρόνια μετά, γιορτή της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου 1822: η μάχη στα Δερβενάκια

«Οι προβλέψεις του Κολοκοτρώνη επαληθεύτηκαν αμέσως. Την άλλη κιόλας μέρα, γιορτή της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου / 7 Αυγούστου, όταν προς το δειλινό φάνηκαν οι Τούρκοι να μπαίνουν στη ρεματιά των Δερβενακίων, ο Κολοκοτρώνης από τη σκεπή ενός σπιτιού εγκαρδίωσε τους άνδρες του: “Έλληνες σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδας μας και για τη δική μας· να τι πρέπει να κάμετε… (αναλύει το σχέδιό του)”. Απόψε νίκη σαν τη σημερινή δεν κάναμε μα ούτε και θα κάνουμε. Είμαι τόσο βέβαιος γι’ αυτό, ώστε μου έρχεται να σας πω να μη πάρετε ούτε τ’ άρματά σας, για να πάρουμε των Τούρκων… Ο Θεός είναι μαζί μας, μη σας μέλλει για τίποτε. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε, καθώς σας είπα, και θα ‘ρθείτε εδώ να ξεκινήσουμε μαζί"».


ΧΑΡΤΗΣ: Εκστρατεία και καταστροφή του Δράμαλη.

[…] «Γρήγορα η καταστροφή του Δράμαλη έγινε τραγούδι και θρύλος. Ένα από τα πολλά τραγούδια που ξεπετάχτηκαν τότε από την ψυχή του λαού, ίσως το πιο εκφραστικό, είναι το παρακάτω:
«Της Ρούμελης οι μπέηδες και του Μοριά οι λεβέντες
στο Ντερβενάκι κείτονται, κορμιά δίχως κεφάλια.
Στρώμ’ έχουν τη μαύρη γη, προσκέφαλο μια πέτρα,
και τ’ από πάνω σκεπάσμα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κι’ ένα πουλάκι επέρασε και το ξαναρωτούνε·
“Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι”;
“Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στo χέρι”».

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ. (1982). Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1822 – 1829). Στρατιωτικές επιχειρήσεις, διπλωματικές και πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις, ο πρώτος διχασμός, φυσικό περιβάλλον, παραδοσιακοί οικισμοί και λαός. Θεσσαλονίκη, σσ. 239, 240, 242-243.

Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας

«Ο Θεός πέθανε, μας διαβεβαιώνει ο Νίτσε. Ναι, απαντά ο καθολικός ποιητής Παύλος Κλωντέλ. Πέθανε, όπως λένε και οι Γραφές. Το πρόβλημα είναι ότι την τρίτη μέρα ανασταίνεται. Γιατί αν πέθανε ο Θεός, δεν πέθανε η πίστη. Και όσο ζει η πίστη, με οποιαδήποτε μορφή, δεν πεθαίνει ο μύθος. Ο μύθος είναι ακριβώς το παράλογο, η αντικοινωνική δύναμη, η κρισιμότερη αντίδραση προς τον πολιτισμό, ο οποίος τον οικειοποιείται και τον εξουδετερώνει. Ο ίδιος ο Νίτσε θα διευκρινίσει τη ριζική αυτή διαβεβαιώση, λέγοντας ότι πέθανε ο Θεός της ηθικής, ο Θεός του καλού και του κακού. Αντί του κλασικού ερωτήματος τι είναι καλό, ο Νίτσε έθεσε το ερώτημα ποιος κρίνει το καλό. Γενεαλογώντας το υποκείμενο, έδειξε πως αναπτύσσεται η μνησικακία που είναι συγκεκαλυμμένο μίσος και ηδονισμός του αδύναμου. Και έτσι πέθανε ο Θεός της μορφής και της καταδίκης. Ο Θεός που δεν πεθαίνει είναι ο Λόγος ως τελείωση του ανθρώπου, ως ενότητα, ως ολοκλήρωση της επιθυμίας, με λίγα λόγια ως τέλος της ιστορίας. Όλοι ζούμε κάτω από τη σκιά της αλήθειας αυτής, όλοι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της μοναδικής αυτής στιγμής. Είτε στην προοπτική της αυτοσυνειδησίας, οπότε εργαζόμαστε για την εκλογίκευση του κόσμου, και τότε η μόνη δυνατή πνευματικότητα είναι η τεχνολογία ως απόλυτη γνώση ή εκκαθολίκευση του πνεύματος και άρα ως απόλυτη ελευθερία. Είτε στην προοπτική του θεολογικού μύθου, επαναλαμβάνοντας με ευλάβεια την εορτή της Αναστάσεως που είναι η πρόγευση της Δευτέρας Παρουσίας και της αποκατάστασης των πάντων. Με άλλα λόγια, είτε εκτός κόσμου τεθεί το αίτημα της ολότητας είτε εντός, το νόημά της παραμένει το ίδιο. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ολότητα ή τελείωση του ανθρώπου, αν όχι το τέλος της απόστασης ανάμεσα στο εγώ και στο συ, στο εγώ και στο αντικείμενο, στη συνείδηση και στο ασυνείδητο; Ώστε ζούμε κατά τρόπον εσχατολογικό, έστω κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Ο Έγελος μάλιστα θα πει: Ο χριστιανισμός είναι το γίγνεσθαι της αθεΐας. Η θεολογία ανακαλύπτει την καθολική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Χριστός θυσιάζει τη μερικότητά του ως Ιησού για να επιτευχθεί η καθολικότητα του Λόγου. Ταυτοχρόνως, η καθολικότης ως Θεός αναγνωρίζει τη μερικότητα του Ανθρώπου που είναι ο ίδιος ο Θεός ως Χριστός. Τέλειος άνθρωπος είναι ο πλήρως και οριστικώς ικανοποιημένος από αυτό που είναι. Ώστε η χριστιανική ιδέα της ατομικότητας καθιστά δυνατή την εκκοσμίκευση. Από την άποψη αυτή, η θεολογία με Θεό ή χωρίς Θεό είναι κλειδί της πληρότητας».

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ. «Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας», Νέα Εστία, τ. 155ος, τχ. 1765, Μάρτιος 2004), σσ. 379-380.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Οι επέτειοι της 10ης και της 24ης Ιουλίου: Η πολιτική και η πολιτιστική μας μοίρα

Γράφει ο ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΑΝΙΔΗΣ


Θα ήθελα, λόγω της ημέρας, να μεταφέρω στους απανταχού Έλληνες ένα ψύχραιμο μήνυμα αισιοδοξίας. Παρά τις εντυπωσιακές δυσκολίες των ημερών και τα πολιτικά παίγνια που βρίσκονται σ' εξέλιξη... Χωρίς να υποβαθμίζω διόλου το γεγονός ότι η σημερινή επέτειος της αποκατάστασης της Δημοκρατίας συμπίπτει με τη μεγάλη πληγή της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Σχεδόν μισόν αιώνα. Κι η μεγάλη μας ευθύνη του «Δεν Ξεχνώ». Ή, μήπως ξεχνάμε;
Επίσης, τέτοιες μέρες, το 2020 - συγκεκριμένα στις 10 Ιουλίου - ο θρησκολαϊκιστής Ερντογάν προκαλώντας εκ νέου ολόκληρη την χριστιανική Δύση και ανατρέποντας την κοσμική, κεμαλική παράδοση μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί προκαλώντας όχι αμελητέες φθορές στο μνημείο και προσβάλλοντας βάναυσα ένα πάνδημο συναίσθημα. Ως προς την τύχη και το μέλλον της Μεγάλης Εκκλησίας. Όμως οφείλουμε να θυμόμαστε ότι και ως τζαμί, ο περικαλλής ναός Haghia Sofia λέγεται πάλι. Έτσι λεγόταν πάντα και η ιστορία δεν αλλάζει από τα πρόσκαιρα καμώματα ενίων σατραπίσκων... Έτσι εξάλλου λέγεται κι ο σύγχρονος του, μικρότερος, γειτονικός ναός «Άγιοι Σέργιος και Βάκχος» που λειτουργούσε ανέκαθεν ως τζαμί. Κioutsouk Haghia Sofia λέγεται! Δηλαδή Μικρή Αγιασοφιά. Από τους πάντες. Με το Ισλάμ (που θα πει «υποταγή») να μη μπορεί να υπερβεί την αισθητική υπεροχή του Βυζάντιου. Τον ανυπότακτο, διαχρονικό πολιτισμό μας.
Όμως, έτσι συνέβαινε πάντα με την τέχνη των Ελλήνων. Θυμηθείτε τους κατακτητές Ρωμαίους, θυμηθείτε την λατρεία του αυτοκράτορα Αδριανού για ο,τιδήποτε ελληνικό, αθηναϊκό. Επειδή η ιστορία τιμωρεί, αυτό το ξέρουμε πολύ καλά. Και επειδή υπάρχουν μνημεία που αντιστέκονται στη βία ή την μικροπολιτική των περιστάσεων και παραμένουν αήττητα στο πέρασμα του χρόνου διατυπώνοντας βαρυσήμαντο, πολιτικό - εθνικό λόγο και γελοιοποιώντας όσους προσπάθησαν να τα εξευτελίσουν. Ένα τέτοιο μνημείο είναι και η Αγία του Θεού Σοφία.
Ο Ερντογάν, πάλι, με τον πολιτικό πρωτογονισμό και τη υλική ή συμβολική βία που ασκεί εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία, ζήλεια εκφράζει περισσότερο αλλά και συγκαλυμμένο θαυμασμό. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το κακόζηλο turkaegean.
Πιο συγκεκριμένα: Απέναντι στην ορθολογιστική καθαρότητα αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής η Αγία Σοφία λειτουργεί με όρους υπερβατικούς, σαν ένα θαύμα που υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους της βαρύτητας. Στην κλασική αρχιτεκτονική αποθεώνεται η λογική, στη βυζαντινή το υπέρλογο. Ένα ημισφαίριο που κρέμεται σε μεγάλος ύψος, σχεδόν 70 μ., θαρρείς από το πουθενά και κρύβει ιδιοφυώς τους τρόπους στήριξης του.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μνημεία, τα κτίσματα εν γένει, ξεφεύγουν από τη βούληση των κτητόρων τους, ζουν τη δική τους ζωή ενσωματώνοντας τις επιδράσεις και τις προσθήκες διαφορετικών εποχών, καθώς μεταμορφώνονται ανάλογα με τη χρήση ή τη σκοπιμότητα των εκάστοτε ιδιοκτητών τους επιβιώνοντας μαγικά σαν τον Πρωτέα. Η Αγία Σοφία και ως κεμαλικό μουσείο διατηρούσε και διατηρεί τόσο τα αρχικά, βυζαντινά όσο και τα ισλαμικά, επίκτητα της χαρακτηριστικά: δηλαδή τους μιναρέδες, τους κουμπέδες εξωτερικά, το μιχράμπ, τη κίμπλα (τον τοίχο προς τη Μέκκα), το θεωρείο του Σουλτάνου, ανάλογο εκείνου του αυτοκράτορα, το μίνμπαρ (τον άμβωνα) εσωτερικά κλπ.
Θα 'λεγα πως το μνημείο αυτό είναι ένα υλοποιημένο λεξικό της ιστορίας της αρχιτεκτονικής όπως αυτή διαμορφώνεται από τις κατακτήσεις του Πανθέου της Ρώμης και φτάνει ως το Duomo της Φλωρεντίας και τον τρούλο του Μικελάντζελο στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης. Για παράδειγμα ο λεγόμενος αθωνικός τύπος ναού στο Άγιο Όρος αποτελεί εξέλιξη της κάτοψης της Αγιά Σοφιάς όπως και η θολοδομία της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης αλλά και πολλών άλλων, ιστορικών εκκλησιών. Κυρίως, όμως, η Αγία του Θεού Σοφία ενυπάρχει ως διαδικασία κατασκευής και ποιητικός συμβολισμός του άπειρου ουρανού σε όλα τα τρουλαία, ισλαμικά κτίσματα τόσο της Κωνσταντινούπολης, λ.χ., το Σουλεϊμανιέ του Σινάν ή το Μπλέ Τζαμί, όσο και της Προύσας, της Αδριανούπολης, του Ικονίου, της Τραπεζούντας κ.λπ. Χίλια χρόνια μετά! Γι' αυτό παραμένει ακατάλυτη και αείζωη και για αυτό κανένας όψιμος σουλτάνος δεν μπορεί να την αμαυρώσει. Στώμεν, άρα, καλώς και άνευ φόβου! Στώμεν μετά πίστεως.

Υ.Γ.1. Οι Οθωμανοί μετέτρεψαν εκατοντάδες Ορθόδοξους ναούς σε τζαμιά για πρακτικούς, συμβολικούς (πολιτικούς) αλλά και αισθητικούς λόγους. Οι Χριστιανοί έχοντας αίσθηση υπεροχής δεν επιδίδονταν σε τέτοιες μετατροπές. Η μόνη εξαίρεση που γνωρίζω, είναι ο καθεδρικός του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο Κρήτης. Και βέβαια υπάρχει ιστορική ερμηνεία για το γεγονός. Τα ιστορικά τζάμια του Διδυμοτείχου, της Ξάνθης, της Κομοτηνής, των Τρικάλων, το φετιχιέ τζαμί που έχτισε ο Μωάμεθ Β΄ δίπλα στους Αέρηδες της Πλάκας - μετατρέποντας επίσης το ελληνιστικό μνημείο του Κηρύστου σε τεκκέ των δερβίσηδων - το ελληνικό κράτος τα σεβάστηκε. Κάνοντας τα ή μουσεία ή επιτρέποντας να λειτουργούν ως τεμένη σε περιοχές που ζούσαν μουσουλμάνοι. Στην μελέτη μου για τα τζαμιά και τα μετζίτια - μικρότερα τεμένη χωρίς μιναρέ - της Δυτικής Θράκης (εκδόσεις Μίλητος) μέτρησα πάνω από 250 εν χρήσει τεμένη στο ελληνικό έδαφος. Αυτά ως απάντηση στον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας που ισχυρίζεται ψευδώς ότι δεν υπάρχουν τζαμιά στην Ελλάδα. Μια τέτοια μέρα οφείλουμε να επαγρυπνούμε, να επιμένουμε στην τήρηση των διεθνών κανόνων, να είμαστε υπερήφανοι για τον διαχρονικό πολιτισμό μας επιδιώκοντας να αποδεικνυόμαστε αντάξιοι του.

Υ.Γ.2. Η Αγία του Θεού Σοφία, το υπεροχότερο κτίσμα του Μεσαιωνικού κόσμου λοιπόν, η μεγαλοφυής, αισθητική εξισορρόπηση Ανατολής και Δύσης, αποδεικνύεται, ακόμη μία φορά, ακατανίκητη και υπερέχουσα. Παρά τις ύβρεις που υφίσταται. Τόσο ώστε, κατά βάθος, να μην την αγγίζουν ούτε στο ελάχιστο τα βέβηλα χέρια κάθε νεοβάρβαρου ή τα ψοφοδεή όσο και υποκριτικά ψευτοδάκρυα των δήθεν πολιτισμένων και δήθεν, πρόσκαιρα ισχυρών της γης. Είτε διαμένουν στην Ουάσιγκτον, είτε στη Μόσχα, είτε στο Βερολίνο, είτε στη Ρώμη, είτε στις Βρυξέλλες, είτε οπουδήποτε αλλού...

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Πώς ο Κουρός (Kourosh, کورش) έγινε Κούρος;

Γράφει ο Kourosh Nourmohammadi Baygi

Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μου μέρα στο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης. Ήμουνα τόσο αγχωμένος που έκατσα σε λάθος τμήμα και η καθηγήτρια δεν μπορούσε να βρει το όνομα μου στην κατάσταση. Κατευθείαν πήγα στο γραφείο των καθηγητών, είδα τον κ. Παναγιώτη Κουτσκουδή (τον μαθηματικό) και αυτός με πήγε στο τμήμα μου (Β1). Καθώς περπατούσα μαζί του με ρώτησε γενικά για τη ζωή στο camp, αλλά επειδή εμένα δεν μου άρεσε γενικά αυτό το κομμάτι της ζωής μου (προσφυγιά κ.λπ.) του είπα «όλα καλά κύριε» (ενώ τίποτα δεν ήταν καλό).
Με το που μπήκα στο τμήμα φοβήθηκα πάρα πολύ. Είδα 20 περίπου άλλα παιδιά που με κοιτούσαν όλα. Δεν κοίταξα κανέναν και πήγα και έκατσα στην τελευταία θέση. Η πρώτη εβδομάδα του σχολείου μπορεί να ήταν η πιο δύσκολη για μένα, μόνο και μόνο επειδή ντρεπόμουν να είμαι αυτός που είμαι. Γενικά, όλο μου το ταξίδι, από την πατρίδα μου προς τη Λέσβο, με είχε επηρεάσει αρκετά. Δεν μπορούσα να αποδεχτώ τον εαυτό μου και δεν μου άρεσα. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα σχεδόν με όλους τους καθηγητές είχαμε ακριβώς την ίδια συζήτηση:
- Πώς σε λένε;
- Με λένε Κούρο· (ντρεπόμουν να πω Κουρός και νόμιζα ότι έτσι δεν θα καταλάβαιναν ότι είμαι πρόσφυγας.)
- Από που είσαι Κούρο;
- Από το Ιράν.
- Πόσα χρόνια ζεις εδώ στην Ελλάδα;
- Δύο.
- Μόνο δύο χρόνια και μιλάς τόσο καλά ελληνικά; Πώς τα κατάφερες; Εγώ προσωπικά δεν θα μπορούσα.
Μισούσα πάρα πολύ αυτή τη συζήτηση επειδή με αυτόν τον τρόπο οι καθηγητές μου, ενώ ήθελαν να βοηθήσουν, με ξεχώριζαν από τους συμμαθητές μου. Εξάλλου από την αρχή πίστευα ότι το κάθε παιδί μπορεί να κάνει αυτό που έκανα εγώ, αρκεί να έχει θέληση και επιμονή. Κάποιες φορές, επίσης, πολλοί καθηγητές (ενώ πάλι ήθελαν να βοηθήσουν), σταματούσαν το μάθημα και με ρωτούσαν αν καταλάβαινα μια συγκεκριμένη λέξη ή φράση. Ακόμα και αν δεν την καταλάβαινα, πάντα έλεγα: «ναι τη ξέρω τη λέξη, πάμε παρακάτω», μόνο και μόνο για να μην είμαι διαφορετικός και περίεργος.
Στην αρχή με τους συμμαθητές μου δεν είχα καμία σχέση. Μιλούσαν μαζί μου λίγο κάποια παιδιά αλλά ο σκοπός τους ήταν να καταλάβουν λίγο την ιστορία μου. Έκαναν (από την άγνοια τους) ερωτήσεις του τύπου: «Στο Ιράν υπάρχουν πανεπιστήμια και νοσοκομεία; Έχετε ασφαλτόδρομο; Έχετε κι εσείς φυσική και μαθηματικά;» ερωτήσεις που με έκαναν να νιώθω λίγο άσχημα. Γενικά, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να κάνω φίλους και να βρω μια παρέα. Όχι ότι ήταν κακοί μαζί μου, απλά δεν μπορούσαν να αποδεχθούν διαφορετικά παιδιά στις παρέες τους. Για να καταλάβετε δηλαδή, οι δικοί μου συμμαθητές γνωριζόταν μεταξύ τους από το νηπιαγωγείο. Οπότε όχι μόνο για μένα, αλλά για οποιονδήποτε ξένο θα ήταν δύσκολο να μπει στην παρέα τους και να τους γνωρίσει. Ήταν, βέβαια, και η τηλεκπαίδευση που δεν μας άφηνε να γνωριστούμε και να βγούμε έξω.
Για να κάνω φίλους, είχα σκεφτεί έναν τρόπο. Έπρεπε κάπως να αρχίσω τη συζήτηση με τα παιδιά, άρα έπρεπε να έχω κάτι να τους πω. Συνεπώς, άρχισα να συζητώ και τα δικά τους ενδιαφέροντα. Να κάνω πράγματα που έκαναν, να ακούσω τα ίδια τραγούδια που άκουγαν, να συμπεριφερθώ με τον ακριβώς ίδιο τρόπο κ.λπ. Κάπως έτσι έγινα Κούρος κι άρχισα να ξεχνώ τον εαυτό μου (τον Κουρός), και τα ενδιαφέροντα μου μόνο και μόνο για να κάνω φίλους. Εν τέλει, όμως, αυτές οι φιλίες δεν είχαν καμία αξία διότι βασιζόταν σε πράγματα που δεν μου άρεσαν. Σε αυτές τις φιλίες ένιωθα από την αρχή ότι ήμουνα στην πιο κάτω θέση της λίστας των παιδιών.
Ευτυχώς, όμως, στα τέλη τής χρονιάς (Β Λυκείου), βρήκα τους ανθρώπους μου. Άνθρωποι που με ήθελαν για αυτό που ήμουν. Εκείνο το καλοκαίρι, ενώ όλοι είχαμε ξεκινήσει την προετοιμασία για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις και διαβάζαμε αρκετά, πέρασα καταπληκτικά. Βγαίναμε με τα παιδιά, πηγαίναμε για περπάτημα, κάναμε ποδήλατο και κολυμπούσαμε. Έτσι ξεχνούσα λίγο την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Ξεχνούσα το γεγονός ότι στην ουσία δεν υπήρχα (δεν είχα νόμιμα χαρτιά για την παραμονή μου στην Ελλάδα και δεν είχα πολλά δικαιώματα).
Μετά άρχισε η Γ΄ Λυκείου, όλοι διαβάζαμε και έτσι χαθήκαμε λίγο μεταξύ μας. Συναντιόμασταν μόνο στο σχολείο και εκεί δεν προλαβαίναμε να μιλήσουμε και πολύ. Εγώ είχα και μια άλλη αγωνία. Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να συμμετάσχω στις Πανελλαδικές Εξετάσεις καθώς δεν είχα ταυτότητα. Άρα διάβαζα για κάτι που δεν ήξερα καν αν θα μπορούσε να γίνει. Ευτυχώς, όμως, υπήρχε η βοήθεια και η υποστήριξη των καθηγητών· χωρίς αυτούς δε ξέρω που θα ήμουνα τώρα.
Τον Φεβρουάριο του 2022, μετά από μια πολύ μεγάλη προσπάθεια, η οικογένειά μου κατάφερε να πάρει τα απαραίτητα χαρτιά και αυτό και μόνο ήταν ένα μεγάλο κίνητρο για μένα. Μετά νοικιάσαμε ένα σπίτι και η ζωή μου άρχισε να γίνει λίγο πιο κανονική. Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις για μένα, πλέον, δεν ήταν απλώς κάποιες εξετάσεις για να μπω στο πανεπιστήμιο. Ήταν μια ευκαιρία να αποδείξω στον εαυτό μου ότι ακόμα μπορώ να κάνω ό,τι θέλω και επιθυμώ. Συνεπώς, διάβαζα πάρα πολλές ώρες, πήγαινα μέχρι και την τελευταία μέρα στο σχολείο - να το κάνετε αυτό παιδιά! - και έτσι πέτυχα τον στόχο μου. Μπόρεσα και το έκανα!
Θεωρώ πως αν αποδεχόμουν τον εαυτό μου, αυτός δηλαδή που ήμουνα από την αρχή, τα πάντα θα ήταν πολύ πιο εύκολα για μένα. Είμαστε όλοι διαφορετικοί, έχουμε διαφορετικές ιστορίες και διαφορετικούς στόχους στη ζωή, και αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Πρέπει, ακόμα και αν δεν μας αρέσουν οι συνθήκες ζωής μας και ντρεπόμαστε γι’ αυτό, να μάθουμε να σεβόμαστε τους άλλους. Επειδή είμαστε όλοι άνθρωποι πάνω από όλα, οφείλουμε να είμαστε διαφορετικοί. Παραθέτω ένα ποίημα Ιρανού ποιητή, του Σααντί Σιραζί (1184 -1283 ή 1291), από το γνωστότερο έργο του, το Γκουλιστάν. Το παραθέτω πρώτα στην περσική, μετά στην αγγλική και μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα:

که در آفرینش ز یک گوهرند
بنی‌آدم اعضای یکدیگرند
دگر عضوها را نمانَد قرار
چو عضوی به‌درد آورَد روزگار
نشاید که نامت نهند آدمی
تو کز محنت دیگران بی‌غمی

Human beings are members of a whole,
in creation of one essence and soul,
if one member is afflicted with pain,
other members uneasy will remain,
if you have no sympathy for human pain,
the name of human you cannot retain.

Τα ανθρώπινα όντα είναι μέλη ενός συνόλου,
στη δημιουργία μιας ουσίας και ψυχής,
αν ένα μέλος ταλαιπωρείται από πόνο,
τα άλλα μέλη θα παραμείνουν ανήσυχα,
αν δεν έχεις συμπάθεια για τον ανθρώπινο πόνο,
το όνομα του ανθρώπου δεν μπορείς να κρατήσεις.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΕ ΝΕΑ ΠΕΡΙΔΙΝΗΣΗ: Εισαγωγή και διδασκαλία ισότιμου μαθήματος για όσους απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά

Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ


Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειάς του (1478/2022) προέβη κατά πλειοψηφία στην ακύρωση κοινής υπουργικής απόφασης, με την οποία ρυθμίζεται η απαλλαγή των μαθητών / μαθητριών από το μάθημα των Θρησκευτικών, διότι πριν από την έκδοσή της δεν τηρήθηκε ως ουσιώδης τύπος η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Πέραν, όμως, αυτού του τυπικού ελλείματος, η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ κάνει ρητά λόγο και για την άμεση και ουσιαστική ανάγκη εισαγωγής νέου και ισότιμου μαθήματος για όσους απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ).
Συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής: «…Καταρχάς απορρίφθηκε ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο οι αιτούντες προέβαλαν παραβίαση του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 2 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ, ερμηνευομένου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, διότι δεν εκπληρώνεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, η υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει στους μαθητές και μαθήτριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου με το μάθημα των θρησκευτικών. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η Πολιτεία λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύτηκαν με τις 1749-1750/2019 αποφάσεις της μείζονος Ολομελείας αυτού, εξέτασε ενδελεχώς το ζήτημα της θεσπίσεως ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών και κατέληξε, λόγω των δυσχερειών, όπως αυτές παρατέθηκαν, στο μνημονευόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση 37/23.07.2020 πρακτικό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με το οποίο εγκρίθηκε η εισήγηση της Επιστημονικής Επιτροπής για την άμεση ρύθμιση του θέματος, σε μία μεταβατική ρύθμιση που αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και θα ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση της μελέτης για την οριστική ρύθμιση του ζητήματος. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο Διευθυντής ή η Διευθύντρια της σχολικής μονάδας σε συνεργασία με τον Σύλλογο των Διδασκόντων αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες (ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), είναι συνταγματικώς ανεκτή, ως μεταβατική, μέχρι την οριστική ρύθμιση του θέματος εντός ευλόγου χρόνου. Ως εύλογος δε χρόνος κρίνεται το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023, δοθέντος ότι, πέραν των δυσχερειών που ήδη εκτέθηκαν, η Πολιτεία καλείται για πρώτη φορά να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, δηλαδή να θεσπίσει ένα ισότιμο μάθημα συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με την ερμηνεία των συνταγματικών και υπερνομοθετικών διατάξεων της ΕΣΔΑ που δόθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου…». (Ολόκληρη η Απόφαση εδώ):

Ι. Προς μια σταδιακή εισαγωγή πολλαπλών «ομολογιακών» και «κατηχητικών» μαθημάτων;

Για το ενδεχόμενο αυτό, δηλαδή, της εισαγωγής νέου ισότιμου ουδετερόθρησκου μαθήματος φιλοσοφικής ηθικής ή και πολλών τύπων «ομολογιακού μαθήματος» Θρησκευτικών, ανάλογα με το χριστιανικό δόγμα ή τη διαφορετική θρησκεία των μαθητών, για τους απαλλασσόμενους μαθητές από τα νέα και ακραιφνώς ομολογιακά Θρησκευτικά, είχαμε προειδοποιήσει αμέσως μετά την έκδοση των αποφάσεων 1749-1752/2019 για τα ΦΕΚ του 2017 σε ένα ευρύτερο και διεξοδικό σχολιασμό μας στις αποφάσεις εκείνες του ΣτΕ με τις οποίες κρίθηκαν μη νόμιμα και αντισυνταγματικά τα Νέα Προγράμματα Σπουδών*. Άλλωστε, τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά έγιναν για να υπάρξει ένα μάθημα Θρησκευτικών, το οποίο απευθύνεται σε όλους τους μαθητές / μαθήτριες του ελληνικού σχολείου, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους, και όχι πολλαπλά ομολογιακά μαθήματα, τα οποία θα διαχωρίζουν τους μαθητές και, ενδεχομένως, θα αντιμάχονται μεταξύ τους. Πράγματι, τα Νέα Προγράμματα Σπουδών προχώρησαν στην ουσιαστική επιστημονική και εκπαιδευτική αναβάθμιση του μαθήματος, διαμορφώνοντας έναν ελκυστικό μαθησιακό χώρο και προσφέροντας πολλαπλά διδακτικά υλικά και εργαλεία για την ανάδειξη του πνευματικού πλούτου και της μορφωτικής δυναμικής που περιέχει το μάθημα των Θρησκευτικών, με επίκεντρο την Ορθόδοξη Παράδοση σε διάλογο με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και με ορισμένα κύρια θρησκεύματα, καθώς και με τον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο μας. Τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, δίχως να έχουν κατηχητικό ή προσηλυτιστικό χαρακτήρα, αποσκοπούσαν στη μελέτη, κριτική διερεύνηση, ερμηνεία και κατανόηση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Παράδοσης, των άλλων χριστιανικών παραδόσεων αλλά και του θρησκευτικού φαινομένου γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτό καλούνταν οι μαθητές: να κατανοήσουν τα προσωπικά βιώματά τους, τα οποία αφορούν στη δική τους θρησκευτική παράδοση ή σε αναζητήσεις, οι οποίες είναι θεμιτές στο πλαίσιο της ηλικίας τους, να αναπτύξουν την προσωπική ταυτότητά τους, καλλιεργώντας τη θρησκευτική συνείδησή τους και αποκτώντας μορφωτικά εφόδια και δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να ζήσουν αρμονικά με άλλους ανθρώπους, σε μια εποχή όπου δεν εξέλιπαν οι θρησκευτικοί φανατισμοί και οι προκαταλήψεις, ενώ η αλληλογνωριμία, η αλληλοκατανόηση και η ειρηνική συνύπαρξη είναι πλέον επιτακτική ανάγκη.
Πράγματι, το ΣτΕ με τις Αποφάσεις 1749-1752/2019 για τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου (ΦΕΚ του 2017), αποφάνθηκε ότι «οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ‘ελεύθερης ώρας’».

2. Οι συνέπειες της απόφασης του ΣτΕ για το ελληνικό σχολείο

Εμμέσως πλην σαφώς, το ΣτΕ με τη θέση του αυτή αναγνωρίζει ότι η αναφορά του Συντάγματος για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον την Ορθοδοξία, όπως στην πράξη γινόταν σταθερά στο ελληνικό σχολείο, με εξαίρεση ορισμένες περιοχές όπου υπήρχαν κυρίως Ρωμαιοκαθολικοί μαθητές (Κυκλάδες, Κέρκυρα), αλλά αφορά και άλλες ιστορικές παρουσίες και κοινότητες ετεροδόξων και ετεροθρήσκων στην Ελλάδα[1]. Στενεύοντας απόλυτα τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, το ΣτΕ για πρώτη φορά προτείνει ισότιμο, δηλαδή, ομολογιακό (ρωμαιοκαθολικό, προτεσταντικό), ετερόθρησκο (ισλαμικό κ.λπ.) ή ουδετερόθρησκο (π.χ. φιλοσοφικής ηθικής) μάθημα «εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται». Μάλιστα, η απόφαση του ΣτΕ κάνει λόγο ή προτείνει ρητά τη δημιουργία ενός νέου ξεχωριστού μαθήματος (φιλοσοφικής) ηθικής. Είναι σαφές ότι στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται νέα και πρωτόγνωρα δεδομένα στο ελληνικό σχολείο, την επίδραση και τις συνέπειες των οποίων οφείλουμε να αναλογιστούμε για το άμεσο μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης. Αφενός, λοιπόν, επιβάλλεται ένα αποκλειστικό και στενά κατηχητικό μάθημα για την Ορθόδοξη πίστη, και από την άλλη, παρέχονται οι δυνατότητες εμφάνισης ενός άλλου ή άλλων παράλληλων μαθημάτων, τα οποία θα συγκεντρώνουν όλους όσοι δεν επιθυμούν μία στενή ορθόδοξη ομολογιακή διδασκαλία. Είναι σαφές ότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση του ΣτΕ ανοίγει τον δρόμο για να δημιουργηθεί όχι μόνο ό,τι ακριβώς νομίζει ότι αποκλείει και καταπολεμά, δηλαδή ένα μάθημα Θρησκευτικών με επίκεντρο την Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας, ωστόσο, περιεκτικό, διαλογικό και πλουραλιστικό για τη θρησκευτική ετερότητα, αλλά διευκολύνει πλέον τη σταδιακή εισαγωγή πολλών άλλων «ομολογιακών» και «κατηχητικών» μαθημάτων (ρωμαιοκαθολικό, προτεσταντικό, ισλαμικό κ.λπ.) και κυρίως την εισαγωγή ενός απόλυτα ουδετερόθρησκου και εκκοσμικευμένου μαθήματος. Το εν λόγω ουδετερόθρησκο και εκκοσμικευμένο μάθημα, π.χ., φιλοσοφικής ηθικής, προφανώς θα ανταγωνίζεται το μοναδικό κλειστό και κατηχητικό ορθόδοξο μάθημα (ή τα πολλαπλά ομολογιακά μαθήματα) με απρόβλεπτες συνέπειες για το δημόσιο σχολείο.
Είναι βέβαιο ότι μαθήματα Θρησκευτικών που περιορίζονται στενά στην ανάδειξη και κατίσχυση της δικής τους μοναδικής αλήθειας έναντι των άλλων συναφών μαθημάτων μπορούν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες στο σχολικό περιβάλλον. Αν αυτό μάλιστα συνδυαστεί με το φαινόμενο ενός τάχιστα αναπτυσσόμενου θρησκευτικού, ομολογιακού και πολιτισμικού αναθεωρητισμού, τότε χρειάζεται να σκεφθούμε με μεγάλη προσοχή τις ενδεχόμενες επιπτώσεις τέτοιων δεδομένων στο ελληνικό σχολείο. Σε κάθε περίπτωση, ούτε αυτό ακόμη το προτεινόμενο από το ΣτΕ ως «ισότιμο» ουδετερόθρησκο ηθικοφιλοσοφικό μάθημα δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικό για καμία κατηγορία μαθητών, εφόσον κανείς δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να δηλώσει τι είναι και τι δεν είναι ή ενδέχεται και να διαφωνεί ιδεολογικά ή θρησκευτικά για το περιεχόμενο ή την υποχρεωτική παρακολούθησή του. Ακόμη το νέο αυτό εναλλακτικό μάθημα πιθανόν να θεωρηθεί ότι ασκεί εκ του αντιθέτου αντι-θρησκευτική ρητορεία ή ότι προσβάλει συλλήβδην τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των άλλων μαθητών. Είναι τέλος πιθανόν να υπάρξουν και μαθητές που θα απαιτήσουν την απαλλαγή τους για ιδεολογικούς και άλλους λόγους και από το εν λόγω μάθημα.
Οπωσδήποτε, οι αποφάσεις του ΣτΕ του 2019 οι οποίες έκριναν ως μη νόμιμα και συνταγματικά τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά, επιχειρώντας να ενσωματώσουν τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ και το άρθρο 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, χρειάζεται να συνεκτιμηθούν σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αποφάσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στα σχολικά έγγραφα, οι οποίες έγιναν άμεσα δεκτές από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο προχώρησε ακαριαία στις σχετικές υπουργικές αποφάσεις για την απάλειψη της αναγραφής του θρησκεύματος σε όλους τους τίτλους σπουδών. Μάλιστα, η εν λόγω Ανεξάρτητη Αρχή στις 12.2.2020 ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας με επιστολή της να προβεί στην κατάργηση του πεδίου «Θρήσκευμα» και από το ενιαίο πληροφοριακό σύστημα μηχανογραφικής υποστήριξης των σχολικών μονάδων και των διοικητικών δομών της εκπαίδευσης «myschool». Μετά από αυτές τις εξελίξεις, η επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης[2] σε συνδυασμό με τη σχετική απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και με την άμεση υπουργική απόφαση για την απάλειψη της αναγραφής του θρησκεύματος από τους τίτλους σπουδών, σύντομα και από την ηλεκτρονική πλατφόρμα του «myschool», πρακτικά μπορεί να οδηγήσει κάθε μαθητή όχι στην επίκληση «λόγων θρησκευτικής συνείδησης» αλλά στην απλή επίκληση λόγων συνείδησης (όπως ακριβώς στην περίπτωση των εγκυκλίων απαλλαγής στα Θρησκευτικά επί υπουργίας Ευρ. Στυλιανίδη το 2008). Κατά συνέπεια, το μέχρι πρότινος ΜτΘ καθίσταται de facto προαιρετικό για όλους, άρα και για τους Ορθόδοξους μαθητές. Άλλωστε, πώς και από που θα τεκμαίρεται ότι κάποιος είναι ή δεν είναι Ορθόδοξος; Και βάσει ποιας κανονιστικής διάταξης θα υποχρεώνεται κάποιος να αποκαλύπτει το θρήσκευμά του και να παρακολουθεί το ορθόδοξο ή το καθολικό ή το προτεσταντικό ή το ισλαμικό ή το εβραϊκό ή το θρησκειολογικό ή το ουδετερόθρησκο ηθικοφιλοσοφικό (ισότιμο) μάθημα, παρά μόνο κατά την ατομική βούληση και επιθυμία του; Άραγε, οι εν λόγω αποφάσεις του ΣτΕ προστατεύουν όντως έστω ένα μονοομολογιακό και κατηχητικό μάθημα ή το εκθέτουν πλέον άμεσα σε μια σειρά απρόβλεπτων κινδύνων και νέων αντεγκλήσεων και μιας ατέρμονης περιδίνησης, θέτοντάς το σε πρωτόγνωρες συνθήκες οι οποίες όχι απλώς το αποδυναμώνουν με την προϊούσα εμπέδωση της προαιρετικότητάς του στο σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα, αλλά και το υποσκάπτουν μορφωτικά, στενεύοντας ή ακρωτηριάζοντας τον θεολογικό, διεπιστημονικό και παιδαγωγικό του ορίζοντα σε απλή κατήχηση για μικρό αριθμό μαθητών και οδηγώντας το σε σταδιακό μαρασμό, αφού δεν θα μπορεί να διαλέγεται, να σχετίζεται και να παρακολουθεί γόνιμα και δημιουργικά τον παλμό και τις εξελίξεις που διέπουν τις μαθησιακές διαδικασίες και τα σύγχρονα προγράμματα σπουδών, καθώς και τον διεπιστημονικό και διαθεματικό διάλογο των διαφόρων γνωστικών πεδίων (άλλα μαθήματα) και δράσεων (άλλα διευρυμένα προγράμματα της εν γένει σχολικής, επιστημονικής και κοινωνικής ζωής) της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας.

3. Ο κίνδυνος της «θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης»

Μολονότι ο βασικός νόμος 1566/1985 της εκπαίδευσης προέβλεπε, πέρα από το ορθόδοξο μάθημα, τη διδασκαλία και άλλων ετερόδοξων και ετερόθρησκων μαθημάτων στα Θρησκευτικά από ετερόδοξους και ετερόθρησκους διδάσκοντες με έστω οριακά ή ανεκτά ακαδημαϊκά προσόντα, αυτό ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη πέρα από τις Κυκλάδες και την Κέρκυρα. Μάλιστα, το Υπουργείο Παιδείας ουδέποτε επόπτευσε την εκπόνηση ή εισαγωγή αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών ή διδακτικών βιβλίων. Το 2003 ως νέος σύμβουλος στο τότε Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, θυμάμαι χαρακτηριστικά το αίτημα της Συνόδου των εν Ελλάδι Καθολικών για έγκριση μιας σειράς κατηχητικών τευχών που είχαν μεταφραστεί αδόκιμα από τα ιταλικά και είχαν εκδοθεί επίσης πρόχειρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στη διδασκαλία του μαθήματος για τους Καθολικούς μαθητές στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο στις Κυκλάδες. Η λεπτομέρεια αυτή δείχνει τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον με τη δημιουργία και συνύπαρξη πολλών και παράλληλων μαθημάτων. Όπως ήδη συμβαίνει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες με πολυομολογιακό μάθημα Θρησκευτικών (π.χ. Γερμανία), το κράτος είναι πιθανό να εκχωρήσει την εκπόνηση των προγραμμάτων σπουδών και των διδακτικών υλικών και βιβλίων απευθείας στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές ή θρησκευτικές κοινότητες. Σταδιακά το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με την επιλογή των διδασκόντων στα εν λόγω μαθήματα. Η ενδεχόμενη ύπαρξη παράλληλων κλειστών μαθημάτων για πολλά και διαφορετικά δόγματα ή θρησκεύματα είναι δυνατόν να διαμορφώσει καταστάσεις ομοσπονδοποίησης του ΜτΘ στα σχολεία, όπου διάφορα μαθήματα Θρησκευτικών είναι δυνατόν στο μέλλον να αναπτύσσονται μονοδιάστατα και να ανταγωνίζονται άκαμπτα το ένα το άλλο, προκαλώντας εντάσεις μισαλλοδοξίας και εστίες θρησκευτικού φονταμενταλισμού και ομολογιακού αναθεωρητισμού στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Από το διακριτό μάθημα για κάθε χριστιανική ομολογία και θρησκεία, υπάρχει ο κίνδυνος να εμφανισθεί στο άμεσο μέλλον ένα πρωτόγνωρο για την Ελλάδα φαινόμενο, αυτό της θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης του σχολείου. Η δε θρησκευτική ομοσπονδοποίηση του σχολείου μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στην πλήρη παράδοση της ευθύνης του ΜτΘ από την Πολιτεία στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες. Ωστόσο, το ζητούμενο δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι η κοινοτιστική, εθνοτική και θρησκευτική πολυδιάσπαση του δημόσιου σχολείου (που εγκυμονεί πολιτικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς και εθνικούς κινδύνους[3]), αλλά η καλλιέργεια πνεύματος συνύπαρξης, συνεργασίας, αλληλοκατανόησης, ειρήνης και καταλλαγής. Η προοπτική ομοσπονδοποίησης και εισαγωγής πολλών ομολογιακών ή πολλών τύπων του ΜτΘ ανοίγει περαιτέρω τη διαδικασία της προαιρετικότητας και της σταδιακής εξόδου των Θρησκευτικών από το μορφωτικό και γνωσιακό πλαίσιο του δημόσιου σχολείου, όπως εν πολλοίς συμβαίνει στη Γερμανία, όπου το πολλαπλό ομολογιακό μάθημα διδάσκεται προαιρετικά το απόγευμα, από επισκέπτες διδάσκοντες που δεν είναι μέλη του Συλλόγου των Διδασκόντων του σχολείου. Όπως στην απογευματινή ζώνη ελευθέρων δραστηριοτήτων κάθε σχολείου αναπτύσσονται ποικίλα εθελοντικά και πολιτιστικά προγράμματα, παρόμοια εκεί θα μπορούσε να αναπτύσσονται διάφορα μαθήματα πολλαπλής θρησκευτικής εκπαίδευσης, δίχως να παρακωλύεται η ζώνη των κύριων και βασικών μαθημάτων του δημόσιου σχολείου.
Όσοι προσέφυγαν στο ΣτΕ και προκάλεσαν την ακύρωση των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά δεν περίμεναν ασφαλώς ότι οι εν λόγω αποφάσεις του ΣτΕ θα δικαίωναν παράλληλα και την Ένωση Αθέων, η οποία εδώ και χρόνια ζητά με επιμονή από την Πολιτεία τη δημιουργία ενός ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος ηθικοφιλοσοφικού περιεχομένου. Μάλιστα, καθώς προσδιορίζουν οι νομικοί εκπρόσωποι της Ένωσης Αθέων, το εν λόγω μάθημα οφείλει να έχει τις εξής γενικές κατευθυντήριες γραμμές και νομικές προϋποθέσεις τις οποίες οφείλει να λάβει υπόψη του το Υπουργείο για την εισαγωγή του μαθήματος ήδη από το μεθεπόμενο σχολικό έτος 2023-2024: «Συμμόρφωση της Πολιτείας προς την συνταγματική της υποχρέωση για θεσμοθέτηση ενός ισότιμου μαθήματος συναφούς αντίληψης, σημαίνει ότι έπρεπε ήδη να έχει εισαχθεί ένα μάθημα, με την ίδια ακριβώς θεσμική διαδικασία, όπως το μάθημα των θρησκευτικών. Αυτό σημαίνει ότι το ισότιμο μάθημα πρέπει να εισαχθεί στο σχολικό πρόγραμμα με κανονιστική πράξη, κατ’ αντιστοιχία προς τα θρησκευτικά που έχουν εισαχθεί ως υποχρεωτικό μάθημα στο Δημοτικό και Γυμνάσιο δυνάμει Υπουργικής Απόφασης (αρ. 31585/Δ2/2020 ΦΕΚ 698/Β/4-3-2020), καθώς και στο Λύκειο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5§11 του ν. 1566/1985. Επομένως, “ισότιμο” προς το μάθημα των θρησκευτικών θα είναι το μάθημα που το πρόγραμμα σπουδών του θα εισαχθεί με Υπουργική Απόφαση και που θα αφορά σε ακριβώς ίσο αριθμό διδακτικών ωρών με αυτές που ισχύουν για το μάθημα των θρησκευτικών. Οι διάφορες “ερευνητικές απασχολήσεις με θέμα την θρησκεία” δεν εισάγουν ισότιμο μάθημα συναφούς αντίληψης. “Συναφές περιεχόμενο” δεν σημαίνει φυσικά κάποιο μάθημα “θρησκειολογίας” ή θεολογίας, αφού και σε αυτή την περίπτωση θα πρόκειται για θρησκευτικά, από τα οποία θα επιτρέπεται το δικαίωμα απαλλαγής και θα δημιουργηθεί πρόβλημα κυκλικότητας (φαύλος κύκλος). Μάθημα “συναφούς περιεχομένου”, σημαίνει, όπως ενδεικτικά αναφέρει η απόφαση 1749/2019 ΟλΣτΕ ένα μάθημα “π.χ. ηθικής”. Δηλαδή, ένα μάθημα παρουσίασης της ηθικής φιλοσοφίας, με την διδασκαλία των συστημάτων σκέψης των σημαντικότερων φιλοσόφων, όχι βέβαια μόνο των αρχαίων και μόνο των Ελλήνων, αλλά και των νεώτερων και ξένων φιλοσόφων, όπως είναι οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, καθώς και οι φιλόσοφοι του 20ου και του 21ου αιώνα. Ένα τέτοιο μάθημα, ισότιμο και συναφούς αντίληψης, δεν είναι ένα φιλολογικό μάθημα, όπως τα κείμενα αρχαίας ή νεοελληνικής λογοτεχνίας, που ήδη διδάσκονται στο σχολικό πρόγραμμα, αλλά ένα μάθημα παρουσίασης όλου του φάσματος των φιλοσοφικών θεωρήσεων, των κοσμοθεωριών καθώς και των οικουμενικά γνωστών στοχαστών, πέραν εκείνων που εντάσσονται οργανικά σε θρησκευτικά δόγματα και θεολογικές σχολές»[4].

4. Το νέο ισότιμο μάθημα ως παράγοντας υπονόμευσης του υπάρχοντος ΜτΘ

Τα ανωτέρω δείχνουν ότι το νέο ισότιμο μάθημα σαφώς δεν θα έχει κανένα θρησκευτικό ή θρησκειολογικό χαρακτήρα, δεν θα συντάσσεται ούτε και θα διδάσκεται από θεολόγους, αλλά από άλλες ειδικότητες και σταθερά θα υπονομεύει το υπάρχον ΜτΘ. Θυμάμαι με πόση ελαφρότητα οι κύκλοι που υποστήριζαν το ακραιφνώς ορθόδοξο ομολογιακό μάθημα, υποδείκνυαν τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά ως κατάλληλο ισότιμο εναλλακτικό μάθημα. Κυρίως, όμως, θεωρούσαν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πρακτικά εφικτό στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, οπότε μια επιστροφή στην αποκλειστικότητα του ακραιφνώς ομολογιακού και κατηχητικού ΜτΘ θα αποτελούσε συντριπτική ιδεολογική νίκη και κατίσχυση των θέσεών τους για ένα αμιγώς ορθόδοξο κλειστό μάθημα. Αλλά και μετά την πρόσφατη ακύρωση της εγκυκλίου του Υπουργείου για τις απαλλαγές στα Θρησκευτικά, οι ίδιοι κύκλοι επιχαίρουν για την απόφαση αυτή και υπεραμύνονται του δικαιώματος για ομολογιακή και θρησκευτική κατήχηση των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων μαθητών με την ύπαρξη παράλληλων πολυομολογιακών μαθημάτων. Δίχως καθόλου να θέλουμε να αμφισβητήσουμε τον σεβασμό των υποστηρικτών του αμιγώς ορθόδοξου ΜτΘ στα θρησκευτικά δικαιώματα αυτών των μαθητών, φοβούμαστε ότι οι κύκλοι αυτοί δεν αντιλαμβάνονται το επισφαλές ενός τέτοιου εγχειρήματος και των συνεπαγομένων κινδύνων στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Λίγα χρόνια πριν δεν ήταν δυνατό να διαμορφωθεί άμεσα και πρακτικά για όλους και όλες ιδιαίτερο μάθημα Θρησκευτικών (άλλο για τους Καθολικούς, άλλο για τους Προτεστάντες, άλλο για το Ισλάμ ή και για άλλα θρησκεύματα) και, συνεπώς, πολλοί μαθητές και μαθήτριες αποκλείονταν εκ των πραγμάτων από τη σχολική θρησκευτική εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο. Στο άμεσο μέλλον, όμως, η απόφαση του ΣτΕ ανοίγει τον δρόμο όχι απλώς σε ένα μάθημα ηθικής φιλοσοφίας ή θρησκειολογίας, αλλά νομιμοποιεί και διευρύνει τη διεκδίκηση ισότιμου μαθήματος για κάθε θρησκευτική μειονότητα. Πιθανώς το μόνο μάθημα Θρησκευτικών που θα μπορεί να συγκεντρώνει ικανό αριθμό ετερόθρησκων μαθητών σε ορισμένα σχολεία θα είναι ένα μάθημα για το Ισλάμ. Είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μία τέτοια εξέλιξη ή ετοιμαζόμαστε να την αντιμετωπίσουμε υποστηρίζοντας νομικά ένα αμιγώς ορθόδοξο κλειστό και μονοφωνικό μάθημα; Ενδεχομένως, μπορεί να θεωρείται βέβαιο από εκείνους που προσέφυγαν στο ΣτΕ κατά των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά ότι διασφαλίζοντας νομικά ένα απόλυτα κλειστό και ομολογιακό μάθημα, το ενδεχόμενο εισαγωγής άλλων τύπων μαθήματος Θρησκευτικών να μην μπορεί να τελεσφορήσει στην πράξη, ώστε εν τέλει το ορθόδοξο μάθημα να βγει κερδισμένο και ενδυναμωμένο ως προς την αποκλειστική παρουσία και οριστική κατίσχυσή του στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνάγεται ούτε από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα ούτε από αυτές καθαυτές τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Σε όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να προσθέσουμε ακόμη μία ρεαλιστική παράμετρο: Επί του παρόντος, υπάρχει απόλυτη αδυναμία στο ελληνικό σχολείο να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα, αφού οι μαθητές που θα απαλλάσσονται από το ακραιφνώς ορθόδοξο μάθημα πιθανόν να μην καλύπτονται από το ισότιμο ουδετερόθρησκο ηθικοκοφιλοσοφικό μάθημα, αναμένοντας είτε το δικό τους ομολογιακό ή οικείο θρησκευτικό μάθημα είτε μη συμπληρώνοντας τον απαραίτητο αριθμό θα πρέπει να επιλέγουν ένα από τα δύο υπάρχοντα μαθήματα, το ομολογιακό ή το ισότιμο εναλλακτικό. Μοιραία, οι νέες αυτές συνθήκες θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στη σταδιακή έξοδο του ΜτΘ από το ωρολόγιο πρόγραμμα και στη μετατροπή του σε οιονεί επιλεγόμενο μάθημα ή σχεδόν εξωσχολική δραστηριότητα με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, η θρησκευτική εκπαίδευση στη χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή: υπερβαίνοντας την όποια στενή κατηχητική ή μονοφωνική φυσιογνωμία του, είναι ανάγκη να ισχυροποιήσει τα επιστημονικά, θεολογικά και εκπαιδευτικά θεμέλιά της, να διευρύνει το πεδίο μελέτης στο οποίο εργάζεται και τον ορίζοντα της μαθησιακής διερεύνησης που υλοποιεί. Το ΜτΘ μπορεί να ανασυγκροτηθεί και να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου που ελευθέρα θα το παρακολουθούν, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους; Είναι βέβαιο ότι οι διδάσκοντες εκπαιδευτικοί το ΜτΘ, δάσκαλοι στην πρωτοβάθμια και θεολόγοι στη δευτεροβάθμια, έχουν πλέον την ετοιμότητα να αναγνωρίσουν ότι το ώριμο αυτό αίτημα κατά κανένα τρόπο δεν αντιφάσκει προς την Ορθόδοξη Χριστιανική θεώρηση για την πίστη και την εκπαίδευση.
Όλοι όσοι εργαστήκαμε δημιουργικά και εμπνευσμένα στη διαμόρφωση των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών τα τελευταία είκοσι έτη –άλλοτε υπό την μέγγενη της μείωσης των ωρών, άλλοτε υπό τον κίνδυνο απώλειας του υποχρεωτικού χαρακτήρα του ΜτΘ, άλλοτε υπό την πίεση των ανεξάρτητων αρχών, ακριβώς εξαιτίας του όποιου κατηχητικού ή μονοφωνικού χαρακτήρα του– διαπιστώσαμε με έκπληξη, εν τέλει, ότι με την προστασία και νομική κάλυψη του ΣτΕ το μάθημα των Θρησκευτικών καθίσταται de facto προαιρετικό για όλους, ό,τι ακριβώς φοβόμασταν και επιχειρήσαμε με τα Νέα Προγράμματα να αποφύγουμε. Πλέον το ΜτΘ αντί να φέρνει σε διάλογο, συνύπαρξη και καταλλαγή με τη θρησκευτική ετερότητα, αποβαίνει θεμελιώδης λόγος θρησκευτικού και πολιτισμικού διαχωρισμού, θρησκευτικών αντιθέσεων και παράλληλων μονολόγων. Γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι συμβαίνει στο επίπεδο του κοινωνικού σώματος, του λεγόμενου δημόσιου χώρου και του ευρύτερου πολιτισμού μας, ώστε ένα επιστημονικό και παιδαγωγικό ζήτημα να οδηγηθεί στο ΣτΕ για να διερευνηθεί δικαστικά η συνταγματικότητά του; Τι σημαίνει ότι μία απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου μπορεί να παρεμβαίνει σε ζητήματα επιστημονικά, θεολογικά, παιδαγωγικά, έστω και αν επιχειρηματολογεί τυπικά για να προστατεύσει τη θρησκευτική μας ταυτότητα, ενδοστρέφεια και αυτάρκεια με κίνδυνο να την εργαλειοποιεί ιδεολογικά και μάλιστα σε μια κοινωνία που ραγδαία εκκοσμικεύεται;
Η απόφαση του ΣτΕ χρειάζεται να συζητηθεί οπωσδήποτε πιο πέρα από την υποτιθέμενη νομική θεώρησή της, γιατί σε αυτήν υπολανθάνει και ένα πλήθος άλλων ζητημάτων που δεν ανήκουν στο πεδίο της νομοθεσίας, αλλά αποτελούν αντικείμενο ευρύτερου διεπιστημονικού διαλόγου της θεολογίας, της παιδαγωγικής και των άλλων ανθρωπιστικών, νομικών και κοινωνικών επιστημών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική θεωρία και πράξη και ευρύτερα με τις υπάρχουσες συνθήκες στην καθημερινή ζωή και στον σχολικό πολιτισμό μας. Έχοντας υποκαταστήσει τον επιστημονικό ρόλο των Θεολογικών Σχολών, τη θέση της Εκκλησίας, καθώς και των θεσμοθετημένων γνωμοδοτικών επιστημονικών και εκπαιδευτικών οργάνων του Υπουργείου Παιδείας, η εν λόγω απόφαση μάλλον επέλεξε να καθορίσει και να ελέγξει δικαστικά το ίδιο το περιεχόμενο της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο, αποδεχόμενη πλήρως τις αιτιάσεις και τις κατηγορίες μιας συντηρητικής ομάδας θεολόγων και ενός μητροπολίτη, δεσμεύοντας, όμως, την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική, αλλά και αυτό καθαυτό το δημόσιο σχολείο και την εν γένει εκπαιδευτική πολιτική.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας προστατευτικής δικαστικής παρέμβασης μπορεί να αποβούν μοιραίες όχι μόνο γιατί υπονομεύουν ουσιαστικά το ίδιο το ΜτΘ, αλλά σταδιακά μπορεί να οδηγήσουν σε επιστημονική συρρίκνωση και σε ομολογιακή εσωστρέφεια τις ίδιες τις θεολογικές σπουδές στη χώρα μας. Σε μια εποχή ομολογιακού και θρησκευτικού αναθεωρητισμού, ευρύτερων γεωεκκλησιολογικών, ιδεολογικών και φονταμενταλιστικών τάσεων, η ελληνική ορθόδοξη θεολογία οφείλει διαρκώς να αφουγκράζεται, να διαλέγεται και να προσλαμβάνει εμπνευσμένα και κριτικά τα σύγχρονα ρεύματα του πολιτισμού. Σήμερα, όσο ποτέ ίσως άλλοτε, προβάλλει η ευθύνη της χριστιανικής θεολογίας να διαλεχθεί δημιουργικά με τον πολύπτυχο και πολυθρησκευτικό κόσμο μας. Θα πρέπει, ασφαλώς, να συνειδητοποιήσουμε ότι η πολυπολιτισμική κοινωνία αποτελεί ήδη το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο για όλες σχεδόν τις χριστιανικές Εκκλησίες και θεολογικές παραδόσεις. Η Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να συνεργαστεί γόνιμα και διεπιστημονικά και να προσανατολίσει προς μια εκπαιδευτική αντίληψη που θα σέβεται τη διαφορά και τη θρησκευτική ετερότητα. Συνάμα, μπορεί να κατανοήσει και αυτή ότι η αλήθεια δεν αποδεικνύει τον εαυτό της θριαμβολογώντας. Εν τέλει, η απομόνωση και ο περιορισμός του ΜτΘ σε ένα είδος στενής ομολογιακής ταυτότητας, η οποία δεν διαλέγεται κριτικά με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, μπορεί να περιθωριοποιήσει την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Θεολογίας στον δημόσιο χώρο, στην εκπαίδευση, στην κοινωνία, στις επιστήμες, στον πολιτισμό, στον κόσμο ολόκληρο. Ωστόσο, σε μία δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία, σε ένα σύγχρονο σχολείο ανοικτών οριζόντων, σε μία διαλεγόμενη με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό θεολογία δεν υπάρχουν αδιέξοδα παρά μόνο γόνιμες και δημιουργικές προκλήσεις για την υπέρβασή τους.

* Βλ. τη μελέτη μας με τίτλο «Παλινωδίες και αδιέξοδα στη θρησκευτική εκπαίδευση. Επισημάνσεις και σχόλια στις Αποφάσεις του ΣτΕ 1749-1752/2019 για τα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου», η οποία δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό Νομοκανονικά 1/2020, σσ. 69-112 και κατόπιν συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μας Θεολογία και πολιτισμός, Δοκίμια για τη σχέση θεολογίας, πολιτισμού και εκπαίδευσης σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2021, σσ. 393-439.
[1] Ο Ν.1566 προβλέπει μάθημα για Ρωμαιοκαθολικούς ακόμη και για Προτεστάντες, ανάλογα με την πυκνότητα του μαθητικού πληθυσμού. Ν. 1566/85, άρθρο 14,17: «Με την παραπάνω διαδικασία μπορεί να ανατίθεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών σε αξιόλογο αριθμό αλλόδοξων μαθητών των σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε ιδιώτες που έχουν πτυχίο Θεολογικής σχολής αντίστοιχου δόγματος Α.Ε.Ι. της αλλοδαπής και απολυτήριο ελληνικού λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου». Άρα, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης αφορά, πέραν της Ορθοδοξίας, και άλλες ιστορικές παρουσίες ετεροδόξων και ετεροθρήσκων στην Ελλάδα.
[2] Το ίδιο το ΣτΕ είχε προτείνει τότε και συγκεκριμένο λεκτικό για την απαλλαγή των μαθητών ως εξής: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών». Βλ. Απόφαση 1749/2019, {16. Το Υπουργείο Παιδείας εξέδωσε κατόπιν την εν λόγω απόφαση για τις απαλλαγές στα Θρησκευτικά, υιοθετώντας ακριβώς το ανωτέρω λεκτικό του ΣτΕ (Εγκύκλιος 61178/ΓΔ4/2021, ΦΕΚ Β΄ 2286/1.6.2021) και πάραυτα η αντιπολίτευση ζήτησε τότε την άμεση απόσυρσή της με βάση τις σχετικές αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ και του ΕΔΔΑ.
[3] Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοθρήσκων και αλλοδόξων μαθητών παρακολουθούν κανονικά το κοινό μάθημα των Θρησκευτικών, ενώ το ποσοστό απαλλαγών από το μάθημα είναι εξαιρετικά μικρό. Αυτό οφείλεται, αφενός, στο ενδιαφέρον τους να ενημερωθούν για τον πολιτισμό και τη θρησκεία του τόπου στον οποίο διαβιούν και, αφετέρου, οφείλεται στο ότι το μάθημα παρέχει υπεύθυνα αυτή τη μαθησιακή δυνατότητα. Μάλιστα, με την εφαρμογή των Νέων ΠΣ καταγράφθηκε σημαντική μείωση των απαλλαγών. Είναι εθνικά και κοινωνικά συμφέρον οι αλλόθρησκοι μαθητές να ενημερώνονται υπεύθυνα για τον πολιτισμό και την επικρατούσα θρησκεία του τόπου στον οποίο ζουν, φυσικά, με απόλυτο σεβασμό στη δική τους θρησκευτική ταυτότητα, ενώ είναι παντελώς αδύνατο οι θρησκευτικές κοινότητες των ανά τη χώρα διαβιούντων αλλοδόξων και αλλοθρήσκων να αναλάβουν πλήρως τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του μαθήματος. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, το οποίο η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να διαχειριστεί με τη δέουσα προσοχή.
[4] Βλ. την πρόσφατη ανάρτηση του Βασίλειου Σωτηρόπουλου στο FB ως νομικού εκπροσώπου προσφευγόντων γονέων στο ΣτΕ, 16 Ιουλίου 2022.

Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
To εικαστικό αποτελεί λεπτομέρεια του πίνακα “Ο Ιησούς ανάμεσα στους διδασκάλους” που φιλοτεχνήθηκε από τους μαθητές του Ισπανού ζωγράφου Χοσέ ντε Ριμπέρα (1591-1652) και σήμερα φυλάσσεται στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης.
Οι υπότιτλοι του άρθρου έχουν προστεθεί από την επιμελήτρια του ιστολογίου.

Έμβρυα: πολύ μικρά για να φανούν, πολύ μεγάλα για να μάς αφήσουν να κοιμόμαστε ξέγνοιαστοι

Γράφει ο πρωτοπρ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΘΕΡΜΟΣ


Η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου των ΗΠΑ για τις αμβλώσεις σχολιάστηκε εκτεταμένα. Έχει ειπωθεί οτιδήποτε θα μπορούσε; Κατ’ εμέ όχι. Η πυρετώδης ένταση επικεντρώθηκε γύρω από δύο πόλους. Δικαίωμα και ελευθερία της γυναίκας η οποία εξουσιάζει το σώμα της, φωνάζει ο ένας. Βίαιη διακοπή μιας ανυπεράσπιστης ζωής στο ξεκίνημά της, αντικρούει ο άλλος. Υπάρχουν πολλά στοιχεία τραγικότητας στο πολύπλοκο αυτό ζήτημα, τα οποία κανένα από τα αναρίθμητα σχόλια που διάβασα δεν θίγει. Θα επιχειρήσω λοιπόν να καταγράψω τις πτυχές εκείνες που θα επιθυμούσα να έχουν δημόσια συζητηθεί αλλά που τις σκέπασε το σκοτάδι.
Η απόφαση δεν απαγόρευσε τις αμβλώσεις, όπως κάποιοι νόμισαν. Τις εναπέθεσε στη νομοθεσία κάθε Πολιτείας. Το στοιχείο αυτό δεν χαιρετίστηκε ως νίκη της Δημοκρατίας και της αποκέντρωσης. Ίσα-ίσα, χτυπήθηκε επειδή αφήνει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια ευκαιριακή και μεταβαλλόμενη πλειοψηφία (της Τοπικής Βουλής). Αλλά μήπως αυτό δεν ίσχυε μέχρι τώρα; Η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, όπου επιτεύχθηκε, έλαβε χώρα μέσα από μια πλειοψηφία της Βουλής. (Στις Ομοσπονδιακές Χώρες από τα Ομοσπονδιακά Νομοθετικά Σώματα). Και αυτή η πλειοψηφία επίσης είναι (θεωρητικά) ευκαιριακή και μεταβαλλόμενη.
Κάθε Βουλή, οπουδήποτε στον κόσμο, μπορεί να ανακαλέσει την νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Αλλά εδώ ακριβώς επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία του ενός πόλου: ισχυρίζεται πως η άμβλωση αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν ακυρώνονται δια νόμου. Από όσο γνωρίζω, καμία νομοθεσία δεν περιλαμβάνει την άμβλωση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι καθαρά θέμα ερμηνείας των Συνταγμάτων. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο η αντίθετη εκδοχή, της προστασίας της αγέννητης ζωής, θεωρεί αντισυνταγματική την άμβλωση επειδή ερμηνεύει τη διάταξη περί προστασίας της ζωής ως απαγορεύουσα την διακοπή της κύησης. Με άλλα λόγια, η πλευρά που ζητά νομιμοποίηση των αμβλώσεων ως ανθρώπινο δικαίωμα διεκδικεί το μονοπώλιο ερμηνείας της έννοιας του δικαιώματος. Απαιτεί δε τον αποκλεισμό κάθε αντίθετης γνώμης, όχι μόνο από τη νομοθεσία, αλλά και από τους σταθμούς του μετρό και τον εν γένει δημόσιο χώρο! (δείτε περισσότερα εδώ).
Κλείνοντας το πρώτο αυτό σημείο δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως η απολυτότητα με την οποία περιβάλλονται από την εκκοσμικευμένη πλευρά, όχι ορισμένα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά τα νομικά δικαιώματα ορισμένων (προσοχή στη διατύπωση, έχει σημασία!), η επιμονή δηλαδή στη θέση πως η απαλλαγή από τον ενοχλητικό καρπό της συνουσίας δεν τίθεται σε ψηφοφορία με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο, δεν μαρτυρεί τίποτε άλλο παρά ένα κατάλοιπο της έννοιας του ιερού.
Το ιερό αποσχηματίσθηκε στη θρησκευτική του έκφραση αλλά επανεισάγεται διαρκώς από τους υπέρμαχους της κοσμικότητας υπό άλλες μορφές, όταν εγείρονται αξιώσεις δικαίου με απολυτότητα. Κυρίως αυτές εμφανίζονται σαν υπεράσπιση κάποιων υπέρτατων αξιών οι οποίες (πολύ ορθά) πρέπει να παραμένουν ανέγγιχτες, επέκεινα της λαϊκής κυριαρχίας, όπως π.χ., η ισότητα όλων των πολιτών έναντι του νόμου. Ενίοτε, όμως, η απολυτότητα αποκλίνει και αφοσιώνεται στην προάσπιση συμφερόντων (δες το επόμενο σημείο). Το ιερό, μάλιστα, επανεισάγεται μετατοπισμένο πλέον σε ό,τι εξυπηρετεί: τώρα δεν υφίσταται ως «άνωθεν» κληρονομιά, αλλά επινοείται εκ των κάτω και με επιλεκτική στόχευση.
Ο πληθυσμός όσων προβαίνουν σε άμβλωση είναι εντυπωσιακά ετερόκλητος, όπως πληροφορεί η ψυχιατρική και ποιμαντική εμπειρία. Χρήση της μεθόδου κάνουν γυναίκες που υπέστησαν βιασμό, ανήλικες που παρασύρθηκαν και «συναίνεσαν», φτωχά ζευγάρια που βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό, ζευγάρια στα οποία συνέβη «ατύχημα» και αδυνατούν να μεγαλώσουν ένα παιδί, άτυχες γυναίκες με εντελώς ανεύθυνο σύντροφο, γυναίκες με προβλήματα υγείας στα οποία αντενδείκνυται η εγκυμοσύνη, κ.ά.
Αλλά εξίσου προβαίνουν στο διάβημα αυτό άτομα παρορμητικά ή που δεν ενδιαφέρονται για την αντισύλληψη, ζευγάρια που βολεύτηκαν σε ένα επίπεδο ζωής και δεν θέλουν να κάνουν χώρο για μια νέα ζωή (την οποία οι ίδιοι δημιούργησαν!), ζευγάρια που έχουν καταστήσει την ανευθυνότητα ή τον ευδαιμονισμό βασικό μοτίβο ζωής, άτομα με την αναπηρία να μη διαθέτουν ενσυναίσθηση ή την ικανότητα για ενοχή, γυναίκες που δεν θέλουν να χαλάσουν τη σιλουέτα τους, ακόμη και τις διακοπές τους (!), πολίτες που ιδεολογικά θεωρούν (σωστά) κακούργημα να ταλαιπωρείς ένα ζώο αλλά άνευ σημασίας να διακόπτεις την εξέλιξη ενός ανθρώπινου εμβρύου, κ.ά.
Η τραγικότητα αρχίζει αναπόφευκτα από τη στιγμή που όλοι αυτοί για τη νομοθεσία μπαίνουν «στο ίδιο τσουβάλι». Προφανώς η εγωκεντρικότητα και η κακοήθεια δεν γίνεται να αποτελέσουν ποινικό αδίκημα. Πώς να λειτουργήσει ο νομοθέτης; Προσωπικά αντιλαμβάνομαι πλήρως την επώδυνη αναγκαιότητα να καλυφθούν οι περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας, εξακολουθώ όμως να θεωρώ κατάντημα ενός πολιτισμού να μην θέτει (ενίοτε και να απαγορεύει!) ακόμη και την συζήτηση για όσα περιστατικά υπάγονται στη δεύτερη.
Η ομάδα αυτή, από τη μια με την φυσικοποίηση της άμβλωσης κατοχυρώνει στην πράξη την ανδρική σεξιστική ανευθυνότητα, ενώ από την άλλη έχει το θράσος εκείνο που απαιτείται για να κάνει λόγο περί του αυτονόητου δικαιώματος να διαθέτουμε το σώμα μας όπως θέλουμε. Μιλά δηλαδή ως εάν απλώς να συνέβη κάποια αρρώστια και η συζήτηση περί δικαιωμάτων γίνεται για τον τρόπο θεραπείας που θα επιλέξουμε ή το νοσοκομείο στο οποίο θα νοσηλευτούμε! Δεν επισκέφθηκε, όμως, τις γυναίκες αυτές κάποιος καρκίνος, ούτε αυτοάνοσο, ούτε λοίμωξη, απέναντι στα οποία θα ήταν ανίσχυρες. Μιλώντας πάντα για τη δεύτερη από τις προαναφερθείσες ομάδες, αυτό που συνέβη είναι ότι ξεκίνησε δυνητικά μια καινούργια ζωή λόγω μιας κοινής δραστηριότητας του ζευγαριού, της οποίας αμφότεροι γνώριζαν από πριν τις πιθανές συνέπειες. Για τον λόγο αυτό ο νόμος είναι αυστηρός με εκείνους που πίνουν και κατόπιν οδηγούν, διότι προβαίνουν σε μια δραστηριότητα της οποίας τις επικίνδυνες συνέπειες γνωρίζουν. Αλλά ο νόμος εμφανίζεται απρόθυμος να προστατέψει το θύμα όταν έχει την ατυχία η θέση του μέσα στην κοιλιά να τό καθιστά μη ορατό…
Δεν είδα, λοιπόν, πουθενά στα σχολιαστικά κείμενα να ασκείται κριτική στην πρακτική «κάνω ό,τι θέλω αλλά απαιτώ από το κράτος να μου επιτρέπει να ρίξω το παιδί και από το ασφαλιστικό ταμείο να με καλύπτει οικονομικά». Δεν φαίνεται να απασχολεί πολλούς η πολιτική ανωριμότητα η οποία υποκινεί την εν λόγω στάση, με την παντελή έλλειψη μιας ηθικής της ευθύνης…
Ο ριζοσπαστικός κατά των αμβλώσεων πόλος, από την άλλη, άφθονος στις θρησκευτικές ιστοσελίδες, εμφανίζει έναν ισχυρότατο βολονταρισμό, εφάμιλλο της αριστεράς. Φαίνεται να θεωρεί ότι, όταν απλώς υφίσταται η βούληση για μαρτύριο, αυτό μπορεί με βεβαιότητα να έλθει σε πέρας.
Συχνά συμβαίνει. Αρκετοί είμαστε μάρτυρες μιας θαυμαστής έκβασης του μεγαλώματος ενός παιδιού το οποίο οι γονείς του (ενίοτε μια ανύπαντρη γυναίκα μόνο) αποφάσισαν να φέρουν στη ζωή μέχρι τέλους, αν και αρχικά ήταν ανεπιθύμητο. Αυτό που εκπλήσσει ευχάριστα είναι η διαπίστωση πόσες δυνατότητες ανθίζουν όταν ο άνθρωπος εμπιστεύεται το θαύμα της ζωής, καθώς και τον Θεό ο οποίος τό δημιούργησε. Πρόκειται για επίτευγμα πίστης και αγάπης, που όμως δεν γενικεύεται ούτε έρχεται κατά παραγγελία.
Για κάθε εκπληκτική υπέρβαση (που συνήθως μένει μακριά από τη δημοσιότητα) υφίστανται δυστυχώς (με την ολοκλήρωση της εγκυμοσύνης και με την επακόλουθη μακροχρόνια ανατροφή) πολύ περισσότερες καταρρεύσεις ζωής, ψυχικές αποδιοργανώσεις, ισόβια τραύματα κ.ο.κ. Το όνομα του Θεού είναι έλεος, όμως, και η αγκαλιά του χωράει κάθε ανθρώπινη αδυναμία. Αλλά πάντα θα ανοίγεται μπροστά μας ο δύσκολος στίβος της εντιμότητας να μην μετονομάζουμε σε αδυναμία την απροθυμία ή το βόλεμα. Είναι άλλο πράγμα να ονομάζουμε κάτι αποτυχία μας και άλλο να το θεωρούμε δικαίωμα…
Το παρακάτω πρόσφατο κείμενο προέρχεται από τον Έλληνα Ορθόδοξο Επίσκοπο (σε Χόνγκ-Κόνγκ, Ταϊβάν, Φιλιππίνες) Νεκτάριο. Κατά τη γνώμη μου κάνει την έκπληξη και προς τους πιστούς και προς τους αδιάφορους:
«Μεταφέρω εδώ ένα σχόλιο που είχα γράψει τον Ιανουάριο του 2020. Ο προβληματισμός παραμένει ίδιος… “Ως Χριστιανός Επίσκοπος φυσικά και υποστηρίζω το δικαίωμα στη ζωή και δεν θα μπορούσα ποτέ να συναινέσω στην πρακτική της αμβλώσεως εμβρύων. Αλλά είμαι Επίσκοπος κι όχι Δικαστής. Αυτό σημαίνει ότι είμαι Πατέρας. Είμαι Επίσκοπος σε χώρες με διαφορετικές κουλτούρες και συνήθειες. Χώρες που αναγκάζουν τη γυναίκα να σκοτώσει το κυοφορούμενο δεύτερο παιδί. Χώρες που απαγορεύουν την άμβλωση. Χώρες που έχουν μετριοπαθή άποψη για το θέμα. Ας μην ξεχνάμε πως αυτό το θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση. Ειδικά μέσα στις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες. Συζήτηση για το πριν μιας ανεπιθύμητης κυήσεως και για το μετά. Για τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις των αγοριών και των κοριτσιών.
Έχω εμπειρία από τις συνέπειες μιας απόλυτης απαγόρευσης της άμβλωσης. Σε τόπους όπου οι άνθρωποι είναι φτωχοί. Απαγορεύσεις σε ό,τι αφορά την προφύλαξη και το σεξ. Ενοχές. Κορίτσια να σφάζονται από τσαρλατάνους. Ή, κορίτσια να οδηγούνται στην πορνεία και την κοινωνική απαξίωση. Πράγματα τραγικά που δεν μπορούν να ειπωθούν σε χώρους όπως το Facebook.
Συμφωνώ με όσους λένε ΝΑΙ στην ΖΩΗ και ΟΧΙ στις αμβλώσεις, αλλά μην νομίζετε ότι έτσι θα μπορείτε να έχετε μια ήσυχη χριστιανική συνείδηση. Το θέμα απαιτεί σοβαρή σκέψη και συζήτηση”».
Συμπέρασμα: αν θέλουμε στ’ αλήθεια να ζήσουμε ως ώριμοι άνθρωποι και σοβαροί πολίτες χρειάζεται να μην απεμπολήσουμε την τραγικότητά μας. Να την προστατεύουμε «σαν τα μάτια μας», αφού αυτή σηματοδοτεί το προνόμιο της ανθρωπινότητάς μας. Και ας της επιτρέψουμε να βρει και αυτή κάποιο χώρο στον δημόσιο διάλογο και στη νομοθεσία μας. Αλλιώς πάντα θα εργαλειοποιούνται οι πιο ευάλωτοι: άλλοτε οι έγκυες γυναίκες και άλλοτε αυτό που κουβαλούν μέσα τους. Και χρήσιμο θα είναι να θυμόμαστε, ακόμη, πως οι νόμοι υπάρχουν, όχι για να δικαιολογούμε τα ελαττώματα και τα πάθη μας, αλλά για το αντίθετο: για να προστατεύουν τους αδύναμους από τα ελαττώματα και τα πάθη των άλλων…

ΠΗΓΗ: HUFFPOST