Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Αν κανείς ανατρέξει στα λαογραφικά του Δωδεκαημέρου για να αναζητήσει πληροφορίες για το δέντρο των Χριστουγέννων θα διαπιστώσει ότι όλοι σχεδόν οι λαογράφοι, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών των κορυφαίων Ν. Πολίτη και Γ. Μέγα, θεωρούν το έθιμο στολισμού του κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ως έχοντα τις ρίζες του στη Δυτική Ευρώπη του 19ου αιώνα, τουτέστιν ότι είναι φράγκικο έθιμο. 
Η άποψη αυτή έχει περάσει στη νεότερη παράδοσή μας, συνιστά πια παγιωμένη αντίληψη και πολλές φορές προκαλεί, κυρίως εκ μέρους της Εκκλησίας, αρκετές αντιδράσεις και εκστρατείες για κατάργησή του, με παράλληλη αντικατάστασή του με το στολισμό καραβιών. 
Η πραγματικότητα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ένα άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, του αειμνήστου Κωνσταντίνου Δ. Καλοκύρη, με τίτλο: «Τα ιερά δένδρα και το εξ Ανατολής δένδρον των Χριστουγέννων»· δημοσιεύτηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1973, (το ίδιο άρθρο περιλαμβάνεται και στον τόμο: Μελετήματα Χριστιανικής Ορθοδόξου Θεολογίας και Τέχνης, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 391-423), ανατρέπει την άκριτη επανάληψη απόψεων για την καταγωγή του χριστουγεννιάτικου δέντρου από τη Δύση. Ο αείμνηστος Καθηγητής αποκαλύπτει ότι το έθιμο του στολισμού του προέρχεται από την Ανατολή. Το ταυτίζει και το αναγάγει σε λατρευτικούς σκοπούς της ελληνικής αρχαιότητας. Μάλιστα επικαλείται πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων κι ένα σημαντικότατο συριακό χειρόγραφο (ADD 17265) που απόκειται στο Βρετανικό Μουσείο, μεταφρασμένο το 1956 από τον J. Leroy και σχολιασμένο από τον γνωστό ιστορικό της βυζαντινής τέχνης A. Grabar, στο οποίο γίνεται μνεία ενός ναού, που στα 512 έκτισε ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ στη Β. Συρία, όπου μεταξύ των αφιερωμάτων του, υπήρχαν και δύο ορειχάλκινα δέντρα ταυτόσημα με τα σημερινά των Χριστουγέννων. Η αυτούσια παράθεση του κειμένου, νομίζω, πως είναι άκρως σημαντική κι ενδιαφέρουσα: «δύο μεγάλα ορειχάλκινα δένδρα, τα οποία ήσαν στημένα εις τας δύο πλευράς της (Ωραίας) Πύλης και του Ι. Βήματος… Επί των φύλλων των δένδρων υπάρχει θέσις δια φώτα που τρεμοσβήνουν. Εκατόν ογδοήκοντα (λάμπαι) δια κάθε δένδρον και πεντήκοντα αργυροί αλύσεις (υπάρχουν κατερχόμεναι) από άνωθεν έως κάτω. Εις αυτάς ήσαν τοποθετημένα (μικρά) αντικείμενα από χαλκόν, όπως κόκκινα αυγά, κρατήρες, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κωδωνίσκοι (ή σταφύλια), αντικείμενα σκαλιστά, δίσκοι (ή δακτύλιοι). Εν γένει (τα αντικείμενα αυτά) ήσαν, τα μεν από χρυσόν, τα δε από άργυρον, ενώ άλλα ήσαν από χαλκόν» (σ. 394). 


Μαζί με το παραπάνω κείμενο ο αείμνηστος Κ. Δ. Καλοκύρης παραθέτει δύο ακόμη μαρτυρίες προερχόμενες από τον Παύλο Σιλεντιάριο (6ος αιώνας), που σχετίζονται με την Αγιά Σοφιά της Πόλης. Πρόκειται για δύο κείμενα (τις πασίγνωστες: «Έκφρασις της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως» και «Έκφρασις του Άμβωνος της Αγίας Σοφίας»), στις οποίες γίνεται η περιγραφή του τέμπλου και του άμβωνα του ναού· σ’ αυτά βρίσκονταν μεταλλικά δέντρα όμοια με τα λεπτόφυλλα κυπαρίσσια: «δένδρεά τις καλέσειεν ή αβροκόμοις κυπαρισσίοις», που αντί καρπών είχαν φώτα σε κωνοειδές σχήμα: «κώνοισιν, ομοία»
Εκ των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι, το δέντρο των Χριστουγέννων πρέπει να θεωρείται εξέλιξη στη Δύση ανατολικού εθίμου, το οποίο εισήχθη στην παράδοση της Εκκλησίας, προσλαμβάνοντας σαφώς άλλο νόημα, αυτό του «συμβόλου του Χριστού και της εν Χριστώ αθανασίας (Χριστός = Δένδρον της ζωής)» κατά τον αείμνηστο Κ. Δ. Καλοκύρη (σ. 397). 
Ως εκ τούτου καλόν είναι να μην υποτιμούμε το έθιμο στολισμού του, μιας και η «αμάθεια θα εξακολουθεί να το μάχεται ως τάχα ξένον έθιμον» (σ. 410).

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Λύτρωση η ποίηση

«Χτυπούσα τα χέρια μου στα γαλάζια κρύσταλλα τ’ ουρανού. 
σε κατάμαυρο μέλλον εξοντωμένος. 
Ήτανε Σάββατο κι ο φτωχός Ιησούς 
ο ξυπόλητος ερωμένος της αγωνίας 
ο ξέχειλος απ’ τη σκιά των λαών επιστάτης 
περίμενε τα χαρωπά γραΐδια στο μισόφωτο. 
Βγάζει ψαλμό σα να ποτίζει περιβόλια 
ο τρεμουλιάρης ιερέας κι ο καθαρός 
αέρας ο υπνοφόρος. 
Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο, 
είσαι μονάχα η συνέχεια του Βαραββά!» 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. (1995). «Περ’ απ’ την κατανάλωση», στο: Τα Ποιήματα (1961-1978), τ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 295. 


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΕΡΑΛΗΣ, «Το άναμμα του καντηλιού»· λάδι σε μουσαμά, (1923).

Φιλόξενοι ή αφιλόξενοι χριστιανοί;

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για τον Ορθόδοξο χριστιανό η διάκριση μεταξύ του διαλεγόμενου από τον συνωμότη για την ετερότητα ανθρώπου είναι σημαντικό χάρισμα και υψίστη αρετή. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα πλούσια εδώ στη Λέσβο είναι η ειδησεογραφία για τις παραληρηματικές εκφράσεις ύβρεων και απανθρωπίας, εναντίον ανθρώπων που, λόγω της ιδιότητάς τους ως πρόσφυγες και μετανάστες, θεωρούνται παρείσακτοι και «λάθρο-» άνθρωποι. Διαβάζοντας στο Διαδίκτυο τα συμβάντα και κοιτάζοντας τις εικόνες ρατσιστικής βίας, κυρίως εναντίον των μαύρων, ήρθε στο νου μου η ωραία εισήγηση που έκαμε ο Απόστολος Καρπόζηλος, Καθηγητής της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στην ημερίδα: Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο, η οποία έγινε πριν τρεις σχεδόν δεκαετίες (9 Μαΐου 1992) στην Αθήνα. Σ’ αυτήν ο κ. Καρπόζηλος μίλησε για τη θέση των μαύρων στη βυζαντινή κοινωνία, και θα ‘λεγα ότι είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για το πώς οι κάτοικοι της αφρικανικής ηπείρου ήταν αποδεκτοί από τους βυζαντινούς, χωρίς καμιά σχεδόν ρατσιστική και φυλετική διάκριση. Ενδεικτικά αντιγράφω μερικά αποσπάσματα τα οποία, πράγματι, θα μπορούσαν σήμερα να λειτουργήσουν φιλάνθρωπα κι όχι αφιλάνθρωπα, μιας και ο Θεός που σε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα γιορτάσουμε τη Γέννησή Του είναι Θεός αγάπης, Θεός Πάτερ ημών, Πατέρας όλων μας, κι όχι «Θεός άρειος», «Θεός ά-χριστος» και «αντί-χριστος».
Γράφει, λοιπόν, ο κ. Καρπόζηλος στην ωραία του εισήγηση: «Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η στάση των βυζαντινών απέναντι στους μαύρους, όπως αντανακλάται στις σχετικά λίγες διάσπαρτες μαρτυρίες των πηγών, δεν φανερώνει φυλετικές διακρίσεις. Προκαταλήψεις αυτού του είδους άλλωστε δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, ούτε και στην Ελληνο-Ρωμαϊκή περίοδο, όταν η αυτοκρατορία ήταν πράγματι πολυεθνική. Τουλάχιστον οι φυλετικές διαμάχες δεν υπήρχαν στη μορφή και την έκταση που τις γνωρίζουμε σήμερα, παρόλο που η ξενοφοβία, ο εθνικισμός, η αντιπάθεια ή η περιφρόνηση προς τους απολίτιστους λαούς δεν ήταν άγνωστες έννοιες στον κόσμο της αρχαιότητας. Ωστόσο, οι μαύροι δεν αντιμετώπισαν διωγμούς ούτε αποκλείστηκαν από τον κοινωνικό κορμό ως κατώτεροι λόγω του χρώματός τους. Συνεπώς οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν μια νοοτροπία για τους ξένους λαούς που είχε ήδη διαμορφωθεί κατά την Ελληνο-Ρωμαϊκή περίοδο, νοοτροπία υπεροχής ως προς την παιδεία και τον πολιτισμό, όχι όμως φυλετική και ιδίως στις σχέσεις τους με τους μαύρους ή τους Νεγροαφρικανούς γενικότερα. Αυτή η στάση και νοοτροπία επηρεάστηκε ακόμη περισσότερο από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, το μήνυμα του οποίου απευθυνόταν προς όλους γενικά χωρίς να γίνεται καμία διάκριση».
«Η Εκκλησία από πολύ νωρίς πήρε θετική και συγκεκριμένη στάση απέναντι στους μαύρους, εξαιτίας διαφόρων βιβλικών χωρίων της Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, στα οποία γίνεται μνεία Αιθιόπων και μαύρων. Οι ερμηνείες αυτών των χωρίων από τους Πατέρες της Εκκλησίας διαμόρφωσαν μια “αφρικανική θεολογία” όπως χαρακτηριστικά την ονόμασε ο καθ. Ernest Benz, στην οποία συνέβαλε πρώτος με τα εκτενή βιβλικά σχόλιά του ο Ωριγένης. Στο χωρίο του Άσματος Ασμάτων 1:5, η Αιθιόπισσσα κόρη, λόγου χάρη, απευθυνόμενη στις θυγατέρες του Ισραήλ και έχοντας το αίσθημα της μειονεξίας λόγω του χρώματός της λέγει απολογητικά: μέλαινα ειμί εγώ και καλή, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, ως σκήνωμα Κηδάρ, ως δέρρεις Σαλωμών. Κατά τον Ωριγένη, η Αιθιόπισσα κόρη εδώ συμβολίζει την Εκκλησία των εθνών – ecclesiae personam tenex ex gentibus – ενώ οι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ συμβολίζουν την Εβραϊκή συναγωγή και την υπεροχή της καταγωγής τους από το γένος του Αβραάμ. Αυτό το χωρίο, (όπως και διάφορα άλλα, λόγου χάρη η Αιθιόπισσα γυνή, ην έλαβε Μωυσής, Αριθμ. 12:1-2), ερμηνεύτηκαν στα πλαίσια της διδασκαλίας του Ευαγγελίου προς τα έθνη· πρβλ., και Πράξ. 21:25. Η αντίθεση ανάμεσα στο μαύρο χρώμα και τη λευκότητα, όπως διατυπώθηκε στο Άσμα Ασμάτων 1:6 (μέλαινα ειμή εγώ και καλή… μη βλέψητέ με ότι εγώ ειμί μεμελανωμένη, ότι παρέβλεψέ με ο ήλιος), ερμηνεύτηκε συμβολικά από τον Ωριγένη και τους Πατέρες της Εκκλησίας, σε μια περίοδο μάλιστα που η Εκκλησία της Αλεξανδρείας και γενικότερα της Αφρικής συμπεριλάμβανε στους κόλπους της διαφόρους λαούς, φυλές και έθνη, μεταξύ των οποίων αναμφίβολα και πολλούς μαύρους. Οι τυχόν παρερμηνείες που θα μπορούσαν να προκύψουν από βιβλικά χωρία, όπου οι μαύροι παρουσιάζονται αρνητικά ή κατά τρόπο εξευτελιστικό, όπως στον Ιερεμία 13:23 (ει αλλάξεται Αιθίοψ το δέρμα αυτού και παρδάλις τα ποικίλματα αυτής, και υμείς δυνήσεσθε ευ ποιήσαι μεμαθηκότες και κακά), ξεπεράστηκαν από πολύ νωρίς χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του Ωριγένη».
«Στο βυζαντινό εορτολόγιο συμπεριλαμβάνεται, ως γνωστό, η μνήμη του Οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος (28 Αυγούστου), ο βίος του οποίου είναι ενδεικτικός των επαφών που είχαν οι ασκητές της Θηβαΐδος, στα όρια της Ερμούπολης της Αιγύπτου, με μαύρους πληθυσμούς, αλλά και με μαύρους ληστές και λήσταρχους, όπως ακριβώς ήταν εις τον πρότερον βίο ο Όσιος Μωυσής ο Αθίοψ», (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ. (1999). «Η θέση των μαύρων στη βυζαντινή κοινωνία», στο: Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο. Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, σσ. 68, 69-70, 72).
Από τα παραπάνω αποσπάσματα είναι φανερό πως για τους βυζαντινούς η φιλανθρωπία ήταν από τις βασικότερες συνιστώσες της πίστης τους στο Θεό, γιατί ο ίδιος ο Χριστός είναι ο Μεγάλος «Ξένος». «Δός μοι τούτον τον ξένον» λέει στον Πιλάτο ο Ιωσήφ ο από Αρυμαθαίας, ποίημα του Γεωργίου Ακροπολίτη, το οποίο ψάλλουμε την Μεγάλη Παρασκευή. Άραγε, σήμερα όλοι εκείνοι που υβρίζουν και ξυλοκοπούν ξένους πρόσφυγες και μετανάστες μπορεί να είναι χριστιανοί φιλόξενοι κι όχι «χριστιανοί» αφιλόξενοι, εθνικιστές κι ότι άλλο συνιστά ο εφιάλτης του ρατσισμού; Ο κάθε ξένος, πρόσφυγες ή μετανάστης, στη χώρα υποδοχής που βρίσκεται είναι αντιμέτωπος, κυρίως, με την πείνα, χωρίς υλική βοήθεια, χωρίς παρηγοριά. Συνεχίζει όμως να ζει και να υφίσταται τον πιο οδυνηρό, ίσως, από τους θανάτους. Μας τον θυμίζουν οι στίχοι από την Οδύσσεια του Ομήρου: «Όλοι πικροί είναι οι θάνατοι στους δύστυχους ανθρώπου / μα πιο πικρός δεν βρίσκεται, να σβήσεις από την πείνα».

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Ζωοδότης Θεός

«Η λέξη Θεός ορίζει μια προσωπική σχέση, όχι ένα αντι-κείμενο νόημα. Όπως το όνομα του αγαπημένου σε κάθε έρωτα. Δεν σημαίνει διαστολή και απόσταση. Το άκουσμα του αγαπημένου ονόματος είναι άμεση αίσθηση και αδιάστατη εγγύτητα παρουσίας. Είναι η ζωή μας ολόκληρη μεταποιημένη σε σχέση. Γνωρίζουμε το Θεό καλλιεργώντας μια σχέση, όχι κατανοώντας ένα νόημα»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (1990). Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων. Αθήνα. Δόμος, σσ. 52-53.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Ο αδαμάντινος και χαλκέντερος Ωριγένης

«Ο Ωριγένης ωνομάσθηκε αδαμάντινος για τον εξαίρετο χαρακτήρα του και χαλκέντερος για την ακαταπόνητη συγγραφική του δράση. Έμαθε ενωρίτερα την εβραϊκή γλώσσα και συνέλαβε το μεγαλεπήβολο σχέδιο να ετοιμάση κριτική έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης. Η ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης δίχως την κριτική έκδοση ήταν κατά την πεποίθησή του αδύνατη. Η ελληνική φιλολογική επιστήμη καταπιάνεται λοιπόν τώρα εν τω προσώπω του Ωριγένους αποφασιστικώς με τα ιερά βιβλία των Εβραίων. Το μνημειώδες έργο του τα «Εξαπλά» είναι ο καρπός της τεραστίας κριτικής εργασίας του Ωριγένους. Ωνομάσθηκε έτσι, γιατί περιείχε σε έξη κατά παράταξιν στήλες έξη κείμενα. 1) Το εβραϊκό εις το πρωτότυπο 2) το εβραϊκό με ελληνικούς χαρακτήρες 3) τη μετάφραση το Συμμάχου 5) τη μετάφραση των Εβδομήκοντα και 6) τη μετάφραση του Θεοδοτίωνος. Το τεράστιο τούτο έργο, το οποίο συνετελέσθη κατά το 232-254 εις την Καισάρεια υπήρχε εκεί ως τις αρχές του 7ου αιώνα, οπότε κατεστράφη με την κατάκτηση της πόλεως από τους Άραβας. Για τα Εξαπλά Γράμματα ο Ωριγένης μεταχειρίσθηκε ως υλικό, εκτός από τα κείμενα που αναφέραμε και άλλες ελληνικές μεταφράσεις ωρισμένων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, τις οποίες πρώτος αυτός επρόσεξε. Η μετάφραση των Εβδομήκοντα δεν τον ικανοποιούσε, γιατί δεν απέδιδε με ακρίβεια το εβραϊκό κείμενο. Κατά την εργασία του εφήρμοσε ακόμη και τη γλωσσική στατιστική μέθοδο, η οποία μόλις στον 19ο αιώνα ανέζησε πάλι»


Ι. Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ. (1959). Πλάτων – Πλωτίνος – Ωριγένης. Αθήναι, σσ. 66-67.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Ένα πολύ καλό βιβλίο από μια ωραία συνάδελφο

Αγαπώ τους ηττημένους. Γιατί οι ηττημένοι είναι οι αληθινοί νικητές. Κι όχι, τούτο δεν είναι αντίφαση. Γιατί μόνο οι ηττημένοι, μονάχα εκείνοι, γνωρίζουν καλά πως η ουσία όλη βρίσκεται στον αγώνα και όχι στο αποτέλεσμα. Και στ’ αλήθεια, μόνο εκείνοι που τολμούν να σταυρωθούν, μονάχα εκείνοι που αφήνονται εκούσια ν’ ανέβουν στο Σταυρό, θα γνωρίσουν και Ανάσταση. Γιατί ο άνθρωπος που αγωνίζεται –ακόμη κι αν χάσει– είναι ήδη νικητής. Κι ίσως να ξαφνιάζει τούτη η απρόσμενη συνάντηση των δύο κορυφαίων –μια συμβολική συνάντηση του κυρ Αλέξανδρου με τον μεγάλο Κρητικό– στο νοερό κόσμο του ιδεατού. Και τούτο, επειδή μας έμαθαν να τους βλέπουμε «αλλιώς». «Άγιος των γραμμάτων» ο ένας, «Μέγας αιρετικός» ο άλλος.
Κι όμως. Και οι δύο υπήρξαν και υπάρχουν πάντα τόσο όμοια αδελφωμένοι, μέσα στην ιδιαιτερότητά τους. Ο κυρ Αλέξανδρος είναι εικόνα βυζαντινή, ξεχασμένη σε θερινό ξωκκλήσι ή σε κάποιο απόμερο εκκλησάκι στη στροφή του δρόμου, για να θυμίζει εκείνους που έφυγαν τόσο άδικα και απρόσμενα… Το μεγαλείο και η μεγαλοσύνη του είναι πως γιγαντώνει τα μικρά και κάνει τα ελάχιστα, μεγάλα. Ο Καζαντζάκης, από την άλλη, ο φλεγόμενος Κρητικός, μηδενίζει τα πάντα για να ξεκινήσει με ανυπέρβλητο ηρωισμό και πάλι από την αρχή. Ένα ταξίδι, λοιπόν, στην ανυπότακτη σκέψη του μεγάλου Κρητικού, μα και του μεγάλου Σκιαθίτη, που επέλεξε εκούσια να ζήσει ως ελάχιστος. Ο Καζαντζάκης κραυγάζει για Θεό, παλεύει για Θεό, ενώ ο κυρ Αλέξανδρος του ψιθυρίζει ερωτικά, καθώς η δική του η κραυγή είναι καλά κρυμμένη μέσα στη σιωπή.
Φάροι φωτοδότες που μετουσίωσαν το σκοτάδι σε φως και άγγιξαν την εσώτατη ουσία. Καθαγίασαν τους ανθρώπους. Δικαίωσαν τους ταπεινούς και τους μεταμόρφωσαν μέσα στο καμίνι της μεγάλης τους Τέχνης. Ένα ταξίδι στην Κρήτη, ένα ταξίδι στη Σκιάθο, ένα ταξίδι στην Ελλάδα και στην οικουμένη, μα πάντα με τον ίδιο προορισμό, την πολυπόθητη Ιθάκη. Γιατί και στους δύο αυτούς «ηττημένους νικητές» υπάρχει και κυριαρχεί πάντα το ταξίδι. Αυτό είναι το ποθητό ζητούμενο. Η Ιθάκη που δίνει την όλη ομορφιά.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Ποιητική άσκηση

                                     Διονυσίου του εκ Φουρνά 

«Τρεις κύκλοι ομόκεντροι ζωγραφισμένοι 
με το σοφό, με το καιρούς του χρόνου 
μήνες και ζώδια σε δώδεκα σπιτόπουλα, 
με τις επτά ηλικίες του άντρα, 
τον τάφο με τον δράκοντα και με τον θάνατο, 
τους αγγέλους κρατώντας τα ημίωρια. 

Η γοητεία μιας αφήγησης σκληρής, τελειωμένης, 
      αναντίρρητης».


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ. (1994). «Πως ιστορίζεται ο μάταιος βίος του κόσμου τούτου», στο: Πλην Εύχαρις – Τα Ορυκτά. Αθήνα: Άγρα, σ. 50.

Όπως πάντα δραστήριος ο Άρτος Ζωής

Το 2017 συμπληρώθηκαν πέντε αιώνες από τότε που ο Λούθηρος θυροκόλλησε, στις 31 Οκτωβρίου 1517, τις 95 θέσεις στο πανεπιστημιακό παρεκκλήσιο της Βιττεμβέργης, ενέργεια που επέπρωτο να αλλάξει την Ευρώπη και όλο τον χριστιανικό κόσμο. Η 500ή επέτειος του γενεθλίου έτους του Προτεσταντισμού υπέδειξε πολύ φυσιολογικά το θέμα του όγδοου συνεδρίου των Συναντήσεων του Άρτου Ζωής.
Η Νεοελληνική Ιστορία διασταυρώθηκε με τον Προτεσταντισμό, στο πρόσωπο κυρίως και τη δράση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, το κίνημα όμως αυτό δεν ρίζωσε στην Ελλάδα. Οι Έλληνες δεν γνωρίζουμε τι είναι και τι πιστεύουν οι προτεστάντες, δεν τους έχουμε συναναστραφεί στα χωριά και τις πόλεις μας, και γι’ αυτό ίσως διατηρούμε μια καχύποπτη ή και εχθρική στάση απέναντί τους. Όσο όμως και αν αγνοούμε ή εχθρευόμαστε τη Μεταρρύθμιση, ζούμε και εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, στον κόσμο που εκείνη δημιούργησε, στον κόσμο δηλαδή της ατομικότητας, με όλα όσα αυτή συνεπάγεται στο ηθικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Ταυτόχρονα βεβαίως ζούμε και σε έναν κόσμο που έχει γεννηθεί από εντελώς διαφορετικές ιστορικές διαδικασίες, που συνδέονται με το Βυζάντιο και το τέλος του, και με την οθωμανική κυριαρχία και το τέλος της. Η ιστορική, θεολογική και πολιτική προσέγγιση της Μεταρρύθμισης και των επιπτώσεών της που αποπειραθήκαμε στο συνέδριο δεν φιλοδοξεί να καλύψει ένα κενό παιδείας, μάλλον να το επιβεβαιώσει θέλει και να υπαινιχθεί ότι αξίζει τον κόπο να τη γνωρίσουμε καλύτερα και στον τόπο μας. 
Οι συγγραφείς του τόμου: Περικλής Βαλλιάνος, Κώστας Γαγανάκης, Γιώργος Γρηγορίου, Ανδρονίκη Διαλέτη, Σταύρος Ζουμπουλάκης, Γιώτης Κανταρτζής, Ιωάννης Κυριακαντωνάκης, Θάνος Λίποβατς, Γρηγόρης Μολύβας, Θεοδόσης Νικολαΐδης, Πάρις Παπαγεωργίου, Αργύρης Πέτρου, Γιώργος Πλακωτός, Αντώνης Λ. Σμυρναίος, Γιάννης Τσεβάς.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Επιδεινούμενη αποξένωση του εφήβου από το εκπαιδευτικό σύστημα

«Ένα σχολείο που “δουλεύει” με μια μικρή μειοψηφία μαθητών στους οποίους ταιριάζει η απομνημόνευση, ένα σχολείο που καλλιεργεί μόνο τη διανοητική γνώση χωρίς εποπτεία στη ζωή και στην κοινωνία, ένα σχολείο που θέλει τον έφηβο καθηλωμένο σε μια καρέκλα για έξι ώρες, ένα σχολείο που αγνοεί την ανάγκη του εφήβου για κοινωνικοποίηση, εθελοντισμό, αξίες, υπαρξιακή διαμόρφωση, ωρίμανση, αναγκαστικά θα τον οδηγήσει σε αλλοτρίωση. Μάλιστα ένα μέρος των νέων θα πεταχθεί έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα και θα στελεχώσει την παραβατικότητα και το περιθώριο, εκφράζοντας μόνιμα πια τον θυμό του προς την κοινωνία. Αλλά ο έφηβος που παραμένει στο σχολείο είναι πεπεισμένος πως, αφού οι μεγάλοι έφτιαξαν αυτό το κατασκεύασμα, τους χωρίζει άβυσσος από εκείνους»


π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΘΕΡΜΟΣ. (2010). «Υπάρχει χάσμα των γενεών;» στο: Διαδρομές αγάπης και γνώσης. Αθήνα: Αρχονταρίκι, σ. 83.