«Ανήκοντας χρονολογικά στην περίφημη γενιά του ’30, κι έχοντας όλες τις προϋποθέσεις να ακολουθήσει τα ανθρωπιστικά οράματα εκείνων, όπως τα μεταφύτευσαν από τη Δύση στην καθημαγμένη Ελλάδα του πρώτου μισού τού αιώνας μας, πήγε εμφανώς κόντρα στο ρεύμα, ξεχωρίζοντας μοναδικά σαν την πέστροφα, που ο ίδιος κάπου την υμνεί πως ακριβώς γι’ αυτό έχει νοστιμότατο κρέας (βλ., Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, εκδ. Άγρα, 1982, σελ. 133)».
»Πηγαίνοντας όμως κόντρα στο δυτικό ανθρωπισμό, δεν σημαίνει πως πήγε κόντρα σ’ ολόκληρη τη Δύση, που και βαθιά τη γνώρισε, αλλά και περισσότερο από κάθε άλλον ήταν σε θέση να την αξιολογήσει. Έτσι, ενώ ειρωνεύτηκε με αγανάκτηση Ιουδαίου Προφήτη την αυτάρκεια και φιλαρέσκεια του Δυτικού ορθολογισμού, παράλληλα ύμνησε ως το μόνο πια πειστικό “Ευαγγέλιο” στις αγοραίες συνθήκες του 20ού αιώνα τα σοφά παραληρήματα του Ρεμπώ, του Μαλαρμέ, του Λοτρεαμόν, του Τζόις. Γιατί εκεί βρήκε να συναρτάται η ανανήφουσα από την “Βαβυλώνεια αιχμαλωσία” της Δύση με την προ πολλού μεγαλομάρτυρα Βυζαντινή Ανατολή, οπότε συνέβη το εξής περίεργο: Έχοντας αφετηρία άμεση ο Πεντζίκης κατ’ αρχάς όχι την πατρογονική του παράδοση, αλλά τα πιο μοντέρνα έργα τέχνης της Δύσεως, οδηγήθηκε απ’ αυτά να αναγνωρίσει την προτεραιότητα και απαράμιλλη αλήθεια της Ανατολής, κι από τη στιγμή εκείνη διάλεξε κι αυτός, κατά το ψαλμικόν, “παραρριπτείσθαι εν τοις οίκοις του Θεού μάλλον ή οικείν εν σκηνώμασιν αμαρτωλών” (Ψαλμ. 33, 11)».
+Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ. (1994). Ο Πεντζίκης του επέκεινα και του ενθάδε. Αθήνα: Δόμος, σσ. 10-11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου