«Μια μέρα, ένα πρωινό επροχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντί σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι· ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται· μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πω, πω πω! Να ‘χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει: Μου ήλθαν δάκρυα στα μάτια».
Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. (2003). Βίος και Λόγοι. Χανιά: Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, σ. 86.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου