Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ· Ομότιμου Καθηγητή και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου
Η ελληνική κοινωνία πρέπει να διεκδικήσει την πολιτική της ελευθερία εάν δεν θέλει να θρηνήσει και άλλα θύματα του τύπου της Μάνδρας, του Ματιού ή των Τεμπών.
Τελικά βρέθηκε ο ένοχος της νέας τραγωδίας στα Τέμπη τη φορά αυτή. Ο σταθμάρχης. Δεν αντελήφθη ότι στα δυο του χέρια ακουμπούσε όλη η Ελλάδα και άφησε τον εαυτό του να υποπέσει στο αδίκημα της «κακιάς ώρας». Σύσσωμη η πολιτική ηγεσία από το σύνολο των κομμάτων με κορυφαία την Πρόεδρο του κράτους (της δημοκρατίας, λέει!) εκφράζει τη συντριβή της, υπόσχεται να αποκαλύψει τα αίτια και να τιμωρήσει παραδειγματικά τον πρωταίτιο της καταστροφής. Ήδη ο κέρβερος της δικαιοσύνης, ο γνωστός από το παρελθόν του κ. Ντογιάκος, έχει επιληφθεί προκειμένου να χυθεί άπλετο φως στην τραγωδία.
Πριν από λίγες ημέρες η εφημερίδα «Κυριακάτικη Καθημερινή» είχε αποφανθεί ότι μία άλλη πλευρά της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι η ελληνική κοινωνία. Αυτή παρασύρει την πολιτική ηγεσία στον όλεθρο εμποδίζοντάς την να εγγράψει στον σκοπό του κράτους το συμφέρον της χώρας. Ο μακρινός Χαρίλαος Τρικούπης έδωσε γραμμή στο επιχείρημα: «για να πάει μπροστά η Ελλάδα», είπε, «πρέπει ο πολιτικός να ελευθερωθεί του πολίτη».
Ώστε για όλα τα δεινά της χώρας και του ελληνισμού ένοχος είναι ένας: η ελληνική κοινωνία και ένα έκαστο από τα μέλη της. Η μεν κοινωνία διότι τραβάει από το μανίκι την πολιτική τάξη και δεν την αφήνει να εκπληρώσει τον δημόσιο σκοπό του κράτους. Τα δε μέλη επειδή, όπως στην περίπτωση του σταθμάρχη, τους ανατίθεται η τύχη της χώρας (εν προκειμένω της ασφάλειας του σιδηροδρομικού δικτύου) και επιδεικνύουν εγκληματική αδιαφορία. Δεν θα είχα δυσκολία να διευρύνω το σκεπτικό αυτό και να αποδεχθώ ότι φταίνε και οι επιβάτες / θύματα του τρένου που απερίσκεπτα δεν συνεκτίμησαν την «κακιά ώρα» ώστε να μετακινηθούν με «Μαζεράτι» ή κάτι ανάλογο.
Παρουσιάζεται, έτσι, το φαινόμενο σύσσωμη η πολιτική τάξη της χώρας, από καταβολής του ελλαδικού κράτους, να φιλοδοξεί να αφήσει έργο πίσω της, να ανατάξει τη χώρα και τον ελληνισμό στον δρόμο που χάραξαν οι πρόγονοί της από τον Θεμιστοκλή και τον Περικλή, τον Μέγα Αλέξανδρο και τους επιγόνους έως τους Βυζαντινούς Μακεδόνες και τον Καποδίστρια, όμως εντέλει να υποκύπτει στην αυτοκαταστρεπτική μανία που έχει καταλάβει την ελληνική κοινωνία.
Εύλογα, λοιπόν, όλοι μαζί οι πολιτικοί μέντορες της χώρας και μαζί τους οι μύριοι όσοι συνοδοιπόροι τους στον αγώνα τον καλό νομιμοποιούνται να επιδείξουν με κλαυθμούς και οδυρμούς τη συντριβή και την αγανάκτησή τους μπροστά στους νεκρούς, θύματα του δράστη σταθμάρχη. Με τον ίδιο θρηνώδη τρόπο έκλαψαν όλες τις παρελθούσες καταστροφές του ελληνισμού οι ηγήτορες του αθηναϊκού κράτους. Για να μη μακρύνουμε στο απώτερο παρελθόν, ας θυμηθούμε τη λεηλασία και/ή την απαξίωση της Ολυμπιακής, της κραταιάς Πυρκάλ, του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, της Λάρκο, των Νοσοκομείων, των Πανεπιστημίων και γενικότερα του εκπαιδευτικού συστήματος, των φυλακών, της εκ συστήματος ερήμωσης της υπαίθρου, της αποκαθήλωσης των συνεταιρισμών, της παράδοσης του αρχαιολογικού κεφαλαίου βορά στην αρχαιοκαπηλία, των πλείστων όσων «πακέτων Ντελόρ», της αποξένωσης, της διασποράς από την ελληνική πατρίδα και του δημόσιου αγαθού στη διαπλοκή και στη διαφθορά και εντέλει την ξεδιάντροπη λεηλασία της χώρας από τη δεκαετία του 1980 που κόστισε την εξορία 2 εκατομυρίων Ελλήνων και την παράδοσή της στους δανειστές και στη διεθνή των αγορών για να την αποτελειώσουν.
Εν ολίγοις, για τη μεταβολή του κράτους σε ιδιωτικό χώρο των λυμεώνων της κομματοκρατίας φταίει η κοινωνία και ένα έκαστο των μελών της. Εάν η πολιτική τάξη είχε αφεθεί απερίσπαστη στο έργο της, οι δημόσιοι θεσμοί, το κράτος στο σύνολό του, θα λειτουργούσαν όπως στις «προηγμένες» χώρες της Ευρώπης και οι Έλληνες θα ευημερούσαν.
Η άποψη αυτή που καλά κρατεί δηλώνει ότι αν το κράτος έχει μεταβληθεί σε γάγγραινα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας υπαίτια είναι η ίδια και ένα έκαστο των μελών της που δεν συναισθάνονται το καθήκον τους και θέτουν σε δοκιμασία τις καλές προθέσεις του κομματικού συστήματος και του ομόλογου πολιτικού προσωπικού.
Ευλόγως, επομένως, ένας ολόκληρος κομματικός στρατός έχει επιστρατευθεί καθώς πλησιάζουν οι εκλογές για να εγκαλεί όσους διακινούν την ιδέα της αποχής ότι ρίχνουν νερό στον μύλο των εχθρών της «Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας» και, αν δεν είναι χουντικοί, επιδιώκουν να αποφύγουν τις ευθύνες τους ενώπιον του τόπου. Επομένως, μία είναι η λύση για τη σωτηρία της χώρας, η μόνη ικανή να αποτρέψει ασύμμετρες καταστροφές, όπως αυτή της σιδηροδρομικής τραγωδίας των Τεμπών: να τιμωρηθεί παραδειγματικά ο ένοχος σταθμάρχης και να συνταχθούμε με την ψήφο μας πίσω από την κομματική στέγη και τις πολύφερνες ηγεσίες της. Για να μας σώσουν από τον κακό εαυτό μας.
Αυτό άλλωστε προτείνουν οι πάσης φύσεως δεοντολογούντες, διδάσκοντας ότι είναι ζήτημα παιδείας (του λαού) και ευθύνης ενός εκάστου και όχι του πολιτικού συστήματος. Αν, επομένως, η δεοντολογία δεν πέτυχε τον στόχο της επί δύο αιώνες δεν είναι επειδή δεν εισακούεται από τις πολιτικές ηγεσίες, αλλά γιατί δεν ψηφίζουμε το σωστό κόμμα και τον σωστό πολιτικό ηγέτη. Δηλαδή τον κομματικά προσκείμενο.
Στο φτωχό μου μυαλό εγείρονται, ωστόσο, ορισμένα ερωτήματα:
Εάν συμφωνήσουμε ότι η αιτία της σιδηροδρομικής τραγωδίας οφείλεται στη διαχρονική εγκατάλειψη του δικτύου στις συνθήκες του 19ου αιώνα δεν θα έπρεπε πρωταίτιοι του εγκλήματος να θεωρηθούν οι παρόντες και οι πρώην πολιτικοί υπεύθυνοι με πρώτους τους πρωθυπουργούς; Ποιος τους εμπόδισε να εκσυγχρονίσουν το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας ώστε να μην κρέμεται από την όποια ετοιμότητα του εκάστοτε σταθμάρχη; Δεν είναι αυτοί που κατέχουν την πλήρη πολιτική κυριαρχία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό; Αναλογίζεται κανείς ότι στην «κακή ώρα» μπορεί να είναι και ο αιφνίδιος θάνατος του υπεύθυνου υπαλλήλου;
Θα διατυπώσω μία απλή υπόθεση: εάν με αφορμή τη δήωση της Ολυμπιακής και τόσων άλλων δημόσιων οργανισμών τη δεκαετία του 1980 είχαν υποστεί τις ποινικές και αστικές συνέπειες οι κατεξοχήν υπεύθυνες κομματικές (συνδικαλιστικές κ.λπ.) ηγεσίες που την οργάνωσαν, εάν δηλαδή η πολιτική τάξη υπέκειτο στη δικαιοσύνη, θα είχε αποτολμήσει να ιππεύσει η ίδια στο πολιτικό σύστημα και να μεταβάλει το κράτος σε λάφυρό της; Εάν η κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο ηδύνατο να αποκαταστήσει το λάθος της στην κάλπη και να ανακαλέσει την πολιτική ηγεσία που εμπιστεύθηκε, η τελευταία θα της κουνούσε το δάκτυλο ή θα μπορούσε να την εξαγοράσει μεταβάλλοντάς την σε κομματικό άθυρμα; Έχω κατά καιρούς θέσει και άλλα συναφή ερωτήματα που οι λάτρεις της κομματοκρατίας αποστρέφονται με περιφρόνηση ή οργή. Σήμερα τι έχουν να πουν; Πώς απαντούν στους νεκρούς νέους και στους οικείους τους;
Εν ολίγοις, όλοι αυτοί που σήμερα και τις επόμενες ημέρες θα οδύρονται ως μοιρολογίστρες επάνω στα θύματά τους γνωρίζουν καλά ότι σε μερικές εβδομάδες θα θέσουν ξανά την κοινωνία αντιμέτωπη ενώπιον του διλήμματος: να τους ψηφίσει για να μην πάει χαμένη η ψήφος της, γνωρίζοντας καλά ότι έτσι θα την κάνουν συμμέτοχη ενός διαρκούς εγκλήματος που παρήγαγε το πολιτικό σύστημα της απολυταρχίας και στη συνέχεια της εκλόγιμης μοναρχίας. Αυτό που σερβίρουν οι μέντορες της κρατικής διανόησης ως αντιπροσωπευτική δημοκρατία για να εγκιβωτίσουν τη σκέψη ενός εκάστου ψηφοφόρου στο επιχείρημα ότι μόνη εναλλακτική λύση στον μοναρχικό «κοινοβουλευτισμό» είναι η χούντα. Αυτό το διαρκές έγκλημα μέλλεται να διαρκέσει όσο το πολιτικό σύστημα της εκφυλισμένης εκλόγιμης μοναρχίας επιτρέπει στην κομματοκρατία να αισθάνεται και να λειτουργεί ως ξένο σώμα έναντι της κοινωνίας και του έθνους.
Με άλλα λόγια, εάν η ελληνική κοινωνία δεν θέλει να θρηνήσει και άλλα θύματα του τύπου της Μάνδρας, του Ματιού ή των Τεμπών και μάλιστα να διασώσει ό,τι ακόμη μπορεί να διασωθεί για τη χώρα, μία λύση υπάρχει: να πάψει να γίνεται συνένοχος του εγκλήματος με την ψήφο της και να αξιώσει να εθνικοποιηθεί το κράτος, δηλαδή να διεκδικήσει την πολιτική της ελευθερία, που επάγεται την ανάληψη έστω κατά μικρόν της ευθύνης της συλλογικής της μοίρας.
Η λογική της εναλλαγής στην εξουσία δοκιμάστηκε επί δύο αιώνες με τραγικά για τον ελληνισμό αποτελέσματα. Όσο και αν η κρατική διανόηση προσπαθεί να τα σκεπάσει κάτω από το χαλί της αλλοτρίωσης και της επινόησης μιας ιστορίας που δεν ανήκει στον ελληνισμό, η πραγματικότητα είναι αδήριτη και διακρίνεται διά γυμνού οφθαλμού. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς που ήταν ο ελληνισμός σε συνθήκες εθνικής κατοχής και πού βρίσκεται σήμερα.
Εν κατακλείδι, μπροστά στα άψυχα σώματα τόσων νέων ανθρώπων είναι σκάνδαλο να σκυλεύονται τον θρήνο των οικείων τους οι πρωταίτιοι του εγκλήματος: σύσσωμη η πολιτική τάξη με πρώτη την ηγεσία της κομματοκρατίας. Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να αποχωρήσει εν σιωπή και μετάνοια. Να ντραπεί αν της απομένει λίγο φιλότιμο. Επιτέλους.