Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
«Ιστορία του τόπου μου / στων παιδιών τα παπούτσια γραμμένη. // Ω παιδάκια ξυπόλυτα / -μια γενιά ανυπόδητη πριν από μας- / μαθητές του πολέμου / στα μεγάλα θρανία τα ξύλινα, με τα πόδια γυμνά σαν τ’ ακίνητα άκρα των κούρων. // Κι ήρθαμ’ έπειτα εμείς με παπούτσι επιτέλους / κι ας ήταν μισό· / - μιας περήφανης φτώχειας το τρόπαιο. // Στην οθόνη γυρεύω να δω σε μεγέθυνση / των παλιών σχολικών εορτών τα υποδήματα· / μα κοιτούσε ψηλά ο φακός, / σ’ ουρανούς που σημαίες σε ασπρόμαυρο φόντο κυμάτιζαν: / Έρμα ‘ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα / (τα μάτια μου ζητούν τον Σολωμό) / τα πόδια μου γυρεύουν σανδάλα θαλπτήρια). / Τάσσομαι με τον Σολωμό – και με μισό παπούτσι. // (Μάταιη στ’ αλήθεια έπαρση για κάτι τρύπιες σόλες, / αφού χαλάνε σήμερα πολύ προτού να λιώσουν). ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. (2019). «Με το μισό παπούτσι», στο: Η Πήλινη Χορεύτρια. Αθήνα: Γαβριηλίδης, σ. [14][1].
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η σημερινή εκπαίδευση των μαθητών μας είναι μονοδιάστατη. Παρά την άμεση σύνδεσή της με τα τεχνολογικά επιτεύγματα του πολιτισμού μας, η μόνη έγνοια του μαθητικού δυναμικού των σχολικών τάξεων είναι πως θα βρεθεί ο εύκολος τρόπος, κάποια στιγμή να περάσει στο πανεπιστήμιο. Το πρόβλημα είναι μεγάλο, έχει έκταση και βάθος και ουδείς ενδιαφέρεται να το επιλύσει: για δεκαετίες μαθητές, γονείς και δάσκαλοι βρίσκονται μπροστά στο σκόπελο της χρησιμοθηρικής γνώσης των μαθημάτων – επιστημών που διδάσκονται στο σχολειό. Οι ίδιοι, εξάλλου, αδυνατούν να κατανοήσουν πως μόνο χρησιμοθηρικά εννοώντας τη γνώση, καθημερινά γίνονται θήραμα των ποικίλων παραγωγών της πληροφορίας, των «γυρολόγων της πληροφορίας», μιας κι όλα τα μαθήματα – επιστήμες που διδάσκονται, τα αντιλαμβάνονται μόνο ως πληροφορίες.
Έτσι, δεν πρέπει να μας παραξενεύει γιατί λόγου χάριν ουκ ολίγοι μαθητές μας είναι ιστορικά αναλφάβητοι. Το παράδειγμα, για το πως στοχάζονται πάνω στην επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821 είναι χαρακτηριστικό: απουσία βασικών γνώσεων, ιστορικών κριτηρίων αλλά και ευαισθησίας για πρόσωπα και γεγονότα, που σχετίζονται με τον ξεσηκωμό του Γένους. Πρόκειται για μια κατάσταση και εικόνα που γεννά ράκη παντού. Θλιβερό γεγονός, πραγματικότητα όμως: οι μαθητές δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα! Οι καθημερινές στιγμές τους τσακίζονται στα βράχια, όπου και η αποχαυνωμένη ζωή τους, δίχως ιστορική μνήμη.
Αυτονόητο ή όχι το ερώτημα, για το ποιός φταίει για την αδυναμία δημιουργικής πρόσληψης του άμεσου ιστορικού παρελθόντος από τους μαθητές μας, νομίζω πως δεν έχει και τόση σημασία· να αποδίδουμε, δηλαδή, την ευθύνη είτε σ’ αυτούς είτε σ' εμάς τους δασκάλους είτε στο «εκπαιδευτικό σύστημα», όπως συλλήβδην αρεσκόμαστε να λέμε. Από μόνη της, η απόδοση ευθυνών δεν επιλύει το πρόβλημα. Το αίτημα θεραπείας της διαρκούς περί την Ιστορία αφασίας μας, στην οποία όχι μόνο οι μαθητές αλλά και εμείς οι μεγαλύτεροι βρισκόμαστε, μπορεί να έρθει μόνο με γόνιμο εσωτερικό βασανισμό της ύπαρξής μας. Πρόκειται για κατάφαση σ’ εκείνο το χώρο του ιστορικού μας Είναι που, στόχο θα έχει, τη θήρα της ιστορικής αλήθειας: τι τέλος πάντων λαός είμαστε και ποια κληρονομιά κουβαλάμε στις πλάτες μας.
Είναι γεγονός, λοιπόν, πως δεν γνωρίζουμε καλά την Ιστορία μας. Γι’ αυτό μένει ακέραιο το πρόβλημα της ιστορικής μας αγνωσίας. Στο σχολειό ο δάσκαλος οφείλει να προσδοκά ετούτο: οι μαθητές του να μην έχουν μόνο ιστορικές γνώσεις αλλά και σχέση με τους παππούδες τους αγωνιστές του 1821. Αυτό είναι το ρίγος της επετείου των 200 χρόνων, το ρίγος της μνήμης, του αίματος που χύθηκε στα πεδία των μαχών και βλάστησε η λευτεριά.
Αλλά η μετάβαση από τη γνώση του άμεσου ιστορικού παρελθόντος στη σχέση με αυτό, που ζωογονεί το παρόν, συνιστά βίωμα, εμπειρία. Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει και, προπαντός, που αλλάζει ολοένα και πιο γρήγορα, η ανάγκη αλλαγής διδασκαλίας της Ιστορίας στο σχολειό, παρότι τα τελευταία χρόνια προκαλεί ευρύτατες συζητήσεις, είναι ένα από τα οξύτερα προβλήματα της ιστορικής μας παιδείας. Τα ερωτήματα είναι καίρια: πώς πρέπει να την αντιμετωπίσει η παιδεία, αν θέλει οι μαθητές να μην είναι «μορφωμένοι αγράμματοι;» Τί, άραγε, πρέπει να πούμε στους μαθητές μας, με ποια εφόδια οφείλουμε να τους οπλίσουμε, ώστε η γνώση των ιστορικών γεγονότων και προσώπων που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821, να μην είναι μόνο γνώση αλλά και σχέση μ’ αυτά;
Το πρόβλημα δεν μπορεί εσαεί να παραμένει άλυτο. Υπάρχει λύση: από τη μια μεριά να δώσουμε στους μαθητές μας όλες τις γενικές ιστορικές γνώσεις και από την άλλη, μέσω της άμεσης σχέσης μ’ αυτές, να τους προπαρασκευάσουμε ούτως ώστε με όραμα να βλέπουν το μέλλον τους, γευόμενοι τον μακραίωνο πολιτισμό τους.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Μιαούλης, 1942· αυγοτέμπερα σε ξύλο 34Χ38.
[1] Η Πήλινη Χορεύτρια της φιλολόγου Τασούλας Καραγεωργίου, συλλογή ποιημάτων που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και αφιερωματικούς τόμους (Διάστιχο, Φρέαρ, Περί Ου, Νησίδες, Νέα Ευθύνη, κ.ά.), ξαφνιάζει τους φίλους της ποίησης: γλώσσα με ιδιαίτερη εκφραστική δύναμη, που δείχνει οξυδέρκεια και άριστη από την ποιήτρια γνώση της προγενέστερης ποιητικής παράδοσης· Αρχίλοχος (7ος αιώνας π.Χ.), Εύκλος (προομηρικός Κύπριος ποιητής και χρησμολόγος), Σαπφώ (6ος αιώνας π.Χ.), Μελέαγρος (2ος – 1ος αιώνας π.Χ.), Παλατινή Ανθολογία (συλλογή αρχαίων και βυζαντινών επιγραμμάτων από τον 7ο αιώνα π.Χ., μέχρι το 600 μ.Χ.), Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), Διονύσιος Σολωμός (1798-1857). «Η Φαρμακολύτρα» παίρνει την ψυχή του εραστή της ποίησης και την ενώνει με τον «άγιο των γραμμάτων» μας κυρ Αλέξανδρο της Σκιάθου· μνημόσυνο ετούτο το ποίημα στον πολυβραβευμένο συγγραφέα, κριτικό και ποιητή Κώστα Στεργιόπουλο, οδυνηρή για την ποιήτρια ενθύμηση της παντοτινής πια απουσίας του. Και, βέβαια, η πιστότητα στη συζυγική ζωή, με τρία ποιήματα αφιερωμένα στην Τέκμησσα, σύντροφο του Αχαιού Αίαντα, από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Ανάγνωση και απαγγελία των ποιημάτων καλό είναι να πάνε χέρι – χέρι, ειδεμή θα δυσκολευτεί όποιος αρέσκεται κι ορέγεται την ποίηση. Αφήνω τελευταίες τις Σημειώσεις: εγκόλπιο για περαιτέρω εμβάθυνση στον ποιητικό λόγο της Τασούλας Καραγεωργίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου