«Υπάρχει μια συγγένεια εκλεκτική μεταξύ αφ’ ενός της ετερόφωτης μάθησης και του δογματισμού, και αφ’ ετέρου της αυτόφωτης μάθησης και του κριτικού στοχασμού. Όσοι δέχονται ανέλεγκτα τις έτοιμες αλήθειες των άλλων και βολεύονται μέσα σ’ αυτές, γίνονται δογματικοί: “έτσι είναι τα πράγματα”, “δεν μπορούν παρά να είναι έτσι”, “πρέπει να είναι έτσι”. Αντίθετα η κριτική σκέψη τρέφεται από την αυτόφωτη μάθηση και την τρέφει: “θα βεβαιωθώ άμα πεισθώ μόνος μου”, “δείξε μου τους τίτλους της αλήθειας που πρεσβεύεις”, “πρώτος θα ομολογήσω την πλάνη μου, εάν την ανακαλύψω”. Πρόκειται για δύο στο έπακρο διαφορετικές όχι μόνο θεωρητικές αλλά προπάντων ηθικές στάσεις (τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς). Γι’ αυτό, τόσο τα χαρακτηρολογικά όσο και τα ηθικά γνωρίσματα των δύο τύπων είναι εντελώς αντίθετα. Ο δογματικός είναι απερίσκεπτος, πείσμων, αδιάλλακτος, φανατικός. Δεν σε αφήνει να αντιμιλήσεις, δεν επιτρέπει διαφωνίες. Αποφαίνεται με αποφθέγματα και εντυπωσιακές φράσεις. Επειδή δεν αισθάνεται την παραμικρή αμφιβολία για όσα υποστηρίζει, ο ίδιος γίνεται θύμα της βεβαιότητας και της ακαμψίας του. Είναι μισαλλόδοξος και επιθετικός. Απορρίπτει προκαταβολικά κάθε αντίθετη άποψη ως ανάξια λόγου ή γελοία· και αν τύχει η άποψη αυτή να έχει αιχμές που τις φοβάται, μαίνεται και τη χαρακτηρίζει εγκληματική, ολέθρια για την ανθρωπότητα.
Ο άνθρωπος του κριτικού στοχασμού βρίσκεται στον άλλο πόλο. Αυτός προσέχει, εξετάζει, ζυγίζει, ελέγχει κάθε γνώμη που παρουσιάζεται με την αξίωση ότι είναι ορθή. Και δεν αποφαίνεται οριστικά παρά μόνο εάν πεισθεί ότι ικανοποιεί τους όρους της αλήθειας. Στη δική του άποψη δεν αναγνωρίζει περισσότερα από των άλλων τα προνόμια. Για να βεβαιωθεί μάλιστα ότι η θέση του είναι πραγματικά ισχυρότερη, όχι μόνο μ’ ευχαρίστηση ακούει τον αντιφρονούντα, αλλά και τον αναζητεί για να “διαλεχθεί” μαζί του. Ο δογματικός μονολογεί· ο κριτικός αγαπά και καλλιεργεί τη συζήτηση. Τη θέλει όχι τόσο για να διαφωτίσει τους άλλους, όσο για να διαφωτισθεί ο ίδιος. Ξέρει ότι μόνο με αυτό τον τρόπο φαίνεται καθαρή η αλήθεια, όπως ο χρυσός με τη φωτιά. (Η μεταφορά είναι του Πέρση ευγενή Αρτάβανου και αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, VII 10). Διαλεγόμενος ο κριτικός αγωνίζεται όχι να επιβάλει τη γνώμη του, αλλά να ζυγίσει την αξία της. Οι δογματικοί και όταν δέχονται να συζητήσουν, παραποιούν τον διάλογο· δεν μετακινούνται από τη θέση τους, έστω και αν τους αποδείξεις ότι πατούν σε σαθρό έδαφος. Μοιάζουν μ’ εκείνους που έρχονται να σε συμβουλευτούν, όχι για να πάρουν τη δική σου γνώμη, αλλά για ν’ ακούσουν από τα χείλη σου αυτήν που έχουν ήδη σχηματίσει… Αυταρχισμός και ιδεοληψία, μισαλλοδοξία και φανατισμός προσιδιάζουν στον δογματικό και ετερόφωτο, όχι στον άνθρωπο του κριτικού στοχασμού και της αυτόφωτης μάθησης.
Ε. Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ. (1973). «Η μάθηση», στο: Πρακτική Φιλοσοφία. Α΄ Βιοσοφία. Β΄ Μικρές τομές σε μεγάλα ζητήματα. Αθήνα: Δωδώνη, σσ. 62-63.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου