Γράφει ὁ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Ἡ ἄλλοτε ξεχασμένη κι ἄλλοτε ὑποτιμημένη βυζαντινή ἱστορία – γιά μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τούς δύο τελευταίους αἰῶνες καθετί βυζαντινό αὐτομάτως ἐντασσόταν στό χῶρο τοῦ σκοταδισμοῦ – ἔγινε, εὐτυχῶς, κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀντικείμενο σοβαρῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Οἱ ἱστορικοί, πολλοί μάλιστα ἀπό αὐτούς ἐντάσσονται στούς κύκλους τῶν διανοουμένων, πού ἀνέλαβαν ὄχι μόνο νά γεφυρώσουν τό «ἀναμέσον χάσμα» μεταξύ τοῦ Ἀρχαίου καί Νέου Ἑλληνισμοῦ - ἔτσι χαρακτήριζε τό Βυζάντιο ὁ Ν. Σαρίπολος, Καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς στόν 19ο αἰώνα - ἀλλά καί νά ἀποκαταστήσουν τή βυζαντινή οἰκουμένη, ἀποτελοῦν σήμερα ἀξιοσέβαστο πεδίο μελέτης καί κατανόησης αὐτῆς τῆς πολυεπίπεδης καί σύνθετης ἱστορικῆς διαδικασίας, πού ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται βυζαντινός πολιτισμός.
Σήμερα τό Βυζάντιο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό προσφιλῆ θέματα τοῦ ἐπιστημονικοῦ κόσμου. Ἐπιστήμονες διεθνοῦς κύρους, ἱστορικοί, θεολόγοι, ἱστορικοί τῆς τέχνης, νομικοί, ὁμολογοῦν καί τεκμηριώνουν τήν σπουδαιότητα καί τή γενναία συμβολή τοῦ βυζαντινοῦ κοσμοειδώλου, στό σημερινό πολιτισμό. Πάμπολλες μελέτες, ἀναφερόμενες στήν πολιτική, τήν κοινωνική, τή διοικητική, τή στρατιωτική καί ἐκκλησιαστική ἱστορία του, ἀναιροῦν προγενέστερες πλάνες καί ἀναγνωρίζουν τόν πολιτισμό τῶν βυζαντινῶν, ὡς τόν παράγοντα ἐκεῖνο πού διαδραμάτισε ἀποφασιστικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τόσο τῆς Ἀνατολικῆς, ὅσο καί τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Ὅ Sir Stenen Ransiman, τόν ὁποῖο ἡ ἐπιστημονική κοινότητα, πρίν εικοσιδύο χρόνια, ἀποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα, ἀκραιφνοῦς καί ἐμβριθέστατου ἱστορικοῦ βυζαντινολόγου ἐπιστήμονα. Ὄλβιος δημιουργός, ἔγινε γιά τίς διεθνεῖς ἱστορικές σπουδές τό μέγα ἀγκωνάρι. Ὡς ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους βυζαντινολόγους κατάφερε κι ἔσυρε ἀπό τή λήθη, ὅ,τι θαυμαστό εἶχε νά ἐπιδείξει τό Βυζάντιο. Τό πολυσχιδές ἔργο του, πράγματι, ἀποτελεῖ μία τεκμηριωμένη καταγραφή, ἀλλά καί ἑρμηνεία τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας. Ἄν κάτι ἀφήνουν τά γραφτά του, εἶναι τό γεγονός ὅτι εἶδε τό Βυζάντιο ὡς μία συμπαγῆ ἱστορική ἑνότητα, τήν ὁποία ἀμερόληπτα μελέτησε, δίνοντας στίς ἑπόμενες γενιές τῶν ἱστορικῶν τόν τρόπο, ἀκόμη πιό στοχαστικά νά τό μελετήσουν.
Πρέπει σοβαρά νά λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ὁ Ransiman μελέτησε τό Βυζάντιο ὑπό τό πλαίσιο τῶν τριῶν συντεταγμένων πού ὁριοθέτησαν τή χιλιετῆ μοίρα τῆς θεοκρατικῆς αὐτοκρατορίας του: τόν ἑλληνισμό, τή ρωμαϊκή νομοθεσία καί τήν Ὀρθοδοξία· αὐτό δηλαδή τό περιεχόμενο πού οὐσιαστικά διαμόρφωσε τήν πολιτισμική ταυτότητά του. Τούτη τή διεργασία, πού ἄρχισε τόν 4ο καί συνεχίστηκε ἕως τά μέσα τοῦ 15ου αἰώνα, ὁ Ransiman κατάφερε νά μᾶς τήν κληροδοτήσει δίχως νά φαντάζει μακρινή καί ξένη.
Μέ ἀσκητικό βλέμμα, ὁ μέγιστος αὐτός βυζαντινολόγος, εἶδε τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία καί τόν γοήτευσε. Στούς κόλπους ἀνοίχθηκε μέ διάθεση. Καί γι’ αὐτήν ἐμφαντικά ὑπογράμμιζε: «οἱ Ἕλληνες ἔχουν μία κληρονομιά γιά τήν ὁποία μποροῦν νά αἰσθάνονται περήφανοι, μία κληρονομιά πού δέν πρέπει νά χαθεῖ μέσα στίς ἐναλλασσόμενες ὑλικές καταστάσεις. Στούς σκοτεινότερους αἰῶνες τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία, παρ’ ὅλες τίς πολλές δυσκολίες, τίς πολλές ἀπογοητεύσεις καί αὐτές ἀκόμη τίς ταπεινώσεις, μπόρεσε ὄχι μόνο νά προσφέρει πνευματική ἀνακούφιση ἀλλά καί νά συντηρήσει καί διατηρήσει τίς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ μοντερνιστές ἔχουν συχνά ὑποτιμήσει τό ρόλο της ὑπογραμμίζοντας τό κενό, τό χάσμα πού ὑπάρχει μεταξύ του ἀρχαίου καί χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀλλά τό χάσμα δέν εἶναι ἀγεφύρωτο. Οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διέσωσαν πολλά ἀπό τά πιό ὡραία, πού εἶχε ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί τό ἀρχαῖο ἑλληνικό πνεῦμα, καί τά παρέδωσαν στήν Ἐκκλησία ὡς αὐτή τήν ἡμέρα. Ὁ ἐθνισμός μπορεῖ νά γίνει κακό πράγμα. Ὅμως ἕνα αἴσθημα ἐθνικῆς ταυτότητας, πού νά μήν βασίζεται σέ φιλόδοξο σωβινισμό ἀλλά σέ μία μακριά παράδοση πολιτιστικῶν ἀξιῶν, εἶναι ζήτημα γιά νόμιμη καύχηση καί περηφάνια».
Στό πρόσωπο τοῦ Ransiman τό ἀγγλόφωνο και, κατ’ ἐπέκταση, τό διεθνές ἐπιστημονικό κοινό ἀνακάλυψε τό Βυζάντιο καί ἀφύπνισε ἀπό τήν κατάκριση πού δύο αἰῶνες πρίν ὁ Edward Gibbon ἔκανε γι’ αὐτό, χαρακτηρίζοντας τή χιλιόχρονη ἱστορία του ὡς «θρίαμβο τῆς βαρβαρότητας καί τῆς θρησκείας». Εἶναι μακρύς ὁ κατάλογος τῶν μελετῶν καί τῶν αὐτοτελῶν βιβλίων του πάνω στά ὁποῖα σήμερα, ὅσοι ἐπιζητοῦν τή ψηλάφηση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, μποροῦν χωρίς κανένα δισταγμό νά προσφύγουν. Καί μόνο μία ἁπλή παράθεση τῶν τίτλων, πού εὔκολα θά μποροῦσε κανείς νά κάμει, ἀνατρέχοντας σέ ἐνημερωμένες ἰδιωτικές καί δημόσιες βιβλιοθῆκες, μαρτυρεῖ τήν ἐμμονή του γιά ἐμφάνιση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ ὡς μείγματος διαποτισμένου μέ κάλλος καί θαυμασμό.
Στό σύνολό του τό ἔργο τοῦ Ransiman, ἰχνογραφεῖ καί διαφωτίζει τή βυζαντινή ἱστορία μέσα ἀπό τόν χαρακτήρα τῶν ἀνθρώπων, τήν ποικιλία τῶν θεσμῶν, τῶν τρόπων σκέψης καί τῶν πολιτισμικῶν ἐκφράσεών του. Ἀρκετό ἀπό τό συγγραφικό ἔργο του, μεταφρασμένο στήν ἑλληνική, προσκαλεῖ κάθε φιλοβυζαντινό ἀναγνώστη σέ πραγματική θέαση τοῦ ἐπιφανοῦς μεσαιωνικοῦ κόσμου. Ὡς κλασικός ἱστορικός, ὁ Ransiman ἐπιμελῶς ἐπιστρέφει στίς βυζαντινές πηγές, προσφέροντάς μας μία σύνθετη εἰκόνα τῆς πολιτιστικῆς, κοινωνικῆς, καί πολιτικῆς δομῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Γιά τό λόγο αὐτό, οἱ νεότεροι βυζαντινολόγοι, θά πρέπει νά τοῦ εἶναι εὐγνώμονες, γιατί δημιούργησε τήν πιό ἔγκυρη καί περιεκτική ἱστορική ἐπισκόπηση τῆς βυζαντινῆς περιόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου